Θεοδοσιάδου Μάρω ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 143

(2001) 3 ΑΑΔ 143

[*143]28 Φεβρουαρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΩ ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2628)

 

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας ― Δέουσα έρευνα ― Απαιτείται έλεγχος γνώσης, τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου, στο απαιτούμενο επίπεδο ― Εκτέλεση εργασιών, συνεργασία με ξένους και παρακολούθηση σεμιναρίων, κρίθηκαν ανεπαρκή για να στηρίξουν την απόφαση του Ρ.Ι.Κ. ότι κατείχετο το προσόν ― Απόφαση ακυρώθηκε.

Η εφεσείουσα επιδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε επικυρωθεί η απόφαση προαγωγής του εφεσίβλητου ενδιαφερόμενου μέρους.  Προβλήθηκε πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Προκύπτει από τη νομολογία ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το διορίζον όργανο έχει πρωτογενή υποχρέωση να διερευνήσει το ίδιο όλα τα υπάρχοντα στοιχεία για να διαπιστώσει αν αυτά αποδεικνύουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της γλώσσας, δίδοντας προς τούτο σχετικές εξηγήσεις ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

Όπου το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί γνώση μιάς ξένης γλώσσας σε ψηλό επίπεδο η γνώση αυτή τεκμηριώνεται από την ευχέρεια χρήσης στον επιθυμητό βαθμό, τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου.

[*144]Σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου απαιτείτο υψηλού επιπέδου γνώση μιας ξένης γλώσσας, θεωρήθηκε ότι στοιχεία παρόμοια με αυτά που λήφθηκαν υπόψη στην παρούσα υπόθεση, ήταν εντελώς ανεπαρκή για διαπίστωση κατοχής του προσόντος της γλώσσας.

Στην παρούσα περίπτωση όπου η γνώση της Αγγλικής γλώσσας που απαιτείται είναι του ψηλότερου δυνατού επιπέδου, δηλαδή "άριστη", η αναγκαιότητα ενδελεχούς έρευνας για διαπίστωση κατοχής του προσόντος αυτού, είναι ακόμη μεγαλύτερη και τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε το Συμβούλιο, που φαίνονται στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι κάθε άλλο από φερέγγυα στοιχεία για διαπίστωση του επιπέδου γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που κατείχε το Ε/Μ.

Είμαστε της γνώμης ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα και ιδιαίτερα όπου απαιτείται "άριστη" γνώση μιάς ξένης γλώσσας, στοιχεία όπως αυτά που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν είναι δυνατόν αφ’ εαυτών να οδηγούν σε συμπέρασμα κατοχής της "άριστης" γνώσης μιας γλώσσας, τόσο στο γραπτό όσο και τον προφορικό λόγο. 

Τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του δικαστηρίου που οδήγησε στην επανεξέταση, ήταν obiter και ήταν γενικές παρατηρήσεις άσχετες με το σκεπτικό, αφού η απόφαση είχε αντίθετη κατάληξη και ήταν ακυρωτική.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Θεοφίλου v. Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 181,

Παναγιωτίδης v. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 342,

Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Σταυρινίδου-Κωνσταντινίδου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 878/96, ημερ. 2.7.98,

Παπαδάμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 973/93, ημερ. 20.10.96,

Επαμεινώνδας v. Ρ.I.K. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376,

Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 73/95, 158/95, ημερ. 30.9.96.

[*145]Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 968/96), ημερομηνίας 17/3/98 με την οποία απορρίφθηκε εκ νέου η προσφυγή της κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Τηλεόρασης στο Ρ.Ι.Κ.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθηκε στη θέση Τμηματάρχη Προγραμμάτων Τηλεόρασης από το Συμβούλιο του ΡΙΚ στις 14.12.94.  Μετά από προσφυγή της εφεσείουσας-αιτήτριας η προαγωγή του ακυρώθηκε και το Συμβούλιο προχώρησε στην επανεξέταση του θέματος στις 30.10.96, ημερομηνία κατά την οποία προήγαγε και πάλιν το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η αιτήτρια προσέβαλε και πάλιν τη νέα απόφαση του Συμβουλίoυ, αλλά η προσφυγή της απορρίφθηκε.  Εναντίον της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Το κύριο θέμα που έχουμε να αποφασίσουμε είναι κατά πόσο το Συμβούλιο διεξήγαγε την αναγκαία έρευνα για διαπίστωση των προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους και συγκεκριμένα του προσόντος της “άριστης” γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.

Για την εφεσείουσα-αιτήτρια δεν εγείρεται τέτοιο θέμα καθόσον αυτή είναι προσοντούχος του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με τίτλους Β.Α. και Μ.Α.

Τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του Συμβουλίου σχετικά με την κατοχή του προσόντος της γλώσσας φαίνονται στην επίδικη διοικητική απόφαση, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

[*146]Παπαγιάννης Ανδρέας

Η ανάθεση σ’ αυτόν εργασιών, προϋπόθεση για την εκτέλεση των οποίων ήταν η άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, όπως τη συνεργασία του με ξένους εμπειρογνώμονες και ξένες αντιπροσωπείες που επισκέφθηκαν το ΡΙΚ, τη διεύθυνση της παραγωγής της τηλεοπτικής σειράς “Κληρονομιά της Αφροδίτης” τον έλεγχο των προγραμμάτων του Πρώτου Κοινοπολιτειακού Φεστιβάλ Τηλεοράσεως, τη διεύθυνση της παραγωγής του ντοκυμανταίρ “Λευκωσία-Βελιγράδι”, τη συμμετοχή του σε επιμορφωτικά σεμινάρια στην Αγγλική γλώσσα, τη διετή συνεργασία του με τον Άγγλο σκηνογράφο David Buxton και η επιτυχής, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Συμβουλίου στοιχεία, εκτέλεση των εργασιών αυτών, αποτελούν επαρκή στοιχεία για την άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.”

Προκύπτει από τη νομολογία ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το διορίζον όργανο έχει πρωτογενή υποχρέωση να διερευνήσει το ίδιο όλα τα υπάρχοντα στοιχεία για να διαπιστώσει αν αυτά αποδεικνύουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της γλώσσας, δίδοντας προς τούτο σχετικές εξηγήσεις ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. (Θεοφίλου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 181, Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατία, (1998) 3 Α.Α.Δ. 342.)

Είναι επίσης πάγια νομολογημένη αρχή ότι όπου το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί γνώση μιάς ξένης γλώσσας σε ψηλό επίπεδο η γνώση αυτή τεκμηριώνεται από την ευχέρεια χρήσης στον επιθυμητό βαθμό τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου (Χ” Γιάννη κ.α. ν. Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, 337, Σταυρινίδου-Κωνσταντινίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αρ. Προσφ. 878/96, ημερ. 2.7.98).

Σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου απαιτείτο υψηλού επιπέδου γνώση μιας ξένης γλώσσας, θεωρήθηκε ότι στοιχεία παρόμοια με αυτά που λήφθηκαν υπόψη στην παρούσα υπόθεση ήταν εντελώς ανεπαρκή για διαπίστωση κατοχής του προσόντος της γλώσσας.  Στη Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“Τα σχετικά επί του θέματος στοιχεία ως εκ της φύσεως τους δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά ως προς την κατοχή από την εφεσίβλητη του απαιτούμενου προσόντος.  Δεν αποκαλύπτουν από μόνα τους γνώση του προφορικού και γραπτού λόγου στην Αγγλική γλώσσα.  (Βλέπε: Χ” Γιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατία (1991) [*147]3 Α.Α.Δ. 317).  Η γνώμη του Διευθυντού στο στάδιο των συστάσεων ότι η εφεσίβλητη/ΕΜ όπως και οι άλλες τρεις υποψήφιοι κατείχαν το προσόν της γνώσης της Αγγλικής γνώσσας δεν απαλλάσσει την ΕΔΥ από την ευθύνη της για ολοκληρωμένη έρευνα πάνω σε ασφαλέστερη βάση.”

Στην Παπαδάμου ν. Δημοκρατία, 973/93, ημερ. 20.10.96 λέχθηκαν τα ακόλουθα με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες:

“Η αναγκαιότητα για έρευνα από την ίδια την Επιτροπή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδείχνουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας, έχει τονιστεί σε κάθε δυνατή ευκαιρία. Βλ. για παράδειγμα Χατζηγιάννη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Ανδρέα Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1015 και Φιλαρέτου Στυλιανίδη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1873.

Ασφαλώς στα πλαίσια τέτοιας έρευνας μπορεί να έχει τη θέση της η εμπειρία του Διευθυντή, αλλά με το να ζητήσει τη συνδρομή του η Επιτροπή, δεν απεκδύεται της ευθύνης της για ολοκληρωμένη έρευνα πάνω σε ασφαλέστερη βάση.  Στην κατάλληλη περίπτωση μάλιστα θα έλεγα πως είναι επιβεβλημένη η διεξαγωγή προφορικής και γραπτής εξέτασης.”

Στην παρούσα περίπτωση όπου η γνώση της Αγγλικής γλώσσας που απαιτείται είναι του ψηλότερου δυνατού επιπέδου, δηλαδή “άριστη”, η αναγκαιότητα ενδελεχούς έρευνας για διαπίστωση κατοχής του προσόντος αυτού είναι ακόμη μεγαλύτερη και τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε το Συμβούλιο, που φαίνονται στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι κάθε άλλο από φερέγγυα στοιχεία για διαπίστωση του επιπέδου γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που κατείχε το Ε/Μ. (Βλ. Επαμεινώνδας ν. ΡΙΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 376.)

Είμαστε της γνώμης ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα και ιδιαίτερα όπου απαιτείται “άριστη” γνώση μιάς ξένης γλώσσας, στοιχεία όπως αυτά που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν είναι δυνατόν αφ΄εαυτών να οδηγούν σε συμπέρασμα κατοχής της “άριστης” γνώσης μιας γλώσσας, τόσο στο γραπτό όσο και τον προφορικό λόγο.

Υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους πως το θέμα κατοχής της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας [*148]από το ενδιαφερόμενο μέρος αποτελεί δεδικασμένο, λόγω της απόφασης στη Θεοδοσιάδου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Προσφ. Αρ. 73/95, 158/95, ημερ. 30.9.96.  Ήταν μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση αυτή που λήφθηκε η επίδικη απόφαση.  Την πιο πάνω του θέση ο ευπαίδευτος συνήγορος βάσισε στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:

“Αναμφίβολα η όλη σταδιοδρομία ενός υπαλλήλου στην υπηρεσία και τα διάφορα πιστοποιητικά τα οποία κατέχει όταν πρόκειται για θέση προαγωγής, μπορεί να αποδεικνύουν άριστη γνώση μιας γλώσσας έστω και αν δεν είναι πτυχιούχος Πανεπιστημίου στη χώρα όπου η απαιτούμενη γνώση της γλώσσας. Και δεν αμφισβητώ επίσης ότι ο Γενικός Διευθυντής, ως το συγκεκριμένο όργανο που γνωρίζει από κοντά τους υπαλλήλους, είναι σε θέση να διαπιστώσει και επιβεβαιώσει μια τέτοια γνώση, όπου στη συνέχεια το αποφασίζον όργανο μπορεί να υιοθετήσει. Βλέπε σχετικά απόφαση Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Δημήτριου Ορφανίδη κ.α. (1992) 3 Α.Α.Δ. 205.”

Επισημαίνουμε πως τα πιο πάνω λέχθηκαν obiter και ήταν γενικές παρατηρήσεις άσχετες με το σκεπτικό, αφού η απόφαση είχε αντίθετη κατάληξη και ήταν ακυρωτική.

Ως εκ των πιο πάνω  θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί η θέση του Ε/Μ περί δεδικασμένου.

Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, και η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας-αιτήτριας, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η�έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο