Μεττή Μιχαλάκης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 157

(2001) 3 ΑΑΔ 157

[*157]1 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΕΤΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΑ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2630)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα ― Προκαταρκτική μελέτη ― Η αρτιότητα της μελέτης και της έρευνας της διοίκησης, κρίνεται εκάστοτε με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης ― Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, επιβεβαίωσε την ολοκλήρωση της δέουσας μελέτης, πριν την λήψη απόφασης για απαλλοτρίωση.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Καταλληλότητα απαλλοτριωθέντων κτημάτων ― Τεχνική κρίση της διοίκησης δεν ελέγχεται ― Έκθεση εμπειρογνώμονα που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, περιορισμένης σημασίας ― Η νομιμότητα της πράξης, κρίνεται βάσει των στοιχείων ενώπιον της διοίκησης.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα ― Έκδοση αδειών οικοδομής επί των τεμαχίων που αφορούσε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, δεν αποδεικνύει από μόνη της έλλειψη δέουσας έρευνας.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν κατ’ έφεση, ό,τι και πρωτόδικα, την ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης των ακινήτων τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ασφαλώς δεν περιορίζεται κανείς μόνο στους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούνται, για να κριθεί η ουσία και η έκταση της [*158]έρευνας για σκοπούς απαλλοτρίωσης. Το θέμα κρίνεται αντικειμενικά, μέσα από τα στοιχεία του φακέλου κάθε περίπτωσης.

Ό,τι συντελέστηκε δεν ήταν μεμονωμένη σπασμωδική πράξη, αλλά μια προμελετημένη ολόπλευρη αντιμετώπιση, που δε χρειαζόταν και τελική επεξεργασία για να προωθηθεί η απαλλοτρίωση.  Το ότι η Πολεοδομία στο τέλος της επιστολής, επιζητεί να έχει τις απόψεις του Επάρχου για τους σχεδιασμούς στους οποίους προέβη, δεν καθιστά πλημμελή την έρευνα του θέματος.

2.  Ως προς την καταλληλότητα των επίδικων τεμαχίων γης, που αμφισβήτησε η έκθεση, έχει νομολογηθεί ότι η τεχνική κρίση της διοίκησης δεν ελέγχεται, παρά μόνο σε περιπτώσεις πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.

     Πέρα από το ότι ο πρωτόδικος δικαστής αιτιολογεί βάσιμα τη διαφωνία του με την έκθεση, πρέπει να επισημανθεί ότι η νομιμότητα των πράξεων κρίνεται με βάση τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.  Ένα τέτοιο έγγραφο, δεν μπορεί παρά να είχε περιορισμένη σημασία, όπως υποδείχθηκε στην εκκαλούμενη απόφαση.

3.  Είναι φυσικά να απορεί κανείς γιατί ο Έπαρχος προέβη στην ενέργεια του να εκδόσει άδειες οικοδομής, μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.  Δεν δόθηκε γι’ αυτό καμιά εξήγηση. Όμως το γεγονός δεν επηρεάζει ούτε συσχετίζεται άμεσα με τη μακρά διαδικασία προγραμματισμού του έργου και λήψη της επίδικης απόφασης από την εφεσίβλητη 2.  Η δαπάνη που  υπέστησαν οι εφεσείοντες για τη λήψη της άδειας και οι τυχόν άλλες επιπτώσεις από το γεγονός αυτό, δεν εξετάζονται στα πλαίσια της αίτησης ακυρώσεως.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαηλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4 A.A.Δ. 1125,

Κολοκασίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427,

Γεωργίου v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, Υπόθ. Αρ. 919/93, ημερ. 4/2/2000,

[*159]Δημοκρατία v. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγών 781/95, 782/95, 813/95), ημερομηνίας 24/3/98 με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους κατά της απαλλοτρίωσης μικρών κτημάτων τους στην κοινότητα Φαρμακά.

Θ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 1.

Π. Παπαγεωργίου, για την Εφεσίβλητη 2.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες ήταν ιδιοκτήτες μικρών κτημάτων σε κατοικημένη περιοχή της κοινότητας Φαρμακά, η οποία συνορεύει με τον κύριο δρόμο, που διέρχεται από το χωριό αυτό.  Τελικά όμως απαλλοτριώθηκαν από την εφεσίβλητη 2, Επιτροπή Δημόσιας Υγείας Φαρμακά, για δημόσια ωφέλεια, δηλαδή, τη διαμόρφωση ή επέκταση πλατείας πολλαπλής χρήσης. Αυτή περιλαμβάνει, εκτός άλλων, χώρο στάθμευσης, εστιατόριο και στεγασμένο χώρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκε στις 9/9/94. Ακολούθησε στις 30/6/95 το επίδικο διάταγμα. Οι εφεσείοντες, των οποίων οι ενστάσεις απορρίφθηκαν από Υπουργική Επιτροπή στην οποία ανατέθηκε η σχετική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα των επίδικων πράξεων απαλλοτρίωσης, καταθέτοντας τρεις χωριστές προσφυγές.

Ο πρωτόδικος δικαστής τις απέρριψε για τους λόγους που έδωσε στην απόφαση του.  Επιζητείται τώρα η ακύρωση τους. Προβάλλονται 4 λόγοι. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων ανέπτυξε μαζί τους δυο πρώτους γιατί, όπως σωστά τους χαρακτήρισε, είναι επάλληλοι.  Χρειάζεται όμως πρώτα η εξοικείωση μας με τις βασικές πτυχές του ιστορικού της υπόθεσης, το οποίο ο πρωτόδικος δικαστής παραθέτει με πληρότητα και σε κάποια έκταση.  Ας σημειωθεί ότι δεν υποβάλλεται παράπονο για την ακρίβεια της περιγραφής των γεγονότων.

[*160]

Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνουμε είναι ότι οι σκέψεις για την ανάπτυξη ή ανάπλαση της πλατείας έγιναν πολύ πριν από τη δρομολόγηση διαδικασίας απαλλοτρίωσης. Δεν έμειναν όμως σε αφηρημένο επίπεδο. Άρχισε σταδιακά η υλοποίηση τους. Στις 19/10/92, ο Έπαρχος Λευκωσίας απευθύνθηκε εγγράφως στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Αφού ο πρώτος χαρακτήρισε το έργο “πρωταρχικής σημασίας” ζήτησε την εκπόνηση μελέτης “για την πρέπουσα αξιοποίηση του χώρου καθώς και εκτιμήσεις”. Ο Διευθυντής απάντησε στις 20/4/93, αφού προηγήθηκε επίσκεψη λειτουργού του Τμήματος στο χωριό για επιτόπια έρευνα. Στην επιστολή του εκείνη, ο Διευθυντής εκφράζει επιφυλάξεις για την προώθηση της εισήγησης, αλλά καταλήγει με την πρόταση να γίνει κοινή συνεδρίαση “για να εξευρεθεί η πιο σωστή λύση”.

Μετά την πραγματοποίηση της κοινής συνάντησης διαφάνηκε ότι ο χώρος που προτάθηκε “αποτελεί τη μόνη υπαλλακτική λύση”. Αυτά έγραψε ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας στον Έπαρχο στις 21/6/93. Περαιτέρω, με την ίδια ευκαιρία, ανέλαβε να ετοιμάσει ιδεόγραμμα πάνω στο οποίο μπορούσε να στηριχθεί η αρχιτεκτονική μελέτη. Στις 18/3/94, σε νέα επικοινωνία του, ο Διευθυντής πληροφόρησε τον Έπαρχο ότι ετοίμασε προκαταρκτική μελέτη, την οποία επεξηγεί με χαρακτηριστική λεπτομέρεια.

Για να προωθήσει τις θέσεις του ο δικηγόρος των εφεσειόντων αναφέρθηκε και στην Ηρακλής Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1125, που αφορούσε την απαλλοτρίωση κτήματος για την ανέγερση του κυβερνητικού τυπογραφείου.  Κρίθηκε ότι τούτο είχε επιλεγεί με μόνο κριτήριο την τοποθεσία στην οποία κείται χωρίς να υπάρχει αρχιτεκτονική μελέτη “που να καθορίζει επακριβώς τις συγκεκριμένες ανάγκες σε σχέση με την έκταση του κτήματος που θα απαλλοτριωνόταν.”  Γιαυτό και το διάταγμα απαλλοτρίωσης ακυρώθηκε.

Ο πρωτόδικος δικαστής είπε ότι ο συνήγορος παρερμήνευσε την παραπάνω απόφαση.  Και συνέχισε με τα εξής:

“Ο συνήγορος χρησιμοποιεί συνεχώς τη φράση “τελικό αρχιτεκτονικό σχέδιο”, ενώ η υπό αναφορά υπόθεση, και γενικά η νομολογία επί του ζητήματος, αναφέρονται σε αρχιτεκτονική, ή ανάλογα με την περίπτωση, άλλη μελέτη στην οποία διαγράφονται οι συγκεκριμένες και ειδικές ανάγκες του σκοπούμενου έργου .....................  Στη διερεύνηση αυτής της πτυχής τα γεγονότα στην κάθε υπόθεση έχουν σημασία.  Εδώ, όπως ήδη [*161]ανέφερα στο ιστορικό των γεγονότων, υπάρχει συγκεκριμένη απόφαση για τη φύση, έκταση και λειτουργία του έργου.  Έχουν μάλιστα εκπονηθεί και προκαταρκτικά σχέδια που δίδουν σαφή εικόνα των αναγκών του έργου σε έκταση γης και την τοποθεσία του.”

Με τον πρώτο λόγο οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι δεν υποστηρίχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή ότι το τελικό αρχιτεκτονικό σχέδιο του έργου αποτελούσε προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι καθών σε απαλλοτρίωση. Αυτή η διαπίστωση του ήταν λανθασμένη.  Η θέση των εφεσειόντων ήταν - και παραμένει η ίδια - ότι δεν υπήρχε αρχιτεκτονικό σχέδιο,αλλά μια ανολοκλήρωτη προκαταρκτική πρόταση. Γιαυτό και στην επιστολή της 18/3/94 ζητήθηκαν οι απόψεις του Επάρχου για τη συμπλήρωση της.

Λανθασμένη είναι επίσης η διαπίστωση (2ος λόγος) ότι ο Διευθυντής πληροφόρησε τον Έπαρχο ότι έγινε προκαταρκτική μελέτη με λεπτομέρειες που, όπως αποφασίστηκε, “δίδουν σαφή εικόνα των αναγκών του έργου σε έκταση γης και την τοποθεσία της”. Η κατακλείδα των επιχειρημάτων των εφεσειόντων είναι ότι με βάση τη Μιχαηλίδης, ανωτέρω, αλλά και την προγενέστερη απόφαση στην Αναστασία Κολοκασίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427, δεν είναι αρκετή η προκαταρκτική πρόταση για να δικαιολογήσει το επαχθές μέτρο της απαλλοτρίωσης.

Ασφαλώς δεν περιορίζεται ένας μόνο στους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούνται για να κριθεί η ουσία και η έκταση της έρευνας για σκοπούς απαλλοτρίωσης. Το θέμα κρίνεται αντικειμενικά μέσα από τα στοιχεία του φακέλου κάθε περίπτωσης.  Δεν συντρέχει στην υπόθεση αυτή η ίδια πραγματική κατάσταση που υπήρχε στη Μιχαηλίδης, ανωτέρω, όπου η σχετική έρευνα ξεκίνησε μετά την πραγμάτωση της απαλλοτρίωσης. Προηγουμένως δεν είχε γίνει οποιαδήποτε μελέτη ή σχεδιασμός.

Εδώ οι φράσεις “προκαταρκτική πρόταση” και “προκαταρκτική μελέτη” στην επιστολή της 18/3/94 χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για να υποδηλώσουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή, την εργασία που επιτελέστηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας.  Προκύπτει δε από την επιστολή της εφεσίβλητης 2 ότι ο σχεδιασμός αυτός έγινε κατ’ αρχήν δεκτός.  Θα μπορούσε να υπομνησθεί ότι η Πολεοδομία συναπέστειλε με την παραπάνω επιστολή της και χάρτη - είναι στο φάκελο - που αποτυπώνει το όλο φάσμα μιάς συγκροτημένης πλατείας.

Όλα αυτά πάλιν ήταν απόρροια των προηγούμενων ενεργειών [*162]των εμπλεκομένων (επιτόπου επίσκεψη της Πολεοδομίας, συναντήσεις, κ.λ.π.).  Με άλλα λόγια, ό,τι συντελέστηκε δεν ήταν μεμονωμένη σπασμωδική πράξη, αλλά μια προμελετημένη ολόπλευρη αντιμετώπιση, που δε χρειαζόταν και τελική επεξεργασία για να προωθηθεί η απαλλοτρίωση. Το ότι η Πολεοδομία στο τέλος της επιστολής επιζητεί να έχει τις απόψεις του Επάρχου για τους σχεδιασμούς στους οποίους προέβη δεν καθιστά πλημμελή την έρευνα του θέματος.

Με αφορμή το γεγονός ότι στις 15/9/94 (μερικές μόνο ημέρες μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης), ο Έπαρχος εξέδωσε άδεια οικοδομής στον εφεσείοντα Μ. Μεττή (και αιτητή στην προσφ. αρ. 782/95), τέθηκε ζήτημα ότι η έρευνα υπήρξε πλημμελής.  Και ακόμη ότι η ενέργεια αυτή του Επάρχου επιβεβαιώνει πως δεν ήταν αναγκαία και η απαλλοτρίωση του κτήματος του (3ος λόγος).  Τελικά, (4ος και τελευταίος λόγος), επικρίνεται ως λανθασμένη η παραγνώριση της έκθεσης εμπειρογνώμονα, που την κατέθεσε, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα, η ανάγκη για στάθμευση μπορούσε να ικανοποιηθεί με διαπλάτυνση του κύριου δρόμου.  Όντως ο δικαστής είπε ότι δεν αποδίδει “μεγάλη σημασία στην έκθεση” εξηγώντας ότι το έργο δεν αφορούσε μόνο χώρο στάθμευσης, αλλά πλατεία πολλαπλής χρήσης.

Είναι φυσικά να απορεί ένας γιατί ο Έπαρχος προέβη στην ενέργεια του μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Δε μας δόθηκε γι’ αυτό καμιά εξήγηση.  Όμως το γεγονός δεν επηρεάζει ούτε συσχετίζεται άμεσα με τη μακρά διαδικασία προγραμματισμού του έργου και λήψη της επίδικης απόφασης από την εφεσίβλητη 2.  Η δαπάνη που  υπέστησαν οι εφεσείοντες για τη λήψη της άδειας και οι τυχόν άλλες επιπτώσεις από το γεγονός αυτό δεν εξετάζονται στα πλαίσια της αίτησης ακυρώσεως.

Ως προς την καταλληλότητα των επίδικων τεμαχίων γης, που αμφισβήτησε η έκθεση, έχει νομολογηθεί ότι η τεχνική κρίση της διοίκησης δεν ελέγχεται, παρά μόνο σε περιπτώσεις πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης (βλ. υπόθεση αρ. 919/93, Αλίκη Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, ημερ. 4/2/2000 και τη νομολογία που μνημονεύει).  Εδώ τέτοιοι λόγοι δεν υφίστανται.  Οι εφεσείοντες είχαν υπόψη ότι εκδόθηκε η άδεια (βλ. επιστολή της εφεσίβλητης Επιτροπής ημερ. 2/12/94 προς το συνήγορο).

Πέρα από το ότι ο πρωτόδικος δικαστής αιτιολογεί βάσιμα τη διαφωνία του με την έκθεση, πρέπει να επισημάνουμε ότι η νομιμό[*163]τητα των πράξεων κρίνεται με βάση τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης κατά το χρόνο λήψης της απόφασης (Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452). Ένα τέτοιο έγγραφο δεν μπορεί παρά να είχε περιορισμένη σημασία, όπως υποδείχθηκε στην εκκαλούμενη απόφαση.

Η έφεση, για τους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων, που θα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο