(2001) 3 ΑΑΔ 442
[*442]30 Απριλίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΦΥΤΤΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2730)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Η σημασία τους εξαρτάται από το κατά πόσο συνάδουν με τις εμπιστευτικές εκθέσεις ― Μεταξύ ίσων σε αξία υποψηφίων, σύσταση που έρχεται σε αντίθεση με τις εκθέσεις, οδηγεί σε ακύρωση την απόφαση της Ε.Δ.Υ. που την έλαβε υπόψη.
Πρωτόδικα η προσφυγή κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, απορρίφθηκε. Κατ’ έφεση επαναλήφθηκαν ισχυρισμοί ως προς την παρανομία της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η σημασία της σύστασης μειώνεται ανάλογα με το πόσο διίσταται από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, οι οποίες, κατά τεκμήριο, καθορίζουν αντικειμενικά την αξία των υπαλλήλων. Όταν οι υποψήφιοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία άριστων υπαλλήλων, η απουσία εξήγησης για τη διάκριση που γίνεται μεταξύ τους, δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Διευθυντής είτε λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα στοιχεία του αιτητή, είτε ότι τα παραγνώρισε.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναφορά του Διευθυντή, σε στοιχεία αξίας που ο ίδιος επέλεξε να εξειδικεύσει, δεν συνάδει προς τα αντίστοιχα στοιχεία των φακέλων. Έχοντας γενικά υπόψη τα [*443]στοιχεία των φακέλων, διαπιστώνεται πως καθόλου δεν προσδίδουν υπεροχή στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έναντι του εφεσείοντα. Η Επιτροπή, κάτω από αυτές τις περιστάσεις είχε καθήκον να εντοπίσει το μέγεθος της διάστασης και να παραγνωρίσει τη σύσταση. Αντί τούτου, η Επιτροπή, προκειμένου να καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, “.... τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Διευθυντής.” Είναι φανερό ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης η Επιτροπή επηρεάστηκε από τη σύσταση του Διευθυντή. Η βαρύτητα που η Επιτροπή απέδωσε στη σύσταση άνκαι δεν είναι απόλυτα προσδιορίσιμη, φαίνεται πως δεν ήταν και αμελητέα. Και εφόσον η σύσταση του Διευθυντή ήταν τρωτή, αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της Επιτροπής.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,
Κόνιαλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 189.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ.) Αρ. Προσφυγής 1043/97, ημερομηνίας 30/9/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού�Αναδασμού.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Μαυρομουστάκη με Χ. Λοΐζου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής “η Επιτροπή”) επέλεξε για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί τον εφεσείοντα.
[*444]Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή για την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου. Πρόβαλε ως λόγο ακυρότητας, μεμπτότητα στη σύσταση του Διευθυντή Αναδασμού προς την Επιτροπή. Το Δικαστήριο έκρινε πρωτοδίκως ότι η σύσταση του Διευθυντή συνάδει προς το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου - Ν. 1/90 και τις αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα. Με την έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου στην επίδικη θέση.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προηγείται του εφεσείοντα σε αρχαιότητα κατά 10 μήνες ενώ και οι δύο, με βάση τα στοιχεία των υπηρεσιακών/εμπιστευτικών εκθέσεων, εμφανίζονται ως ισάξιοι.
Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή και την απόφαση της Επιτροπής:
“Έχω τη γνώμη πως η σύσταση του διευθυντή είναι αιτιολογημένη, μέσα στην έννοια του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90. Οι συνήγοροι αναφέρθηκαν σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να υποστηρίξουν τις εκατέρωθεν απόψεις τους. Η δική μου γνώμη είναι πως στην κάθε υπόθεση, όπου έχουμε σύσταση διευθυντή, αυτή κρίνεται ανάλογα με το ιδιαίτερο περιεχόμενο της σε συνάφεια με τα γεγονότα του εξεταζόμενου θέματος. Εχω επίσης την άποψη πως η βασική σκέψη στη συζήτηση του είναι η ορθή εφαρμογή της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης. Σ’ αυτή την κρίση το Δικαστήριο λειτουργεί σύμφωνα με τις καλά γνωστές αρχές του διοικητικού δικαίου. Η αιτιολογία της σύστασης του διευθυντή δεν προσομοιάζει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, με δικαστική απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου που αναψηλαφίζεται κατ’ έφεση.
Στην υπόθεση που εξετάζουμε ο διευθυντής έδωσε μια εμπεριστατωμένη εικόνα της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, συγκριτική μάλιστα, όλων των υποψηφίων. Ανέφερε στην αρχή πως ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι περίπου ίσοι στην αξία και τα προσόντα, και έκαμε αναφορά στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους. Το γεγονός πως και οι δυο βαθμολογούνται εξαίρετοι στις υπηρεσιακές εκθέσεις στα στοιχεία διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, πρωτοβουλία, ευθυκρισία και ακεραιότητα, δε σημαίνει, στην κρίση μου, πως τούτο αποκλείει τον διευθυντή να ξεχωρίσει κάποιο υποψήφιο που έχει την ίδια διαβάθμιση με άλλους και να υποστηρίξει την άπο[*445]ψη του, έστω με έμφαση.
Η ΕΔΥ αξιολόγησε στην απόφασή της όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, με ιδιαίτερη μνεία στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, για τον οποίο επισημαίνει πως υπερέχει ή δεν υστερεί σε αξία και προσόντα από τους άλλους υποψήφιους. Συνεπώς, νομίζω, πως και αν ακόμη η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ήταν ορθή, η ειδικά επίμαχη αναφορά του διευθυντή δεν έδρασε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.”
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων γεγονός το οποίο συνιστά, κατά τον αιτητή, μεμπτότητα που συμπαρασύρει σε ακυρότητα την απόφαση της Επιτροπής.
Είναι γεγονός ότι ο Διευθυντής υπερτόνισε ορισμένες ιδιότητες του ενδιαφερόμενου προσώπου και με αναφορά σ’ αυτές τις ιδιότητες, απέδωσε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ουσιαστική υπεροχή έναντι του εφεσείοντα. Ωστόσο, τα στοιχεία για τα οποία μίλησε εγκωμιαστικά ο Διευθυντής υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου (διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, πρωτοβουλία, ζήλος, ευθυκρισία, ακεραιότητα χαρακτήρα, ενδιαφέρον για επιμόρφωση), βαθμολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Και καθώς προκύπτει από τις εν λόγω υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1990-1996, που η Επιτροπή έλαβε ιδιαίτερα υπόψη, ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ισοβαθμούν σε όλα αυτά τα στοιχεία που ο Διευθυντής εξήρε, προκειμένου να αποδώσει ουσιαστική υπεροχή υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Η σημασία της σύστασης μειώνεται ανάλογα με το πόσο διίσταται από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, οι οποίες, κατά τεκμήριο, καθορίζουν αντικειμενικά την αξία των υπαλλήλων. Όταν οι υποψήφιοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία άριστων υπαλλήλων, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η απουσία εξήγησης για τη διάκριση που γίνεται μεταξύ τους δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Διευθυντής λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα στοιχεία του αιτητή είτε ότι τα παραγνώρισε Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833. Σε μια τέτοια περίπτωση η σύσταση του Διευθυντή πάσχει ως ατεκμηρίωτη καθόσον αφορά τη διάκριση μεταξύ του συστηθέντα και του αιτητή.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναφορά του Διευθυντή, σε στοιχεία αξίας που ο ίδιος επέλεξε να εξειδικεύσει, δεν συνάδει προς τα αντίστοιχα στοιχεία των φακέλων. Έχοντας γενικά υπόψη τα στοι[*446]χεία των φακέλων, διαπιστώνεται πως καθόλου δεν προσδίδουν υπεροχή στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έναντι του εφεσείοντα. Η Επιτροπή, κάτω από αυτές τις περιστάσεις είχε καθήκον να εντοπίσει το μέγεθος της διάστασης και να παραγνωρίσει τη σύσταση. Αντί τούτου, η Επιτροπή, προκειμένου να καταλήξει στο τελικό της συμπέρασμα, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, “.... τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Διευθυντής.” Είναι φανερό ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης η Επιτροπή επηρεάστηκε από τη σύσταση του Διευθυντή. Η βαρύτητα που η Επιτροπή απέδωσε στη σύσταση άνκαι δεν είναι απόλυτα προσδιορίσιμη, φαίνεται πως δεν ήταν και αμελητέα. Και εφόσον η σύσταση του Διευθυντή ήταν τρωτή, αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της Επιτροπής. Βλ. Κόνιαλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 189.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.
Η�έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο