(2001) 3 ΑΑΔ 293
[*293]29 Μαρτίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΖΑΝΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2663)
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας - Συνδιασμένες θέσεις Προϊστάμενου Υπηρεσίας Β’ με Α’ ― Προϋποθέσεις ανέλιξης η τριετής υπηρεσία και η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ― Χωρίς την κατοχή και των δύο προσόντων, ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος προσβολής της απόρριψης του αιτήματός του για ανέλιξη.
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― “Υπηρεσία” ως προϋπόθεση προαγωγής σε ανώτερη θέση ― Απαιτείται πραγματική υπηρεσία και όχι πλασματική, που προέκυψε λόγω αναδρομικής προαγωγής.
Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης.
Ο εφεσείων, που είχε επιδιώξει ανεπιτυχώς να προαχθεί στη θέση Προϊστάμενου Υπηρεσίας “Α”, η οποία ήταν συνδυασμένη με τη θέση Προϊστάμενου Υπηρεσίας Β’, προσέβαλε την απορριπτική απόφαση της εφεσίβλητης με προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε. Κατ’ έφεση προσέβαλε την ορθότητα της δικαστικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι ορθό ότι, με βάση τον κανονισμό, οι θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” και Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α” καθίστανται [*294]ενιαίες. Όμως η μεταπήδηση από τη μία θέση στην άλλη, δεν είναι αυτόματη ή μηχανιστική. Όπως προβλέφθηκε από τον καν. 56 (8)(β) προαπαιτούνται: (α) η κατοχή των προσόντων, όπως καθορίζονται στον καν. 8 (δηλαδή το πανεπιστημιακό δίπλωμα). και (β) συμπλήρωση υπηρεσίας τριών ετών, στο βαθμό Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”.
O κανονισμός ρητά όρισε την τριετή υπηρεσία ως προαπαιτούμενο. Σε τέτοια περίπτωση η αναδρομικότητα του διορισμού δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσει πραγματική υπηρεσία εκεί που δεν υπήρχε. Δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω αναβάθμιση του αιτητή. Το εύρημα για έλλειψη των προσόντων για την επιδιωχθείσα ανέλιξη, είναι σωστό. Και είναι εξίσου σωστό, ότι ο αιτητής προσέφυγε χωρίς να έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, αφού δεν είχε τα προσόντα.
2. Η καταδίκη του εφεσείοντα στα έξοδα της προσφυγής, ήταν συνέπεια της απόρριψης της. Ορθά ασκήθηκε η σχετική διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Η αιτίαση για τομή στο δημόσιο δίκαιο, όπως επανειλημμένα τονίστηκε, είναι απορριπτέα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,
Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,
Ροδοθέου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 3 Α.Α.Δ. 338,
Αριστείδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588,
Στυλιανίδου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124,
Tasni Trading Co. Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 242.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης Δ.) (Αρ. Προσφυγής 1060/94), ημερομηνίας 15/5/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της παράλειψης της Αρχής να τον προάξει στη θέση Προϊσταμέ[*295]νου Υπηρεσίας “Α” και την άρνηση της να του προσφέρει τη θέση την οποία διεκδίκησε.
Δ. Χριστοδούλου για Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χ”Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων άρχισε τη σταδιοδρομία του στην εφεσίβλητη Αρχή το 1962 ως απλός τηλεφωνητής (3ης τάξεως), από το χαμηλότερο σκαλοπάτι της ιεραρχίας. Έφτασε όμως σε θέση που ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία του ανώτερου προσωπικού (βλ. τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς του 1982 μέχρι 1990). Από την 1/7/74 ο εφεσείων κατείχε τη θέση Επιθεωρητή Τηλεφωνικής Υπηρεσίας και στις 8/7/91 κατέλαβε τη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”, με αναδρομική δύναμη από 1/6/88, από την οποία και αφυπηρέτησε υπό συνθήκες που θα περιγράψουμε.
Πρέπει να ειπωθεί ότι η ανέλιξη του αιτητή κατά ένα βαθμό, όπως και άλλων υποψηφίων σε άλλες θέσεις, ήταν επακόλουθο Συλλογικής Σύμβασης μεταξύ των συντεχνιών των υπαλλήλων και της ίδιας της Αρχής. Μετά την αναδιάρθρωση των υπαλληλικών δομών της Αρχής κατά τη δεκαετία του 1980, που θεσπίσθηκαν από τους παραπάνω κανονισμούς, υπάλληλοι όπως ο εφεσείων θα παρέμεναν στάσιμοι λόγω χαμηλών ακαδημαϊκών προσόντων. Μπορεί εδώ να σημειώσουμε ότι ο αιτητής διαθέτει μόνο απολυτήριο σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.
Έχει φυσικά νομολογηθεί ότι οι Συλλογικές Συμβάσεις στερούνται νομικής ισχύος, εκτός όπου ενσωματώνονται σε διατάξεις δημόσιας αρχής: βλέπε, μεταξύ άλλων, Antonios Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027 και Χαρίλαος Παπαδόπουλος & Άλλοι ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1.
Εδώ όμως οι σχετικοί όροι των Συμβάσεων μετουσιώθηκαν σε ειδικά σχέδια υπηρεσίας, που επέτρεψαν την ανέλιξη των υπαλλήλων αυτών κατά ένα βαθμό στην πυραμίδα της ιεραρχίας. Το ίδιο συνέβη και με τον εφεσείοντα. Το σχέδιο υπηρεσίας Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” μορφοποιήθηκε από τους περί Προσωπικού της [*296]Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 1990 Κ.Δ.Π. 142/90 (βλέπε αρ. 97 στο Παράρτημα Α΄). Με ρητή τους διάταξη όρισε ότι τα σχέδια υπηρεσίας που περιέχει, μεταξύ των οποίων και το υπ’ αρ. 97, εφαρμόζονται και ισχύουν για το προσωπικό που προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής πριν από τις 13/5/1972.
Η γένεση του προβλήματος ανάγεται στο πάγιο αίτημα του εφεσείοντα, μετά την κατάληψη της θέσης Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”, να προχωρήσει κατά ένα βαθμό ψηλότερα για κατάληψη της θέσης Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α”. Για το θέμα αυτό ο εφεσείων είχε αλληλογραφία με το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής που, όμως, δεν είχε οποιοδήποτε θετικό για τον εφεσείοντα αποτέλεσμα.
Το κύριο έρεισμα του αιτήματος ήταν, και παραμένει, ο καν. 56 (8) (α), που καθιστά ενιαίες τις δύο θέσεις και που προβλέπει ότι:
“(8)(α) Οι θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” και Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α” ορίζονται ενιαίες για το προσωπικό που βρισκόταν στην υπηρεσία της Αρχής στις 6 Αυγούστου 1982 και κατ’ εξαίρεση για προσωπικό που κατείχε θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” στις 9 Οκτωβρίου 1989.”
Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη και την υποπαράγραφο (β):
“(β) Προσωπικό με βαθμό Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” που κατέχει τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του ανώτερου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων, όπως καθορίζονται στον Κανονισμό 8, και βρίσκεται στην υπηρεσία της Αρχής στις 9 Οκτωβρίου 1989 θα προάγεται με βάση την επίδοση και απόδοσή του στην ενιαία θέση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α” από της συμπληρώσεως υπηρεσίας τριών ετών στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”.”
Η Αρχή αντιμετώπιζε το αίτημα του εφεσείοντα για περαιτέρω αναβάθμιση ευνοϊκά. Αυτό όμως ήταν εφικτό μόνο (όπως του έγραψε στις 27/10/94) μέσα στα πλαίσια των νέων μεταρρυθμίσεων που πρότεινε εγγράφως στις συντεχνίες των υπαλλήλων. Παράλληλα, ο εφεσείων προωθούσε από το 1993 αίτημα, με βάση τον κανονισμό 21, για (πρόωρη) ευδόκιμη αφυπηρέτηση του. Στις 26/10/94, ο εφεσείων παραπονέθηκε στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ότι δεν είχε πάρει απάντηση στο αίτημα για αναβάθμιση, υπενθυμίζοντας τον να λάβει υπόψη ότι περιλαμβάνεται “στους συμπληρωματικούς καταλόγους προϋπολογισμού για ευδό[*297]κιμη αφυπηρέτηση το 1994”.
Η απάντηση της Αρχής γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 18/11/94. Έχει ως εξής:
“Έχω οδηγίες ν’ αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 26.10.1994, για το πιο πάνω θέμα, που όπως φαίνεται διασταυρώθηκε με την απαντητική επιστολή μας ημερομηνίας 27/10/1994, με την οποία σας γνωστοποιήσαμε ότι η περίπτωση σας αντικρύζεται ευνοϊκά μέσα στα πλαίσια της πρότασης της Αρχής γι’ Αναδιάρθρωση των Διαβαθμίσεων και του Μισθολογίου του Προσωπικού της Α.ΤΗ.Κ.
Άρα, σ’ εσάς εναπόκειται ν’ αποφασίσετε κατά πόσο θα επιλέξετε να αφυπηρετήσετε πρόωρα-ευδόκιμα στις 31.12.1994 ή θα περιμένετε την επίτευξη συμφωνίας με τις Συντεχνίες για την αναδιάρθρωση της μισθολογικής σας κλίμακας.”
Ακολούθησε η προσφυγή με αίτημα: (α) δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της Αρχής να προάξει τον αιτητή στη θέση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α” όπως προβλέπεται από τον κανονισμό 56(8) (α) και (β), είναι ακυρωτέα. και (β) δήλωση ότι η παραπάνω απόφαση της 18/11/94 αποτελεί άρνηση ή παράλειψη της Αρχής να του προσφέρει τη θέση που διεκδίκησε. Πρέπει εδώ να λεχθεί ότι ο εφεσείων αφυπηρέτησε πρόωρα σύμφωνα με τον καν. 21 την 1/3/95, αφού προηγήθηκε ad hoc αίτημα του ημερ. 15/2/95.
Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την προσφυγή. Με το σκεπτικό ότι ο εφεσείων δεν είχε τα προσόντα για την επιδιωκόμενη παραπέρα ανέλιξη του σε Προϊστάμενο “Α”, τα οποία απαιτεί ρητά ο καν. 8(1)Β (γ). Δε διέθετε πανεπιστημιακό δίπλωμα και δε συμπλήρωσε τριετή θητεία στη θέση Προϊσταμένου “Β”. Η αναδρομική του προαγωγή, παρά την αντίθετη άποψη και εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, δεν προσμετρούσε, όντας πλασματική. Έγινε αναφορά στη Ροδοθέου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 3 Α.Α.Δ. 338. Επίσης στην Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588, που επαναλαμβάνει τη γενική αρχή ότι υπάλληλος που στερείται των προσόντων στερείται και του αναγκαίου έννομου συμφέροντος να προσφύγει. Περαιτέρω, ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 18/11/94 ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα. Δεν αποτελούσε εκτελεστή και άρα προσβλητή πράξη.
Υπάρχει πληθώρα λόγων έφεσης, μόνο που ορισμένοι επαναλαμβάνουν άλλους. Αντανακλούν ωστόσο τα βασικά θέματα και επι[*298]χειρήματα που προβλήθηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία: ότι ο αιτητής είχε τα προσόντα που απαιτούν οι κανονισμοί και τα σχέδια υπηρεσίας, δηλαδή, το απολυτήριο γυμνασίου. ότι αναφορικά με το προσόν της τριετούς υπηρεσίας λανθασμένα κρίθηκε ως πλασματική η υπηρεσία του· ότι η απόφαση Ροδοθέου διακρίνεται διότι τα καθήκοντα των δυο θέσεων διέφεραν. ότι η Συλλογική Σύμβαση του 1987 για ανέλιξη μόνο κατά ένα βαθμό δεν εφαρμοζόταν μετά τη Σύμβαση του 1989 και την Κ.Δ.Π. 375/90. ότι το ενιαίο των θέσεων επέβαλλε και νέα αναρρίχηση του. και ότι ο αιτητής “εξαναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την ευδόκιμη αφυπηρέτηση”. Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα καταδικάστηκε στην καταβολή των εξόδων.
Είναι ορθό ότι, με βάση τον κανονισμό, οι θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β” και Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Α” καθίστανται ενιαίες. Όμως η μεταπήδηση από τη μία θέση στην άλλη δεν είναι αυτόματη ή μηχανιστική. Όπως προβλέφθηκε από τον καν. 56 (8)(β) προαπαιτούνται: (α) η κατοχή των προσόντων, όπως καθορίζονται στον καν. 8 (δηλαδή το πανεπιστημιακό δίπλωμα)· και (β) συμπλήρωση υπηρεσίας τριών ετών στο βαθμό Προϊσταμένου Υπηρεσίας “Β”. Το απολυτήριο σχολής μέσης εκπαίδευσης που προβλέπει ο καν. 8(στ), στον οποίο έδωσε έμφαση ο συνήγορος του εφεσείοντα, αφορά το βαθμό Προϊσταμένου “Β” και όχι το βαθμό Προϊσταμένου “Α”.
Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα καταστρατηγούσε το γράμμα και το πνεύμα των Συμβάσεων όπως και των Κανονισμών στους οποίους ενσωματώθηκαν για να τύχει ο εφεσείων, όπως και άλλοι συνάδελφοι του στην ίδια μοίρα από την άποψη των προσόντων, του ευεργετήματος που συμφωνήθηκε με τις Συμβάσεις. Και, ακολούθως υλοποιήθηκε με τη θέσπιση κανονισμών. O κανονισμός ρητά όρισε την τριετή υπηρεσία ως προαπαιτούμενο. Σε τέτοια περίπτωση η αναδρομικότητα του διορισμού δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσει πραγματική υπηρεσία εκεί που δεν υπήρχε. Σ’ αυτό έγκειται η ομοιότητα με τη Ροδοθέου. Έτσι δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω αναβάθμιση του αιτητή. Το εύρημα για έλλειψη των προσόντων για την επιδιωχθείσα ανέλιξη είναι σωστό. Και είναι εξίσου σωστό ότι ο αιτητής προσέφυγε χωρίς να έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, αφού δεν είχε τα προσόντα, όπως εξηγήσαμε.
Το θέμα τελειώνει εδώ και δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το αποτέλεσμα της επιστολής της 18/11/94. Θα προσθέταμε ωστόσο ότι η επιλογή που παρέσχε στον εφεσείοντα δεν έχει το βασικό γνώρισμα της εκτελεστής πράξης, δηλαδή, δε διαμόρφωσε οριστικά τη [*299]θέση και τα δικαιώματα του. Αφέθηκε στην κρίση του. Με την επιστολή υποδείχθηκαν (όχι για πρώτη φορά) οι επιλογές που ήταν ανοικτές στον εφεσείοντα, ο οποίος φαίνεται ότι ελεύθερα και ανεπιφύλακτα αποχώρησε πρόωρα από την υπηρεσία. Και αφού έτυχε του ευεργετήματος της πρόωρης αφυπηρέτησης επανήλθε για να διεκδικήσει και την προαγωγή του.
Η καταδίκη του εφεσείοντα στα έξοδα της προσφυγής ήταν συνέπεια της απόρριψης της. Ορθά ασκήθηκε η σχετική διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Η αιτίαση για τομή στο δημόσιο δίκαιο, όπως επανειλημμένα τονίσαμε, είναι απορριπτέα: Βλ. Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124 και Tasni Trading Co. Ltd v. Aρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 242.
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο