Στυλιανίδου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 124

(2001) 3 ΑΑΔ 124

[*124]27 Φεβρουαρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2692)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Εφόσον είναι αιτιολογημένες και η αιτιολογία δεν είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, νόμιμη η σύσταση ― Παραδεκτή η συλλογή πληροφοριών από τους άμεσα προϊσταμένους.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Απόκλιση από αυτές από την Ε.Δ.Υ. δυνατή με αιτιολογημένη απόφαση.

Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ως προς την επιβολή και το ύψος τους ― Εξουσία σύμφυτη ― Αρχή της κυριαρχίας του δικαστηρίου στους μηχανισμούς απονομής της δικαιοσύνης ― Νομοθετικό πλαίσιο.

Με την παρούσα έφεση, επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή της εφεσείουσας κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η αναζήτηση από τον προϊστάμενο του τμήματος, πληροφοριών για την υπηρεσιακή απόδοση υφιστάμενου προσωπικού, προς μορφοποίηση της προσωπικής του άποψης για την αξία των υποψηφίων, κρίθηκε κατ' επανάληψη, παραδεκτή από τη νομολογία.  Εξάλλου, δεν παρέχεται οποιοσδήποτε λόγος, που να καταρρίπτει, ή να θέτει υπό [*125]αμφισβήτηση τη θεώρηση, είτε της σύστασης του Διευθυντή είτε της απόφασης της Ε.Δ.Υ., ως δεόντως αιτιολογημένων.  Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την απόκλιση από τη σύσταση, ως προς το διορισμό του έκτου ενδιαφερομένου προσώπου.  Καμιά εισήγηση δεν έγινε για παρερμηνεία, από το Δικαστήριο, των υπηρεσιακών στοιχείων της εφεσείουσας και των ενδιαφερομένων προσώπων.

     Δεν ανακύπτουν σφάλματα του Δικαστηρίου στη θεώρηση των πραγματικών γεγονότων και των νομικών αρχών που διέπουν την επίλυση των επιδίκων θεμάτων, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή του Δικαστηρίου.

2.  Η εισήγηση περί ανυπαρξίας δικαιοδοσίας για επιδίκαση εξόδων σε προσφυγή, κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, παραγνωρίζει:-

(α)          Ότι η εξουσία για επιδίκαση εξόδων, ανάγεται στη σύμφυτη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, απαραίτητη για την εκπλήρωση του δικαστικού έργου.

(β)          Την επίσης διακηρυγμένη από τη νομολογία αρχή, ως προς την κυριαρχία του δικαστηρίου στους μηχανισμούς απονομής της δικαιοσύνης.

     Περαιτέρω, η εισήγηση παραγνωρίζει τις διατάξεις του Άρθρου 135 του Συντάγματος, που παρέχουν εξουσία στο δικαστήριο να καθορίσει, με διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, «... τα δικαστικά τέλη και δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ...», εξουσία ανάλογη προς εκείνη, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 163.2(γ) του Συντάγματος στον τομέα της πολιτικής και της ποινικής δικαιοδοσίας.

     Η φυσιολογική σημασία του όρου «δαπανήματα», περιλαμβάνει και τα δικηγορικά έξοδα, κατάληξη η οποία βεβαιώνεται και από την αντιδιαστολή του όρου προς τον όρο «τέλη», τα οποία καταβάλλονται. 

     Τέλος, παραπομπή μπορεί να γίνει στις πρόνοιες του Κανονισμού 22 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, στις οποίες ορίζεται ότι τα δικαστικά έξοδα επαφίενται στην κρίση του δικαστηρίου, όπως και στον Κανονισμό 22Α του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (Τροποποιητικός) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980, όπου διασαφηνίζεται ότι τα έξοδα, στα οποία αναφέρεται, είναι τα δι[*126]κηγορικά έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,

Χαραλαμπίδης v. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724,

Διευθυντής των Φυλακών v. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρυσοστομής, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 1010/96), ημερομηνίας 14/10/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της προαγωγής έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ασφαλιστικού Λειτουργού, 1ης τάξης, Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Γ. Φράγκου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η κ. Στυλιανίδου ήταν μία των υποψηφίων για προαγωγή σε Ασφαλιστικό Λειτουργό, 1ης Τάξης. Υπήρχαν έξι κενές θέσεις προς πλήρωση. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού άκουσε και τις συστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (ο «Διευθυντής»), επέλεξε τα έξι ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Η κ. Στυλιανίδου προσέβαλε, με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και, συναφώς, την προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων.

Το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή αβάσιμη και την απέρριψε.  Με την απόφαση του Δικαστηρίου, επικυρώθηκαν οι προαγωγές των [*127]ενδιαφερομένων προσώπων, πέντε από τα οποία είχαν συστηθεί για προαγωγή. Η Ε.Δ.Υ. παρέκκλινε από τη σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με έκτο υποψήφιο και, για τους λόγους που παραθέτει στην απόφασή της, επέλεξε το έκτο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι:-

(α)   Η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη και, ως προς τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα, σε κανένα σημείο αντίθετη προς τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων.

(β)   Παραδεκτά συνέλεξε ο Διευθυντής πληροφορίες, αναφορικά με την αξία των υποψηφίων, από τους άμεσα προϊσταμένους τους. Η νομολογία, κατ’ επανάληψη, έχει αναγνωρίσει τη συλλογή  τέτοιων πληροφοριών ως συνάδουσας με το έργο του Προϊσταμένου και σε αρμονία με τα θέσμια της χρηστής διοίκησης.

(γ)   Αιτιολογείται η απόκλιση  από  τη  σύσταση του Διευθυντή, αναφορικά με έναν των συστηθέντων. και οι λόγοι, οι οποίοι παρέχονται για την παρέκκλιση αυτή, παρείχαν έρεισμα στην επιλογή του έκτου ενδιαφερομένου προσώπου.

Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σύγκριση των υπηρεσιακών στοιχείων της κ. Στυλιανίδου με εκείνα των ενδιαφερομένων προσώπων, τα οποία, εξ αντικειμένου, άφηναν το πεδίο ανοικτό για την επιλογή των προαχθέντων.

Με την έφεσή της, η κ. Στυλιανίδου προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, για τους ίδιους, ουσιαστικά, λόγους που πρόβαλε, με την προσφυγή της, για την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.

Οι τρεις λόγοι έφεσης απολήγουν στην προβολή των λόγων, οι οποίοι κρίθηκαν ανεδαφικοί για την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Η έφεση δε στοιχειοθετείται με αναφορά σε σφάλματα του Δικαστηρίου στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων ή στην κατάληξή του.

Η αναζήτηση από τον προϊστάμενο του τμήματος, λόγου χάριν, πληροφοριών για την υπηρεσιακή απόδοση υφιστάμενου προσωπικού, προς μορφοποίηση της προσωπικής του άποψης για την αξία των υποψηφίων, κρίθηκε, κατ’ επανάληψη, παραδεκτή από τη νομο[*128]λογία. Εξάλλου, δεν παρέχεται οποιοσδήποτε λόγος, που να καταρρίπτει, ή να θέτει υπό αμφισβήτηση τη θεώρηση, είτε της σύστασης του Διευθυντή είτε της απόφασης της Ε.Δ.Υ., ως δεόντως αιτιολογημένων. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την απόκλιση από τη σύσταση, ως προς το διορισμό του έκτου ενδιαφερομένου προσώπου. Ειρήσθω ότι καμιά εισήγηση δεν έγινε για παρερμηνεία, από το Δικαστήριο, των υπηρεσιακών στοιχείων της εφεσείουσας και των ενδιαφερομένων προσώπων.

Υπό το φως αυτών των δεδομένων, δεν ανακύπτουν σφάλματα του Δικαστηρίου στη θεώρηση των πραγματικών γεγονότων και των νομικών αρχών που διέπουν την επίλυση των επιδίκων θεμάτων, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας. Κατά την εκτίμησή μας, η προσέγγιση των γεγονότων και η νομική τους θεώρηση υπήρξε ορθή.

Η έφεση κρίνεται ανεδαφική.

Προβάλλεται και τέταρτος λόγος έφεσης, αναφορικά με τα έξοδα. Διατυπώνεται ως εξής:-

«4. Εφαλμένα υπήρξε καταδίκη σε έξοδα γιατί τα έξοδα δεν ακολουθούν μηχανικά το αποτέλεσμα.  Δεν ασκήθηκε δε αιτιολογημένα η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε μια διαδικασία όπου η επιτυχία της προσφυγής δεν εξυπηρετούσε ιδιωτικό συμφέρον αλλά εξαφάνιση παρανομίας.»

Ο λόγος έφεσης 4 έχει ως βάση την κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αναφορικά με εξουσία που παρέχεται στο δικαστήριο, και όχι την απουσία δυνατότητας επιδίκασης εξόδων στην αναθεωρητική δίκη.  Όμως, στην προφορική του αγόρευση ενώπιόν μας, ο κ. Αγγελίδης προέβη σε εισήγηση, αντινομική προς το βάθρο της έφεσης στο επίμαχο σημείο, ότι δεν παρέχεται στο δικαστήριο εξουσία να προβεί στην έκδοση διαταγής, ως προς τα έξοδα, σε προσφυγή που ασκείται κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Και παραδεκτή να θεωρούσαμε την αναμόρφωση ή την επέκταση του λόγου έφεσης 4, κατά το στάδιο των προφορικών αγορεύσεων, το αποτέλεσμα δε θα εδιαφοροποιείτο. 

Στην απάντησή της, η δικηγόρος της Δημοκρατίας επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας στη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, (απόφαση Ολομέλειας), στην οποία συγκεφαλαιώνονται οι αρχές της νομολογίας, σε σχέση με την επιδίκαση [*129]εξόδων στο πεδίο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, και οι παράμετροι άσκησης της εξουσίας του δικαστηρίου.

Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, καθίσταται πρόδηλο ότι η άσκηση της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα έξοδα,  ασκήθηκε μέσα στα πλαίσια της αναγνωρισμένης διακριτικής του ευχέρειας. Καμιά επέμβαση δε δικαιολογείται.

Η εισήγηση περί ανυπαρξίας δικαιοδοσίας για επιδίκαση εξόδων σε προσφυγή, κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, παραγνωρίζει:-

(α) Ότι η εξουσία για επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη σύμφυτη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, απαραίτητη για την εκπλήρωση του δικαστικού έργου, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας στη Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, και

(β) Την επίσης διακηρυγμένη από τη νομολογία αρχή ως προς την κυριαρχία του δικαστηρίου στους μηχανι-σμούς απονομής της δικαιοσύνης - (βλ. Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, (απόφαση Ολομέλειας)).

Περαιτέρω, η εισήγηση παραγνωρίζει τις διατάξεις του Άρθρου 135 του Συντάγματος, που παρέχουν εξουσία στο δικαστήριο να καθορίσει, με διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, «... τα δικαστικά τέλη και δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ...», εξουσία ανάλογη προς εκείνη, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 163.2(γ) του Συντάγματος στον τομέα της πολιτικής και της ποινικής δικαιοδοσίας.

Η φυσιολογική σημασία του όρου «δαπανήματα» περιλαμβάνει και τα δικηγορικά έξοδα, κατάληξη η οποία βεβαιώνεται και από την αντιδιαστολή του όρου προς τον όρο «τέλη», τα οποία καταβάλλλονται.

Τέλος, παραπομπή μπορεί να γίνει στις πρόνοιες του Κανονισμού 22 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, στις οποίες ορίζεται ότι τα δικαστικά έξοδα επαφίενται στην κρίση του δικαστηρίου, όπως και στον     Κανονισμό 22Α του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (Τροποποιητικός) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980, όπου διασαφηνίζεται ότι τα έξοδα, στα οποία αναφέρεται, είναι τα δικηγορικά έξοδα. 

[*130]

Καθ’ ολοκληρία αβάσιμο θεωρούμε και τον τέταρτο λόγο έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο