(2001) 3 ΑΑΔ 207
[*207]15 Μαρτίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,
ν.
1. ΑΝΔΡΕΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ,
2. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2587)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Απαράδεκτη η ανατροπή της βαθμολογημένης εικόνας της αξίας των υποψηφίων μέσα από τη σύσταση ― Μεταξύ ίσων υποψηφίων σε αξία, η σύσταση που έδωσε προβάδισμα στον συστηθέντα σε ήδη βαθμολογημένα στοιχεία, τρωτή ― Το τρωτό μέρος της σύστασης θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί από την Ε.Δ.Υ..
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Σε έφεση κατά ακυρωτικής απόφασης, η παράλειψη υποβολής λόγου εφέσεως σε ένα από τους λόγους ακυρώσεως, καθιστά την έφεση απορριπτέα.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε ανατροπή του ακυρωτική αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Ειδικού Ιατρού (Γυναικολογίας), είχε ακυρωθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Οι συστάσεις δεν είναι επιτρεπτόν να λειτουργούν έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση σε σχέση με τα ήδη αξιολογηθέντα στοιχεία στις ετήσιες αξιολογήσεις.
[*208] Η ίση αξία μεταξύ των υποψηφίων, που προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, δεν μπορεί να ανατραπεί με ατεκμηρίωτους από τους φακέλους ισχυρισμούς, όπως εκείνος για συνεχή προσπάθεια του ενδιαφερομένου μέρους για εισαγωγή μεθόδων και σύγχρονων τεχνικών που δεν εξειδικεύονται, ούτε και για εφαρμογή τέτοιων σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων σε βαθμό υπέρτερο των άλλων υποψηφίων, καθώς και τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αναλαμβάνει τις δυσκολότερες των περιπτώσεων της ειδικότητας του.
2. Η έφεση θα πρέπει και πάλιν να απορριφθεί, γιατί ένας από τους λόγους για τους οποίους πέτυχαν οι προσφυγές, δηλαδή η απόδοση πολύ μεγάλης βαρύτητας στη σύσταση που αποτελεί μια εσφαλμένη αξιολόγηση της ΕΔΥ σε ένα σχετικό παράγοντα, δεν έχει προσβληθεί με οποιοδήποτε λόγο έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 2766,
Κουάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικατή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Καλλής, Δ.) (Αρ. Προσφυγών 38/97, 39/97), ημερομηνίας 29/1/98 με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Ειδικού Ιατρού (Γυναικολογίας) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Α. Βασιλειάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Μ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Λυκούργου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
[*209]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-αιτητές, που είναι Ειδικοί Ιατροί στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ήταν υποψήφιοι για μία θέση Ανώτερου Ειδικού Ιατρού (Γυναικολογίας), που ήταν θέση προαγωγής. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας με απόφαση της ημερομηνίας 11.10.96 προήγαγε στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος Γαβριήλ Καλακουτή.
Οι προσφυγές που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι πέτυχαν πρωτόδικα και η προαγωγή ακυρώθηκε. Οι λόγοι ακύρωσης ήταν το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή και περαιτέρω και ανεξάρτητα απ΄αυτό, το γεγονός ότι η ΕΔΥ είχε δώσει, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέρμετρη βαρύτητα στη σύσταση, προσεγγίζοντας και αξιολογώντας έτσι εσφαλμένα ένα σχετικό παράγοντα.
Με την έφεση τους οι καθ΄ων η αίτηση-εφεσείοντες προσβάλλουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή ως εσφαλμένα. Οι εφεσίβλητοι-αιτητές έχουν επίσης καταχωρήσει αντέφεση με την οποία προβάλλουν άλλους δύο λόγους, για τους οποίους θα έπρεπε και πάλι να θεωρηθεί η σύσταση ως αντικανονική και παράνομη και να επιτύχει η προσφυγή.
Είναι αναγκαίο, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, να παραθέσουμε αυτούσια τη σύσταση του Διευθυντή:
“(1) Αφού αντάλλαξα απόψεις με τους συνεργάτες μου σ’ ό,τι αφορά την καταλληλότητα των υποψηφίων και αφού μελέτησα τους φακέλους των υποψηφίων και έλαβα υπόψη και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - καθώς και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, συστήνω για προαγωγή τον Καλακουτή Γαβριήλ. Ο Καλακουτής, σε σύγκριση με τους άλλουςυποψηφίους, επιδεικνύει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για συνεχή εκπαίδευση και επιμόρφωση, γεγονός που φαίνεται άλλωστε και από τις σειρές μαθημάτων που παρακολουθεί και από το Πιστοποιητικό που έχει λάβει από το Royal College of Obstetricians and Gynaecologist, Royal College of General Practitioners, Family Planning Association.
(2) Πέραν της συνεχούς επιμόρφωσής του ο Καλακουτής είναι σε συνεχή επαφή με αυθεντίες του εξωτερικού, με επιστημονικά κέντρα και συνεχής είναι η προσπάθειά του για εισαγωγή των μεθόδων τους στην Κύπρο. Λόγω ακριβώς της συνεχούς επιμόρφωσης και ενημέρωσής του στις σύγχρονες τεχνικές είναι το πρόσωπο αναφοράς στην Κύπρο για ορισμένα εξειδικευμένα περιστατικά.
[*210]
(3) Εξάλλου, ο Καλακουτής διακρίνεται και υπερτερεί έναντι των άλλων υποψηφίων σ΄ό,τι αφορά την οργάνωση και διοίκηση των κλινικών δραστηριοτήτων του και στον προγραμματισμό και τη συμμετοχή στην εκπαίδευση του ιατρικού, παραϊατρικού και νοσοκομειακού προσωπικού. Τα καθήκοντα αυτά προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.
(4) Υπογραμμίζεται επίσης ότι ο Καλακουτής αναλαμβάνει τις δυσκολότερες των περιπτώσεων της ειδικότητας της γυναικολογίας και είναι πάντα όχι μόνο ενήμερος, αλλά και εφαρμόζει τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους σε βαθμό υπέρτερο των άλλων υποψηφίων.
Έλαβα επίσης υπόψη μου το γεγονός ότι οι άλλοι υποψήφιοι έχουν αρχαιότητα έναντι του Καλακουτή, όμως η αρχαιότητα αυτή δεν μπορεί να υπερνικήσει τις ικανότητες και ιδιότητες του Καλακουτή τις οποίες έχω αναφέρει.”
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων, και όπως ορθά διεπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν περίπου τα ίδια προσόντα, οι δε αξιολογήσεις τους στις εμπιστευτικές εκθέσεις ήταν οι ίδιες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε ότι τίποτε το τρωτό ή επιλήψιμο δεν υπήρχε στην πρώτη παράγραφο της σύστασης που αφορούσε το ενδιαφέρον που επεδείκνυε για συνεχή εκπαίδευση και επιμόρφωση το ενδιαφερόμενο μέρος. Για το περιεχόμενο όμως των παραγράφων 2 και 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μη επιβεβαίωση του περιεχομένου της σύστασης από τα στοιχεία των φακέλων καθιστά τη σύσταση αναιτιολόγητη, γιατί εκφράζεται άποψη σε σχέση με στοιχεία που αξιολογούνται και βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις και που δεν επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Με αυτό τον τρόπο επισημαίνεται πως δεν καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και μετατρέπεται έτσι ο Διευθυντής “σε απόλυτο κριτή των διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου”. Ιδιαίτερα, αναφορικά με την παράγραφο 4, κρίθηκε ότι το περιεχόμενο της σύστασης σχετίζεται με την επαγγελματική κατάρτιση των υποψηφίων, στοιχείο που βαθμολογείται στις εμπιστευτικές εκθέσεις με τον τίτλο “παρακολουθεί τις εξελίξεις στον τομέα της εργασίας του και εφαρμόζει τις γνώσεις του γι΄αυτή”, στο οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος ουδέποτε εί[*211]χε ψηλότερη βαθμολογία από τους αιτητές. Για τους πιο πάνω λόγους κρίθηκε πως η ΕΔΥ έπρεπε να παραγνωρίσει τις παραγράφους 2 και 4 της σύστασης ή τουλάχιστον να τους δώσει περιορισμένη βαρύτητα.
Στην ίδια κατάληξη οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την παράγραφο 3, αφού κατά την κρίση του οι ικανότητες για προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση, συντονισμό, εποπτεία και έλεγχο της εργασίας και του προσωπικού ήταν στοιχεία που είχαν αξιολογηθεί και βαθμολογηθεί στις εμπιστευτικές εκθέσεις και όπου οι όλοι υποψήφιοι ήσαν ισάξιοι. Ήταν το επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με τα στοιχεία αυτά ήταν εξειδικευμένη και όχι γενική και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα ή μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων.
Κατά τη γνώμη μας αν αυτό το επιχείρημα γινόταν αποδεκτό θα προσέφερε μία εύκολη αποφυγή εφαρμογής των γνωστών διοικητικών αρχών, γιατί θα έδιδε σε κάθε Διευθυντή το δικαίωμα με το να εξειδικεύει κατά την κρίση του στοιχεία που δεν υποστηρίζονται από τους φακέλους να ανατρέπει τα ήδη αξιολογηθέντα και βαθμολογηθέντα θέματα, σχετικά με τους υποψήφιους.
Έχει τονισθεί στη Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 2766, πως οι συστάσεις δεν είναι επιτρεπτόν να λειτουργούν έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση σε σχέση με τα ήδη αξιολογηθέντα στοιχεία στις ετήσιες αξιολογήσεις. Η θέση αυτή επικυρώθηκε και στην Κουάλης και Άλλος ν. Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. 742.
Δεν έχουμε πεισθεί ότι πρέπει να επέμβουμε στα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το επιλήψιμο της σύστασης του Διευθυντή στις παραγράφους 2, 3 και 4. Η ίση αξία μεταξύ των υποψηφίων, που προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, δεν μπορεί να ανατραπεί με ατεκμηρίωτους από τους φακέλους ισχυρισμούς, όπως εκείνος για συνεχή προσπάθεια του ενδιαφερομένου μέρους για εισαγωγή μεθόδων και σύγχρονων τεχνικών που δεν εξειδικεύονται, ούτε και για εφαρμογή τέτοιων σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων σε βαθμό υπέρτερο των άλλων υποψηφίων καθώς και τον ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αναλαμβάνει τις δυσκολότερες των περιπτώσεων της ειδικότητας του.
Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε ότι, και ασχέτως της απόφασής μας επί των σημείων αυτών, η έφεση θα πρέπει και πάλιν να απορριφθεί, [*212]γιατί ένας από τους λόγους για τους οποίους πέτυχαν οι προσφυγές, δηλαδή η απόδοση πολύ μεγάλης βαρύτητας στη σύσταση που αποτελεί μια εσφαλμένη αξιολόγηση της ΕΔΥ σε ένα σχετικό παράγοντα, δεν έχει προσβληθεί με οποιοδήποτε λόγο έφεσης.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν θεωρούμε αναγκαίο να επιληφθούμε των λόγων της αντέφεσης.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο