Κουρτελλάρης Ανδρέας ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 468

(2001) 3 ΑΑΔ 468

[*468]2 Μαΐου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2533)

 

Έννομο Συμφέρον ― Χαρακτηριστικά ― Ενεστώς ― Πρέπει να υφίσταται σε όλα τα στάδια μέχρι και την εκδίκαση της υπόθεσης ― Ισχυρισμός πως η ανεπιφύλαχτη αποδοχή πρόωρης αφυπηρέτησης μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, στερεί το έννομο συμφέρον στον εφεσείοντα για την συνέχιση της δίκης εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, απορρίφθηκε.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Εξέταση παραπόνων για μεροληψία στη σύνταξη υπηρεσιακών εκθέσεων ― Ορθή η διαδικασία ανάθεσης της εξέτασης σε Υπηρεσιακή Επιτροπή και στη συνέχεια παρουσίασης της έκθεσής της ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου ― Την τελική απόφαση την έλαβε το αρμόδιο όργανο.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Ανύπαρκτη δέουσα αιτιολογία τόσο της σύστασης του Διευθυντή όσο και της τελικής απόφασης, εφόσον απλώς αναφέρθηκε πως οι επιλεγέντες υπερείχαν ― Σύγκριση των στοιχείων των υποψηφίων, δεν συμφωνούσε σε αυτό ― Απόφαση ακυρώθηκε.

Ο εφεσίβλητος επεδίωξε με την έφεσή του την ανατροπή της απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της απόφασης του εφεσίβλητου, να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του ιδίου στη θέση Πρώτου Εμπορικού Λειτουργού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*469]1.      Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε εισήγηση ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος να προχωρεί την έφεση αυτή γιατί στις 26.9.97, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, υπέβαλε αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, η οποία έγινε δεκτή από το Συμβούλιο στις 6.10.97.  Δεν υπήρξε, σύμφωνα με το εφεσίβλητο ΡΙΚ, οποιαδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.

 

     Έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ότι ζητήματα τα οποία άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, όπως αυτό του εννόμου συμφέροντος, μπορούν να εξετασθούν και αυταπάγγελτα (ex proprio motu).

     Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται τόσο με την καταχώρηση της προσφυγής όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου.

Η εισήγηση του εφεσίβλητου στερείται της αναγκαίας βάσης, όπως έχει τεθεί από τη νομολογία.  Κατ’ αρχήν με την υποβολή αίτησης για πρόωρη αφυπηρέτηση από τον εφεσείοντα, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, δεν είναι δυνατό να υποτεθεί ότι αυτός αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την επίδικη απόφαση.  Εξάλλου, η απόφαση του εφεσίβλητου να αποδεχθεί την αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση είναι πολύ μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν συνδέεται ούτε υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο.

2.  Ορθά το Συμβούλιο αποφάσισε τη διενέργεια δέουσας έρευνας των παραπόνων και το καθήκον αυτό το ανέθεσε σε Επιτροπή.  Η Υπηρεσιακή Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έρευνα όσον αφορά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και με λεπτομερή έκθεση της, ημερ. 16.6.96, έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του κ. Κουρτελλάρη είναι αστήρικτοι και αβάσιμοι.  Το Συμβούλιο του ΡΙΚ, αφού μελέτησε την έκθεση αυτή και το φάκελο της υπόθεσης, υιοθέτησε ομόφωνα το συμπέρασμα της Υπηρεσιακής Επιτροπής.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το Συμβούλιο απεμπόλησε την αρμοδιότητα του, γιατί δεν προέβη το ίδιο στη δέουσα έρευνα αλλά την ανέθεσε σε Επιτροπή, δεν βρίσκει στήριγμα ούτε στο νόμο ούτε στη νομολογία.  Η ακολουθηθείσα διαδικασία από το Συμβούλιο ήταν ορθή, όπως ορθή ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “την τελική απόφαση έλαβε το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο.”.

3.  Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η σύσταση του Διευθυντή, η οποία είναι ένα ξεχωριστό στοιχείο κρίσης και λαμβάνεται υπόψη [*470]από το Συμβούλιο στην τελική της απόφαση, πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση είναι ουσιαστικά αναιτιολόγητη.  Ο Διευθυντής, πολύ συνοπτικά, αναφέρεται στα προσόντα και την πείρα των ενδιαφερομένων μερών.  Τίποτε δεν αναφέρει για τον εφεσείοντα παρά μόνο, πάλι συνοπτικά και χωρίς αιτιολογία, ότι με βάση τα στοιχεία υστερεί των ενδιαφερομένων μερών και δεν είναι δυνατό να συστηθεί για προαγωγή.

     Η σύσταση αυτή πέραν του ότι δεν έχει επαρκή αιτιολογία, έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων.  Ο εφεσείων έχει ισάξια προσόντα με το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωσηφάκη και υπερτερεί εμφανώς στα προσόντα και πάλι από το ενδιαφερόμενο μέρος Παπαγεωργίου.  Ο εφεσείων υπερτερεί των ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα κατά 18 μήνες από τον πρώτο και 34 μήνες από τη δεύτερη.  Ο Διευθυντής σιωπά για τα στοιχεία αυτά και λακωνικά συστήνει τα ενδιαφερόμενα μέρη χωρίς να δίδει αιτιολογία.

Η σύσταση του Διευθυντή στην οποία βασίστηκε και η τελική απόφαση του εφεσίβλητου, πάσχει ως μη επαρκώς αιτιολογημένη και παρασύρει την επίδικη απόφαση σε ακύρωση.

     Αλλά και η τελική απόφαση του εφεσίβλητου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Υιοθέτησε άνευ άλλου τινός την αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή και απέκλεισε τον εφεσείοντα να διεκδικήσει την προαγωγή προτάσσοντας ότι “υστερεί των άλλων υποψηφίων” χωρίς να δίδει καμιά αιτιολογία.

     Η κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης ότι τόσον η σύσταση του Διευθυντή όσο και η τελική επίδικη απόφαση του εφεσίβλητου ήταν επαρκώς αιτιολογημένες, είναι εσφαλμένη.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Kalos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 135.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδόπουλος, Δ.) (Αρ. Προσφυγών 675/95,�762/95) ημερομηνίας 26/9/97, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, τριών ενδιαφερομένων μερών.

[*471]

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Με απόφασή του, ημερομηνίας 21.5.1995 το Συμβούλιο του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) προήγαγε στη μόνιμη θέση Πρώτου Εμπορικού Λειτουργού τα ενδιαφερόμενα μέρη-εφεσίβλητα στην παρούσα διαδικασία.  Επρόκειτο για επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές με αρ. 413/92, 501/92 και 576/92, ημερομηνίας 31.1.1995, η οποία ακύρωσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών που έγινε με απόφαση του ΡΙΚ στις 15.4.92.  Ως λόγος ακύρωσης, όπως διαγράφεται στην πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, ήταν η μη δέουσα έρευνα για τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι οι υπηρεσιακές του εκθέσεις συντάχθηκαν από τους προϊσταμένους του με προκατάληψη και χωρίς αντικειμενικότητα.

Στη συνεδρία του, στις 21.6.95 το Συμβούλιο του ΡΙΚ μελέτησε την έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής, που διερεύνησε τα παράπονα του εφεσείοντα σχετικά με τη βαθμολογία του.  Υιοθέτησε δε ομόφωνα το συμπέρασμα της Υπηρεσιακής Επιτροπής, ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι η αξιολόγηση της υπηρεσίας του πάσχει από έλλειψη αντικειμενικότητας και είναι αποτέλεσμα μεροληψίας και προκατάληψης, είναι αστήρικτοι και αβάσιμοι.

Το Συμβούλιο, ακολούθως, αφού άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή και μελέτησε τους φακέλους των υποψηφίων, αποφάσισε να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά έχει ως εξής:-

“Το Συμβούλιο υιοθέτησε την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή ότι οι καταλληλότεροι για προαγωγή είναι οι Παναγίδης Σταύρος, Ιωσηφάκης Άκης και Παπαγεωργίου Άννα, όμως δεν υιοθέτησε την σειρά κατάταξης που πρότεινε ο Γενικός Διευθυντής. Το Συμβούλιο, μετά από προσεκτική μελέτη όλων των δεδομένων και στοιχείων ενώπιόν του, συμφώνησε με την άποψη του Γενικού Διευθυντή ότι οι υποψήφιοι Κουρτελλάρης Ανδρέας και Σουππουρής Χαράλαμπος υστερούν των άλλων υποψηφίων.”.

[*472]

Θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε, σ’ αυτό το στάδιο και τη σύσταση του Διευθυντή που έχει ως εξής:-

“Πριν την αξιολόγηση των υποψηφίων, το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Διευθυντή να κάμει σύσταση για τους καταλληλλότερους από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση.  Ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε:-

-      Ο υποψήφιος Παναγίδης Σταύρος, Πρώτος Λογιστικός Λειτουργός, είναι ένας δυναμικός λειτουργός με πανεπιστημιακής στάθμης ακαδημαϊκά προσόντα και με πολυετή διοικητική ικανότητα και πείρα που κρίνεται ικανός ν΄ ασκήσει με επιτυχία τα καθήκοντα του Πρώτου Εμπορικού Λειτουργού.

-      Ο υποψήφιος Ιωσηφάκης Άκης, Ανώτερος Εμπορικός Λειτουργός, διαθέτει πανεπιστημιακής στάθμης ακαδημαϊκά προσόντα και πολυετή εποπτική ικανότητα και πείρα και κρίνεται ικανός ν’ ασκήσει με επιτυχία τα καθήκοντα του Πρώτου Εμπορικού Λειτουργού.

-      Η Παπαγεωργίου Άννα κατέχει τη θέση Εμπορικού Λειτουργού Α΄ και εκτελεί κατά τρόπο πολύ ικανοποιητικό τα καθήκοντα της θέσης της. Με βάση τα προσόντα και ικανότητές της, κρίνεται κατάλληλη ν’ αναλάβει με επιτυχία τα καθήκοντα της υπό κρίση θέσης.

           

Κατά σειρά καταλληλότητας προτείνονται οι τρεις πιο πάνω υποψήφιοι για προαγωγή στη θέση ως εξής:-

1.  Παναγίδης Σταύρος

2.  Ιωσηφάκης Άκης

3.  Παπαγεωργίου Άννα

Οι Κουρτελλάρης Ανδρέας και Σουππουρής Χαράλαμπος, ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής, με βάση όλα τα στοιχεία ενώπιον του Συμβουλίου, υστερούν των πιο πάνω υποψηφίων και δεν είναι δυνατό να συστηθούν για προαγωγή στην υπό κρίση θέση.”.

Πρωτόδικα η προσφυγή του εφεσείοντα απορρίφθηκε. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Ο εφεσείων προτείνει δύο λόγους έφεσης:

(α)  Ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι το Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν απεμπόλησε την εξουσία του να αποφασίσει κυριαρχικά με[*473]τά από δέουσα έρευνα του ίδιου για το θέμα των υπηρεσιακών εκθέσεων του εφεσείοντα και αρκέστηκε σε παθητική υιοθέτηση του πορίσματος της Υπηρεσιακής Επιτροπής παραβιάζοντας ακόμα και το δεδικασμένο, και

(β)  Ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι τόσο η επίδικη απόφαση όσο και η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένες.

Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιόν μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε εισήγηση ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος να προχωρεί την έφεση αυτή γιατί στις 26.9.97, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, υπέβαλε αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, η οποία έγινε δεκτή από το Συμβούλιο στις 6.10.97. Δεν υπήρξε, σύμφωνα με το εφεσίβλητο ΡΙΚ, οποιαδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.  Ο δικηγόρος του ΡΙΚ δεν μας παρέπεμψε σε οποιαδήποτε αυθεντία επί του θέματος παραδεχόμενος ότι δεν υπάρχει τέτοια νομολογία επί του σημείου αυτού.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα διαφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση και μας παρέπεμψε σε σχετική νομολογία.  Πρέπει να λεχθεί ότι στα περιγράμματα αγόρευσης και των δύο πλευρών δεν θίγεται ένα τέτοιο θέμα.

Έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ότι ζητήματα τα οποία άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, όπως αυτό του εννόμου συμφέροντος, μπορούν να εξετασθούν και αυταπάγγελτα (ex proprio motu).

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται τόσο με την καταχώρηση της προσφυγής όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου.

Έχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, όπως έχουν αναφερθεί από το δικηγόρο του εφεσίβλητου κατά την προφορική ενώπιον μας αγόρευσή του, έχουμε καταλήξει ότι η εισήγηση του εφεσίβλητου στερείται της αναγκαίας βάσης όπως έχει τεθεί από τη νομολογία. Κατ’ αρχήν με την υποβολή αίτησης για πρόωρη αφυπηρέτηση από τον εφεσείοντα, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, δεν είναι δυνατό να υποτεθεί ότι αυτός αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την επίδικη απόφαση. Εξάλλου, η απόφαση του εφεσίβλητου να αποδεχθεί την αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση είναι πολύ μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν συνδέεται [*474]ούτε υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο.

Σύμφωνα τόσο με την Ελληνική νομολογία όσο και με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον προσφεύγοντα ελεύθερα και χωρίς καμιά επιφύλαξη στερεί από αυτόν το έννομο συμφέρον.

Στην υπόθεση Kalos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 135, o προσφεύγων με μεταγενέστερη πράξη της ΕΔΥ προήχθη σε άλλη θέση από αυτή που ήταν επίδικη.  Στη σελίδα 144 της απόφασης ο Λώρης, Δ. αναφέρει:-

“In view of the legal principles exposed above and the facts of the present case also above summarised, I hold the view that even if his acceptance is considered “free” and “unreserved” it does not deprive him of the legitimate interest entitling him to pursue his present administrative recourse, for the reason that he has not accepted the administrative decision impugned i.e. the decision of 31.7.81 but a subsequent decision, that of 1.7.82, the latter having not touched at all the former which is still valid and executory.”.

Υιοθετούμε την πιο πάνω θέση και καταλήγουμε ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου δεν ευσταθεί.  Ο εφεσείων εξακολουθεί να διατηρεί το έννομο συμφέρον του όπως το κατείχε τόσο κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης όσο και κατά την καταχώρηση της προσφυγής.

Ερχόμαστε τώρα στους λόγους έφεσης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως έχουμε καταλήξει, δεν ευσταθεί.  Το εφεσίβλητο Συμβούλιο του ΡΙΚ είχε κάθε δικαίωμα να διορίσει Επιτροπή για τη διερεύνηση των παραπόνων του εφεσείοντα ενόψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ορθά το Συμβούλιο απεφάσισε τη διενέργεια δέουσας έρευνας των παραπόνων και το καθήκον αυτό το ανέθεσε σε Επιτροπή.  Η Υπηρεσιακή Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έρευνα όσον αφορά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και με λεπτομερή έκθεση της, ημερ. 16.6.96, έκρινε ότι “οι ισχυρισμοί του κ. Κουρτελλάρη ότι η αξιολόγηση της υπηρεσίας του στο Ίδρυμα πάσχει από έλλειψη αντικειμενικότητας και/ή είναι αποτέλεσμα έχθρας ή μεροληψίας ή προκατάληψης ή επιδίωξης αλλότριου σκοπού από τους αξιολογούντες λειτουργούς του, είναι αστήρικτοι και αβάσιμοι.”. Το Συμβούλιο του ΡΙΚ, αφού μελέτησε την έκθεση αυτή και το φάκελο της υπόθεσης, υιοθέτησε ομόφωνα το συμπέρασμα της Υπηρεσιακής Επιτροπής.  Ο ισχυρι[*475]σμός του εφεσείοντα ότι το Συμβούλιο απεμπόλησε την αρμοδιότητα του, γιατί δεν προέβη το ίδιο στη δέουσα έρευνα αλλά την ανέθεσε σε Επιτροπή, δεν βρίσκει στήριγμα ούτε στο νόμο ούτε στη νομολογία. Καταλήγουμε ότι η ακολουθηθείσα διαδικασία από το Συμβούλιο ήταν ορθή όπως ορθή ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “την τελική απόφαση έλαβε το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο.”.

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κατέληξε το Δικαστήριο ότι τόσο η σύσταση του Διευθυντή όσο και η τελική απόφαση του εφεσίβλητου ήταν επαρκώς αιτιολογημένες.

Έχουμε παραθέσει ήδη στην αρχή της απόφασής μας τα κύρια αποσπάσματα τόσο της σύστασης του Διευθυντή όσο και της τελικής απόφασης του Συμβουλίου.

Κρίνουμε ότι τόσο η σύσταση του Διευθυντή όσο και η τελική απόφαση του Συμβουλίου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες όπως απαιτεί η νομολογία.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η σύσταση του Διευθυντή, η οποία είναι ένα ξεχωριστό στοιχείο κρίσης και λαμβάνεται υπόψη από το Συμβούλιο στην τελική της απόφαση, πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση είναι ουσιαστικά αναιτιολόγητη. Ο Διευθυντής, πολύ συνοπτικά, αναφέρεται στα προσόντα και την πείρα των ενδιαφερομένων μερών.  Τίποτε δεν αναφέρει για τον εφεσείοντα παρά μόνο, πάλι συνοπτικά και χωρίς αιτιολογία, ότι με βάση τα στοιχεία υστερεί των ενδιαφερομένων μερών και δεν είναι δυνατό να συστηθεί για προαγωγή.

Η σύσταση αυτή πέραν του ότι δεν έχει επαρκή αιτιολογία έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων. Ο εφεσείων έχει ισάξια προσόντα με το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωσηφάκη και υπερτερεί εμφανώς στα προσόντα και πάλι από το ενδιαφερόμενο μέρος Παπαγεωργίου. Ο εφεσείων υπερτερεί των ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα κατά 18 μήνες από τον πρώτο και 34 μήνες από τη δεύτερη.  Ο Διευθυντής σιωπά για τα στοιχεία αυτά και λακωνικά συστήνει τα ενδιαφερόμενα μέρη χωρίς να δίδει αιτιολογία.

Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι η σύσταση του Διευθυντή στην οποία βασίστηκε και η τελική απόφαση του εφεσίβλητου, πάσχει ως [*476]μη επαρκώς αιτιολογημένη και παρασύρει την επίδικη απόφαση σε ακύρωση.

Αλλά και η τελική απόφαση του εφεσίβλητου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.  Υιοθέτησε άνευ άλλου τινός την αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή και απέκλεισε τον εφεσείοντα να διεκδικήσει την προαγωγή προτάσσοντας ότι “υστερεί των άλλων υποψηφίων” χωρίς να δίδει καμιά αιτιολογία.

Κρίνουμε κατά συνέπεια, ότι η κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης ότι τόσον η σύσταση του Διευθυντή όσο και η τελική επίδικη απόφαση του εφεσίβλητου ήταν επαρκώς αιτιολογημένες, είναι εσφαλμένη.

Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο