Μικελλίδου Γεωργία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 105

(2001) 3 ΑΑΔ 105

[*105]27 Φεβρουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΙΚΕΛΛΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2701)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Αμφισβήτηση της πλήρωσης των προσόντων από υποψήφιο ― Δεν μπορεί να γίνει χωρίς την υποβολή ένστασης κατά του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Το ζήτημα κρίνεται μόνο σε εκείνο το στάδιο ― Η Ε.Ε.Υ. δεν μπορεί, χωρίς την υποβολή ένστασης από οποιονδήποτε, να κρίνει το θέμα από μόνη της.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Εύλογη η απόφαση της Ε.Ε.Υ. να προάξει τον υπερέχοντα στην αξιολόγηση στην προσωπική συνέντευξη, παρά την υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα ― Ειδικότερα επειδή η θέση βρισκόταν ψηλά στην ιεραρχία.

Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου ― Το εφετείο επεμβαίνει, εφόσον η απόφαση είναι άδικη ή έκδηλα εσφαλμένη ― Κανόνας πως ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Η εφεσείουσα προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο, και κατ’ έφεση, την απόφαση της εφεσίβλητης να προάξει στη θέση Επιθεωρητή Α (Μέση Εκπαίδευση) για τη Φυσική Αγωγή, το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί της ιδίας. Εισηγήθηκε πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν προσοντούχος, εισήγηση που απορρίφθηκε πρωτόδικα με την αιτιολογία πως η Ε.Ε.Υ. δεν μπορούσε η ίδια, χωρίς την υποβολή ένστασης στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να εξετάσει τέτοιο ζήτημα.

[*106]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση κατά πλειοψηφία (απόφαση Γαβριηλίδη Δ., συμφωνούντων των Αρτεμίδη, Νικολαΐδη και Ηλιάδη Δ.Δ.), αποφάσισε ότι:

1.  Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβλήθηκε, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ή όχι προσοντούχο, εφόσον η εφεσείουσα ή άλλος υποψήφιος δεν υπέβαλε ένσταση κατά του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώπιον της εφεσίβλητης (σύμφωνα με το άρθρο 35Β (7) του Νόμου), ζητώντας τον αποκλεισμό και την αφαίρεση του ενδιαφερόμενου μέρους από τον κατάλογο ως μη προσοντούχου.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, «το όργανο της αποφασιστικής κατά το Νόμο αρμοδιότητας (αρθρ. 5 και 35Α) δηλαδή ΕΕΥ, μπορεί να επιλέξει για την κενή θέση νόμιμα, μόνον προσοντούχο.  Η σύσταση της Συμβουλευτικής δεν επιφέρει περιορισμό στην αρμοδιότητα της ΕΕΥ, ούτε επιφέρει αποστέρηση της δυνατότητας της ΕΕΥ ελέγχου νομιμότητας, ούτε αδυναμία νομική στην ΕΕΥ για εκπλήρωση της υποχρέωσης της για νόμιμη επιλογή με προσοντούχο υποψήφιο. 

     Κρίνεται ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν εδικαιούτο, αυτόβουλα, χωρίς ένσταση της εφεσείουσας ή άλλου υποψηφίου, να αποφασίσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν προσοντούχο ή όχι και, ανάλογα, να το αφαιρέσει ή όχι από τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είναι ορθή.  Ο καταρτισμός του καταλόγου είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία και αποφασίζει ποιοι είναι οι προσοντούχοι υποψήφιοι.  Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξετάζει μόνο και αποφασίζει τις ενστάσεις που υποβάλλονται βάσει του Άρθρου 35Β (7) του Νόμου.

     Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η εφεσείουσα ή άλλος υποψήφιος δεν υπέβαλε ένσταση, η εφεσίβλητη δεν εδικαιούτο κατά νόμο να διαφοροποιήσει τον κατάλογο των προσοντούχων, που περιλάμβανε το ενδιαφερόμενο μέρος, η δε επιλογή του καταλληλότερου υποψήψιου έπρεπε να γίνει, όπως και έγινε, μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο ως προσοντούχοι.

2.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προβλήθηκε είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση αξιολόγησε εσφαλμένα τα πραγματικά δεδομένα αναφορικά με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ ο τρίτος λόγος είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση της εφεσί[*107]βλητης για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. 

     Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν.  Από πλευράς αξίας, οι υπηρεσιακές εκθέσεις, στα τελευταία είκοσι χρόνια (1977-1996), παρουσίαζαν και τους δύο  υποψηφίους με τη γενική βαθμολογία «εξαίρετος».  Η ελάχιστη αριθμητική διαφορά αξίας της εφεσείουσας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καν ως οριακή.  Από πλευράς προσόντων, η εκ μέρους της εφεσείουσας κατοχή του πρόσθετου προσόντος δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να έχει παρά μόνο οριακή σημασία.  Η δε αρχαιότητά της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά τις προαγωγές, και μόνο, αυτή επικρατεί όταν οι άλλοι παράγοντες που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων είναι ίσοι, εφόσον εδώ επρόκειτο για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, και μάλιστα θέσης ψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία.  Από την άλλη, η μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας κατά τη συνέντευξη, που, για τους λόγους που εξήγησε η εφεσίβλητη, απέληξε στο γενικό χαρακτηρισμό «καλά», κατ’ αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που πέτυχε γενικό χαρακτηρισμό «πάρα πολύ καλά», δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την εφεσίβλητη, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψηφίου (άρθρο 35 Β (10)(ιιι) του Νόμου) και, μάλιστα, με αυξημένη βαρύτητα, δεδομένου ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δε Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, παράλληλα με ενημερότητα πάνω στα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης και στις εξελίξεις των θεμάτων του μαθήματος της σωματικής αγωγής, στοιχεία σε σχέση με τα οποία η σαφής υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους (που διεκδικούσε πρώτο διορισμό), όπως αυτή διαπιστώθηκε από την εφεσίβλητη, αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

     Έχοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο των διορισμών ή προαγωγών, ιδιαίτερα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η επίδικη, και το υλικό που είχε ενώπιόν της η εφεσίβλητη (αξία, προσόντα, αρχαιότητα και εντύπωση από τις συνεντεύξεις), σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τη βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται στο υλικό αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση, στη βάση της αιτιολογίας πάνω στην οποία στηρίχθηκε, ήταν εύλογα επιτρεπτή στην εφεσίβλητη. Η εφεσείουσα δεν ικανοποίησε, ως εβαρύνετο, ότι είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή του Δικαστηρίου.

3.  Ο τελευταίος λόγος έφεσης, αναφέρεται στα έξοδα.  Σύμφωνα με [*108]το δικηγόρο της εφεσείουσας, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα εις βάρος της γιατί αυτή είχε «καταφανώς καλή υπόθεση» και «κύρια γιατί ο κάθε αιτητής με την προσφυγή απλά διεκδικά κρίση - τομή δικαίου περί τη νομιμότητα πράξης. 

     Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Ο Πικής Π. με δική του απόφαση μειοψηφίας, κατέληξε σε διαφορετική απόφαση και αντίθετο αποτέλεσμα.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53,

Ιατρού v. Ε.Ε.Υ, Υπόθ. Αρ. 775/96, ημερ. 15.1.1999,

Γιάλλουρου v. Ε.Ε.Υ, Υπόθ. Αρ. 263/1998, ημερ. 18.2.2000,

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Καλλής, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 808/97), ημερομηνίας 30/7/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τη Φυσική Αγωγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

[*109]ΠΙΚHΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτεμίδης, Νικολαΐδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.  Εγώ θα δώσω τη δική μου απόφαση με την οποία καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν υποψήφιοι για μια θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τη Φυσική Αγωγή.  Η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.  Αφού προκηρύχθηκε η θέση, υποβλήθηκαν πέντε αιτήσεις.  Ακολούθως συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρθρο 35A (2) (ε) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων (ο Νόμος).  Μετά από τη μελέτη όλων των στοιχείων η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε ότι μόνο τρεις από τους πέντε υποψηφίους (μεταξύ των οποίων η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος) κατείχαν τα απαραίτητα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα.  Ειδικά σε σχέση με το προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης (παράγραφος 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας) η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε τα μεταπτυχιακά προσόντα που κατείχαν οι υποψήφιοι και έκρινε ότι αυτά ήσαν διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους και, παράλληλα, ήσαν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.  Αναφορικά με την εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή αφού εξέτασε τα μεταπτυχιακά προσόντα που κατέχουν οι υποψήφιοι έκρινε ότι αυτά είναι διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους και ότι είναι συναφή προς την εκπαίδευση σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.

(ι) Ο υποψήφιος κ. Νεόφυτος Αρμεύτης είναι κάτοχος Πτυχίου της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, Πιστοποιητικού Ισοτιμίας Πανεπιστημίου Αθηνών και Certificate in Physical Education του Leeds University του Ηνωμένου Βασιλείου (ενός έτους-Μεταπτυχιακό).

(ιι) Η υποψήφια κα Γεωργία Μικελλίδου-Πρέζα είναι κάτοχος Πτυχίου της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, Πιστοποιητικού Ισοτιμίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Supplementary Certificate in Physical Education του University of Sussex (ενός έτους-Μεταπτυχιακό) και Supplementary Certificate in Physical Education του East Sussex College of Higher Education (ενός έτους-Μεταπτυχιακό)».

Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε, επίσης, ότι και οι τρεις [*110]υποψήφιοι κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες «εφόσον είναι κάτοχοι μεταπτυχιακής εκπαίδευσης διάρκειας ενός χρόνου τουλάχιστον σε ξενόγλωσσο ίδρυμα».

Τελικά η Συμβουλευτική Επιτροπή, συνεκτιμώντας όλα τα νόμιμα κριτήρια, δηλαδή αξία, προσόντα και αρχαιότητα, αποφάσισε να συστήσει (με αλφαβητική σειρά) για διορισμό/προαγωγή στη θέση την εφεσείουσα, το ενδιαφερόμενο μέρος και τον υποψήφιο Ανδρέα Κόκκινο.

Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαβιβάσθηκε στην εφεσίβλητη στις 2.7.1997. Στις 6.7.1997 ο Ανδρέα Κόκκινος πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι δεν ενδιεφέρετο για προαγωγή.  Μετά τη διαπίστωση της εφεσίβλητης ότι δεν είχε υποβληθεί καμιά ένσταση «από μέρους ενδιαφερομένων για τον κατάλογο» (άρθρο 35Β (7) του Νόμου), και επειδή από τους υπόλοιπους αιτητές, που δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν υπήρχε κανένας που να κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, παρέμειναν στον κατάλογο μόνο δύο υποψήφιοι – η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ακολούθως η εφεσίβλητη κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων (άρθρο 35Β (8) του Νόμου) ο οποίος περιλάμβανε μόνο την εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος. Ταυτόχρονα, αποφάσισε να καλέσει τους δύο υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη (άρθρο 35Β (9) του Νόμου). Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη η εφεσίβλητη αποφάσισε να ληφθούν υπόψη ορισμένα κριτήρια.

Οι συνεντεύξεις έγιναν στις 30.7.1997 στην παρουσία του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης.

Η κρίση του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις (άρθρο 35Β (9) του Νόμου) ήταν ότι η εφεσείουσα απέδωσε «καλά», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος «πολύ καλά».

Η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από την εφεσίβλητη, με βάση τα κριτήρια που καθόρισε, ήταν η ακόλουθη:

Εφεσείουσα: «Διατύπωσε κάποιες απόψεις για τα θέματα της επιθεώρησης. Δεν φαίνεται να έχει ολοκληρωμένη αντίληψη του ρόλου του επιθεωρητή μέσης εκπαίδευσης. Οι απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις για τα θέματα του αναλυτικού προγράμματος του μαθήματος της σωματικής αγωγής ήταν πολύ ασαφείς και έδειχναν άγνοια του θέματος. Εξέφρασε κάποιες απόψεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος της σωματικής αγωγής. Μιλά με άνεση. Έχει ευχάριστη προσωπικότητα.

Γενικός χαρακτηρισμός: Καλά.»

Ενδιαφερόμενο Μέρος: «Έχει πάρα πολύ καλή γνώση των προβλημάτων της μέσης εκπαίδευσης. Γνωρίζει σε όλη τους την έκταση τα θέματα που αφορούν το μάθημα της σωματικής αγωγής.  Διατύπωσε σαφείς και τεκμηριωμένες απόψεις για τα θέματα της επιθεώρησης της ειδικότητας του. Έχει μελετημένες προτάσεις για ανάπτυξη του μαθήματος της σωματικής αγωγής στα σχολεία.  Εκφράζεται με άνεση και σαφήνεια. Έχει δυνατή και ευχάριστη προσωπικότητα.

Γενικός χαρακτηρισμός: Πάρα Πολύ Καλά.»

Για την επιμέτρηση της αξίας η εφεσίβλητη έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων*, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις τελευταίες, και, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους, την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις συνεντεύξεις.

Σε σχέση με τα προσόντα των υποψηφίων** η εφεσίβλητη σημείωσε:

«Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από τα Σχέδια Υπηρεσίας προσόντα για τη θέση, δηλαδή έχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο στη φυσική αγωγή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.  Έχουν εκπαιδευτική υπηρεσία πέραν των δεκαπέντε ετών, από τα δύο σε θέση όχι κατώτερη από εκείνη του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και πέραν των πέντε ετών στη Μέση Εκπαίδευση. Όσον αφορά την πολύ καλή γνώση μιας από τις επικρατέστερες Ευρωπαϊκές γλώσσες η Επιτροπή κρίνει ότι εφόσον όλοι οι υποψήφιοι έχουν μετεκπαίδευση σε ξενόγλωσσα πανεπιστήμια κατέχουν το εν λόγω προσόν».

Η εφεσίβλητη έλαβε, επίσης, υπόψη την αρχαιότητα των υποψηφίων με ρητή αναφορά στις λεπτομέρειες της υπηρεσιακής τους εξέλιξης*.

Η εφεσίβλητη κατέληξε ως εξής:

«Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων με ιδιαίτερη βαρύτητα στις τελευταίες και οι δύο υποψήφιοι παρουσιάζονται εξαίρετοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Η κα Πρέζα παρουσιάζει καλύτερες υπηρεσιακές εκθέσεις, αλλά λαμβανομένης υπόψη της απόδοσης τους στην προσωπική συνέντευξη ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης για την αξία τους, ο κος Νεόφυτος Αρμεύτης κρίνεται από την Επιτροπή ότι υπερέχει στο κριτήριο αυτό.  Ως προς την αρχαιότητα, υπερτερεί η κα Γεωργία Μικελλίδου-Πρέζα η οποία έχει προαχθεί στη θέση Διευθυντή από 1.9.1996.

Η Επιτροπή ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια αυτά βρίσκει ότι ο κος Νεόφυτος Αρμεύτης, παρουσιάζεται επικρατέστερος στην υπό πλήρωση θέση.»

           

Ακολούθως, η εφεσίβλητη αποφάσισε να προσφέρει την επίδι[*113]κη θέση στο ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο και αποδέχθηκε την προσφορά.

Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ή όχι προσοντούχο εφόσον η εφεσείουσα ή άλλος υποψήφιος δεν υπέβαλε ένσταση κατά του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώπιον της εφεσίβλητης (σύμφωνα με το άρθρο 35Β (7) του Νόμου), ζητώντας τον αποκλεισμό και την αφαίρεση του ενδιαφερόμενου μέρους από τον κατάλογο ως μη προσοντούχου.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας «το όργανο της αποφασιστικής κατά το Νόμο αρμοδιότητας (αρθρ. 5 και 35Α) δηλαδή ΕΕΥ, μπορεί να επιλέξει για την κενή θέση νόμιμα, μόνον προσοντούχο.  Η σύσταση της Συμβουλευτικής δεν επιφέρει περιορισμό στην αρμοδιότητα της ΕΕΥ, ούτε επιφέρει αποστέρηση της δυνατότητας της ΕΕΥ ελέγχου νομιμότητας, ούτε αδυναμία νομική στην ΕΕΥ για εκπλήρωση της υποχρέωσης της για νόμιμη επιλογή με προσοντούχο υποψήφιο. Η νομολογία της Ολομέλειας που επικαλέστηκε η Πρωτόδικη απόφαση (Χαραλαμπίδης) δεν αφορά ούτε περιορίζει τα όρια της αρμοδιότητας της ΕΕΥ για ότι αφορά τον έλεγχο νομιμότητας για πραγματοποίηση προαγωγής, μόνο προσοντούχου. Στην περίπτωση εκείνη της σύστασης της Συμβουλευτικής, αναφέρετο στην αριθμοποίηση των κριτηρίων και όχι στην κρίση περί του εάν κάποιος είναι προσοντούχος ή όχι, που είναι καθήκον της ΕΕΥ, εν πάση περιπτώσει, να κρίνει ανεξάρτητα της ύπαρξης περί τούτου ένστασης από ανθυποψήφιο. ……  Διαζευκτικά …… διαφοροποιείται στα γεγονότα και/ή είναι εσφαλμένη η απόφαση Χαραλαμπίδης, γιατί το όργανο της τελικής αποφασιστικής αρμοδιότητας για να επιλέξει βαρύνεται το ίδιο, με το πρωτογενές καθήκον επιλογής προσοντούχου και μόνον».

Κρίνουμε ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν εδικαιούτο, αυτόβουλα, χωρίς ένσταση της εφεσείουσας ή άλλου υποψηφίου, να αποφασίσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν προσοντούχο ή όχι και, ανάλογα, να το αφαιρέσει ή όχι από τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είναι ορθή.  Ο καταρτισμός του καταλόγου είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία και αποφασίζει ποιοι είναι οι προσοντούχοι υποψήφιοι. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξετάζει μόνο και αποφασίζει τις ενστάσεις που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 35Β (7) του Νόμου.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας (Κωνσταντινίδης, Δ.) στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53, στις σελίδες 57 έως 58, είναι σαφές και δεν επιδέχεται τη διαφοροποίηση ούτε είναι εσφαλμένο όπως εισηγείται ο δικηγόρος της αιτήτριας:

«Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(3) του Νόμου, ο καταρτισμός του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο με σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση των εξειδικευμένων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία που καλύπτει η υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου και Άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία (ανωτέρω), ο κατάλογος αυτός δεν είναι τελικός. Και πάλιν, όμως, δεν έχει η Ε.Ε.Υ. πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα. Το άρθρο 35Β(8) της αναγνωρίζει εξουσία για διαμόρφωση τελικού καταλόγου, στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται. Εφόσον δεν υποβληθούν ενστάσεις δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο, και η επιλογή του καλυτέρου θα πρέπει να γίνει από υποψηφίους που περιέχονται σ’ αυτόν. (βλ. Αντώνιος Σιακαλλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2243, Κωνσταντίνος Μεταξάς και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055)

(Βλ. επίσης Λ. Ιατρού ν. ΕΕΥ, Προσφυγή Αρ. 775/96, απόφαση 15.1.1999 και Σ. Γιάλλουρου ν. ΕΕΥ, Προσφυγή Αρ. 263/98, απόφαση 18.2.2000).

Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση την πιο πάνω νομολογία, εφόσον η εφεσείουσα ή άλλος υποψήφιος δεν υπέβαλε ένσταση, η εφεσίβλητη δεν εδικαιούτο κατά νόμο να διαφοροποιήσει τον κατάλογο των προσοντούχων, που περιλάμβανε το ενδιαφερόμενο μέρος, η δε επιλογή του καταλληλότερου υποψήψιου έπρεπε να γίνει, όπως και έγινε, μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο ως προσοντούχοι.*

Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι η πρωτόδικη [*115]απόφαση αξιολόγησε εσφαλμένα τα πραγματικά δεδομένα αναφορικά με την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ ο τρίτος λόγος είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση της εφεσίβλητης για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, αυτή υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους «κατά τρόπο προφανή».  Υπερείχε σε αξία, εφόσον, στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων, υπερείχε στην «αριθμητική αξία», έστω και αν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 29 της ΚΔΠ 223/76, η εκπαιδευτική υπηρεσία και των δύο ήταν «εξαίρετη», εφόσον και οι δύο είχαν βαθμολογία 36 και άνω. Υπερείχε σε προσόντα, εφόσον κατείχε το Supplementary Certificate in Physical Education of East Sussex College of Higher Education, έστω και αν το προσόν αυτό ήταν πρόσθετο από τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Υπερείχε, τέλος, και σε αρχαιότητα, κατά επτά περίπου χρόνια, ενώ, παράλληλα, κατείχε ψηλότερη θέση από το ενδιαφερόμενο μέρος.  Όσον αφορά την προσωπική συνέντευξη, πάντοτε σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, εφόσον και οι δύο υποψήφιοι ήσαν «εξαίρετοι» στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων, το μέγιστο αποτέλεσμα που αυτή μπορούσε να έχει για το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν να το καταστήσει εξίσου «εξαίρετο» με την εφεσείουσα και, επομένως, η συνέντευξη από μόνη της δεν μπορούσε να προσδώσει επαρκή αιτιολογία στην τελική κρίση της εφεσίβλητης για υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι της εφεσείουσας.

Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν.  Από πλευράς αξίας, οι υπηρεσιακές εκθέσεις, στα τελευταία είκοσι χρόνια (1977-1996), παρουσίαζαν και τους δύο υποψηφίους με τη γενική βαθμολογία «εξαίρετος». Η ελάχιστη αριθμητική διαφορά αξίας της εφεσείουσας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε καν ως οριακή.  Από πλευράς προσόντων, η εκ μέρους της εφεσείουσας κατοχή του πρόσθετου προσόντος δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να έχει παρά μόνο οριακή σημασία.  Η δε αρχαιότητά της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που αφορά τις προαγωγές, και μόνο, αυτή επικρατεί όταν οι άλλοι παράγοντες που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων είναι ίσοι, εφόσον εδώ επρόκειτο για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, και μάλιστα θέσης ψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία.  Από την άλλη, η μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας κατά τη συνέντευξη, που, για τους λόγους που εξήγησε η εφεσίβλητη, απέληξε στο γενικό χαρακτηρισμό «καλά», κατ’ αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, που πέτυχε γενικό χαρακτηρισμό «πάρα πολύ καλά», δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την εφεσίβλητη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας του κάθε υποψηφίου (άρθρο 35 Β (10)(ιιι) του Νόμου) και, μάλιστα, με αυξημένη βαρύτητα, δεδομένου ότι η υπό πλήρωση θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δε Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, παράλληλα με ενημερότητα πάνω στα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης και στις εξελίξεις των θεμάτων του μαθήματος της σωματικής αγωγής, στοιχεία σε σχέση με τα οποία η σαφής υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους (που διεκδικούσε πρώτο διορισμό*), όπως αυτή διαπιστώθηκε από την εφεσίβλητη, αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

Έχοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο των διορισμών ή προαγωγών, ιδιαίτερα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η επίδικη, και το υλικό που είχε ενώπιόν της η εφεσίβλητη (αξία, προσόντα, αρχαιότητα και εντύπωση από τις συνεντεύξεις), σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τη βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται στο υλικό αυτό, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στη βάση της αιτιολογίας πάνω στην οποία στηρίχθηκε, ήταν εύλογα επιτρεπτή στην εφεσίβλητη.  Η εφεσείουσα δεν ικανοποίησε, ως εβαρύνετο, ότι είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα.  Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα εις βάρος της γιατί αυτή είχε «καταφανώς καλή υπόθεση» και «κύρια γιατί ο κάθε αιτητής με την προσφυγή απλά διεκδικά κρίση – τομή δικαίου περί τη νομιμότητα πράξης.  Η επιτυχία της προσφυγής του απλά εξαφανίζει τη διοικητική πράξη συντελώντας έτσι στην υπεροχή του Κράτους δικαίου και της υπεροχής της έννοιας του Νόμου.  Δεν είναι όλο το σύστημα ανταγωνιστικό αλλά ερευνητικό χάριν της υπεροχής του δικαίου.»

Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή Δικαστηρίου.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, εφάρμοσε εύλογα τον κανόνα ότι τα έξοδα της δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.)

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της απόφασής μας, καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα απ’ ότι η πλειοψηφία.  Οι λόγοι, που με οδηγούν σ’ αυτό, εξηγούνται στην απόφαση που ακολουθεί.

Το έργο συγγραφής της απόφασής μου ευκολύνεται από την απόφαση της πλειοψηφίας, γιατί με απαλλάττει από την ανάγκη να αναφερθώ στο υπόβαθρο και τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. Και τα δύο διαγράφονται με σαφήνεια στην απόφαση της πλειοψηφίας, που ετοιμάστηκε από το Γαβριηλίδη, Δ.

Η πρώτη διαφωνία μου με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετίζεται με το παραδεκτό της αμφισβήτησης της υποψηφιότητας του ενδιαφερομένου προσώπου, με σημείο αναφοράς τα προσόντα του. Ένας από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης της επίδικης διοικητικής απόφασης, ήταν ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε τα προσόντα που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας για προαγωγή στη θέση. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενο την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53*, έκρινε ότι η εφεσείουσα κωλυόταν να αμφισβητήσει την υποψηφιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου, εφόσον δεν υπέβαλε ένσταση στον κατάλογο των υποψηφίων, που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή - (Άρθρο 35Β(7) του περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/69), όπως τροποποιήθηκε)), (ο «Νόμος»).

Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη, (ανωτέρω), η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι, εφόσον δεν υποβλήθηκε ένσταση στον κατάλογο των υποψηφίων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεσμευόταν από τον κατάλογο που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μη έχουσα, όπως τονίστηκε, «... πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα.». Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως ακολούθως:- [*118](σελ. 57-58)

«Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(3) του Νόμου, ο καταρτισμός του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιό-τητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Η Συμβουλευτι-κή Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο με σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση των εξειδικευμένων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία που καλύπτει η υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία (ανωτέρω), ο κατάλογος αυτός δεν είναι τελικός.  Και πάλιν, όμως, δεν έχει η Ε.Ε.Υ. πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα.  Το άρθρο 35Β(8) της αναγνωρίζει εξουσία για διαμόρφωση τελικού καταλόγου, στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται.  Εφόσον δεν υποβληθούν ενστάσεις δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο, και η επιλογή του καλυτέρου θα πρέπει να γίνει από υποψηφίους που περιέχονται σ’ αυτόν. (βλ. Αντώνιος Σιακαλλής ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1992) 4 Α.Α.Δ. 2243, Κωνσταντίνος Μεταξάς και άλλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1992) 4 Α.Α.Δ. 4055).»

Με τις διαπιστώσεις αυτές, δεν υπάρχει διαφωνία.  Δεν αποφασίστηκε, όμως, άμεσα ή έμμεσα, ότι, σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης, δεν είναι παραδεκτή η προσβολή της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με τον κατάλογο των υποψηφίων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να υποβάλει ένσταση στον κατάλογο των υποψηφίων, που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δημιούργησε αδιαπέραστο τείχος στην αναμόχλευση του θέματος σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης, το οποίο δεν μπορούσε να πορθηθεί.

Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη, η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, βάσει της οποίας ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική πράξη (επανεξέταση πλήρωσης θέσης), για το λόγο ότι, κατά την επανεξέταση, το θέμα των προσόντων δεν τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία ήταν και το αρμόδιο σώμα για τον καταρτισμό του καταλόγου των υποψηφίων. Κατ’ επέκταση, αγνοήθηκε το ακυρωτικό αποτέλεσμα προηγούμενης δικαστικής απόφασης, βάσει του οποίου ακυρώθηκε ο κατάλογος υποψηφίων. 

Η Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη ορίζει μεν ότι ο κατάλογος [*119]των υποψηφίων, που καταρτίζει η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην απουσία ένστασης, είναι δεσμευτικός για την Ε.Ε.Υ., όχι, όμως, ότι η προσβολή της προπαρασκευαστικής πράξης καταρτισμού του καταλόγου είναι απαράδεκτη σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης της Ε.Ε.Υ.

Σύμφωνα με το Νόμο, ο καταρτισμός του καταλόγου υποψηφίων ανάγεται στην αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Πρόκειται για προκαταρκτική πράξη, η οποία απορροφάται από την τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ., ανεξάρτητα του εάν η ίδια η πράξη είναι, αφ’ εαυτής, εκτελεστή ή όχι. Σε εκατέρα των περιπτώσεων, η προπαρασκευαστική πράξη συγχωνεύεται στην τελική και μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης στο πλαίσιο προσφυγής κατά της απορρέουσας διοικητικής απόφασης.  Μόνη εξαίρεση, όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Τσάτσου - «Η Αίτησις Ακυρώσεως», αποτελεί η περίπτωση ενδιάμεσων πράξεων, κατά των οποίων προβλέπεται παράλληλο ένδικο μέσο, άλλο από την αίτηση ακυρώσεως - (βλ. παράγραφο 65, σελ. 150 έως 155 και, ειδικά, σελ. 152).

Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε η Ολομέλεια στην Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία συνοψίζει τις παραμέτρους του θέματος που εξετάζουμε:- (σελ. 68-69)

«Προπαρασκευαστικές πράξεις, η γένεση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση τελικής απόφασης ρυθμιστικής του θέματος στο οποίο αφορούν, δε μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης έστω και αν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα το χρόνο της έκδοσής τους, μετά την έκδοση της τελικής πράξης της οποίας αποτελούν συνθετικό στοιχείο.  Η τελική πράξη, γνωστή ως σύνθετη στο διοικητικό δίκαιο, απορροφά μετά την έκδοσή της τα συνθετικά της στοιχεία τα οποία χάνουν την αυτοτέλειά τους. Η αρχή αυτή συνοψίζεται στο Τσάτσο «Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 3η έκδοση στην παράγραφο 65. Μόνο όπου η σύνθετη πράξη εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου μπορεί εκτελεστή προπαρασκευαστική πράξη να αναθεωρηθεί με αίτηση επηρεαζομένου, οπόταν, αν επιτύχει, θεμελιώνονται οι προϋποθέσεις για την επιδίωξη της επανεξέτασης, από τη Διοίκηση, της τελικής πράξης. Οι πράξεις αυτές, που υπόκεινται σε διαχωρισμό, είναι γνωστές στο διοικητικό δίκαιο ως ’αποσπαστές’, όρος που έλκει την προέλευσή του από τη γαλλική θεώρηση ανάλογων πράξεων ’actes detachables’.»

[*120]Ανάλογη θέση υιοθετείται και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αγαθαγγέλου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 120.

Κρίνω ότι, σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης της Ε.Ε.Υ., είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την υποβολή ένστασης στον κατάλογο υποψηφίων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αναθεώρηση του έγκυρου του καταλόγου των υποψηφίων. Ο καταρτισμός του καταλόγου αποτελεί στοιχείο της τελικής σύνθετης διοικητικής απόφασης. Η κατάληξη αυτή δεν προοιωνίζεται και την ακύρωση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά διανοίγει την οδό για την εξέταση του τεθέντος θέματος των προσόντων του ενδιαφερομένου προσώπου, το οποίο, εφόσον δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί από εμάς, ως επακόλουθο της αποδοχής της έφεσης στο σημείο αυτό.

Ο δεύτερος λόγος διαφωνίας μου με την πρωτόδικη απόφαση σχετίζεται με την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου ως του καταλληλότερου υποψηφίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, υπό το φως των δεδομένων των δύο υποψηφίων, ότι η επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν λογικά ευχερής.

Τα υπηρεσιακά στοιχεία των δύο υποψηφίων έφεραν την εφεσείουσα να υπερτερεί και στα τρία νομοθετημένα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων - αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Και οι δύο υποψήφιοι ανήκαν στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία. Η εφεσείουσα κατείχε τη θέση Διευθύντριας Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης. Η υπό πλήρωση θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Στην περίπτωση των δύο υποψηφίων, η διεκδίκηση της θέσης προσμετρούσε ως προαγωγή - (βλ. ορισμό του όρου «προαγωγή» στο Άρθρο 23 του Ν. 10/69).

Η εφεσείουσα είχε σημαντική αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου - πέραν των επτά ετών. Ήταν, επίσης, κάτοχος δεύτερου μεταπτυχιακού προσόντος, όχι αναγκαίου για διορισμό ή προαγωγή στη θέση, πλην συνιστώντος παράγοντα οριακής, έστω, σημασίας στην αποτίμηση των προσόντων υποψηφίου. Η εφεσείουσα υπερείχε, επίσης, σε αξία, όπως αυτή διαφαίνεται από τη σύγκριση των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των δύο υποψηφίων για την πενταετή περίοδο, που η Ε.Ε.Υ. επέλεξε ως αποκαλυπτική του μέτρου της αξίας τους.  Η ίδια η Ε.Ε.Υ. διαπιστώνει ότι η εφεσείουσα «... παρουσιάζει καλύτερες υπηρεσιακές εκθέσεις, ...». 

Ο άλλος τομέας, στον οποίο υπερείχε η εφεσείουσα, ο οποίος συμπλέκεται με την υπηρεσιακή της κατάσταση, σχετίζεται με τη θέση της στην υπηρεσία. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα κατείχε τη θέση της Διευθύντριας, που συνεπάγεται ευρύτερα διοικητικά καθήκοντα από εκείνα του ενδιαφερομένου προσώπου, που κατείχε τη θέση του Βοηθού Διευθυντή, και το γεγονός ότι η υπεροχή της στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις εκτείνεται και στη βαθμολογία τους σ’ εκείνη τη βαθμίδα της υπηρεσίας, δε φαίνεται να διαδραμάτισε οποιοδήποτε ρόλο στην γενόμενη επιλογή.

Μέσα από τα υπηρεσιακά της στοιχεία, η εφεσείουσα υπερείχε σε όλα τα σημεία. Υστέρησε του ενδιαφερομένου προσώπου στη συνέντευξη, σύμφωνα με την απόδοση εκατέρου, που αποδόθηκε από το Διευθυντή και την Ε.Ε.Υ.

Το παράπονο της εφεσείουσας, το οποίο πρόβαλε πρωτόδικα, χωρίς επιτυχία, και επανέλαβε ενώπιόν μας, είναι ότι, στη συνέντευξη αποδόθηκε όχι η περιορισμένη σημασία που προβλέπει ο Νόμος, αλλά αποφασιστική σημασία, επισκιάζουσα την υπεροχή της, θεμελιωμένη στα υπηρεσιακά στοιχεία της μακράς της υπηρεσίας. 

Ο ίδιος ο Νόμος διευκρινίζει στην επιφύλαξη του εδαφίου (10)(α) του Άρθρου 35Β ότι:-

«Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.»

Η φράση «μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης» περιορίζει τη σημασία της συνέντευξης στη συμπλήρωση της εικόνας για την αξία των υποψηφίων. όχι στον προσδιορισμό της. Εννοιολογικά ο όρος «συμπληρωματικό*» υποδηλώνει διαδικασία πλήρωσης και όχι αναπλήρωσης.

Ευνόητος είναι ο περιορισμός της σημασίας της συνέντευξης, ως συμπληρωματικού στοιχείου.  Η μακρόχρονη υπηρεσία των εκπαιδευτικών αποτελεί το σταθερό δείκτη της αξίας τους.  Η συνέντευξη, ως συμπλήρωμα, δεν μπορεί να έχει άλλη σημασία από την ολοκλήρωση της εικόνας για την αξία των εκπαιδευτικών. όχι την αναπλήρωσή της.

[*122]

Στην προκείμενη περίπτωση, η απόδοση των υποψηφίων, κατά τη συνέντευξη, δε θεωρήθηκε ως συμπληρωματικό αλλά ως το αποφασιστικό στοιχείο της αξίας των υποψηφίων, που αποτελεί σφάλμα στην αποτίμηση του επίμαχου παράγοντα στην κρίση της αξίας των υποψηφίων. 

Τα όσα ανέφερα στη Σιάμπος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1759, για τη σημασία της συνέντευξης στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων με μακρά υπηρεσία στο δημόσιο, είναι εξίσου σχετικά και με την παρούσα υπόθεση:-

«Παρά τη σημασία που ενέχουν οι συνεντεύξεις για την πλήρωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην κυβερνητική ιεραρχία δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αφήνει την εντύπωση ότι δόθηκε στις συνεντεύξεις υπέρμετρη, αν όχι αποκλειστική, σημασία για τον προσδιορισμό της αξίας και διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή. Παρά την αναφορά της Επιτροπής στα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, προκύπτει από το πρακτικό ότι οι διαβουλεύσεις του σώματος για την επιλογή των υποψηφίων περιστράφηκαν αποκλειστικά γύρω από την απόδοση τους κατά τις συνεντεύξεις. Η προσέγγιση αυτή θα είχε μεγαλύτερο έρεισμα εάν μεταξύ των διαγωνιζόμενων ήσαν και υποψήφιοι εκτός της υπηρεσίας.  Στην προκείμενη περίπτωση επρόκειτο περί υποψηφίων με μακρά υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία η οποία, όπως συνάγεται, δεν εκτιμήθηκε στο σωστό της πλαίσιο και διαστάσεις. Ουσιαστικά τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, στοιχεία μείζονος σημασίας για την προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων, παραγνωρίστηκαν ή στην ευμενέστερη για την Ε.Δ.Υ. περίπτωση δεν δόθηκε σ’ αυτά η πρέπουσα σημασία.  Το σφάλμα αυτό συνιστά πρόσθετο λόγο για την ακύρωση της απόφασης.»

Ό,τι θέλω να προσθέσω, είναι ότι, στην περίπτωση των εκπαιδευτικών, ο ίδιος ο Νόμος περιορίζει τη σημασία της συνέντευξης ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων. 

Κατάληξή μου είναι ότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι απέδωσαν στη συνέντευξη όχι συμπληρωματική αλλά αποφασιστική σημασία στη θεώρηση της αξίας των υποψηφίων.  Αποτίμηση της συνέντευξης ως συμπληρωματικού στοιχείου, θα μπορούσε, στην ευμενέστερη για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο περίπτωση, να πληρώσει τη διαφορά στην αξία μεταξύ των δύο υποψηφίων, [*123]όπως αυτή διαγραφόταν από τα υπηρεσιακά τους στοιχεία.

Πέραν τούτου, όχι μόνο η συνέντευξη απέβη καθοριστική για τον προσδιορισμό της αξίας των υποψηφίων, αλλά και για την ίδια την απόφαση των εφεσιβλήτων. Προς επιλογή του καταλληλοτέρου των υποψηφίων,  συσταθμίζονται τα στοιχεία των υποψηφίων, αποτιμούμενα κάτω από τα νομοθετημένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Σ’ αυτό κατατείνει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Πιερίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 61 (δόθηκε από το Νικολαΐδη, Δ.).

Στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε αποτίμηση των διεκδικήσεων των υποψηφίων κάτω από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια θεώρησης της καταλληλότητάς τους, γεγονός που, επίσης, δικαιολογεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και, κατ’ επέκταση, την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.

Για τους λόγους που εκθέτω πιο πάνω, θα επέτρεπα την έφεση.

Η�έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο