Παναγίδης Παναγιώτης Α. και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 191

(2001) 3 ΑΑΔ 191

[*191]1 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α. ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ,

2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Α. ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ,

3. ΝΙΚΟΛΑΣ Α. ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ,

4. ΚΥΡΙΑΚΗ Α. ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ/Η

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2642)

 

Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική ― Αίτημα για επανεξέταση, με την επίκληση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί νομικού σημείου που αφορά στην υπόθεση, δεν αποτελεί υποβολή νέων πραγματικών δεδομένων ― Η εμμονή της διοίκησης στην αρχική της θέση, δεν καθιστά την απόφαση εκτελεστή.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την νομιμότητά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η προσφυγή τους κατά της απόρριψης της ένστασής τους κατά της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, είχε απορριφθεί.  Η ένσταση είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα και μετά από συμβιβασμό της υπόθεσης, με αφορμή την έκδοση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που κατά τους ισχυρισμούς τους θα έπρεπε να οδηγήσει σε επανεξέταση της υπόθεσής τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν ευσταθούν.  Η ένσταση τους ημερομηνίας 11.9.95, που κρίθηκε ως εκπρόθεσμη, δεν περιέχει οποιοδήποτε νέο στοιχείο νομικό ή πραγματικό πέραν εκείνων [*192]που πρόβαλαν με την αρχική τους ένσταση ημερομηνίας  14.8.92.

     Η απόφαση στην Εγγλεζάκη που οι εφεσείοντες επικαλούνται στην ένστασή τους ημερομηνίας 14.8.92 δεν συνιστά νέο νομικό στοιχείο  που θα επέβαλλε καθήκον επανεξέτασης, γιατί με την απόφαση στην Εγγλεζάκη διακηρύχθηκε ποιο ήταν το εξ αρχής ισχύον δίκαιο.  Η απάντηση του Διευθυντή προς τους εφεσίβλητους ημερομηνίας 14.9.95 δεν παράγει νέα εκτελεστή πράξη·  είναι ουσιαστικά βεβαιωτική της αρχικής (11.11.93). 

     Στην προκείμενη περίπτωση όλα τα ουσιώδη στοιχεία που συνθέτουν την υποχρέωση των εφεσειόντων για πληρωμή του συγκεκριμένου φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, εμπεριέχονται στην αρχική απόφαση του Διευθυντή.  Και η νομική βάση πάνω στην οποία αργότερα κρίθηκε η Εγγλεζάκη, ήταν η ίδια πάνω στην οποία είχε κριθεί και η αρχική (11.11.93) απόφαση του Διευθυντή.  Είναι φανερό ότι η προσφυγή των εφεσειόντων είχε ως αντικείμενο βεβαιωτική απόφαση της διοίκησης,  μη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Εγγλεζάκη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1807.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 833/95), ημερομηνίας 14/4/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά του περιεχομένου της επιστολής του Διευθυντή ημερομηνίας 14/9/95 με την οποία επληροφορούντο ότι η ένσταση τους κατά της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών ήταν εκπρόθεσμη και η φορολογία κατέστη τελική από τις 11/11/93.

Α. Σ. Αγγελίδης με Αγ. Σταύρου, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δι[*193]καστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες ήταν συνιδιοκτήτες κατά 1/4 μερίδιο ο καθένας επί του όλου, ενός χωραφιού στην Αγία Νάπα.  Είναι μεταξύ τους  αδελφοί και κατά πάντα κρίσιμο χρόνο ήταν οι μόνοι μέτοχοι της εταιρείας Αφοί Παναγίδη (Νησί ) Λτδ ( στο εξής “η εταιρεία”).

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας δωρεάς, μεταβίβασαν (29.4.87) στην εταιρεία τα μερίδια τους επί του χωραφιού και η εταιρεία  κατέστη η απόλυτη ιδιοκτήτρια του κτήματος. Σχετική είναι η δήλωση μεταβίβασης Σ.Δ.Δ. 839/87.

Επειδή οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν δηλώσεις διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, ο Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ύστερα από δική του εκτίμηση, απέστειλε στον καθένα χωριστά αρχική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, ημερ. 23.7.92 με πληρωτέο φόρο £4500.- από τον καθένα.

Στις 14.8.92 οι εφεσείοντες  υπέβαλαν ένσταση. Ισχυρίστηκαν ότι η μεταβίβαση των μεριδίων τους στην εταιρεία δεν  συνιστούσε “διάθεση” εντός της εννοίας του άρθρου 10 του Περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80)  επειδή όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας είναι μέλη της ίδιας οικογένειας.  Υστερα από αλλεπάλληλες συζητήσεις του θέματος οι ελεγκτές των εφεσειόντων, με επιστολή τους ημερομηνίας 1.1.93, απέσυραν την ένσταση.  Κατόπιν τούτου, ο Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων απέστειλε (11.11.93) στους εφεσείοντες  τελική φορολογία και ακολούθησε η διαδικασία είσπραξης.  Οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν ένσταση εναντίον της τελικής φορολογίας εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας ήτοι, μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1993.

           

Αφού πέρασαν δύο σχεδόν χρόνια από την επιβολή της τελικής φορολογίας, οι εφεσείοντες με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 11.9.95, επανήλθαν επί του θέματος διά της υποβολής νέας ένστασης κατά των φορολογιών κεφαλαιουχικών κερδών.  Κατ’ επίκληση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χρυστάλλα Ν. Εγγλεζάκη και άλλων ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1807, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η εν λόγω απόφαση, επέφερε μεταβολή στην προηγούμενη νομική αντίληψη της έννοιας του όρου “οικογένεια” που αναφέρεται στο νόμο.  Η θέση που προώθησαν ήταν πως η περίπτωσή τους εμπίπτει στην έννοια που το Ανώτατο Δικαστήριο απέδωσε στον όρο “οικογένεια” και ότι με βάση τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, η περίπτωση τους  δεν υπόκειται σε φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών.

Ο Διευθυντής, με επιστολή του ημερομηνίας 14.9.95*, πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι η ένσταση τους ήταν εκπρόθεσμη και ότι η επιβολή της φορολογίας κατέστη τελική από 11.11.93 ύστερα από την απόσυρση της προηγούμενης ένστασής τους και της διευθέτησης που έγινε, κατόπιν συμφωνίας.

Οι εφεσείοντες θεώρησαν πως η πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή συνιστά διοικητική απόφαση. Άσκησαν εναντίον της προσφυγή η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Κρίθηκε από τον αδελφό Δικαστή που εκδίκασε την προσφυγή ότι η επίδικη απόφαση για τη φορολόγηση, συντελέστηκε στις 11.11.93 και μάλιστα ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας των ιδίων (εφεσειόντων) με το Διευθυντή μετά που οι εφεσείοντες απέσυραν την ένσταση που υπέβαλαν την 1.11.93.

Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Εισηγούνται οι εφεσείοντες πως με δεδομένη την απόφαση στην Εγγλεζάκης και σε συνάρτηση προς την ανάγκη σεβασμού του δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης, ο Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή εσφαλμένα θεώρησε, ότι η επιστολή ημερ. 14.9.95 δεν είχε σημασία ως προς τα δικαιώματα τους να αναζητήσουν κατά το Σύνταγμα το νόμιμο καθορισμό φορολογίας. Λέγουν επίσης ότι η ένσταση που υπέβαλαν στις 11.9.95, οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης  η οποία έπρεπε να είχε κριθεί ως εκτελεστή εφόσον επρόκειτο για αίτημα το οποίο υποβαλλόταν για πρώτη φορά μετά την τομή που επέφερε η απόφαση στην Εγγλεζάκης επί θέματος που άπτεται της ρύθμισης της έκτασης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κά[*195]θε πολίτη έναντι του δημοσίου.  Το νέο τους διάβημα το οποίο αποσκοπούσε, καθώς ισχυρίζονται, στην αναθεώρηση της γενόμενης παράνομης φορολογίας έπρεπε να είχε εξεταστεί ενόψει της επιχειρηματολογίας που συνόδευε το αίτημα.  Είναι φανερό, λέγουν οι εφεσείοντες, ότι η πρωτόδικη απόφαση παραγνώρισε παντελώς το γεγονός ότι ο Εφορος με την επιστολή του ημερομηνίας 14.9.95 αντιμετώπισε και απέρριψε ένα νέο αίτημα που κατέδειχνε τεκμηριωμένα ότι έπρεπε να είχε αναθεωρηθεί η επιβληθείσα φορολογία γιατί υπολογίστηκε παράνομα. 

Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν ευσταθούν. Η ένσταση τους ημερομηνίας 11.9.95, που κρίθηκε ως εκπρόθεσμη, δεν περιέχει οποιοδήποτε νέο στοιχείο νομικό ή πραγματικό πέραν εκείνων που πρόβαλαν με την αρχική τους ένσταση ημερομηνίας  14.8.92.

Η απόφαση στην Εγγλεζάκης που οι εφεσείοντες επικαλούνται στην ένστασή τους ημερομηνίας 14.8.92 δεν συνιστά νέο νομικό στοιχείο που θα επέβαλλε καθήκον επανεξέτασης γιατί με την απόφαση στην Εγγλεζάκης διακηρύχθηκε ποιο ήταν το εξ αρχής ισχύον δίκαιο.  Η απάντηση του Διευθυντή προς τους εφεσίβλητους ημερομηνίας 14.9.95 δεν παράγει νέα εκτελεστή πράξη.  είναι ουσιαστικά βεβαιωτική της αρχικής (11.11.93).

Όπως είναι γνωστό, στοιχείο της έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης δηλαδή δικαίωμα/υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου.

Η βεβαιωτική πράξη δεν είναι εκτελεστή γιατί δεν επιφέρει μεταβολή στην υφιστάμενη νομική κατάσταση του διοικούμενου εκτός αν πρόκειται περί πράξης η οποία εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της διοίκησης κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη και όχι επουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία οπότε η νέα αυτή πράξη είναι εκτελεστή.

Στην προκείμενη περίπτωση όλα τα ουσιώδη στοιχεία που συνθέτουν την υποχρέωση των εφεσειόντων για πληρωμή του συγκεκριμένου φόρου κεφαλαιουχικών κερδών εμπεριέχονται στην αρχική απόφαση του Διευθυντή. Και η νομική βάση πάνω στην οποία αργότερα κρίθηκε η Εγγλεζάκη ήταν η ίδια πάνω στην οποία είχε κριθεί και η αρχική (11.11.93) απόφαση του Διευθυντή.  Είναι φανερό ότι η προσφυγή των εφεσειόντων είχε ως αντικείμενο βεβαιωτική απόφαση της διοίκησης  μη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο [*196]με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο