Νεοφύτου Μαλάμω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 203

(2001) 3 ΑΑΔ 203

[*203]9 Μαρτίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΛΑΜΩ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2672)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αν πρόκειται για προαγωγή στη θέση Προϊσταμένου του Τμήματος, στις συστάσεις μπορούσε να προβεί (πριν τον τροποποιητικό νόμο 156(Ι)/2000), ο Γενικός Διευθυντής του Τμήματος, μόνο εφόσον διοριζόταν ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος ― Υιοθέτηση της απόφασης Ξενής Λάρκου v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619.

Η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή της κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

     Η αντίθετη με το Νόμο, και συνεπώς ανεπίτρεπτη συμμετοχή του Διευθυντή στη διαδικασία επιλογής, καθιστά τη σύνθεση της Επιτροπής κακή και την ενώπιον της διαδικασία εξ΄υπαρχής άκυρη. Η νόμιμη διαδικασία αντιμετώπισης της περίπτωσης προτείνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Λάρκου.  Το γεγονός ότι η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσαν εκ περιτροπής ως προϊστάμενες του Τμήματος θεραπευόταν, με το διορισμό π.χ. του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου και ως Αναπληρωτή Προϊστάμενου του Τμήματος, για τέτοια περίοδο, [*204]ώστε να προβεί και στις επίμαχες συστάσεις.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λάρκου v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Καλλής, Δ.) Αρ. Προσφυγής 383/97, ημερομηνίας 12/6/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

Α. Σ.Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την 1.6.94 το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.  Την 1.3.96 δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέχθηκε προσφυγή της εφεσείουσας, και ακύρωσε την πιο πάνω προαγωγή.  Το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ανεπαρκή έρευνα, ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, και έλλειψη αιτιολογίας για τη μη υιοθέτηση από την Ε.Δ.Υ. της σύστασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος είχε συστήσει για προαγωγή την εφεσείουσα.  Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε στις 3.4.96 να ανακαλέσει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, και να προχωρήσει σε επανεξέταση του ζητήματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης.  Τούτο έγινε στις 28.1.97.  Η πλειοψηφία των μελών της ΕΔΥ έκρινε πως το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, και γι΄αυτό την επέλεξε για προαγωγή προσφέροντας της την επίδικη θέση, την οποία και αποδέκτηκε.  Η εφεσείουσα ξαναπρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση. Η προσφυγή της όμως, αυτή τη φορά, απορρίφθηκε στις 12.6.98.  Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η ακύρωση της επίδικης πράξης.

[*205]Κατά την ουσιώδη επανεξέταση η ΕΔΥ προσπάθησε να νομιμοποιήσει την πράξη, σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 1.3.96. Γι’ αυτό το λόγο ασχολήθηκε σε έκταση με τα επίμαχα σημεία, να κάνει δηλαδή επαρκή έρευνα αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους και να αιτιολογήσει δεόντως την απόφαση της να μην ακολουθήσει τη σύσταση του διευθυντή. Ο συνάδελφος, που δίκασε την προσφυγή πρωτοδίκως, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, έκρινε πως η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο και κατέληξε, επί της ουσίας, πως η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι υπερείχε έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους. Αντίθετα θεώρησε την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ ως εύλογα επιτρεπτή και σύμφωνη με το Νόμο.

Οι λόγοι της έφεσης, όπως διατυπώνονται στο εφετήριο, και οι γραπτές αγορεύσεις προηγήθηκαν της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ξενής Λάρκου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619.  Μετά την απόφαση αυτή αναγνωρίστηκε, και πολύ ορθά, από τους δικηγόρους των διαδίκων πως η ενώπιον μας έφεση παίρνει μια νέα νομική τροπή.  Στη δική μας κρίση απολήγει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για καθαρά νομικούς λόγους.  Άπτονται, οι λόγοι αυτοί, της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90.  Η ερμηνεία βέβαια του  Νόμου, μολονότι έγινε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση, μεταγενέστερα της διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού οργάνου, ανάγεται στο χρόνο θέσπισης του, και θεωρείται πως αυτή ήταν πάντοτε και η ορθή.

Κατά το χρόνο έκδοσης της πρώτης απόφασης της ΕΔΥ, η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας, του Διευθυντή του Τμήματος δηλαδή, ήταν κενή.  Η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος εκτελούσαν χρέη αναπληρωτή διευθυντή εκ περιτροπής. Επειδή και οι δυο ήσαν υποψήφιες για τη θέση, κλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για να προβεί σε συστάσεις. Κατά τη διαδικασία έλαβε μέρος και στις συνεντεύξεις των υποψηφίων αξιολογώντας μάλιστα την απόδοση τους.

Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους στο περίγραμμα αγόρευσης του περιέλαβε και αντέφεση για να υποστηρίξει, με ένα επιπλέον επιχείρημα, καθώς το θεωρούσε, την απόφαση της ΕΔΥ να παρεκκλίνει από τη σύσταση του Διευθυντή.  Εισηγείται, επί του προκειμένου, στο περίγραμμα που καταχωρίστηκε στις 22.7.99 πριν από την απόφαση μας στην Ξενής Λάρκου, πως ο Προϊστάμενος του [*206]Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι ο Διευθυντής του, και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Πολύ ορθά ως εδώ και σε αρμονία με την πιο πάνω απόφαση.

Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34(9) του Ν.1/90 είναι ο Προϊστάμενος του οικείου τμήματος που προβαίνει σε συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ.  Η εισήγηση επομένως του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους κρίνεται ως ορθή, ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Λάρκου, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπη διάταξη του Νόμου στο άρθρο 35(4).  Μετά την απόφαση αυτή η Βουλή προέβη σε τροποποίηση των άρθρων 34(9) και 35(4) του Ν.1/90, ώστε όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις να προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου υπουργείου (βλ.Ν.156(1)/2000, Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας 24.11.2000).  Η υπόθεση εκεί αφορούσε θέση προαγωγής.  Ο δικηγόρος βέβαια του ενδιαφερόμενου μέρους έκανε την εισήγηση του εδώ για να προωθήσει τη δική του θέση, ότι δηλαδή ορθά, η Ε.Δ.Υ. αγνόησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, μια και ο τελευταίος δεν μπορούσε νόμιμα να λάβει μέρος στη διαδικασία.  Έτσι, συνεχίζει η πρόταση του δικηγόρου του, η εξέλιξη αυτή συνιστούσε «επάλληλη» κατά την έκφρασή του, αιτιολογία για να διασωθεί και στηριχθεί η επίδικη απόφαση.

Κρίνουμε πως αυτό, το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους, είναι νομικά εσφαλμένο και απορρίπτεται. Η αντίθετη με το Νόμο, και συνεπώς ανεπίτρεπτη συμμετοχή του Διευθυντή στη διαδικασία επιλογής, με τον τρόπο που έχουμε ήδη αναφέρει, καθιστά τη σύνθεση της Επιτροπής κακή και την ενώπιον της διαδικασία εξ’  υπαρχής άκυρη. Η νόμιμη διαδικασία αντιμετώπισης της περίπτωσης προτείνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Λάρκου.  Το γεγονός ότι η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσαν εκ περιτροπής ως προϊστάμενες του Τμήματος θεραπευόταν, με το διορισμό π.χ. του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου και ως Αναπληρωτή Προϊστάμενου του Τμήματος, για τέτοια περίοδο ώστε να προβεί και στις επίμαχες συστάσεις. Για τους λόγους που εξηγούμε πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, και ακυρώνεται η επίδικη διοικητική πράξη.  Η εφεσίβλητη Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο