Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374

(2001) 3 ΑΑΔ 374

[*374]30 Απριλίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2847)

ΠΑΝΙΚΟΣ ΠΟΥΡΟΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,

ν.

1.  ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ   ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,

2.  ΕΥΡΙΠΙΔΗ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2857)

ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΙΟΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,

ν.

1.  ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ

   ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ

   ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,

2.  ΕΥΡΙΠΙΔΗ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

 

[*375]ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2858)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

ν.

1. ΑΝΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ

   ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ

   ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,

2. ΕΥΡΙΠΙΔΗ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2847, 2857, 2858)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Αιτιολογία ― Εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας ως προς το ζήτημα της αιτιολογίας των εντυπώσεων ― Δεν απαιτείται η καταγραφή του περιεχομένου των συνεντεύξεων.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Βαρύτητα ― Το κατά πόσο αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα ή όχι, εξαρτάται από τη σύγκριση στην αξία, προσόντα, αρχαιότητα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αξία ― Λαμβάνεται υπόψη όλη η σταδιοδρομία, παρά την αναγνώριση σημασίας στις πρόσφατες εκθέσεις ― Η γενική βαθμολογία λαμβάνεται υπόψη, εκτός όπου οι ανάγκες της θέσης μέσα από το σχέδιο υπηρεσίας, προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στις επιμέρους βαθμολογήσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Εμπιστευτικές Εκθέσεις ― Βαθμολογίες ― Ομάδες Αξιολόγησης διαφορετικές ― Δυνατόν να λαμβάνεται σε [*376]κάποιο βαθμό υπόψη, κατά τη σύγκριση των υπαλλήλων στις προαγωγές.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Λαμβάνεται υπόψη, αλλά σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα ― Λαμβάνονται υπόψη, εφόσον είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ― Αξιολόγηση και στάθμιση της σημασίας τους κατά περίπτωση, απόκειται στην Ε.Δ.Υ..

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Σημασία τους ― Αυξημένη σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες αποτελούν σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης ― Ευρεία διακριτικη ευχέρεια της Ε.Δ.Υ..

Οι εφεσείοντες, ενδιαφερόμενα μέρη στις προσφυγές, επεδίωξαν την ανατροπή του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προαγωγή τους στη θέση Γενικού Διευθυντή στο Υπουργικό Συμβούλιο, είχε ακυρωθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Εκείνο που η νομολογία απαιτεί ως προς την αιτιολόγηση της εντύπωσης από τις συνεντεύξεις, είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο.  Είναι σ’ αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση.  Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση.  Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.

     Το Δικατήριο δεν συμμερίζεται την άποψη του πρωτόδικου Δικαστή, ότι θα έπρεπε να είχε καταγραφεί το περιεχόμενο των συνεντεύξεων.  Επομένως, η γενική εντύπωση “πάρα πολύ καλός” [*377]για τον Ε. Δημητριάδη, “πάρα πολύ καλός +” για τους Λ. Παιονίδη και Δ. Πελεκάνο και “εξαίρετος” για τον Π. Πούρο ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.  Παρατηρείται πως στην κάθε περίπτωση εκτίθεται αρκετή λεπτομέρεια για τα επί μέρους, που συγκεκριμενοποιούν και εξηγούν τη γενική εντύπωση.

2.  Η άλλη πτυχή των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, ήτοι η βαρύτητα που η Ε.Δ.Υ. έδωσε σε αυτά, αποτελεί μέρος της γενικότερης σύγκρισης των υποψηφίων και το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. τους έδωσε ή όχι υπέρμετρη βαρύτητα, συναρτάται με το ισοζύγιο της σύγκρισης στη βαθμολογημένη αξία, πρόσθετα προσόντα και αρχαιότητα, στο βαθμό που αυτή η τελευταία θα μπορούσε να έχει σημασία.

3.  Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η σταδιοδρομία των υποψηφίων, παρόλο που αναγνωρίζεται και η σημασία των πιο πρόσφατων εκθέσεων.  Για την κατάταξη των υποψηφίων σημασία είχε η συνολική εικόνα, εκτός αν, με αναφορά σε συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης, όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσίας, εξειδικευθεί η ιδιαίτερη σημασία των όποιων επί μέρους. 

4.  Όπως σημείωσε η Ε.Δ.Υ., οι ομάδες αξιολόγησης στις πλείστες περιπτώσεις διέφεραν από υποψήφιο σε υποψήφιο και κάποιες διαφορές αποδίδονταν στις διαφορετικές προσεγγίσεις και στα διαφορετικά μέτρα κρίσης.  Αυτό επιτρέπεται να λαμβάνεται σε κάποιο βαθμό υπόψη.

5.  Η Ε.Δ.Υ. ανέφερε πως λάμβανε υπόψη την αρχαιότητα, διευκρίνισε όμως πως “η αρχαιότητα, παρόλον που λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου του επιπέδου της θέσης, που είναι η ανώτατη στη δημόσια υπηρεσία, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η οποία διεκδικείται και από υποψηφίους που είναι εκτός δημόσιας υπηρεσίας”.  Δεν μπορεί να επικριθεί αυτή η προσέγγιση.

6.  Τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέ[*378]σα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.

     Στην προκείμενη περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε χρήσιμα τα πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα, “στο βαθμό που προσδίδουν στους κατόχους τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης”.  Δεν έγινε ειδικός συσχετισμός με τις ευθύνες και τα καθήκοντα της θέσης αλλά, ενόψει της έκτασης τους, η αναφορά στον ορίζοντα  γνώσης και  αντίληψης προσδιόριζε τη σχέση.  Πέρα από αυτό, με δεδομένο ότι ενδείκνυτο η απόδοση κάποιας σημασίας, στα μεταπτυχιακά προσόντα, η δραστική διαφοροποίηση αυτής της σημασίας, ανάλογα με το επίπεδο του ενός ή του άλλου μεταπτυχιακού, δύσκολα νομίζουμε θα δικαιολογείτο, γιατί κινείται κανείς μέσα σε σχετικά στενά περιθώρια.  Για να μπορεί το μεταπτυχιακό, στο ανώτατό του όριο, να έχει μεγάλη σημασία, θα πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα.  Θεωρούμε επομένως πως η Ε.Δ.Υ., η οποία καθώς φαίνεται δεν προέβη αναφορικά με αυτό το ζήτημα σε ουσιαστικές διακρίσεις, κινήθηκε μέσα σε εύλογα όρια. 

6.  Είναι προφανές ότι τα αποτελέσματα στη συνέντευξη, ήταν που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του Π. Πούρου και του Λ. Παιονίδη.  Για τέτοιου είδους θέσεις δεν είναι όμως άτοπο να δίδεται σ΄ αυτά ιδιαίτερη βαρύτητα.

     Έχοντας υπόψη μας το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα υπόλοιπα αντίστοιχα δεδομένα των υποψηφίων, όπως και το κριτήριο της βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, δεν είναι δυνατό για το Δικαστήριο να συμφωνήσει με την πρωτόδικη απόφαση ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα εν λόγω αποτελέσματα υπέρμετρη βαρύτητα ή σημασία, ώστε να θεωρηθεί ότι ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζεται.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κοφτερός κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171,

Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Δημοκρατία κ.ά. v. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

[*379]Republic v. Maratheftis a.o. (1986) 3 C.L.R. 1407,

Public Service Commission v. Potoudes a.o. (1987) 3 C.L.R. 1591,

Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081,

Σωτηρίου κ.ά. v. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,

Εκτωρίδη v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922,

Δημοκρατία v. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485,

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217,

Δημοκρατία v. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,

Hadjiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041,

Δημοκρατία v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161,

Θρασυβούλου v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 698,

Αριστοτέλους v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τη Δημοκρατία (καθ’ ης η αίτηση) και τα ενδιαφερόμενα μέρη εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.) (Αρ. Προσφυγών 875/96, 1035/96,�1036/96), ημερομηνίας 20/5/99, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή των δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο (Διοίκηση Υπουργείων, Γραφείου Προγραμματισμού και Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Υπουργείο Εξωτερικών).

Π. Πολυβίου με Γ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 2847 και για το Ενδιαφερόμενο μέρος Π. Πούρο Α.Ε. 2858.

[*380]

Χρ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 2857 και για το Ενδιαφερόμενο μέρος Λ. Παιονίδη στην Α.Ε. 2858.

Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην 2858 και για την Εφεσίβλητη-Καθ’ ης η αίτηση στις Α.Ε. 2847, Α.Ε. 2857.

Αιμ. Λεμονάρης, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Γ. Χατζημιχαήλ, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με απόφαση ημερ. 17 Σεπτεμβρίου 1996, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) επέλεξε τον Πανίκο Πούρο και τον Λουκά Παιονίδη για την πλήρωση δύο μόνιμων (Τακτ. Προϋπ.) θέσεων Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο (Διοίκηση Υπουργείων, Γραφείου Προγραμματισμού και Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Υπουργείο Εξωτερικών). Οι θέσεις ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Επρόκειτο, και για τους δύο επιλεγέντες, για προαγωγή. Την οποία αποδέχθηκαν.  Η Ε.Δ.Υ. καθόρισε ως ημερομηνία  ισχύος  την 15 Οκτωβρίου 1996 και ακολούθησε, στις 18 Οκτωβρίου 1996, η σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Ας σημειωθεί ότι είχε προκηρυχθεί μόνο η μια θέση. Αυτό έγινε με δημοσίευση ημερ. 3 Νοεμβρίου 1995.  Υποβλήθηκαν μέχρι την τελευταία ημερομηνία, που ήταν η 27 Νοεμβρίου 1995, είκοσι επτά αιτήσεις. Κλήθηκαν  από  την  Ε.Δ.Υ. για προφορική εξέταση είκοσι τρεις υποψήφιοι οι οποίοι κρίθηκαν προσοντούχοι.  Προσήλθαν οι είκοσι. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1996, μετά τη συμπλήρωση της προφορικής εξέτασης, η Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι επρόκειτο σύντομα, την 1 Νοεμβρίου 1996, να κενωθεί ακόμα μια θέση.  Και αφού σημείωσε ότι, σύμφωνα με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σε παρόμοια προηγούμενη περίπτωση, το άρθρο 34(11) και (14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) επέτρεπε την πλήρωσή της στην υφιστάμενη διαδικασία, προχώρησε και για τις δύο θέσεις μαζί. Η πλειοψηφία της Ολομέλειας υπέδειξε πρόσφατα, στην Κοφτερού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171, ότι οι αναφερθείσες διατά[*381]ξεις δεν παρέχουν τέτοια δυνατότητα όταν η δεύτερη θέση δεν κενώνεται διαρκούσης της διαδικασίας για την πρώτη και ότι  χρειάζεται προκήρυξη.  Δεν τέθηκε όμως εδώ για εξέταση αυτό το ζήτημα και δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα.  Το αναφέρουμε ως μέρος του ιστορικού και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

Προσέβαλαν την απόφαση της Ε.Δ.Υ. έξι από τους υποψηφίους. Στις 20 Μαΐου 1999 απορρίφθηκαν οι προσφυγές τεσσάρων αλλά πέτυχαν οι προσφυγές των άλλων δύο, του Δημήτρη Πελεκάνου, έκτοτε αποβιώσαντος και του Ευριπίδη Δημητριάδη. Το αποτέλεσμα ήταν η ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ.

Επακόλουθα, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Π. Πούρος και     Λ. Παιονίδης όπως και η Δημοκρατία άσκησαν αυτές τις εφέσεις με τις οποίες η πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας τίθεται υπό αμφισβήτηση σε αριθμό ζητημάτων. Το πρώτο αφορά στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Θεωρήθηκε πρωτόδικα ότι η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση των υποψηφίων δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και ότι αποδόθηκε σε αυτήν υπέρμετρη βαρύτητα.  Το δεύτερο αφορά στη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων.  Ο συνάδελφος κατέληξε ότι ο Δ. Πελεκάνος υπερείχε του Π. Πούρου και του Λ. Παιονίδη σε αξία( ότι ο Ε. Δημητριάδης, με σημαντική αρχαιότητα έναντι του Πούρου, υπερείχε και των δύο όχι μόνο σε αξία αλλά και σε προσόντα· και ότι η διαφορετική εικόνα την οποία σχημάτισε η Ε.Δ.Υ. έδειχνε έλλειψη δέουσας έρευνας, με αποτέλεσμα την πλάνη και παρέμενε αναιτιολόγητη. Επιπλέον, προβλήθηκε με την έφεση πως με τη σύγκριση υποψηφίων που έγινε πρωτόδικα, το Δικαστήριο υποκατέστησε την κρίση της Ε.Δ.Υ. με τη δική του.

Αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, η οποία διήρκεσε περίπου μια ώρα για τον καθένα, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε τα ακόλουθα για εκείνους στους οποίους αφορά η έφεση:

“4.  Δημητριάδης Ευριπίδης: Πάρα πολύ καλός (81).

       Πολύ καλές γνώσεις σε όλα τα θέματα, περιλαμβανομένων των θεμάτων που σχετίζονται με τη διοίκηση. Σε αμφιλεγόμενα θέματα αποφεύγει να τοποθετηθεί. Ολοκληρώνει, ενίοτε όμως γενικεύει. Επικοινωνεί με άνεση και εκφράζεται με σαφήνεια. Παρουσίασε ικανοποιητικό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Ώριμος, με αυτοπεποίθηση και ευγένεια. 

       ...............................................................................................

[*382]

11. Παιονίδης Λουκάς:  Πάρα πολύ καλός + (87) Πάρα πολύ ψηλό επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα, περιλαμβανομένων θέματων που σχετίζονται με αρχές διοίκησης και με τη νομοθεσία για τη δημόσια υπηρεσία.  Επικεντρώνεται στα θέματα, σαφής στην έκφραση, ολοκληρώνει και τεκμηριώνει τις θέσεις του με πειστικότητα. Παρουσίασε ψηλό επίπεδο κρίσης, αντίληψης και ανεξαρτησία σκέψης. Ώριμος, άνετος, και ευγενικός με αυτοπεποίθηση και συναίσθηση ευθύνης.

       .................................................................................................

13. Πελεκάνος Δημήτριος:  Πάρα πολύ καλός + (85) Πάρα πολύ καλές γνώσεις σε όλα τα θέματα περιλαμβανομένων θεμάτων νομοθεσίας για τη δημόσια υπηρεσία και αρχών διοίκησης. Πολύ καλός στη διατύπωση θέσεων, ολοκληρώνει και τεκμηριώνει, παρόλο που ενίοτε αποφεύγει να τοποθετηθεί σε αμφιλεγόμενα θέματα. Παρουσίασε καλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Σοβαρός, άνετος, με αυτοπεποίθηση και συναίσθηση ευθύνης.

       .................................................................................................

15.  Πούρος Πανίκος:  Εξαίρετος (93) Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα και ιδιαίτερα σε θέματα πολιτικής και τρόπου αντιμετώπισης και επίλυσης σύνθετων προβλημάτων. Σαφής στην έκφραση με πλούσιο λεξιλόγιο και ορθότητα στην ορολογία. Ολοκληρώνει και τεκμηριώνει τις θέσεις του.  Αναλυτικός, με ταχύτητα σκέψης και πάντοτε επί της ουσίας. Παρουσίασε ψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης, ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης.  Άνετος, ευγενικός με αυτοπεποίθηση.  Τον διακρίνει ειλικρίνεια και όραμα.  Πειστικός και ευχάριστος.”

Στο άρθρο 34(10) του νόμου διαλαμβάνεται ότι:

“(10)  Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.”

Ο συνάδελφος παρέπεμψε, σχετικά με την έννοια της ρητής αιτιολογίας και το σκοπό της, στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, οι οποίες αφορούσαν την [*383]ίδια όπως και εδώ διάταξη. Την άποψη του περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της γενικής εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. ο συνάδελφος την εξήγησε ως εξής: 

“Στην προκειμένη περίπτωση όμως τα καταγραφέντα από την ΕΔΥ δεν φαίνονται ουσιαστικά να προχωρούν πέραν της ίδιας της καταγραφής της γενικής εντύπωσης της ΕΔΥ και δεν υπεισέρχονται σε αυτή καθ’ αυτή την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, τουλάχιστον με επάρκεια.  Ούτε, όπως ελέχθη, είναι ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε πρακτικά των προσωπικών συνεντεύξεων που να συνιστούσαν μέρος της αιτιολογίας των σχολίων της ΕΔΥ και να παρείχαν δυνατότητα κρίσης και των σχολίων αυτών.”

Αναφέρθηκε εν συνεχεία και στις αποφάσεις της Ολομέλειας στη Republic v. Maratheftis and Another (1986) 3 C.L.R. 1407 και στην Public Service Commission v. Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1591, από τις οποίες συμπέρανε την αναγκαιότητα για τήρηση πρακτικών των συνεντεύξεων.  Όμως και οι δύο εκείνες αποφάσεις περιορίζονταν στην εξέταση της χρονικής διάστασης της καταγραφής της γενικής εντύπωσης.  Στην πρώτη, όπου έγιναν συνεντεύξεις μεγάλου αριθμού υποψηφίων, θεωρήθηκε πως καθυστέρηση πέραν των πέντε μηνών δημιουργούσε τον κίνδυνο λάθους, ιδιαίτερα ενόψει και της μικρής διαφοράς μεταξύ των εκεί διαβαθμίσεων όπως “πολύ καλός” και “πολύ πολύ καλός”. Στη δεύτερη, όπου ο αριθμός των υποψηφίων ήταν αρκετά μικρότερος, λιγότερη η καθυστέρηση και τα λοιπά στοιχεία απομάκρυναν ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο λάθους, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα. 

Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της όποιας καταγραφής, εκείνο που συνάγεται από τις εν λόγω αποφάσεις είναι μάλλον η μη απαίτηση για αιτιολογία, αφού δεν απασχόλησε παρά μόνο η καταγραφή της γενικής εντύπωσης. Υπενθυμίζουμε όμως πως επρόκειτο εκεί για περιπτώσεις βάσει του προηγούμενου νόμου, (Ν. 33/67), στον οποίο δεν υπήρχε πρόνοια για προφορική εξέταση. Συνέχιζε ωστόσο η παλαιά πρακτική της προσωπικής συνέντευξης για διακρίβωση της καταλληλότητας των υποψηφίων: βλ. την Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081 στην οποία γίνεται εκτενής συζήτηση της πρακτικής.

Η Maratheftis και η Potoudes (ανωτέρω) συζητήθηκαν στη Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, με αναφορά αυτή τη φορά στο άρθρο 34(10) του Ν. 1/90. Η υπόθεση αφορούσε σε διαδικασία για προαγωγή. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώ[*384]θηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω  έλλειψης αιτιολογίας της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Ακολούθησε, περίπου δύο χρόνια αργότερα, επανεξέταση. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Ε.Δ.Υ. κατέθεσαν τότε τις προσωπικές σημειώσεις που είχαν πάρει κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης. Με βάσει αυτές, “η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στα πρακτικά την αιτιολόγηση των εντυπώσεων της για τις επίμαχες συνεντεύξεις”. Προσεβλήθη και η νέα απόφαση της Ε.Δ.Υ. Θεωρήθηκε πρωτόδικα ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι προσωπικές σημειώσεις αφού δεν αποτελούσαν μέρος των πρακτικών. Παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, η Ολομέλεια έκρινε ότι η χρήση των σημειώσεων, οι οποίες πράγματι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος του πρακτικού, ήταν επιτρεπτή για την υποβοήθηση της μνήμης ώστε να απομακρυνθεί το ενδεχόμενο λάθους για το οποίο είχε γίνει λόγος στη Maratheftis και στην Potoudes (ανωτέρω). Εκείνο που εδώ ενδιαφέρει είναι ότι στη Σωτηρίου (ανωτέρω) δεν υπήρχε πρακτικό της προφορικής εξέτασης· και με την εν τέλει προστεθείσα αιτιολογία της γενικής εντύπωσης ικανοποιείτο το άρθρο 34(10) του Νόμου. Η Ολομέλεια τόνισε, μάλιστα, ότι η νοητική λειτουργία σε σχέση με τα επί μέρους που συνθέτουν την εντύπωση δεν ελέγχεται δικαστικά. Ίσως πιο άμεσα σχετικό να είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που έδωσε ο Αρτεμίδης, Δ.:

“Στις εφέσεις που εξετάζουμε το καθήκον της Επιτροπής ήταν να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, που έγινε στον ουσιώδη χρόνο. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως η Επιτροπή κατέγραψε τη γενική της εντύπωση με τις, σε χρήση τότε στερεότυπες φράσεις, “καλός”, “πολύ καλός”, “εξαίρετος”, κ.λπ., τις οποίες η νομολογία μας έκρινε πως δεν αποτελούσαν αιτιολογία, όπως απαιτείται στο άρθρο 34(10) του Νόμου.  Κατά την επανεξέταση λοιπόν η Επιτροπή είχε καθήκον να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας.  Έκρινε δε πρόσφορο, αφού συζήτησε το επί μέρους θέμα των εντυπώσεών της αναφορικά με τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, να προχωρήσει στην καταγραφή της αιτιολογίας της, το περιεχόμενο της οποίας αναγόταν στον ουσώδη χρόνο.  Σ’ αυτή την καταγραφή βοηθήθηκε η μνήμη των μελών από τις προσωπικές σημειώσεις που κρατούσαν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.”

Στην Εκτωρίδη ν. Δημοκρατία (1990) 3 Α.Α.Δ. 922, που όμως αφορούσε το προηγούμενο καθεστώς, τέθηκε συγκεκριμένα το ζήτημα καταγραφής του περιεχομένου των συνεντεύξεων.  Απο[*385]φασίστηκε ότι:

“..... η Ε.Δ.Υ. δεν είχε υποχρέωση να καταγράψει τις ερωτήσεις και απαντήσεις κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, αλλά στο σχετικό πρακτικό της να μεταδίδει την κρίση της αναφορικά με τη γενική εντύπωση που άφησαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της προφορικής αυτής εξέτασης, και αν υπήρχε διαφωνία μεταξύ των μελών της, αυτή να καταγραφεί.  (Δες απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Ποτούδης κ.α. (1987) 3 Α.Α.Δ. 1591.”

Η πρώτη φορά κατά την οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε συγκεκριμένα με το περιεχόμενο της απαίτησης του άρθρου 34(10) του νέου Νόμου για αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης της απόδοσης ήταν στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (ανωτέρω).  Το ζήτημα εκεί αφορούσε την προσέγγιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία ομαδοποίησε τους αιτητές σε εξαίρετους, πάρα πολύ καλούς και πολύ καλούς, ανάλογα με την εντύπωση για την απόδοσή τους, στηριζόμενη, καθώς ανέφερε, “στην ορθότητα των απαντήσεων που έδωσαν οι αιτητές στις ερωτήσεις, στη διατύπωση των απαντήσεων, στο βαθμό ευθυκρισίας και επίσης στην προσωπικότητα των”. Η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν υπήρχε αιτιολογία. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που έδωσε ο Νικολαΐδης Δ.:

“...... η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ΄ όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.  Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη.

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, η γενικευμένη κρίση πως λήφθηκε υπ’ όψιν η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ικανοποιεί, αλλά το διορίζον όργανο έχει καθήκον να καταγράψει τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη του κάθε υποψήφιου γιατί μόνο έτσι είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος (βλ., επίσης, την απόφαση της Ολομέλειας στην Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922.)”

Ομαδοποίηση έγινε και στην επόμενη υπόθεση που ήχθη ενώπιον της Ολομέλιας, τη Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου-Vantieghem κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119.  Η καταγραφείσα εντύπωση για το πώς απάντησαν οι ενταχθέντες στην κάθε ομάδα, αναπαρήγαγε κατ’ ουσίαν τον δοθέντα χαρακτηρισμό.  Διαφωτίζει το σχετικό πρακτικό από το φάκελο της υπόθεσης:

Γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση

(με αλφαβητική σειρά κατά ομάδα)

Η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η προορισθείσα ως αιτιολογία δεν προσέθετε στην περιγραφή της γενικής εντύπωσης, η οποία επομένως παρέμενε αναιτιολόγητη.

Έχουμε πιο πρόσφατα την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485. Σε εκείνη την περίπτωση αξιολογήθηκε η απόδοση βάσει πίνακα, με αναφορά στη [*387]γνώση, έκφραση, επικοινωνία, νοητικές ικανότητες και άλλα στοιχεία προσωπικότητας, σύμφωνα με καθορισμένες επεξηγήσεις στον κάθε τομέα, είχε δε ως απόληξη τη γενική αξιολόγηση η οποία εκφραζόταν με το μέσο όρο των επί μέρους. Ο πίνακας παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψης κυρίως των επεξηγήσεων των επί μέρους και τον παραθέτουμε:

“_______________________________________________________________________________________

ΑΡ                     ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ     ΓΝΩΣΗ        ΕΚΦΡΑΣΗ         ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ          ΝΟΗΤΙΚΕΣ    ΑΛΛΑ           ΓΕΝΙΚΗ

                          (Κατοχή            (Ολοκλήρωση,     (Αντίληψη,      ΙΚΑΝΟ-          ΣΤΟΙ-  ΑΞΙΟ-

                          σχετικής           σαφήνεια,             κατανόηση,     ΤΗΤΕΣ           ΧΕΙΑ   ΛΟΓΗΣΗ

                          γνώσης: βλ.     ορολογία,              επικέντρωση, Δημιουργι-     ΠΡΟΣΩ-

                          Σχ. Υπηρ.-        ευχέρεια πειστικότητα)   κότητα,           ΠΙΚΟΤΗ-

                          ενδιαφέρον      λόγου)                   ευφυία,            ΤΑΣ

                          ανάπτυξης)                                     τεκμηρίωση,   Πρωτο-

                                                                     κριτική σκέψη) βουλία,

                                                                                   δυναμι-

                                                                                   σμός,

                                                                                   διακριτι-

                                                                                   κότητα,)

______________________________________________________________________________________________”

Απασχόλησε στην Ευθυμίου (ανωτέρω) το κατά πόσο η “γενική αξιολόγηση” ως ο μέσος όρος των επί μέρους αποτελούσε αιτιολογημένη γενική εντύπωση της απόδοσης. Η Ολομέλεια εξέφρασε επιφύλαξη αναφορικά με το κατά πόσο η “γενική εντύπωση” θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να διασπαστεί “σε ιδιαίτερα κεφάλαια κρίσεως”. Έκρινε όμως πως, ανεξάρτητα από αυτό, η γενική αξιολόγηση δεν ήταν αιτιολογημένη όπως το ίδιο δεν ήταν αιτιολογημένη και η αξιολόγηση επί των επί μέρους στοιχείων. Πιο άμεσα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που έδωσε για την Ολομέλεια ο Πικής Π.:

“Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ’ εκείνο τον τομέα.  Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης(δεν παύουν όμως να αποτελούν όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επι μέρους βαθμολογίες.  Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποί[*388]ους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.

Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της “Α” ή της “Β” γενικής εντύπωσης.  Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται.  Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους.”

Μας φαίνεται πως η νομολογία δεν δικαιολογεί την άποψη ότι πρέπει να καταγράφεται το περιεχόμενο (δηλαδή ερωτήσεις-απαντήσεις) της προφορικής εξέτασης. Ο νόμος απαιτεί ρητή αιτιολογία της γενικής εντύπωσης. Η νομολογία εξηγεί τί είναι που συνιστά μια τέτοια αιτιολογία και τί όχι. Υποδεικνύεται ότι πρέπει να δίνονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση. Που σημαίνει, όπως τέθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), τον “προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων” που τη δικαιολογούν. Και, βέβαια, όπως επίσης λέχθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), “το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους” αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίσει γνώμη για την αξιολόγηση. Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ’ αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση. Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.

Δεν συμμεριζόμαστε λοιπόν την άποψη του συναδέλφου μας ότι θα έπρεπε να είχε καταγραφεί το περιεχόμενο των συνεντεύξεων.  Επομένως, στη βάση που έχουμε θέσει το ζήτημα, αδυνατούμε να δεχθούμε ότι η γενική εντύπωση “πάρα πολύ καλός” για τον Ε. Δημητριάδη, “πάρα πολύ καλός +” για τους Λ. Παιονίδη και Δ. Πελεκάνο και “εξαίρετος” για τον Π. Πούρο δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Παρατηρούμε πως στην κάθε περίπτωση εκτίθεται αρκετή λεπτομέρεια για τα επί μέρους, που συγκεκριμενοποιούν και εξη[*389]γούν τη γενική εντύπωση.  Και εδώ τελειώνει.

Η άλλη πτυχή των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, ήτοι η βαρύτητα που η Ε.Δ.Υ. έδωσε σε αυτά, αποτελεί μέρος της γενικότερης σύγκρισης των υποψηφίων και το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. τους έδωσε ή όχι υπέρμετρη βαρύτητα, συναρτάται με το ισοζύγιο της σύγκρισης στη βαθμολογημένη αξία, πρόσθετα προσόντα και αρχαιότητα στο βαθμό που αυτή η τελευταία θα μπορούσε να έχει σημασία.

Αναφορικά με τη βαθμολογημένη αξία δεν μας είναι δυνατό, με όλο το σέβας, να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη άποψη ότι ο Δ. Πελεκάνος υπερείχε του Π. Πούρου. Οι υπηρεσιακές εκθέσεις από το 1979 μέχρι το 1995 εμφανίζουν και τους δύο εξαίρετους και ισοδύναμους.  Κατά το έτος 1991 για τον Π. Πούρο υπερίσχυσαν τα “πολύ ικανοποιητικά” έναντι των “εξαίρετα” που η Ε.Δ.Υ. μείωσε σε δύο λόγω ελλειπούς αιτιολογίας, ενώ ο Δ. Πελεκάνος απουσίαζε από την Κύπρο και δεν βαθμολογήθηκε ώστε να καθίσταται δυνατή η σύγκριση αναφορικά με εκείνο το δύσκολο, όπως είναι γνωστό, έτος για τη λειτουργία του νέου συστήματος.  Επομένως, η βαθμολογία του Π. Πούρου για το 1991 δεν αλλοιώνει την υπόλοιπη εικόνα.  Ούτε τα δύο “πολύ ικανοποιητικά” κατά το 1992 και το ένα “πολύ ικανοποιητικά” κατά το 1993 μεταβάλλουν ο,τιδήποτε όπως δεν μετέβαλλαν τα μερικά “λίαν καλός” του Δ. Πελεκάνου παλαιότερα όταν ο Π. Πούρος ήταν βαθμολογημένος σε όλα με “εξαίρετος”.  Καθώς η Ολομέλεια υπέδειξε στη Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74 (στη σελ. 82), πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η σταδιοδρομία των υποψηφίων παρόλο που αναγνωρίζεται και η σημασία των πιο πρόσφατων εκθέσεων. Το ίδιο επαναλήφθηκε και στη Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217 στη σελ. 1224.  Έπειτα, υπενθυμίζουμε πως για την κατάταξη των υποψηφίων σημασία είχε η συνολική εικόνα βλ. Republic v. Roussos (ανωτέρω) εκτός αν, με αναφορά σε συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσίας, εξειδικευθεί η ιδιαίτερη σημασία των όποιων επί μέρους( η παρούσα δεν ήταν όμως μια τέτοια περίπτωση.

Ως προς τη σύγκριση μεταξύ Δ. Πελεκάνου και Λ. Παιονίδη, διαπιστώνουμε και εμείς διαφορά υπέρ του πρώτου. Ο Δ. Πελεκάνος βαθμολογήθηκε με “εξαίρετος” για όλα τα έτη από το 1979 μέχρι το 1995 και μάλιστα με “εξαίρετος” σε όλα τα επί μέρους από το 1985. Ενώ ο Λ. Παιονίδης είχε γενική εικόνα “λίαν καλός” από το 1979 μέχρι το 1983( “εξαίρετος” από το 1984 μέχρι [*390]το 1989( μετά επικράτησε το “πολύ ικανοποιητικά” για τα έτη 1990 και 1991( και εν συνεχεία αυξανόταν σταθερά ο αριθμός των “εξαίρετα”, πέντε το 1992 και 1993, επτά το 1994 και οκτώ - δηλαδή σε όλα - “εξαίρετα” κατά το 1995. Επομένως, παρόλον που ο Δ. Πελεκάνος είχε στη σταδιοδρομία του σπουδαία βαθμολογία, με αυτόδηλη βέβαια τη σημασία της, είχε και ο Λ. Παιονίδης βαθμολογία που δεν άφηνε αμφιβολία ούτε για τις δικές του ικανότητες. Ήταν κι αυτός άριστος υπάλληλος. Άλλωστε, όπως σημείωσε η Ε.Δ.Υ., οι ομάδες αξιολόγησης στις πλείστες περιπτώσεις διέφεραν από υποψήφιο σε υποψήφιο και κάποιες διαφορές αποδίδονταν στις διαφορετικές προσεγγίσεις και στα διαφορετικά μέτρα κρίσης.  Αυτό επιτρέπεται να λαμβάνεται σε κάποιο βαθμό υπόψη: βλ. Georghiou v. Republic (ανωτέρω), στη σελ. 81.

Προχωρούμε στη  σύγκριση  που έγινε μεταξύ Ε. Δημητριάδη και των προαχθέντων. Ήταν και ο Ε. Δημητριάδης άριστος υπάλληλος. Αλλά με βαθμολογία γενικά λιγότερο υψηλή από εκείνη του Δ. Πελεκάνου. Σε ό,τι αφορά τη σύγκριση με τον Π. Πούρο, την πρωτόδικη άποψη περί υπεροχής του Ε. Δημητριάδη δεν μπορούμε να τη συμμεριστούμε. Τους θεωρούμε, με αναφορά στα τελευταία έτη (1989-1995) ισοδύναμους. Και αν θα έπρεπε  να προσθέσουμε ο,τιδήποτε αυτό θα ήταν ότι, ιδωμένη στο σύνολό της, η βαθμολογία του Π. Πούρου ήταν υψηλότερη από εκείνη του Ε. Δημητριάδη. Από το 1979 μέχρι το 1988 ο πρώτος είχε γενική βαθμολογία “εξαίρετος” και μάλιστα με όλα τα επί  μέρους “εξαίρετος” από το 1982( ενώ ο δεύτερος είχε κατά το 1979 γενική βαθμολογία “καλός” και από το 1980 μέχρι 1988 “λίαν καλός”.

Τέλος, ως προς τη σύγκριση μεταξύ  Λ. Παιονίδη και Ε. Δημητριάδη, σημειώνουμε πως ο δεύτερος ήταν κατά τα τελευταία έτη (1989-1995) κάπως καλύτερος, με βαθμολογία “εξαίρετα” σε   όλα τα επί μέρους κατά το 1993, 1994 και 1995, ενώ για το διάστημα 1979-1989 η γενική εικόνα ήταν ευνοϊκότερη για τον Λ. Παιονίδη. Ισχύουν και σε αυτή την περίπτωση τα όσα επιπλέον παρατηρήσαμε κατά την αναφορά μας στη σύγκριση του Δ. Πελεκάνου με τον Λ. Παιονίδη.

Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, προβάδισμα είχε ο Λ. Παιονίδης, αλλά ο Π. Πούρος έπετο των Δ. Πελεκάνου και Ε. Δημητριάδη.  Η Ε.Δ.Υ. ανέφερε πως λάμβανε υπόψη την αρχαιότητα, διευκρίνισε όμως πως “η αρχαιότητα, παρόλον που λαμβάνεται υπόψη, εντούτοις δεν είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου του [*391]επιπέδου της θέσης, που είναι η ανώτατη στη δημόσια υπηρεσία, καθώς επίσης και του γεγονότος ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η οποία διεκδικείται και από υποψηφίους που είναι εκτός δημόσιας υπηρεσίας”. Δεν μπορεί να επικριθεί αυτή η προσέγγιση.

Προχωρούμε στα προσόντα. Σε σχέση με τα οποία θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι υπερείχε ο Ε. Δημητριάδης. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε, ως ακαδημαϊκό προσόν, μόνο το εξής:

“3(1)           Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law ή μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών.  (Για το Υπουργείο Οικονομικών και το Γραφείο Προγραμματισμού το πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν θα πρέπει να είναι στα Οικονομικά ή σε Κλάδο των Οικονομικών).

Σημ.:  Ο όρος “πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος” περιλαμβάνει και “μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.””

Τα άλλα απαιτούμενα προσόντα ήταν:

“3(3) Ακεραιότητα χαρακτήρα, ψηλή διευθυντική/διοικητική και οργανωτική ικανότητα, καθώς και ξεχωριστή εκδήλωση υπευθυνότητας, πρωτοβουλίας και ευθυκρισίας.

 3(4)  Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.”

Στην παράγραφο 3(2), την οποία δεν παραθέσαμε, γινόταν πρόνοια για πλεονέκτημα το οποίο συνίστατο σε καθορισθείσα, από άποψης είδους και έκτασης, πείρα.  Και οι τέσσερεις υποψήφιοι, για τους οποίους γίνεται εδώ λόγος, το διέθεταν.

Ιδιαίτερα απασχόλησε την Ε.Δ.Υ. η κατοχή μη προβλεπομένων μεταπτυχιακών προσόντων. Ανέφερε τα εξής:

“Σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, παρά το επίπεδο της θέσης που είναι στην κορυφή της δομής της δημόσιας υπηρεσίας, το βασικό προσόν που απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι πτυχίο πανεπιστημίου ή ισότιμο προσόν. Ενόψει τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι τα οποιαδήποτε πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα που κατείχαν [*392]οι υποψήφιοι είναι χρήσιμα στο βαθμό που προσδίδουν στους κατόχους τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης και απέδωσε σ’ αυτά τη δέουσα βαρύτητα.”

Ο Ε. Δημητριάδης κατείχε διδακτορικό τίτλο· ο Π. Πούρος κατείχε M.Sc· και ο Λ. Παιονίδης, τρίτος στη σειρά από ακαδημαϊκής άποψης, κατείχε δίπλωμα φοίτησης διάρκειας ενός ακαδημαϊκού έτους, σε επίπεδο χαμηλότερο του Master. Η Ε.Δ.Υ. τα σημείωσε αυτά. Και, καθώς φαίνεται, δεν θεώρησε να απέβαινε κρίσιμη η διαφορά στο επίπεδο του μεταπτυχιακού. Σημείωσε πως, ενόψει της εν λόγω διαβάθμισης, ο Λ. Παιονίδης υστερούσε στα πρόσθετα προσόντα ενώ ο Π. Πούρος δεν υστερούσε παρά μόνο οριακά έναντι του Ε. Δημητριάδη. Ο συνάδελφος μας πρωτόδικα είχε την άποψη πως η Ε.Δ.Υ. δεν έδωσε,  όση  έπρεπε  σημασία στο   διδακτορικό του Ε. Δημητριάδη.  Καθώς ανέφερε:

“Στην περίπτωση του κ. Δημητριάδη, όμως, το τρωτό της απόφασης της ΕΔΥ επεκτείνεται και στο κριτήριο των προσόντων. Στον τομέα αυτό, η υπεροχή του κ. Δημητριάδη, ο οποίος είχε τον ανώτατο ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών, το διδακτορικό τίτλο Ph.D., είναι εμφανής έναντι του κ. Πούρου, ο οποίος είχε το M.Sc., και εμφανέστατη έναντι του κ. Παιονίδη, ο οποίος είχε μεταπτυχιακές σπουδές μόνο στο επίπεδο του Diploma.”

Πρόσθεσε δε, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, πως παρόλον που η Ε.Δ.Υ. είχε κατ’ αρχήν ορθά αυτοκαθοδηγηθεί σχετικά με το ζήτημα των πρόσθετων προσόντων, εντούτοις στην πράξη δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα.

Στη Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά., (ανωτέρω), η εφαρμοστέα αρχή, όπως προέκυπτε από τη νομολογία, διατυπώθηκε ως εξής:

“..... ακαδημαϊκά προσόντα που έχει ένας υποψήφιος, επιπλέον αυτών που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως τα απαραίτητα ή ως πλεονέκτημα, λαμβάνονται γενικά υπόψη, αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, άλλως έχουν περιθωριακή σημασία.”

Παρίσταται όμως ανάγκη να επεκταθούμε κάπως σε αυτό το ζήτημα. Από τις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας, ξεχωρίζουμε τη Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186.  Στην οποία έγινε αναφορά στις σημαντικότερες ως τότε αποφάσεις, όχι μόνο της Ολομέλειας αλλά και πρωτόδικες.  Λέχθηκε ότι:

[*393]

“Η νομολογία μας πάνω στο θέμα της εκτίμησης των προσόντων, που δεν αποτελούν επιπρόσθετο προσόν σύμφωνα με το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως και γενικά των προσόντων πέραν των απαιτουμένων από το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι σαφής. Προσόν που δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας σαν πλεονέκτημα είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Δεν παραγνωρίζεται αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες αποφάσεις:  (Andreou v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 379, Michaelides v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 963, Michael Michaelides and Another v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 2170, Nicos Dometakis v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1673, Hadjioannou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1041-1046 Ολομέλεια, Papadopoulos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 405, 414, 415, Δημοκρατία ν. Πέτρου Παπαμιχαήλ (1989) 3 Α.Α.Δ. 823, Μίκης Ζαπίτης και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098, Ιωάννης Κ. Ιωνά και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775, Δρ. Χρυσόστομος Χριστοφή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2245, Πολυδώρου και Άλλος ν. Επιτροπής Σιτηρών και Άλλου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2440, Τάκης Πάρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2941.”

Από τις εκεί αναφερθείσες αποφάσεις αξίζει νομίζουμε ειδική μνεία της HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.  Κι αυτό για να υπενθυμίσουμε, διευκρινιστικά, τα όρια της βαρύτητας που μπορεί να έχουν τα πρόσθετα προσόντα.  Το ακόλουθο απόσπασμα βρίσκεται στις σελ. 1046-1047:

“Possession of academic qualifications additional to those required by the scheme of service, which are not specified in the scheme of service as an advantage, should not weigh greatly in the mind of the Commission who should decide in selecting the best candidate on the totality of the circumstances before them. Additional academic qualifications to those provided by the scheme of service do not indicate by themselves a striking superiority. (See Elli Chr. Korai and  Another  v. The Cyprus Broadcasting Corporation, (1973) 3 C.L.R. 546; Andreas D. Georghakis v. The Republic, (1977) 3 C.L.R. 1; Evangelos HadjiGeorghiou v. The Republic, (1977) 3 C.L.R. 35; Cleanthis Cleanthous v. The Republic (1978) 3 [*394]C.L.R. 320).

As was aptly observed by Hadjianastassiou, J., in Bagdades v. The Central Bank of Cyprus (1973) 3 C.L.R. 417, at p. 428:-

“Had it been otherwise, I would be inclined to the view that there would be no reason in inviting other candidates for that particular post once they knew in advance that amongst the candidates there was a person with higher qualifications.”

Υπάρχουν όμως και δύο αποφάσεις της Ολομέλειας, με τις οποίες εκφράζεται άποψη διαφορετική από ό,τι στην Ανδρέου και στη Χρυσοστόμου (ανωτέρω). Στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, η οποία δόθηκε λίγο μετά την Ανδρέου (ανωτέρω), λέχθηκε ότι:

“..... προσόντα πρόσθετα από εκείνα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούν παράγοντα οριακής  μόνο σημασίας για διεκδικήσεις του κατόχου τους για προαγωγή.”

Η Ολομέλεια εκεί παρέπεμψε, σε σχέση με το ζήτημα, σε μια πρωτόδικη απόφαση και στη Χρυσοστόμου (ανωτέρω), στη σημασία της οποίας έχουμε ήδη αναφερθεί. Να προσθέσουμε ωστόσο ότι, καθώς μας φαίνεται, τα εν λόγω λεχθέντα έλαβαν τη μορφή παρατήρησης στο πλαίσιο εξέτασης ζητήματος για έκδηλη υπεροχή κατόπιν αναφοράς στη HjiIoannou v. Republic (ανωτέρω). Η προϋπάρχουσα άποψη επανεβεβαιώθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, υποδείχθηκε ότι:

“Είναι σταθερά νομολογημένο ότι δεν παραγνωρίζονται προσόντα που δεν προβλέπονται μεν από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι όμως συναφή με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης.  Τα επιπρόσθετα αυτά προσόντα συνεκτιμούνται με τα άλλα στοιχεία για την επιλογή του καταλληλότερου (Βλέπε: Ανδρεστίνος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 405, Αλέκος Χρυσοστόμου ν. ΕΕΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186.)”

Ωστόσο, λίγο αργότερα, σημειώθηκε ξανά διαφορά όταν η Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 698, ακολούθησε την Κουκκουρή (ανωτέρω) χωρίς άλλη αναφορά στη νομολογία. Παραθέ[*395]τουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Η υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα κατά 16½ μήνες δεν αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα ικανό να υπερνικήσει την υπεροχή του ενδιαφερόμενου προοσώπου στο κριτήριο της αξίας. Το προσόν που κατείχε ο εφεσείων της Ανώτερης Λογιστικής του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου είναι οπωσδήποτε οριακής σημασίας εφόσον τούτο δεν απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας έστω και αν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κα (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

Πάντως, η ασυμφωνία της Θρασυβούλου και της Κουκκουρή (ανωτέρω) με την καθιερωθείσα νομολογιακή επί του ζητήματος γραμμή, δεν εξασθενίζει το λόγο των προηγούμενων αποφάσεων αλλά ούτε και μας φαίνεται να απέβλεπε σε αυτό.  Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.  Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής( και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.

Στην προκείμενη περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε χρήσιμα τα πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα “στο βαθμό που προσδίδουν στους κατόχους τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης”. Δεν έγινε ειδικός συσχετισμός με τις ευθύνες και τα καθήκοντα της θέσης αλλά, ενόψει της έκτασης τους, η αναφορά στον ορίζοντα  γνώσης και  αντίληψης προσδιόριζε τη σχέση.  Πέρα από αυτό, με δεδομένο ότι ενδείκνυτο η απόδοση κάποιας σημασίας, στα μεταπτυχιακά προσόντα, η δραστική διαφοροποίηση αυτής της σημασίας ανάλογα με το επίπεδο του ενός ή του άλλου μεταπτυχιακού, δύσκολα νομίζουμε θα δικαιολογείτο γιατί κινείται κανείς μέσα σε σχετικά στενά περιθώρια.  Για να μπορεί το μεταπτυχιακό, στο ανώτατό του όριο, να έχει μεγάλη σημασία, θα πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα.  Θεωρούμε επομένως πως η Ε.Δ.Υ., η οποία καθώς φαίνεται δεν προέβη αναφορικά με αυτό το ζήτημα σε ουσιαστικές διακρίσεις, κινήθηκε μέσα σε εύλογα όρια. 

[*396]Επανερχόμαστε, τέλος, στη βαρύτητα που η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. Είναι προφανές ότι αυτά ήταν που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του Π. Πούρου και του Λ. Παιονίδη.  Για τέτοιου είδους θέσεις δεν είναι όμως άτοπο να δίδεται σ’ αυτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 - η οποία αφορούσε σε διαδικασία βάσει του Ν. 1/90 - η Ολομέλεια εξέφρασε απόλυτη συμφωνία με το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Α.Ν. Λοΐζου, Π.:

“Σ’ ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτητή ότι η εντύπωση από τη συνέντευξη διαδραμάτισε αποκλειστικό ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η θέση Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας είναι η ανώτατη θέση στο Τμήμα και όπως προκύπτει από τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, που καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι θέση με ευρείες διοικητικές ευθύνες.  Σε τέτοιες θέσεις η προσωπικότητα του κατόχου της αποτελεί σημαντικό στοιχείο, σ’ ό,τι αφορά την καταλληλότητά του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

Ενόψει της πιο πάνω φύσης της θέσης, η Επιτροπή κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση είχε ευρεία διακριτική εξουσία.  Η απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της Επιτροπής συνεντεύξεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. (Βλέπε The Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856 και The Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1088).

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά  αποφάσεών  του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όπως στην παρούσα υπόθεση.”

Έχοντας υπόψη μας το ισοζύγιο που προέκυπτε από τα υπόλοιπα αντίστοιχα δεδομένα των υποψηφίων, όπως και το κριτήριο της βαρύτητας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, δεν μας είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε στα εν λόγω αποτελέσματα υπέρμετρη βαρύτητα ή σημασία, ώστε να θεωρηθεί ότι ενήργησε έξω από τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που της ανα[*397]γνωρίζεται. Θεωρούμε χρήσιμη την ακόλουθη   υπόμνηση από τη Georghiou v. Republic (ανωτέρω) (στη σελ. 82):

“Furthermore, we do accept as quite correct the proposition that it is open to the Commission, in trying to select the most suitable candidate, to weigh together all relevant considerations and to attribute more significance to one factor than to another, in the course of doing so, provided, however, that it exercises properly its relevant discretion (see the decision of the Greek Council of State in case 635/1950); and this Court will not interfere with a decision of the Commisision when it appears that it was reasonably open to it to select a particular officer, instead of another, for promotion (see, inter alia, Evangelou v. The Republic, (1965) 3 C.L.R. 292, 299).”

Προσθέτουμε πάντως πως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, την περίπτωση την προσήγγισε και ο συνάδελφός μας με τον καθιερωμένο τρόπο της διεξαγωγής του δικαστικού ελέγχου και δεν θεωρούμε βάσιμη την επίκριση ότι υποκατέστησε την κρίση της Ε.Δ.Υ. με τη δική του.

Δεν διακρίνουμε έλλειψη δέουσας έρευνας ή οποιαδήποτε πλάνη και, κατά τη γνώμη μας, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Δεν ήταν δικαιολογημένη η δικαστική επέμβαση.

Οι εφέσεις επιτρέπονται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβληθείσα διοικητική πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων πρωτόδικα και της έφεσης.

Οι�εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο