Αντωνίου Ιωάννης ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 ΑΑΔ 164

(2001) 3 ΑΑΔ 164

[*164]1 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ ΚΟΦΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3090)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής διοικητικής απόφασης ― Προϋποθέσεις ― Έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημία ― Δεν απαιτείται όπως συντρέχουν και οι δύο προϋποθέσεις ― Επικύρωση απόφασης απόρριψης της αίτησης για αναστολή της απόφασης θέσης του εφεσείοντος σε διαθεσιμότητα, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ισχυρισθείσα έκδηλη παρανομία δηλαδή παράβαση του Κανονισμού 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89).

Ερμηνεία ― Κανόνας ερμηνείας, πως όπου υπάρχουν ανοιχτές δύο ερμηνείες, απαιτείται η επιλογή εκείνης που συνάδει με τη λογική.

Λέξεις και Φράσεις ― Η φράση «επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης» στον Κανονισμό 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89) σημαίνει το ενωρίτερο από την έναρξη της αστυνομικής έρευνας ― Η εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας, είναι δυνατή και μετά την έναρξη της αστυνομικής έρευνας.

Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η αίτηση του εφεσείοντος για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της επίδικης στην προσφυγή απόφασης, να τεθεί σε διαθεσιμότητα, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*165]έφεση αποφάσισε ότι:

     Ο Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις.  Η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ασκείται με φειδώ.  Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της.  Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι, προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.

     To λιγότερο που μπορεί να πει ένας, είναι ότι δεν έχει έκδηλη παραβίαση του Καν. 64(1).  Η απόφαση της 2/6/00 δε θεμελιώνει την έκδηλη παρανομία υπό τη μορφή που τέθηκε της κατάχρησης εξουσίας.  Το κύριο κίνητρο για τη θέση του εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα, ήταν ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. 

     Η προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, που να αναστέλλει τη διαθεσιμότητα του εφεσείοντα, στην οποία αυτός βασίστηκε, δεν τεκμηριώθηκε. 

2.  Το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αναζητήσει το νόημα των κανονισμών, χωρίς απόλυτη και δογματική προσήλωση στις λέξεις. Αλλά να δώσει μια ερμηνεία - όπου γεννιέται αμφιβολία και υπάρχουν ανοικτές δυό ερμηνείες - η οποία να συνάδει με τη λογική.

3.  Το άλλο επιχείρημα, στο οποίο ο συνήγορος του εφεσείοντα έδωσε ειδικό βάρος, είναι ότι, με βάση τον καν. 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89), ο εφεσείων μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα, παράλληλα ή ταυτόχρονα με την έναρξη της αστυνομικής έρευνας, όχι όμως αργότερα, όπως συνέβη εδώ.

     Η φράση “επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης” δε σημαίνει ότι μετά την έναρξη της έρευνας δεν είναι πιά εφικτή η εφαρμογή του μέτρου.  Η φράση απλώς υποδηλώνει πότε αυτό μπορεί να γίνει το ενωρίτερο.  Τέτοια ερμηνεία του επίμαχου όρου συνάδει με τις πραγματικότητες της κρινόμενης υπόθεσης.  Η διαθεσιμότητα αποφασίστηκε όταν υποβλήθηκε παράπονο, ότι ο αιτητής προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*166]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κροκίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857,

Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,

Gill v. Donald Humberstone & Co. Ltd, 1 W.L.R. 929.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον ενδιάμεσης απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 819/2000), ημερομηνίας 25/7/2000 με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της διαθεσιμότητας στην οποία τέθηκε με απόφαση ημερ. 2/6/2000.

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Μιχαηλίδης με Ι. Χ”Τζοβάννη, για το Εφεσίβλητο Συμβούλιο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Ο εφεσείων είναι ο οικονομικός διευθυντής του εφεσίβλητου Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου. Τελεί υπό διαθεσιμότητα.  Οι απολαβές του έχουν περικοπεί κατά 50%.  Ο εφεσείων πρόσβαλε με την προσφυγή αρ. 819/2000 τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 2/6/2000. Η προσφυγή κατατέθηκε στις 12/6/2000. Παράλληλα ζήτησε προσωρινό διάταγμα αναστολής της εν λόγω απόφασης, που τον έθεσε σε διαθεσιμότητα. Ο αδελφός πρωτόδικος δικαστής, αφού άκουσε και τις δυο πλευρές, απέρριψε το αίτημα.  Ο εφεσείων επιμένει ότι πρέπει να δικαιωθεί.

Μπορεί να εκτεθούν με συνοπτικότητα τα γεγονότα που οδήγησαν το Συμβούλιο στη λήψη του μέτρου.  Για το ιστορικό στηριζόμαστε στα ευρήματα της πρωτόδικης απόφασης, που φαίνεται ότι αποτέλεσαν κοινό έδαφος. Το 1994 ο εφεσείων απουσίασε από τα καθήκοντα του για κάποιο διάστημα (που δεν καθορίζεται) εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος το Μάρτιο του 1994, στο οποίο είχε εμπλακεί.  Στη διάρκεια της απουσίας του, το Συμβούλιο κατέβαλε στον εφεσείοντα όλους τους μισθούς του.  Στο μεταξύ όμως είσπραξε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως επίδομα ασθένειας, [*167]συνολικό ποσό £520.  Το ποσό αυτό όφειλε να  αποδώσει στο Συμβούλιο, αλλά το έπραξε μόνο ύστερα από καταγγελία σε βάρος του, που έγινε πολύ αργότερα. Το Συμβούλιο ενημερώθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1999.  Στη συνέχεια στις 19/8/99, προέβη, το ίδιο, σε καταγγελία της υπόθεσης στις αστυνομικές αρχές.

Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις.  Αποτέλεσε δε και σ’ αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης.  Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ.  Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233).  Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.

Εδώ δεν προβάλλεται θέμα ανεπανόρθωτης ζημίας, αλλά μόνο έκδηλης παρανομίας της απόφασης. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι από τα γεγονότα, όπως διαπιστώθηκαν από τον πρωτόδικο δικαστή, δεν προκύπτει το παραπάνω στοιχείο. Δοθέντος μάλιστα ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κάπου 1 χρόνο (με περισσότερη ακρίβεια περίπου 9 1/2 μήνες) μετά την επέμβαση της Αστυνομίας.

Το δικαστήριο, ομολογουμένως, επεσήμανε την καθυστέρηση στη διερεύνηση της υπόθεσης, που χαρακτήρισε απλή και κάλεσε το Συμβούλιο να προβληματισθεί για την παραπέρα πορεία της.  Όμως αρνήθηκε την έκδοση διατάγματος γιατί τα γεγονότα δεν αποκάλυψαν περίπτωση έκδηλης παρανομίας.  Συγκεκριμένα αναφέρει:

“Παρενθετικά αναφέρω πως μολονότι η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε πριν από ένα χρόνο περίπου, και ελήφθη κατάθεση από τον αιτητή, δεν έχει διασαφηνιστεί ποία η πορεία των εξετάσεων της Αστυνομίας σε μια, ας μου επιτραπεί προσωπική άποψη, απλή υπόθεση.  Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό.  Ενδιάμεσο διάταγμα σε προσφυγή, που αναστέλλει θετική απόφαση διοικητικού οργάνου, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται στην ουσία, έστω και προσωρινά, εκδίδεται μόνο όπου φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου έκδηλη παρανομία του διοικητικού οργάνου, η [*168]οποία και ενδεχόμενα να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Κάτι τέτοιο, ενόψει των γεγονότων που αναφέρω πιο πάνω, δεν συμβαίνει εδώ......”

Ο εφεσείων, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η πράξη του Συμβουλίου ήταν στην πραγματικότητα μοχλός πίεσης προς την κατεύθυνση της Αστυνομίας για να επισπεύσει τις έρευνες της. Η απόφαση, επομένως, να τεθεί εκτός ενεργού υπηρεσίας ο εφεσείων, ήταν αυθαίρετη, χωρίς υπαίτια διαγωγή από τον υπάλληλο και συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Παράλληλα το κίνητρο του Συμβουλίου, που εκφράζεται στην ίδια την απόφαση, καθιστά την αιτιολόγηση της διαθεσιμότητας παράνομη.

Το άλλο επιχείρημα, στο οποίο ο συνήγορος του εφεσείοντα έδωσε ειδικό βάρος, είναι ότι, με βάση τον καν. 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89), ο εφεσείων μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα παράλληλα ή ταυτόχρονα με την έναρξη της αστυνομικής έρευνας όχι όμως αργότερα, όπως συνέβη εδώ.

Ο καν. 64(1) ορίζει ότι:

“64(1)  Εάν έρευνα πειθαρχικού αδικήματος διαταχθή, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του Κανονισμού 60, κατά τινος υπαλλήλου ή επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης επί σκοπώ ποινικής διώξεως αυτού, το Συμβούλιον δύναται, εάν το δημόσιον συμφέρον απαιτή τούτο, να θέση εις διαθεσιμότητα τον υπάλληλον διαρκούσης της ερεύνης και μέχρι τελικής αποφάσεως επί της υποθέσεως.”

Κατά τη γνώμη μας, η φράση “επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης” δε σημαίνει ότι μετά την έναρξη της έρευνας δεν είναι πιά εφικτή η εφαρμογή του μέτρου.  Η φράση απλώς υποδηλώνει πότε αυτό μπορεί να γίνει το ενωρίτερο. Τέτοια ερμηνεία του επίμαχου όρου συνάδει με τις πραγματικότητες της κρινόμενης υπόθεσης.  Η διαθεσιμότητα αποφασίστηκε όταν υποβλήθηκε παράπονο ότι ο αιτητής προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες και τον μάρτυρα-υπάλληλο του Συμβουλίου και υφιστάμενο του αιτητή (βλέπε πρακτικό ημερ. 2/6/2000). Έχουμε υποχρέωση να αναζητήσουμε το νόημα των κανονισμών χωρίς απόλυτη και δογματική προσήλωση στις λέξεις.  Αλλά να δώσουμε μια ερμηνεία - όπου γεννιέται αμφιβολία και υπάρχουν ανοικτές δυό ερμηνείες - η οποία να συνάδει με τη λογική.

[*169]Στον Maxwell on “The Interpretation of Statutes” 12η έκδοση, σελ. 203, υπό την επικεφαλίδα “Τhe more reasonable construction to be adopted” υπάρχει το ακόλουθο σχετικό σχόλιο:

“Not only are unreasonable or artificial or anomalous constructions to be avoided: it appears to be an assumption (often unspoken) of the courts that where two possible constructions present themselves, the more reasonable one is to be chosen.”

Αυτό που ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο την άποψη που έχουμε είναι το σχόλιο του δικαστή Λόρδου Reid στην Gill v. Donald Humberstone & Co. Ltd [1963] 1 W.L.R. 929 στη σελ. 933 και 934 για κάποιους κανονισμούς ασφαλείας εργαζομένων.  Μπορούσαν κάλλιστα να επαναληφθούν και στην προκείμενη περιπτωση:

“(the regulations) are addressed to practical people ......(and) ought to be construed in light of practical considerations, rather than by a meticulous comparison of the language of their various provisions......If the language is capable of more than one interpretation, we ought to discard the more natural meaning if it leads to an unreasonable result, and adopt that interpretation which leads to a reasonably practicable result.”

To λιγότερο που μπορεί να πει ένας είναι ότι δεν έχουμε έκδηλη παραβίαση του Καν. 64(1).  Η απόφαση της 2/6/00 δε θεμελιώνει την έκδηλη παρανομία υπό τη μορφή που τέθηκε της κατάχρησης εξουσίας.  Το κύριο κίνητρο για τη θέση του εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα ήταν ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.  Όπως αναφέρει η απόφαση:

“Επειδή διερευνώνται από την Αστυνομία αδικήματα εναντίον του Γενικού Διευθυντή Αντώνη Μιχαηλίδη και του Οικονομικού Διευθυντή, Ιωάννη Αντωνίου σε βάρος του Κεντρικού Σφαγείου με σκοπό την ποινική τους δίωξη και επειδή περιήλθαν σε γνώση του Συμβουλίου ορισμένες πληροφορίες ως προς τη στάση των εν λόγω υπαλλήλων έναντι ορισμένων πιθανών μαρτύρων στην εν λόγω υπόθεση, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να θέσει αμέσως σε διαθεσιμότητα τους πιο πάνω ανωτέρους υπαλλήλους προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με τον Κανονισμό 64 (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κ.Δ.Π. 88/89 και με σκοπό να μην επηρεασθούν αλλά και να επισπευσθούν οι αστυνομικές έρευνες.  Η διαθεσιμότητα των εν λόγω υπαλλήλων θα ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και μέχρι την τελική απόφαση επί της όλης υποθέσεως.”

[*170]

Η προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, που να αναστέλλει τη διαθεσιμότητα του εφεσείοντα, στην οποία αυτός βασίστηκε, δεν τεκμηριώθηκε.  Η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο