(2001) 3 ΑΑΔ 358
[*358]9 Απριλίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2638)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αξία, προσόντα, αρχαιότητα ― Παράλειψη της Ε.Ε.Υ. να προβεί σε έρευνα ως προς το κριτήριο της αξίας και να το αγνοήσει εντελώς στο στάδιο επανεξέτασης λόγω παράνομα συνταχθέντων εκθέσεων, δεν συνιστά μόνο έλλειψη δέουσας έρευνας, αλλά και πλάνη περί τα πράγματα.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές των ενδιαφερομένων εκπαιδευτικών, λόγω μη συνυπολογισμού και αξιολόγησης του κριτηρίου της αξίας, κατά την επανεξέταση που ακολούθησε μετά από ακυρωτική απόφαση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η ΕΕΥ όχι μόνο δεν διερεύνησε οποιοδήποτε από τα θέματα που αφορούσαν στη δυνατότητα λήψης υπόψη του διασωθέντους μέρους των εκθέσεων, αλλά, ουσιαστικά εκλαμβάνοντας ως δεδομένο το αδιαχώριστο του περιγραφικού από το βαθμολογικό μέρος των εκθέσεων, απεφάσισε να αγνοήσει εντελώς το κριτήριο της αξίας, όπως αυτό αντανακλάται στις εκθέσεις και να βασισθεί σε νέο κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που περιορίζετο, σύμφωνα με τις δικές της οδηγίες, μόνο στα κριτήρια των προσόντων και της αρχαιότητας και δεν κάλυπτε το κριτή[*359]ριο της αξίας. Το αποτέλεσμα τούτου ήταν βέβαια όχι μόνο η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, όπως διαπιστώθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή, αλλά και η ύπαρξη πλάνης ως προς το ίδιο το κριτήριο της αξίας, το οποίο ουσιαστικά απεκλείσθη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χρυσοστόμου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 316,
Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504,
Δημοκρατία v. Κεπεγιάννη (2000) 3�Α.Α.Δ.�68.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 410/96), ημερομηνίας 31/3/98 με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, κατόπιν επανεξέτασης, συνεπεία ακυρωτικής απόφασης.
Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ.: Με την έφεση της η Δημοκρατία παραπονείται για την ακύρωση της προαγωγής των τεσσάρων Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης που έγινε με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) μετά από επανεξέταση συνεπεία ακυρωτικής απόφασης. Η ακυρωτική απόφαση βασίσθηκε στο ότι υπήρξε παράβαση των σχετικών κανονισμών - περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, ΚΔΠ 223/76 - καθ’ όσον οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης είχαν βαθμολογήσει τους υποψηφίους με [*360]ανώτερο βαθμό 36 αντί του προβλεπομένου 40.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο εισηγήθηκε ότι η Έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι η διοίκηση είχε συμμορφωθεί με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση και είχε προβεί σε νέα επανεξέταση. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία είχε την άποψη ότι τούτο δεν συνιστούσε κώλυμα για την περαιτέρω προώθηση της έφεσης, παραπέμποντας στην απόφαση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 316. Ως εκ της περιορισμένης πραγματικής πληροφόρησης που μας δόθηκε και της επίσης περιορισμένης νομικής επιχειρηματολογίας, που δεν φαίνονται να ήσαν άσχετα προς το πολύ καθυστερημένο στάδιο στο οποίο εγέρθη το θέμα, δεν θα επιληφθούμε τούτου, εφ’όσον μάλιστα, όπως ακολουθεί, δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στην ουσία της έφεσης.
Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση βασίσθηκε σε ένα λόγο, ο οποίος συνιστά και το αντικείμενο του μοναδικού λόγου έφεσης - ότι η Ε.Ε.Υ. κατά την επανεξέταση παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα εφ’όσον, παραπέμποντας το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ζήτησε να καταρτισθεί νέος κατάλογος με βάση μόνο την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων των προσόντων και της αρχαιότητας, παραλείποντας έτσι να αποτιμήσει το κριτήριο της αξίας και να δει συνολικά το όλο θέμα. Και ιδιαίτερα, δεν εξέτασε το ενδεχόμενο εκ νέου σύνταξης των εκθέσεων για τους υποψηφίους στα πλαίσια των Κανονισμών.
Η βασική εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία είναι ότι η Ε.Ε.Υ. έκαμε όλα όσα είχε υποχρέωση να κάμει κατά την επανεξέταση, δεδομένου μάλιστα ότι είχε ζητήσει και σχετική γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα με βάση την οποία και ενήργησε κατά την επανεξέταση. Αυτό όμως, όπως υποδεικνύει και ο κ. Αγγελίδης, δεν είναι το θέμα, που ήταν, όπως προέκυπτε από την ακυρωτική απόφαση, το τρωτό της βαθμολόγησης των υποψηφίων που επηρέαζε θεμελιακά τη νόμιμη αξιολόγηση ως καθοριστική των περαιτέρω, όπως υπεδείχθη στην ίδια την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 504, που οδήγησε στην επανεξέταση. Η θεραπεία τούτου κατά την επανεξέταση συνίστατο, κατ’ αρχή μεν στη διερεύνηση της δυνατότητας διαχωρισμού του περιγραφικού (ή αξιολογικού) από το βαθμολογικό μέρος των εκθέσεων, που διέπει την απόφαση στην Δημοκρατία ν. Κεπεγιάννη (2000) 3 Α.Α.Δ. 68 (ο Αρτεμίδης, Δ., έδωσε διαφορετική απόφαση), όπου διαπιστώθηκε ότι υπήρχε τέτοια αλληλεξάρτηση των δύο που δι[*361]καιολογούσε την πρωτόδικη κατάληξη για το αδιαχώριστο τους (Κεπεγιάννη ν. Δημοκρατίας, 260/96, 19.5.1997), με αποτέλεσμα να μην ήταν επιτρεπτό στην ΕΕΥ να βασισθεί έστω και στο περιγραφικό μέρος των εκθέσεων αγνοώντας το βαθμολογικό. Και στη συνέχεια, εφ’ όσον διαπιστώνετο τέτοια αδυναμία διαχωρισμού, στη διερεύνηση της δυνατότητας συντάξεως νέων εκθέσεων, όπως έκρινε και ο αδελφός μας δικαστής που απεφάσισε την υπόθεση πρωτόδικα. Εδώ η ΕΕΥ όχι μόνο δεν διερεύνησε οποιοδήποτε από τα θέματα αυτά αλλά, ουσιαστικά εκλαμβάνοντας ως δεδομένο το αδιαχώριστο του περιγραφικού από το βαθμολογικό μέρος των εκθέσεων, απεφάσισε να αγνοήσει εντελώς το κριτήριο της αξίας όπως αυτό αντανακλάται στις εκθέσεις και να βασισθεί σε νέο κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που περιορίζετο, σύμφωνα με τις δικές της οδηγίες, μόνο στα κριτήρια των προσόντων και της αρχαιότητας και δεν κάλυπτε το κριτήριο της αξίας. Το αποτέλεσμα τούτου ήταν βέβαια όχι μόνο η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, όπως διαπιστώθηκε από τον αδελφό μας δικαστή, αλλά και η ύπαρξη πλάνης ως προς το ίδιο το κριτήριο της αξίας το οποίο ουσιαστικά απεκλείσθη.
Δεν διαπιστώνουμε λοιπόν λόγο ανατροπής της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο