Φυλακτού Θρασύβουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 321

(2001) 3 ΑΑΔ 321

[*321]9 Απριλίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΦΥΛΑΚΤΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Η/ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2746)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα ― Λόγοι έφεσης που παραλείπουν να στραφούν κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστή, ότι η απόφαση ήταν βεβαιωτική, δεν επιτρέπουν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

Οι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν στην παρούσα έφεση, δεν αφορούσαν στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση ήταν βεβαιωτική προηγούμενης αλλά σε θέματα ουσίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Στην παρούσα υπόθεση το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη είναι βεβαιωτική δεν προσβάλλεται και συνεπώς το Δικαστήριο αδυνατεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να εξετάσει αν πράγματι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση να προβούν σε νέα έρευνα ή όχι.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Καλλής, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 847/97), ημερομηνίας 28/7/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της [*322]απόρριψης, στις 15/9/97, της αίτησής του για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας για εργασία.

Κ. Χ” Κωστής, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων που είναι ελαιοχρωματιστής και εργοδοτείτο από συγκεκριμένη εταιρεία, στις 23.9.1996 υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας.  H αίτηση συνοδευόταν από ιατρική έκθεση σύμφωνα με την οποία ήταν ανίκανος για εργασία από τις 13.9.1993.

Η αίτηση απορρίφθηκε γιατί κρίθηκε ότι εξακολουθούσε να εργάζεται και το ποσοστό ανικανότητάς του για εργασία ήταν χαμηλότερο του 66 2/3% που προβλέπει η σχετική νομοθεσία.

Οι καθ΄ων η αίτηση απαντώντας σε σχετική επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα αναφέρουν ότι ύστερα από διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι η απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας δεν ανερχόταν στο προβλεπόμενο από τη νομοθεσία ποσοστό. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται ότι αν μελλοντικά διαφοροποιηθεί, για επανεξέταση της περίπτωσής του θα δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση που να συνοδεύεται με τα απαραίτητα πιστοποιητικά.

Πράγματι ο εφεσείων υπέβαλε στις 4.8.1997 νέα αίτηση. Στην ιατρική έκθεση ημερ. 2.8.1997, που συνόδευε την αίτηση ο εφεσείων περιγράφεται ως μόνιμα ανίκανος για εργασία.  Και αυτή η αίτηση απορρίφθηκε στις 15.9.1997, γιατί κρίθηκε ότι το ποσοστό ανικανότητάς του για εργασία ήταν χαμηλότερο του προβλεπόμενου από τη σχετική νομοθεσία. 

Προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στις 28.7.1998.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το περιεχόμενο των ιατρικών εκθέσεων που συνόδευαν τις δύο αιτήσεις του εφεσείοντα ήταν ταυτόσημο και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθη ύστερα από νέα έρευνα, αλλά αποτελούσε απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης και συνεπώς δεν συ[*323]νιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. 

Στην ειδοποίηση έφεσης που καταχωρήθηκε αναφέρονται οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

“1.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένως στην απόφασή του σε σχέση με την ενώπιον του μαρτυρία ή/και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό ανικανότητας του αιτητή για εργασία είναι χαμηλότερο του 66 2/3% που προβλέπει η Νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.

 2.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα ή/και αυθαίρετα εβασίσθη επί ισχυρισμών των καθ’ ων η αίτηση, για τους οποίους οι τελευταίοι, δεν προσεκόμισαν καμιά μαρτυρία σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.

 3.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες του άρθρου 75 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, 1980 (Ν.41/80) ή/και εσφαλμένα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι καθ’ ων η αίτηση απαλλάσσοντο της υποχρέωσης να προβούν σε έρευνα, εν όψει της αίτησης του αιτητή ημερμηνίας 4.8.1997.”

Κατά την αγόρευσή του ενώπιον του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε ότι εστιάζει την έφεσή του στον 3ο λόγο έφεσης.  Επικεντρώθηκε δε στο επιχείρημα ότι οι καθ’ ων η αίτηση θα έπρεπε να ερευνήσουν κατά πόσο ο εφεσείων εργαζόταν ή όχι. 

Είναι φανερό ότι με τους λόγους έφεσης δεν προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική και συνεπώς μη εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην κατ’ έφεση διαδικασία η προσβαλλόμενη πράξη ελέγχεται βέβαια εξ υπαρχής, όμως πάντα μέσα στα πλαίσια των λόγων έφεσης που εγείρονται στην ειδοποίηση έφεσης. Στην παρούσα υπόθεση το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη είναι βεβαιωτική δεν προσβάλλεται και συνεπώς αδυνατούμε να υπεισέλθουμε στην ουσία της υπόθεσης και να εξετάσουμε αν πράγματι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση να προβούν σε νέα έρευνα ή όχι.

Η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, άνκαι θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο των δύο εκθέσεων είναι ταυτόσημο.  Σημειώνουμε ότι η τελευταία ιατρική έκθεση ετοι[*324]μάστηκε από ιατροσυμβούλιο το οποίο έκρινε ότι το ποσοστό ανικανότητας του εφεσείοντα προς εργασία ήταν 75%. Η αναφορά και των δύο εκθέσεων στην ίδια πάθηση δεν τις καθιστά ταυτόσημες. Όμως, όπως είπαμε και προηγουμένως, δεν μπορούμε να μπούμε στην ουσία της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίπτεται, αλλά κάτω από τις περιστάσεις αποφασίσαμε να μην εκδόσουμε οποιανδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο