Τσίγκης Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 418

(2001) 3 ΑΑΔ 418

[*418]30 Απριλίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΓΚΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2699)

 

Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Τι συνιστά δέουσα αιτιολογία ― Πότε δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου ― Νομολογία.

Εκτοπισθέντες και Παθόντες ― Αίτηση για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας ― Απόρριψη, με την αόριστη αιτιολογία, ότι δεν πληρούντο τα κριτήρια που είχαν τεθεί ― Αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος, εφόσον δεν καταγράφηκαν οι λόγοι της απόρριψης ― Απουσία αιτιολογίας, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τους φακέλους.

Ο εφεσείων επεδίωξε κατ’ έφεση, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης στο αίτημά του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

     Η απόφαση, επαναλαμβάνοντας το λεκτικό της νομικής πρόνοιας ως κατ΄επίφαση αιτιολογίας, αναφέρει ότι “δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός σας ότι κατά το χρόνο της εισβολής η μόνιμη κατοικία σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές, λόγω του επαγγέλματος σας αλλά το σπίτι σας ή/και γενικά η περιουσία σας ήταν στα κατεχόμενα”.  Πουθενά όμως δεν αναφέρεται ποιοί ήταν οι λόγοι [*419]για να καταλήξει η διοίκηση στο συμπέρασμα αυτό και σε ποιά γεγονότα βασίστηκε για να απορρίψει κατ΄ακολουθία και το αίτημα του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί έτσι να γνωρίζει ποιά από τις προϋποθέσεις της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είχε αποδειχθεί, η μόνιμη κατοικία πριν την εισβολή ή η ύπαρξη σπιτιού ή περιουσίας στα κατεχόμενα;  Προφανώς από την έρευνα επί των νομολογημένων κριτηρίων, είχαν προκύψει διάφορα γεγονότα και περιστάσεις, που η διοίκηση είχε υπόψη της.  Αντί να ατιολογήσει την απόφαση της με βάση και σε συνάρτηση με αυτά τα γεγονότα, αποφάσισε το θέμα ούτε καν με αόριστη και ασαφή αιτιολογία, αλλά αποτυγχάνοντας πλήρως να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία κατ’ αντίθεση με όλες τις νομολογημένες αρχές.  Τα στοιχεία του φακέλου δεν μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία, αφού τέτοια αιτιολογία ελλείπει καθ΄ ολοκληρία.  Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται πως η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας και δεν δίδει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει την ορθότητα της.

    

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Φιλιππίδης v. Δημοκρατία, Υπόθ. Αρ. 711/96, ημερ. 27/4/1997.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 598/97), ημερομηνίας 28/7/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης της αίτησής του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας.

Α. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*420]δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είχε υποβάλει αίτημα για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας, το οποίο απορρίφθηκε στις 27.5.97.  Ακολούθως προσέβαλε την απορριπτική αυτή απόφαση αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του κρίνοντας ότι η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και αρκούντως αιτιολογημένη, αφού η αιτιολογία της συμπληρωνόταν από τα στοιχεία του φακέλου.

Ως λόγους έφεσης ο εφεσείων πρόβαλε και πάλι στην ουσία το πεπλανημένο καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, το κείμενο της οποίας  είναι το ακόλουθο:

«Η αίτηση σας που υποβλήθηκε στο Γραφείο μας γι’ απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 42465 και ημερομηνία 19.4.1995, μελετήθηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε ν’ απορριφθεί.

2.  Η πιο πάνω απόφαση βασίζεται στο γεγονός ότι μετά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχετε υποβάλει και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας, δεν αποδείχτηκε ο ισχυρισμός σας ότι κατά το χρόνο της εισβολής η μόνιμη κατοικία σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος σας αλλά το σπίτι σας ή/και γενικά η περιουσία σας ήταν στα κατεχόμενα.»

Η νομική θέση διέπεται από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 42.465, ημερομηνίας 19.4.95, που καθορίζει τον όρο «εκτοπισθείς» ως ακολούθως:

«πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενική περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές.»

Όσον αφορά την πρωτόδικη απόφαση, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε πως ο πρωτόδικος Δικαστής, ενώ έκρινε ότι ορθά η διοίκηση αποφάσισε ότι ο αιτητής πράγματι διέμενε και είχε τη μόνιμη κατοικία του στις ελεύθερες περιοχές κατά το χρόνο της εισβολής, εντούτοις δεν ασχολήθηκε καθόλου με το άλλο σκέλος της σχετικής νομικής πρόνοιας, δηλαδή με το κατά πόσο κατά το χρόνο της εισβολής το σπίτι του ή/και η περιουσία του ήταν στα [*421]κατεχόμενα, ούτως ώστε να αποφανθεί αν ικανοποιείτο ή όχι και το σκέλος αυτό της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

Αναφορικά με το θέμα της αιτιολογίας, σχετική  είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στη Φράγκου ν. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, εκτενές απόσπασμα από την οποία παραθέτουμε:

«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647.)

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία.  Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν πε[*422]ρίπτωσην (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατίας, 1929-1959, σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

Περαιτέρω, παραπέμπουμε στην απόφαση της Ολομέλειας στη Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3�Α.Α.Δ. 145, αναφορικά με συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου:

«Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρσικονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατίας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου “για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή”.  (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)”

Τέλος, άμεσα σχετική με την παρούσα περίπτωση είναι και η Φιλιππίδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 711/96, 27.4.97, όπου για την αιτιολογία σε παρόμοιο επίδικο θέμα λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω 11 κύρια κριτήρια που έχουν τεθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θεωρώ ότι η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της εφαρμογής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Η αναφορά στα 11 κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.

(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα 11 κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές [*423]από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.»

Με βάση τις πιο πάνω αρχές προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε την επίδικη απόφαση.

Η απόφαση, επαναλαμβάνοντας το λεκτικό της νομικής πρόνοιας ως κατ’ επίφαση αιτιολογίας, αναφέρει ότι “δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός σας ότι κατά το χρόνο της εισβολής η μόνιμη κατοικία σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος σας αλλά το σπίτι σας ή/και γενικά η περιουσία σας ήταν στα κατεχόμενα”. Πουθενά όμως δεν αναφέρεται ποιοί ήταν οι λόγοι για να καταλήξει η διοίκηση στο συμπέρασμα αυτό και σε ποιά γεγονότα βασίστηκε για να απορρίψει κατ΄ακολουθία και το αίτημα του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί έτσι να γνωρίζει ποιά από τις προϋποθέσεις της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είχε αποδειχθεί, η μόνιμη κατοικία πριν την εισβολή ή η ύπαρξη σπιτιού ή περιουσίας στα κατεχόμενα; Προφανώς από την έρευνα επί των νομολογημένων κριτηρίων είχαν προκύψει διάφορα γεγονότα και περιστάσεις που η διοίκηση είχε υπόψη της. Αντί να ατιολογήσει την απόφαση της με βάση και σε συνάρτηση με αυτά τα γεγονότα, αποφάσισε το θέμα ούτε καν με αόριστη και ασαφή αιτιολογία, αλλά αποτυγχάνοντας πλήρως να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία κατ’ αντίθεση με όλες τις νομολογημένες αρχές και ιδιαίτερα τη θέση που εκφράστηκε στη Φιλιππίδης ανωτέρω, την οποία και επικροτούμε και υιοθετούμε πλήρως. Τα στοιχεία του φακέλου δεν μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία αφού τέτοια αιτιολογία ελλείπει καθ’ ολοκληρία.

Κάτω από το φως των πιο πάνω κρίνουμε πως η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας και δεν δίδει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει την ορθότητα της.  Η έφεση επιτυγχάνει και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπερ του εφεσείοντα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η�έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο