Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Σωτήρη Δαμιανού (2001) 3 ΑΑΔ 247

(2001) 3 ΑΑΔ 247

[*247]26 Μαρτίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

AΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,

ν.

ΣΩΤΗΡΗ ΔΑΜΙΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2706)

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Συμβουλίου Προσωπικού και Διευθυντή ― Μεταξύ ίσων υποψηφίων σε όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια, δυνατή σύσταση λόγω υπέρτερης καταλληλότητας μερικών από αυτούς ― Ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε αναιτιολόγητη τέτοια σύσταση.

Ο εφεσίβλητος πέτυχε πρωτόδικα την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β’, Τεχνικού Προσωπικού.  Η εφεσείουσα Αρχή εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και ο Διευθυντής έχουν προσωπική  γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων, ως εκ της ιδιότητας τους σαν ανώτεροι λειτουργοί της Αρχής.  Η φράση που χρησιμοποιήθηκε: «ουσιαστικά καταλληλότεροι», δεν είναι κατ’ ανάγκην αναπαραγωγή αυτής που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό 10(7).  Δηλώνει την επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μεταξύ υποψηφίων που ισοβαθμούν στα στοιχεία που καταγράφονται στα χαρτιά.  Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, ή παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσωπικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής.  Εδώ ακριβώς [*248]υπεισέρχεται η ατομική κρίση, η οποία δυνατό να μην μπορεί να εκφραστεί με συγκεκριμένες λέξεις, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, διαπιστώνεται όμως από το πνεύμα του γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται και τις ιδιάζουσες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση. 

     Η υιοθέτηση των συστάσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, από το Συμβούλιο της Αρχής, δεν πρέπει να ξενίζει. Το Συμβούλιο της Αρχής αποτελείται από διορισμένα πρόσωπα.  Έργο του είναι η γενική διαχείριση και διοίκηση της Αρχής.  Δεν έχουν όμως, τα μέλη του Συμβουλίου, άμεση γνώση της αξίας των λειτουργών της Αρχής.  Όταν το Συμβούλιο της Αρχής επιλέγει να παρεκκλίνει από τις συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, θα πρέπει η απόφαση να αιτιολογείται ειδικά.

     Οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου της Αρχής, που αναφέρονται στο ενδιαφερόμενο μέρος, είναι γενικά ευμενέστερες γι’ αυτόν σε σύγκριση με τον αιτητή.  Και τούτο προσθέτει στην ποιότητα της αιτιολογίας, που κρίνεται πως ικανοποιεί τις αρχές της νομολογίας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση Αρχή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 994/93), ημερομηνίας 27/2/98, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση ημερομηνίας 28/1/97 με την οποία προήχθηκε στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”, Τεχνικό Προσωπικό, το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Κ. Χ”Ιωάννου, για την Εφεσείουσα.

Ερμ. Μαρκίδου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Στις 29.7.98 συνάδελφος δικαστής έκρινε [*249]ως αποδεκτή την προσφυγή του εφεσίβλητου που στρεφόταν εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου της εφεσείουσας Αρχής ημερ. 28.1.97, και με την οποία προάχθηκε στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας «Β», Τεχνικού Προσωπικού, το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο λόγος για τον οποίο πέτυχε η προσφυγή είναι γιατί κατά την άποψη του πρωτόδικου συναδέλφου μας, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης έπασχε λόγω «έλλειψης καθαρότητας», για να χρησιμοποιήσουμε την ίδια τη φράση του. Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πλημμέλεια στη διαδικασία επιλογής, αναφορικά με την εφαρμογή των σχετικών θεσμοθετημένων διατάξεων.

Οι δικηγόροι της εφεσείουσας εισηγούνται πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, γιατί ο δικαστής υπερέβη την εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 146.1 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει και του οποίου ασκείται ο έλεγχος των διοικητικών αποφάσεων.  Προτείνουν μάλιστα πως ο πρωτόδικος δικαστής υποκατέστησε ουσιαστικά τη δική του κρίση σε αυτή του διοικητικού οργάνου.  Τέλος, διατείνονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. 

Η επίδικη θέση ήταν προαγωγής.  Εφαρμόζεται δε ο σχετικός Κανονισμός 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Γενικών Κανονισμών, που προβλέπει, καθόσο μέρος του μας αφορά, τα εξής:

«(7)  Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.»

Η διαδικασία επιλογής άρχισε ενώπιον του Συμβουλίου Προσωπικού, που απαρτίζεται από τους ιεραρχικά ανώτερους λειτουργούς της Αρχής, σε όλα τα τμήματα της. Έκρινε, σύμφωνα με τον Κανονισμό, πως από το μεγάλο αριθμό υποψηφίων πληρούσαν τα απαραίτητα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας 44 λειτουργοί, για τους οποίους και προέβη σε ξεχωριστή αξιολόγηση. Μετά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους, το Συμβούλιο Προσωπικού ομόφωνα εισηγήθηκε στο Συμβούλιο της Αρχής να προάξει στις δυο κενές θέσεις το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ένα άλλο. Ο Διευθυντής της Αρχής σύστησε επίσης τα ίδια πρόσωπα. Το ζήτημα προχώρησε ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής. Στο σχετικό πρακτικό της 28.1.97 καταγράφονται με λεπτομέρεια οι απόψεις του Συμβουλίου για έναν έκαστο των υποψηφίων.  Θα σταθούμε σ’ αυτές που αφορούν [*250]στον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Τις αντιγράφουμε.

Αιτητής:

«Ο υποψήφιος Σωτήρης Δαμιανού (579) κρίνεται ως εξαιρετικός υπάλληλος, που διακρίνεται για την πρωτοβουλία, αξιοπιστία και άριστη επαγγελματική του κατάρτιση.  Ο ζήλος που επιδεικνύει είναι αξιοθαύμαστος και η συμπεριφορά του εμπνέει εμπιστοσύνη και σεβασμό.»

Ενδιαφερόμενο μέρος:

«Ο υποψήφιος Ηράκλης Σάββα (2275) κρίνεται ως τακτικός και επιμελής υπάλληλος με ψηλό αίσθημα ευθύνης.  Το υπηρεσιακό του ενδιαφέρον βρίσκεται σε αξιοζήλευτα επίπεδα, ενώ αναλαμβάνει συχνά πρωτοβουλίες και έχει ικανότητες για καθοδήγηση και υποκίνηση του προσωπικού, ιδιαίτερα κάτω από αντίξοες συνθήκες.  Η συνεργασία με τους υφισταμένους του, προϊσταμένους του και τρίτους είναι εξαίρετη. Οι ικανότητές του γενικά τον καθιστούν ένα εξαίρετο υπάλληλο με εξαίρετη απόδοση».

Η κατάληξη του Συμβουλίου και η αιτιολόγηση της απόφασης του λέγει:

«Το Συμβούλιο, κατά την κρίση του, πέραν από τη γενική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, έλαβε σοβαρά υπόψη και το γεγονός ότι οι πιο πάνω δύο υποψήφιοι συστήνονται τόσο από το Συμβούλιο Προσωπικού ομόφωνα όσο και από το Γενικό Διευθυντή.»

Την κρίσιμη σκέψη του πρωτόδικου συναδέλφου την βρίσκουμε στη σελίδα 6 της απόφασης του, στην οποία λέει τα πιο κάτω:

«Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω ο έλεγχος των στοιχείων που παρέχουν τη βάση για την αξιολόγηση της επίδοσης και απόδοσης κατέληξε στη διαπίστωση για ισοδυναμία των δύο υποψηφίων. Στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται με βάση ποιά στοιχεία το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. κατέληξε στη διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι «ουσιαστικά καταλληλότερος».  αν αυτή η διαπίστωση - για ουσιαστική καταλληλότητα του Ε.Μ. - έχει σαν βάθρο το περιεχόμενο των φακέλων αυτή είναι αντιφατική προς τη διαπίστωση για ισοδυναμία αναφορικά με τα στοιχεία της επίδοσης και απόδοσης, η  οποία [*251]όπως και η διαπίστωση για ουσιαστική καταλληλότητα, βασίζεται πάνω στο περιεχόμενο των φακέλων.  Για το λόγο αυτό είναι αναιτιολόγητη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1919-1959, σελ.186-187: «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστούσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, η περιλαμβάνουσα αντιφατικάς  προτάσεις, αναιρούσας αλλήλας»).

(Η έντονη γραφή υιοθετείται στην πρωτόδικη απόφαση).

Ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στην απόφαση του πως η κρίση του Συμβουλίου της Αρχής, στην οποία λήφθηκαν σοβαρά υπόψη η σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή, δεν θεραπεύεται, εφόσον οι δύο συστάσεις ήσαν πλημμελείς σε ότι αφορά την αιτιολόγηση τους.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ενώπιον μας εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας.  Δεν χρειάζεται να παραπέμψουμε στις καλά γνωστές αρχές του διοικητικού δικαίου που άπτονται της υποχρέωσης για αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων. Η κάθε υπόθεση βέβαια εξετάζεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Και αυτό θα κάνουμε στην περίπτωση που μας απασχολεί.

Είναι δεκτό πως ο αιτητής, το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα τρίτο άτομο κρίθηκαν ως ισόβαθμοι στη βαθμολογία, ενώ τα καταγραμμένα σχόλια των προϊσταμένων τους, αναφορικά με  την εν γένει απόδοση και επίδοση στην εργασία τους, είναι ουσιαστικά παρόμοια.  Οι θέσεις προαγωγής ήσαν δυο και για να πληρωθούν θα΄πρεπε να επιλεγούν δύο από τους τρεις υποψήφιους. Το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Γενικός Διευθυντής σύστησαν για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και το τρίτο άτομο, τους οποίους έκριναν ως «ουσιαστικά καταλληλότερους», όπως σημειώνεται στο πρακτικό, για προαγωγή. 

Ο συνάδελφος, που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, έχει την άποψη πως η ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, καθώς προβλέπεται στον Κανονισμό 10(7), που παραθέτουμε πιο πάνω: «προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους». Επομένως, συνεχίζει η σκέψη του συνάδελφου μας,  εφόσον οι υποψήφιοι ισοβαθμούσαν σ’ αυτά τα στοιχεία, το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Διευθυντής δεν μπορούσαν να κάνουν διαφοροποίηση μεταξύ των τριών υποψηφίων, με αναφορά σ’ αυτά.  Η επιλογή θα έπρεπε να αιτιολογηθεί με καθαρότερο λόγο.

[*252]

Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση πρωτοδίκως. Στην εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η τελευταία δεν επιβάλλεται από θεσμοθετημένη διάταξη να είναι αιτιολογημένη, εμπεριέχεται και η αιτιολόγηση τους γιατί κρίνουν το ενδιαφερόμενο μέρος συνολικά καταλληλότερο για προαγωγή. Να υπενθυμίσουμε πως τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και ο Διευθυντής έχουν προσωπική  γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων, ως εκ της ιδιότητας τους σαν ανώτεροι λειτουργοί της Αρχής. Η φράση που χρησιμοποιήθηκε: «ουσιαστικά καταλληλότεροι», δεν είναι κατ΄ανάγκην αναπαραγωγή αυτής που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό 10(7).  Δηλώνει, νομίζουμε,  την επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μεταξύ υποψηφίων που ισοβαθμούν στα στοιχεία που καταγράφονται στα χαρτιά. Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, ή παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσωπικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής. Εδώ ακριβώς, νομίζουμε, πως υπεισέρχεται η ατομική κρίση, η οποία δυνατό να μην μπορεί να εκφραστεί με συγκεκριμένες λέξεις, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, διαπιστώνεται όμως από το πνεύμα του γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται και τις ιδιάζουσες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση. 

Η υιοθέτηση των συστάσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, από το Συμβούλιο της Αρχής, δεν πρέπει να ξενίζει. Το Συμβούλιο της Αρχής αποτελείται από διορισμένα πρόσωπα. Έργο του είναι η γενική διαχείριση και διοίκηση της Αρχής.  Δεν έχουν όμως, τα μέλη του Συμβουλίου, άμεση γνώση της αξίας των λειτουργών της Αρχής.  Γι’ αυτό και στην επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων για στελέχωση του οργανισμού θεσμοθετήθηκε η διαδικασία, που περιγράψαμε πιο πάνω. Έτσι, όταν το Συμβούλιο της Αρχής επιλέγει να παρεκκλίνει από τις συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, θα πρέπει η απόφαση να αιτιολογείται ειδικά.

Τελειώνοντας, να επισημάνουμε επίσης πως οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου της Αρχής, που αναφέρονται στο ενδιαφερόμενο μέρος, και που ενθέτουμε πιο πάνω, είναι γενικά ευμενέστερες γι΄αυτόν σε σύγκριση με τον αιτητή. Και τούτο προσθέτει στην ποιότητα της αιτιολογίας, που κρίνουμε πως ικανοποιεί τις αρχές της νομολογίας.

[*253]

Καταλήγουμε λοιπόν πως η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ανατραπεί. Η έφεση επιτυγχάνει. Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία η Αρχή καταδικάστηκε σε ΛΚ.300 έξοδα, ακυρώνεται και υποκαθίσταται με διαταγή για το ίδιο ποσό εξόδων εναντίον του εφεσίβλητου στην πρωτόδικη διαδικασία, και ΛΚ500 στην ενώπιον μας.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο