Κωνσταντίνου Χρίστος και Άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 282

(2001) 3 ΑΑΔ 282

[*282]29 Μαρτίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

(Εφεσείοντες-Αιτητές στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2577)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

(Εφεσείοντες-Αιτητές στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2578)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

(Εφεσείοντες-Αιτητές στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2583)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

(Εφεσείων-Αιτητής στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2664)

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2577, 2578, 2583, 2664)

 

Διοικητική Πράξη ― Πράξη εκτέλεσης ― Σε αντιδιαστολή με την εκτελεστή ― Εκδίδεται μετά την εκτελεστή απόφαση και αποσκοπεί στην υλοποίησή της ― Δεν προσβάλλεται με προσφυγή ― Τέτοια η πράξη καταβολής του ποσού αποζημίωσης, που αποφασίστηκε βάσει εκτελεστής απόφασης.

Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου να αμφισβητήσει την απόφαση καταβολής ποσού αποζημίωσης για πρόωρη αφυπηρέτηση, το οποίο αποδέχτηκε με ρητή ενυπόγραφη δήλωσή του ― Ελλείπει το έννομο συμφέρον.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Παρέλευση των 75 ημερών καθιστά την προσφυγή εκπρόθεσμη ― Ενδιάμεση απόφαση σε άλλες προσφυγές ως προς το εμπρόθεσμο, δεν δημιουργεί δεδικασμένο, επειδή αφορά άλλες προσφυγές και επειδή ανατράπηκε στην τελική απόφαση μετά την προσκόμιση μαρτυρίας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ― Δεν νοείται σε περιπτώσεις [*283]σύμπραξης του διοικουμένου στην ρύθμιση του ζητήματος.

Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

Οι εφεσείοντες, εφεσίβαλαν την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία οι προσφυγές τους κατά της καταβολής μειωμένου ποσού αποζημίωσης, από αυτό που δικαιούντο, απορρίφθηκαν.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Η καταβολή σε κάθε εφεσείοντα του ποσού της αποζημίωσης συνιστά πράξη εκτέλεσης της πράξης υπολογισμού της, που προηγήθηκε, η οποία και διαμόρφωσε οριστικά τα δικαιώματα των εφεσειόντων.  Δεν συντρέχουν στις περιπτώσεις αυτές οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας.  Η πρωτόδικη κρίση ότι πρόκειται για πράξεις εκτέλεσης, που αποσκοπούσαν στην υλοποίηση προγενέστερης διοικητικής πράξης, οι οποίες απαράδεκτα προσβάλλονται αυτοτελώς, είναι ορθή.

2.  Η αποδοχή πράξης από το διοικούμενο που γίνεται ελεύθερα χωρίς πίεση ή επιφύλαξη και η οποία θίγει το έννομο συμφέρον του συνεπάγεται την άρση του έννομου συμφέροντος για αμφισβήτηση της με προσφυγή.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την αποζημίωση.  Δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που θα δικαιολογούσαν παρέμβαση του Δικαστηρίου.  Η αποδοχή προκύπτει σαφώς από τη ρητή δήλωση που υπέγραψε ο κάθε εφεσείων καθώς και τη συμπεριφορά του. Η αποδοχή των πράξεων που προσβλήθηκαν ήταν προϋπόθεση για την έκδοση τους.  Είναι ορθό ότι υπήρχε σε όλες τις υποθέσεις έλλειψη έννομου συμφέροντος, που καθιστούσε απαράδεκτες τις προσφυγές.

3.  Είναι επίσης ορθή η διαπίστωση για το εκπρόθεσμο των προσφυγών, που αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης 2583, αφού οι εκτελεστές πράξεις κοινοποιήθηκαν στους εφεσείοντες με επιστολή ημερ. 7/11/95 και 7/12/95 και προσβλήθηκαν στις 18/3/96. Ο κ. Αγγελίδης δεν εξήγησε κατά ποίο τρόπο από την ενδιάμεση απόφαση της 17/7/96 έχει προκύψει δεδικασμένο, που ίσχυε στην περίπτωση των υποθέσεων που ανέλαβε δεδομένου ότι επρόκειτο για διαφορετικές υποθέσεις, με διαφορές στις κρίσιμες χρονολογίες. 

4.  Δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νομίμου ενεργείας, η μη κατα[*284]βολή ολόκληρου του ποσού αποζημίωσης, εφόσον το θέμα ρυθμίστηκε ύστερα από σύμπραξη και των δυο μερών, όπως προβλέπουν οι κανονισμοί.

5.  Ο τελευταίος λόγος, κοινός σε όλες τις εφέσεις, αφορά την καταδίκη των εφεσειόντων στην πληρωμή των εξόδων.  Εγείρεται με την αιτιολογία, στερεότυπη πια, ότι δεν έπρεπε να επιδικασθούν έξοδα κατά των εφεσειόντων γιατί πρόκειται για διαδικασίες στις οποίες το Δικαστήριο “αναζητεί και/ή τέμνει το δίκαιο στο χώρο του δημοσίου δικαίου”. Έχει, κατ’ επανάληψη, σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων της Ολομέλειας, επεξηγηθεί ότι αυτό δεν αποτελεί λόγο που μπορεί να στερήσει τους επιτυχόντες διαδίκους των εξόδων τους.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαγιώργης v. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3029,

Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,

Χριστοδούλου v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 1042/97, ημερ. 19.11.1999,

Hassan Mustapha v. Republic 1 R.S.C.C. 44.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους αιτητές εναντίον των αποφάσεων Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρυσοστομής, Δ., Αρτεμίδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγών 827/95, 263/95, 482/95, 193/96, 204/96 ημερομηνίας 19/12/97 και 808/95 ημερομηνίας 22/6/98) με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους κατά του υπολογισμού του ύψους των καταβληθεισών προς αυτούς αποζημιώσεων για την πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση τους και της καταβολής σ’ αυτούς μειωμένου ποσού κατ’ αντίθεση προς τους σχετικούς Κανονισμούς.

Δ. Χριστοδούλου για Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσείοντες στις Εφέσεις 2577, 2578, 2664.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες στην Έφεση 2583.

Κ. Χ”Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη Αρχή.

[*285]

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η πρόδηλη συνάφεια μεταξύ των εφέσεων αυτών υπαγόρευσε το αίτημα συνεκδίκασης τους.  Το εγκρίναμε κατά την προδικασία για επιτάχυνση των διαδικασιών και, παράλληλα, για την έκδοση κοινής απόφασης.  Διευκρινίζεται οτι δόθηκαν πρωτόδικα 4 χωριστές αποφάσεις: στην προσφυγή αρ. 827/95 (αντικείμενο της Α.Ε. 2577), συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 263/95 και 482/95 (Α.Ε. 2578) και στις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 193/96 και 204/96 (Α.Ε. 2583).  Οι προσφυγές αυτές εκδικάστηκαν από το Χρυσοστομή Δ. (όπως ήταν τότε), που εξέδωσε τις τρεις αποφάσεις του στις 19/12/97.  Στην τέταρτη προσφυγή αρ. 808/95 (Α.Ε. 2664), η απόφαση δόθηκε από τον Αρτεμίδη Δ., στις 22/6/98.

Τονίζουμε πως δεν υπάρχουν ιδιαιτερότητες, είτε στα γεγονότα είτε στα επιχειρήματα, που διαφοροποιούν τα επίδικα θέματα, σε βαθμό που δεν μπορεί να εκδοθεί μια απόφαση.  Οι διαφορές είναι επουσιώδεις και αφορούν τις ημερομηνίες καταχώρησης των προσφυγών, το χρόνο αφυπηρέτησης και καταβολής της αποζημίωσης, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω και γενικά μικροδιαφορές σε θέματα που δεν άπτονται της ουσίας.  Όταν υπάρχει κάτι ουσιαστικό θα το υποδείξουμε.

Χρειάζεται μια σύντομη αποσαφήνιση του κοινού θέματος των εφέσεων καθώς και του κανονιστικού πλαισίου στο οποίο ανεφύη.  Η Αρχή θεώρησε σωστό να εγκρίνει σχέδιο πρόωρης αφυπηρέτησης υπαλλήλων της με την καταβολή αποζημίωσης.  Το θεσμοθέτησε στους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς του 1980 μέχρι 1990.  To πλαίσιο παρέχει ο καν. 10Α που ορίζει και το χρόνο υπηρεσίας που χρειάζεται για τους διάφορους βαθμούς προσωπικού, προτού γεννηθεί το δικαίωμα.  Η οριστική απόφαση ανήκει στην Αρχή που επιλαμβάνεται και αποφασίζει “περί των ευδοκίμως περατωσάντων την σταδιοδρομίαν των υπαλλήλων”, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της.  Αυτού του είδους η αφυπηρέτηση ευδοκίμως τερματισάντων τη σταδιοδρομία τους δεν επιβάλλεται μονομερώς από την Αρχή.  Χρειάζεται τη συναίνεση των υπαλλήλων.  Αυτό διασφαλίζεται από την επιφύλαξη του άρθρ. 10Α:

“Νοείται ότι οι διατάξεις περί ευδοκίμου αφυπηρετήσεως δι’ άπαντας τους βαθμούς του Προσωπικού εφαρμόζονται μόνον [*286]εις περιπτώσεις αμοιβαίας συγκαταθέσεως (Αρχής και Υπαλλήλων)”

Ο καν. 21 (στ) περιείχε πρόβλεψη για καταβολή αποζημίωσης στους αφυπηρετήσαντες πρόωρα ύστερα από ευδόκιμη σταδιοδρομία καθώς και τον ακριβή τρόπο υπολογισμού της.

Δεν αμφισβητήθηκε ότι η Αρχή είχε εγκρίνει αίτηση για  (πρόωρη) ευδόκιμη αφυπηρέτηση, που υπέβαλε χωριστά ο κάθε εφεσείων.  Ας σημειωθεί ότι προηγήθηκε σχετική ανακοίνωση της Αρχής προς τους υπαλλήλους της.  Όπως δεν αμφισβητήθηκε ότι υπολογίστηκε και καταβλήθηκε αποζημίωση στον καθένα τους μετά την αφυπηρέτηση, που έλαβε χώρα σε διάφορα χρονικά διαστήματα στη διάρκεια του έτους 1995.  Δείγμα της σχετικής δήλωσης παρέχει ο Χρυσοστομής Δ, στις συνεκδικασθείσες προσφ. 193 και 204/96 (Α.Ε. 2583).  Αξίζει να το μεταφέρουμε αυτούσιο:

“Ο υπογεγραμμένος Λουκής Σουρμελής (2283)

με την παρούσα μου υποβάλλω την ανέκκλητη απόφαση μου ν’ αφυπηρετήσω πρόωρα, από την 31/12/95, από την υπηρεσία της Αρχής, νοουμένου ότι θα τύχω του ευεργετήματος της ευδόκιμης περατώσεως της σταδιοδρομίας μου, που προνοείται στους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς και το ποσό το οποίο συμφωνώ ότι θα μου χορηγηθεί ως αποζημίωση για την ευδόκιμη αφυπηρέτηση μου, πέραν των νόμιμων απολαβών και συνταξιοδοτικών μου ωφελημάτων, θα είναι και πρέπει να είναι £25.782.”

Είναι πανομοιότυπο με το παράδειγμα που έδωσε στην απόφαση του στην προσφυγή 263 και 482/95 (Α.Ε. 2578).  Όπως προελέχθη, όλοι υπέγραψαν παρόμοιες δηλώσεις στις οποίες αναφερόταν ακριβώς και το ποσό της αποζημίωσης.

Η Αρχή δέχθηκε ότι η αποζημίωση στην κάθε περίπτωση ήταν κατά 30% χαμηλότερη της προβλεπόμενης στον κανονισμό.  Ωστόσο πρέπει να γίνει καθαρό ότι η αποζημίωση αυτή δεν υποκαθιστά ούτε συναρτάται με τις άλλες νόμιμες απολαβές και την απονομή σύνταξης στους υπαλλήλους, που μένουν άθικτες.  Το ευεργέτημα της αποζημίωσης του Καν. 21 ήταν πρόσθετο, με αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση της απόλυσης για ευδόκιμη υπηρεσία.

Το αίτημα θεραπείας, που είναι κοινό σε όλες τις προσφυγές, προκάλεσε το ριζικό ερώτημα αν αυτές στρέφονταν κατά εκτελεστών διοικητικών πράξεων.  Τούτο αφορούσε τις πράξεις καταβο[*287]λής του συγκεκριμένου ποσού, όπως υπολογίστηκε από την Αρχή.  Για παράδειγμα, οι αιτητές, στις προσφ. 263 και 482/95 (και εφεσείοντες στην έφεση 2578) αξίωσαν “Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση (της Αρχής) να καταβάλουν την 1/3/95 ποσό χαμηλότερο από το ποσό που προβλέπεται από τον Καν. 21(1)(στ).............. είναι άκυρη........”.

Ο Χρυσοστομής Δ. έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα διότι συνιστούν πράξεις εκτέλεσης.  Αναφέρει στην απόφαση του στις προσφ. 263 και 482/95, και επαναλαμβάνεται ουσιαστικά το ίδιο πράγμα στις άλλες:

“Εκείνο που προσβάλλεται με τις προσφυγές αυτές είναι οι πράξεις καταβολής των εν λόγω ποσών και όχι οι διοικητικές πράξεις που αφορούν τους υπολογισμούς τους.  Η καταβολή των ποσών δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά πράξη εκτέλεσης. Οι εκτελεστές πράξεις είναι εκείνες με τις οποίες καθορίστηκαν τα ποσά της αποζημίωσης που αφορούν τους αιτητές, οι οποίες λήφθηκαν προηγουμένως και δεν προσβάλλονται.”

Προσθέτουμε ότι και ο Αρτεμίδης Δ. ανέφερε ότι το αντικείμενο των προσφυγών ήταν, πάλιν, πράξεις εκτέλεσης, οι οποίες δεν μπορεί να προσβληθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτηση ακυρώσεως.  Όπως συγκεκριμένα είπε:

“Είναι απλώς η πράξη εφαρμογής, εκτελέσεως, διά της πληρωμής του συμφωνηθέντος ποσού της απόφασης, που ελήφθη στις 26.6.95, όταν εγκρίθηκε πρόωρη αφυπηρέτηση του αιτητή.”

Οι προσφυγές δεν έγιναν δεκτές και για ένα δεύτερο λόγο ότι οι εφεσείοντες-αιτητές, γνωρίζοντας τα δεδομένα και αποδεχόμενοι ανεπιφύλακτα την προσφερθείσα χαμηλότερη αποζημίωση, απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να προσφύγουν.  Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι το ζήτημα της γνώσης, αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης, ήταν αντικείμενο μαρτυρίας και από τις δυο πλευρές.  Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι, όταν υπέγραφαν τη σχετική δήλωση, δεν γνώριζαν ότι το ποσό αποζημίωσης, που αναγραφόταν σ’ αυτή, δεν ήταν το προβλεπόμενο από τον κανονισμό, αλλά μικρότερο.  Ανακάλυψαν την πραγματικότητα μετά την πληρωμή της αποζημίωσης. Το Δικαστήριο όμως, για τους λόγους που εξηγεί, απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων ως αναξιόπιστη.  Κατέληξε ότι ο κάθε εφεσείων ήταν ενήμερος για το ακριβές ποσό που τον αφορούσε και ότι ήταν χαμηλότερο του προβλεπόμενου.

[*288]Χρειάζεται τώρα ένα ιδιαίτερο σχόλιο για τις προσφ. 193 και 204/96.  Κρίθηκε σ’ αυτές πρόσθετα ότι, αναφορικά με τη θεραπεία Α για ακύρωση της απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η χαμηλότερη αποζημίωση, δεν καταχωρίστηκαν εμπρόθεσμα.  Και τούτο διότι, με βάση τα στοιχεία, που αναλύει η εκκαλούμενη απόφαση, οι εφεσείοντες έλαβαν πλήρη γνώση όλων των σχετικών δεδομένων σε χρόνο προγενέστερο του χρονικού διαστήματος των 75 ημερών, που προηγήθηκε της καταχώρησης των προσφυγών.  Για τη θεραπεία Β ότι η Αρχή “παράνομα κατακράτησε ή παρέλειψε” να καταβάλει στους αιτητές ολόκληρη την αποζημίωση, ο δικαστής, όπως και στις άλλες υποθέσεις, αποφάσισε ότι προσβάλλεται πράξη εκτέλεσης, που δεν μπορεί να είναι αντικείμενο προσφυγής.

Ο πρωτόδικος δικαστής (με αναφορά και στην υπόθεση Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563) θεώρησε ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες στις υποθέσεις αυτές, δεν είχαν έννομο συμφέρον προς προσβολή και ακύρωση των ανωτέρω πράξεων δοθέντος ότι υπήρξε αποδοχή τους από τους εφεσείοντες.  Στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγε, όπως πρόσθεσε, και αν δεχόταν τη θέση που προώθησε ο συνήγορος τους (όπως και ο συνήγορος στις άλλες υποθέσεις) για δημόσιο δικαίωμα στην αποζημίωση.

Θα καταγράψουμε, με συνοπτικότητα, την ουσία των λόγων έφεσης και των επιχειρημάτων που τους στηρίζουν.  Οι εφεσείοντες (στις εφέσεις 2577, 2578 και 2664) ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρανόησε το αίτημα των προσφυγών γιατί, όπως το θέτουν, με αυτές πρόσβαλαν τη διοικητική πράξη “που περιλαμβάνει τον υπολογισμό από τους καθών η αίτηση των αποζημιώσεων, η οποία τελειώθηκε διά της καταβολής ....... μειωμένου ποσού σε σχέση με αυτό που στην προκείμενη περίπτωση προνοούσαν οι σχετικοί κανονισμοί”.  Θεωρούν, με άλλα λόγια, πως εδώ είχαμε σύνθετη διοικητική ενέργεια με τελική πράξη, στην οποία συγχωνεύθηκε η προγενέστερη απόφαση για την αποζημίωση, την πληρωμή, που είναι και η μόνη εκτελεστή πράξη.  Είναι επομένως λανθασμένο το συμπέρασμα για πράξη εκτέλεσης.

Βάλλεται ιδιαίτερα και η άποψη ότι υπήρξε από μέρους των εφεσειόντων “ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της αποζημίωσης” με άμεσο επακόλουθο να αποστερηθούν του έννομου συμφέροντος αμφισβήτησης με προσφυγή των πράξεων αυτών.  Λέγουν οι εφεσείοντες, χωρίς να προσδιορίζουν κατά ποίον τρόπον, πως έγινε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας, που απέληξε σε λάθος, ότι, δηλαδή, γνώριζαν πως τους καταβλήθηκε χαμηλότερη αποζημίωση.  Συνειδητοποίησαν ότι τους προσφέρθηκαν λιγότερα όταν “ήλεγξαν και [*289]διαπίστωσαν” την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όλοι ισχυρίστηκαν ότι, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε μαρτυρία, δεν επηρεάζεται η νομική υποχρέωση της Αρχής να πληρώσει ολόκληρη την προβλεπόμενη από τους κανονισμούς αποζημίωση.  Η συναίνεση δεν εξυπακούει παραίτηση από το δημόσιο δικαίωμα των εφεσειόντων να λάβουν στο ακέραιο ό,τι προβλέπει ο κανονισμός.

Τα επιχειρήματα των εφεσειόντων στην έφεση 2583 διαπλέκονται με τις θέσεις των άλλων στα πλείστα σημεία.  Για τη θεραπεία Α αντιτάσσουν ότι οι προσφυγές ήταν εμπρόθεσμες, αφού η αφυπηρέτηση άρχισε την 31/12/95, η αποζημίωση καταβλήθηκε την 3/1/96, ενώ οι προσφυγές καταχωρήθηκαν αντίστοιχα στις 12 και 18/3/96. Περαιτέρω το δεδικασμένο που έχει προκύψει από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 17/7/96, που απέρριψε προδικαστική ένσταση στην προσφ. αρ. 263/95 ότι ήταν εκπρόθεσμη, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί για τους εφεσείοντες αυτούς. Ως προς το αίτημα Β προτάθηκε ότι υπάρχει παράλειψη οφειλομένης ενέργειας γιατί τα ποσά δεν καταβλήθηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό.

Η πράξη εκτέλεσης δεν είναι προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως.  Προϋποθέτει δε προηγούμενη πράξη εκτελεστού χαρακτήρα.  Ο καθηγητής Ε. Σπηλιωτόπουλος περιγράφει τις πράξεις εκτέλεσης με αναφορά στη νομολογία του Σ.τ.Ε. στο βιβλίο του “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου” 6η έκδοση, παραγρ. 481 στη σελ. 462 ως:

“Πράξεις ............, που, αντιθέτως προς τις προπαρασκευαστικές, ενεργούνται μετά την έκδοση της διοικητικής πράξης και έχουν ως σκοπό την εκτέλεση της.”

Βλέπε επίσης Ιωάννα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3029 και Παπαδόπουλος κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1.

Ο ίδιος συγγραφέας στην παράγρ. 157 σελ. 156 εξηγεί λιτά και ευθύβολα πότε υπάρχει σύνθετη διοικητική ενέργεια:

“.....όταν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι για την επέλευση του τελικού έννομου αποτελέσματος απαιτούνται περισσότερες διαδοχικές διοικητικές πράξεις, η έκδοση κάθε μιας από τις οποίες είναι προϋπόθεση για την έκδοση της επόμενης, η δε τελευταία πράξη ενσωματώνει όλες τις προηγούμενες, οι οποίες έτσι αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους. Στη σύνθετη διοικητική ενέργεια κάθε μια από τις πράξεις που την αποτελούν εκδίδεται με ιδιαίτερη διαδικασία.  Συνήθως όμως λέγεται, ότι η όλη σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί διαδικασία για [*290]την έκδοση της τελικής πράξης.”

Έτσι, η καταβολή σε κάθε εφεσείοντα του ποσού της αποζημίωσης συνιστά πράξη εκτέλεσης της πράξης υπολογισμού της, που προηγήθηκε, η οποία και διαμόρφωσε οριστικά τα δικαιώματα των εφεσειόντων.  Όπως μπορεί να συναχθεί από την τελευταία περικοπή δεν συντρέχουν στις περιπτώσεις αυτές οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας.  Η πρωτόδικη κρίση ότι πρόκειται για πράξεις εκτέλεσης, που αποσκοπούσαν στην υλοποίηση προγενέστερης διοικητικής πράξης, οι οποίες απαράδεκτα προσβάλλονται αυτοτελώς, είναι ορθή.

Έχει νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από το διοικούμενο που γίνεται ελεύθερα χωρίς πίεση ή επιφύλαξη και η οποία θίγει το έννομο συμφέρον του συνεπάγεται την άρση του έννομου συμφέροντος για αμφισβήτηση της με προσφυγή:  βλ. Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.ά. ανωτέρω.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την αποζημίωση. Δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που θα δικαιολογούσαν παρέμβαση μας.  Η αποδοχή προκύπτει σαφώς από τη ρητή δήλωση που υπέγραψε ο κάθε εφεσείων καθώς και τη συμπεριφορά του.

Στην υπόθεση Παπαγιώργη, ανωτέρω, ο εφεσείων “ουδέποτε εγκατέλειψε το δικαίωμα του για υπερωριακή αμοιβή και επομένως δεν έχει απωλεσθεί το έννομο συμφέρον.”  Οι διαφορές εδώ είναι εξόφθαλμες. Η αποδοχή των πράξεων που προσβλήθηκαν ήταν προϋπόθεση για την έκδοση τους. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση 1042/97 Γεώργιος Χριστοδούλου ν. Α.ΤΗ.Κ. ημερ. 19/11/99 σελ. 7:

“Είναι δυνατή η σύμπραξη του διοικούμενου στη διαδικασία έκδοσης ατομικής διοικητικής πράξης.  Η συμμετοχή μπορεί να εκδηλωθεί με την υποβολή αίτησης από το διοικούμενο.  Και στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει, με τη συναίνεση του ιδίου και της διοίκησης. Για ενίσχυση της θέσης αυτής παραθέτω από το Μ. Στασινόπουλο “Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων” (1951) Ανατύπωσις 1982, σελ. 93:

.................... πολλαί διατάξεις νόμων απαιτούσι, διά την έγκυρον παραγωγήν διοικητικής πράξεως, την δήλωσιν του διοικουμένου, ότι επιθυμεί να υπαχθή υπό το καθεστώς ωρισμένης διατάξεως, μόνο δε μετά την δήλωσιν ταύτην παρέχεται έδαφος νομίμου ενεργείας εις την Διοίκησιν.  Τοιαύτη συναίνεσις του διοικουμένου αποτελεί στοιχείον αναγκαίον διά τον [*291]απαρτισμόν της πράξεως και δυνάμενον να επιδράση καθ’ ωρισμένον βαθμόν επί του κύρους αυτής.”

Είναι ορθό ότι υπήρχε σε όλες τις υποθέσεις έλλειψη έννομου συμφέροντος, που καθιστούσε απαράδεκτες τις προσφυγές.

Είναι επίσης ορθή η διαπίστωση για το εκπρόθεσμο των προσφυγών, που αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης 2583, αφού οι εκτελεστές πράξεις κοινοποιήθηκαν στους εφεσείοντες με επιστολή ημερ. 7/11/95 και 7/12/95 και προσβλήθηκαν στις 18/3/96.  Ο κ. Αγγελίδης δεν εξήγησε κατά ποίο τρόπο από την ενδιάμεση απόφαση της 17/7/96 έχει προκύψει δεδικασμένο, που ίσχυε στην περίπτωση των υποθέσεων που ανέλαβε δεδομένου ότι επρόκειτο για διαφορετικές υποθέσεις με διαφορές στις κρίσιμες χρονολογίες.  Στην απόφαση του στις προσφυγές 263 και 482/95,  αντικείμενο της έφεσης 2578, ο δικαστής εξηγεί:

“Το εμπρόθεσμο των προσφυγών το αποφάσισα ως προδικαστικό θέμα κατόπιν αιτήματος των δικηγόρων των διαδίκων.  Η απόφαση δόθηκε στις 17.7.96, προτού ακουσθεί μαρτυρία και γίνουν οι τελικές αγορεύσεις.  Με την ενδιάμεση απόφαση μου αποφάνθηκα ότι οι προσφυγές δεν ήταν εκπρόθεσμες.  Από τη μαρτυρία όμως και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν μεταγενέστερα, διαφάνηκε ότι τα ποσά που τελικά έλαβαν οι αιτητές ήταν εκείνα που αναφέρονταν στις δηλώσεις που υπέγραψαν.  Με τα στοιχεία αυτά η κατάσταση διαφοροποιείται.  Ανεξάρτητα όμως από το εμπρόθεσμο ή όχι των προσφυγών, το τελικό αποτέλεσμα των προσφυγών δεν διαφοροποιείται για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.”

Τέλος, δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νομίμου ενεργείας η μη καταβολή ολόκληρου του ποσού αποζημίωσης εφόσον το θέμα ρυθμίστηκε ύστερα από σύμπραξη και των δυο μερών, όπως προβλέπουν οι κανονισμοί. Για την έννοια του όρου “συνεχιζόμενη παράλειψη” παραπέμπουμε στην Hassan Mustapha and the Republic of Cyprus 1 R.S.C.C. 44, 47.

Ο τελευταίος λόγος, κοινός σε όλες τις εφέσεις, αφορά την καταδίκη των εφεσειόντων στην πληρωμή των εξόδων.  Εγείρεται με την αιτιολογία, στερεότυπη πια, ότι δεν έπρεπε να επιδικασθούν έξοδα κατά των εφεσειόντων γιατί πρόκειται για διαδικασίες στις οποίες το Δικαστήριο “αναζητεί και/ή τέμνει το δίκαιο στο χώρο του δημοσίου δικαίου”.  Έχει, κατ’ επανάληψη, σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων της Ολομέλειας, επεξηγηθεί ότι αυτό δεν αποτελεί λόγο [*292]που μπορεί να στερήσει τους επιτυχόντες διαδίκους των εξόδων τους.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο