Σιοπαχάς Χρίστος ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 368

(2001) 3 ΑΑΔ 368

[*368]11 Απριλίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΙΟΠΑΧΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2711)

 

Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ― Διορισμοί ― Διορισμός στη θέση Γενικού Διευθυντή για πέντε έτη ― Σύναψη σύμβασης πενταετούς διάρκειας ― Καθορισμός δυνατότητας παραίτησης ― Η υποβολή παραίτησης, βάσει των όρων του συμβολαίου, δεν υπόκειτο σε έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά τερμάτισε την σχέση των μερών ― Η αναβίωσή της μπορούσε να γίνει μόνο με νέο διορισμό και όχι με την υποβληθείσα ανάκληση της παραίτησης.

Ο εφεσείων είχε προσβάλει με την προσφυγή του σειρά κατ’ ισχυρισμό αποφάσεων του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου με τις οποίες είχε γίνει αποδεκτή η παραίτησή του, δεν έγινε δεκτή η ανάκληση αυτής και διορίστηκε άλλος στη θέση Γενικού Διευθυντή.  Πρωτοδίκως η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη ως προς το πρώτο αίτημα και προσβάλλουσα μη συναφείς πράξεις, ως προς τα λοιπά αιτήματα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του ΘΟΚ της 13ης Ιανουαρίου 1998, δεν ενείχε το στοιχείο του τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσείοντος.  Κάτω από όποιο φακό και αν ήθελε οραθεί η απόφαση του Συμβουλίου της 13ης, αυτή ήταν διαπιστωτική επελθούσας κατάστασης πραγμάτων.  Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται το ανέφικτο της ανάκλησης της παραίτησης του εφεσείοντος η οποία προβάλλεται ως ισχυρή.  Κατ’ αρχάς δεν ήταν παραδεκτή, [*369]όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσβολή της απόφασης του ΘΟΚ περί μή αποδοχής της ανάκλησης της παραίτησης του εφεσείοντος λόγω του εκπρόθεσμου της προσβολής της.  Η θέση του εφεσείοντος ότι η λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης υπόκειται στην έγκριση της αρμοδίας Αρχής είναι ορθή σύμφωνα με τις νομικές ρυθμίσεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Κύπρο αναφορικά με τους υποκείμενους στις διατάξεις των σχετικών νόμων.  Στην περίπτωση του εφεσείοντος, δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας της Ελλάδας, ούτε ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος της Κύπρου (Ν. 1/90). Η μεταξύ του Οργανισμού και του εφεσείοντος σχέση διεπόταν αποκλειστικά από την μεταξύ τους σύμβαση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κ.10(1) των περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Διάρθωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1974 (Κ.Δ.Π. 229/74).  Αυτή ήταν η ισχύουσα  ρύθμιση.  Τούτου δοθέντος, η προαγγελθείσα  από τις 23 Ιουνίου 1997, πρόθεση παραίτησης του εφεσείοντος και η υλοποίησή της με την επιστολή του της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, επέφερε και τον τερματισμό, της  σχέσης μεταξύ του ΘΟΚ και του Γενικού Διευθυντή.  Η σχέση μεταξύ του ΘΟΚ και του εφεσείοντος θα μπορούσε να αναβιώσει μόνο με νέα απόφαση για το διορισμό του.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Οικονόμου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 68/98), ημερομηνίας 7/9/98 με την οποία απέρριψε την προσφυγή του η οποία εστρέφετο εναντίον όλων των αποφάσεων οι οποίες σχετίζονταν με την παραίτησή του, την επιχειρηθείσα ανάκλησή της και την προκήρηξη της θέσης του Γενικού Διευθυντή του ΘΟΚ, την οποία κατείχε ο ίδιος.

Κ. Ταλαρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.

[*370]Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  To Διοικητικό Συμβούλιο του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ), διόρισε τον εφεσείοντα Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού για περίοδο πέντε ετών.  Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου εκάτερο μέρος εδικαιούτο να τερματίσει τη σύμβαση υπηρεσίας με τρίμηνη γραπτή προειδοποίηση ή με την καταβολή ποσού ίσου με το μισθό του Διευθυντή, ενός μηνός.

Στις 11 Ιουνίου 1997, η καλλιτεχνική επιτροπή του ΘΟΚ, όργανο συμβουλευτικού χαρακτήρα σε θεατρικά θέματα, υπέβαλε εισήγηση για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα του Οργανισμού για την επόμενη θεατρική περίοδο. Μεταξύ των εισηγήσεων της ήταν και η ανάθεση της σκηνοθεσίας δύο συγκεκριμένων έργων στο Διευθυντή του Οργανισμού. Το Συμβούλιο του Οργανισμού δεν ενέκρινε την εισήγηση· στη συνεδρία του της 23.6.1997 αποφάσισε, ως είχε δικαίωμα, την ανάθεση στο Διευθυντή μόνο μιας σκηνοθεσίας κατά την επόμενη θεατρική περίοδο.  Ο εφεσείων θεώρησε την απόφαση προσβλητική, γεγονός που γνωστοποίησε στο Συμβούλιο μαζί και την πρόθεσή του να παραιτηθεί αν το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ, του οποίου επέκειτο ο διορισμός, δεν μετέβαλλε την απόφαση αυτή.

Ακολούθησε ο διορισμός του νέου Διοικητικού Συμβουλίου το οποίο επαναβεβαίωσε την απόφαση των προκατόχων του, με μεγαλύτερη μάλιστα πλειοψηφία σε συνεδρία του της 10ης Σεπτεμβρίου, 1997.  Ο εφεσείων ο οποίος παρίστατο σ’ αυτή, όπως και στην προηγούμενη συνεδρία του Οργανισμού, ρωτήθηκε αν επέμενε στην απόφασή του να παραιτηθεί.  Επί τούτου ο εφεσείων γνωστοποίησε στον Οργανισμό ότι:

«Θα υποβάλω την παραίτησή μου σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζει το συμβόλαιό μου.»

Αυτό έπραξε.  Στις 18 Σεπτεμβρίου 1997, υπέβαλε την παραίτησή του εγγράφως στο  Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΘΟΚ. Προφανώς η αποστολή της επιστολής στο Υπουργικό Συμβούλιο και όχι ευθέως στο Συμβούλιο του ΘΟΚ οφείλεται στο γεγονός ότι βάσει του νόμου ο διορισμός του Διευθυντή υπόκειται στην έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.

[*371]Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚ σε συνεδρία του της 23ης Σεπτεμβρίου 1997, αποδέκτηκε την παραίτηση του εφεσείοντος.    Μάλιστα η πλειοψηφία των μελών του σώματος, θεώρησε ότι ο εφεσείων τελούσε κατ’ ουσία υπό παραίτηση από τις 23 Ιουνίου 1997. H απόφαση κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Παιδείας στον οποίο επίσης υποβλήθηκαν υπομνήματα από τα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία ήταν στη μειοψηφία.  Ο Υπουργός επιχείρησε να μεσολαβήσει προς επίλυση της διαφοράς που προέκυψε μεταξύ Διευθυντή και ΘΟΚ, υποβάλλοντας προς τούτο σχετική πρόταση.    Ακολούθως στις 14 Οκτωβρίου 1997, ο εφεσείων ανακάλεσε την παραίτησή του.

Το Συμβούλιο του ΘΟΚ σε συνεδρία του της 21ης  Οκτωβρίου 1997, απέρριψε την εισήγηση του Υπουργού και δεν αποδέκτηκε την ανάκληση της παραίτησης του εφεσείοντος.  Το επόμενο βήμα του Υπουργού Παιδείας ήταν να θέσει το θέμα που ανέκυψε στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Το γιατί, δεν είναι γνωστό. Καμιά αρμοδιότητα δεν φαίνεται να παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο επί του θέματος.  Το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε τη θέση ότι η ανάκληση της παραίτησης του εφεσείοντος ήταν ισχυρή προβάλλοντας την άποψη ότι  αυτή δεν υπόκειτο στην έγκριση του ΘΟΚ.

Με απόφασή του, της 13ης Ιανουαρίου 1998, το Συμβούλιο του ΘΟΚ επαναβεβαίωσε ότι έγινε δεκτή η παραίτηση του εφεσείοντος, θεωρώντας την παραίτησή του ως επελθούσα. Επί τούτου προκήρυξε την πλήρωση της θέσης και προέβη σε αναπληρωματικό διορισμό Διευθυντή, στο ενδιάμεσο.

Με προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο που καταχωρήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1998, ο εφεσείων προσέβαλε όλες τις αποφάσεις των εφεσιβλήτων που σχετίζονταν με την παραίτησή του, την επιχειρηθείσα ανάκλησή της και τελικά την προκήρυξη της θέσης του Γενικού Διευθυντή του ΘΟΚ.  Οι διακηρύξεις τις οποίες ο εφεσείων εξαιτείται  καταγράφονται στην απόφαση του Δικαστηρίου· έχουν ως εξής:

«1.  Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ ετερμάτισε την εργοδότηση του αιτητού ως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

2. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ απεδέχθη την  παραίτηση του αιτητού εκ της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

[*372]

3. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ δεν απεδέχθη την ανάκληση της παραίτησης του αιτητού εκ της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

4. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία διόρισε αναπληρωτή διευθυντή με ισχύ από 6.2.98 ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

5. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ να θεωρήσει τη θέση διευθυντού ως κενή δια να προβεί σε διορισμό νέου Διευθυντού του ΘΟΚ ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

6. Όπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ δια προκήρυξη προς πλήρωση της θέσεως Διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.»

Εν πρώτοις το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η θεραπεία 1, έχει ως αντικείμενο ανύπαρκτη απόφαση.  Ως προς τις υπόλοιπες θεραπείες διαπίστωσε ότι αυτές αφορούσαν πράξεις μή συναφείς προς την πρώτη, έστω και αν υποτεθεί ότι αυτή ήταν υπαρκτή.    οπόταν δεν μπορούσαν να τύχουν αναθεώρησης παραπέμποντας στο σημείο αυτό στη Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993)3 Α.Α.Δ. 258· Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530. Πέραν τούτου η προσφυγή σε σχέση με τις πράξεις ή τις αποφάσεις που ήταν το αντικείμενο των υπόλοιπων θεραπειών ήταν, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως εκπρόθεσμη.

Ανεξάρτητα από το απαράδεκτο της προσφυγής, το Δικαστήριο εξέτασε και την ουσία του θέματος που περιστρέφεται γύρω από τις κατά νόμο  επιπτώσεις της παραίτησης του εφεσείοντος.  Έκρινε ότι:

«Από τη στιγμή που η γραπτή παραίτηση του αιτητή περιήλθε σε γνώση του Οργανισμού παράχθηκε το έννομο αποτέλεσμα λύσης της σχέσης.» 

Τούτου δοθέντος, δεν χωρούσε ανάκληση της παραίτησής του.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του ΘΟΚ της 13ης Ιανουαρίου 1998, δεν ενείχε το στοιχείο του τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσείοντος. Κάτω από όποιο φακό και αν ήθελε οραθεί η από[*373]φαση του  Συμβουλίου της 13ης, αυτή ήταν διαπιστωτική επελθούσας κατάστασης πραγμάτων.  Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται το ανέφικτο της ανάκλησης της παραίτησης του εφεσείοντος η οποία προβάλλεται ως ισχυρή. Κατ’ αρχάς δεν ήταν παραδεκτή, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο η προσβολή της απόφασης του ΘΟΚ περί μή αποδοχής της ανάκλησης της παραίτησης του εφεσείοντος λόγω του εκπρόθεσμου της προσβολής της.  Η θέση του εφεσείοντος ότι η λύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης υπόκειται στην έγκριση της αρμοδίας Αρχής είναι ορθή σύμφωνα με τις νομικές ρυθμίσεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Κύπρο αναφορικά με τους υποκείμενους στις διατάξεις των σχετικών νόμων. Στην περίπτωση του εφεσείοντος δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας της Ελλάδας, ούτε ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος της Κύπρου (Ν. 1/90). Η μεταξύ του Οργανισμού και του εφεσείοντος σχέση διεπόταν αποκλειστικά από την μεταξύ τους σύμβαση,  σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κ.10(1) των περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1974 (Κ.Δ.Π. 229/74).  Αυτή ήταν η ισχύουσα  ρύθμιση. Τούτου δοθέντος η προαγγελθείσα  από τις 23 Ιουνίου 1997, πρόθεση παραίτησης του εφεσείοντος και η υλοποίησή της με την επιστολή του της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, επέφερε και τον τερματισμό, της  σχέσης μεταξύ του ΘΟΚ και του Γενικού Διευθυντή. Η σχέση μεταξύ του ΘΟΚ και του εφεσείοντος θα μπορούσε να αναβιώσει μόνο με νέα απόφαση για το διορισμό του.

Η έφεση απορρίπτεται με £450 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο