(2001) 3 ΑΑΔ 491
[*491]9 Μαΐου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στές]
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2729)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Προσόν πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας ― Τεκμήριο κατοχής του ― Λόγω της κατοχής θέσης στην οποία απαιτείτο το ίδιο προσόν ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της Δημοκρατίας v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κανονισμοί 6 και 7 των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγές) Κανονισμών του 1987 (ΚΔΠ 317/87) ― Αρμοδιότητα Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ― Αιτιολογημένη Έκθεση για τους υποψηφίους που συστήνονται ― Συμβουλευτικού χαρακτήρα.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συμμετοχή Τμηματάρχη στη διαδικασία ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου ― Δεν προβλέπεται ρητά από τον Κανονισμό 8(1) της Κ.Δ.Π. 317/87, αλλά δικαιολογείται από τον Κανονισμό η αναζήτηση των απόψεών του, στα πλαίσια της διεξαγωγής δέουσας έρευνας από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Δέουσα έρευνα ― Εφόσον όλα τα στοιχεία των υποψηφίων τέθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, τεκμαίρεται πως η πείρα και υπηρεσία της εφεσείουσας, είχαν ληφθεί υπόψη.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα [*492]― Πλεονέκτημα ― Εφόσον η καταλληλότητα του επιλεγέντος βασίστηκε στην υπεροχή του σε δημοσιογραφική πολυμέρεια και πείρα, ο ισχυρισμός πως παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα της αιτήτριας χωρίς αιτιολογία, απορρίφθηκε.
Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης του εφεσίβλητου, να προάξει στη θέση Υπεύθυνου Σύνταξης, Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων, το ενδιαφερόμενο μέρος αντί της ιδίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας είναι δεσμευτικές. Πότε μπορεί να δικαιολογηθεί απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης, εξηγείται στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315. Κανένας βάσιμος λόγος δεν έχει προβληθεί που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την απόφαση στην Πογιατζή.
Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο επενεργεί υπέρ κάθε εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης, εξυπακούει ότι η διοίκηση λειτουργεί σύννομα στη λήψη απόφασης η οποία εκδίδεται. Στην περίπτωση των προσόντων των υποψηφίων που διεκδικούν θέση στο δημόσιο, ο διορισμός τους εξυπακούει ότι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα και ότι το εύρημα αυτό είναι απόρροια δέουσας έρευνας. Η διαπίστωση του αρμόδιου οργάνου δεν αφορά μόνο τους αντεκδικούντες για διορισμό αλλά το δημόσιο γενικά. Γίνεται χάριν του δημόσιου συμφέροντος, για τη διασφάλιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης· εξ ου και τα ευρήματα του αναφορικά με τα προσόντα διορισθέντος είναι δεσμευτικά και για κάθε άλλη θέση, που μπορεί αυτός να διεκδικήσει στο δημόσιο.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον τα ίδια ακριβώς προσόντα απαιτούνταν και από το Σχέδιο Υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος (όχι μόνο για την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας αλλά και για την κατοχή του απολυτήριου Μέσης Εκπαίδευσης) δεν επιβαλλόταν η διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας από τους εφεσιβλήτους, είναι ορθή.
2. Τα καθήκοντα της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής δεν περιορίζονται μόνο στην αποστολή καταλόγου προς το Διοικητικό Συμβούλιο κατά αλφαβητική σειρά, αλλά απαιτούν και την υποβολή έκ[*493]θεσης που θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη για όλους τους υποψηφίους. Η έκθεση που θα πρέπει να περιέχει το αποτέλεσμα έρευνας ως προς τη σχετική αξία των υποψηφίων (Κανονισμός 6(2)) έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, αφού η τελική απόφαση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Συμβουλίου (Κανονισμός 8(1)). Στην παρούσα περίπτωση η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής λήφθηκε υπόψη (όπως φαίνεται και από τα πρακτικά) μόνο σαν στοιχείο κρίσης μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, προτού το Διοικητικό Συμβούλιο διαμορφώσει την τελική του απόφαση.
3. Στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ. ν. Λυγία Κωνσταντινίδου όπου εξετάστηκε η εμβέλεια του Κανονισμού 8(1), η αναζήτηση των απόψεων δύο ανώτερων στελεχών του Ιδρύματος για τις ικανότητες δύο υποψηφίων για προαγωγή κρίθηκε ως ορθή, ενώ ταυτόχρονα τονίστηκε ότι οι απόψεις που διατυπώνονται από τον Τμηματάρχη δεν έχουν τη σημασία που έχουν οι συστάσεις ενός προϊσταμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να ζητήσει τις απόψεις του Τμηματάρχη, μέσα στα περιθώρια που του παρέχουν οι πρόνοιες του Κανονισμού 8(1) και η παράθεση των θέσεων του Τμηματάρχη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.
4. Τόσο το στοιχείο της πείρας όσο και εκείνο της υπηρεσίας της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και άνκαι δεν υπάρχει οποιαδήποτε προς τούτο ρητή αναφορά, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραγνωρίστηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη. Βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν μπορούσαν παρά να αποτελέσουν στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης των εφεσιβλήτων.
5. Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η παραγνώριση του πλεονεκτήματός της, έγινε χωρίς αιτιολογία, δεν είναι ορθή. Από το σχετικό πρακτικό της επίδικης απόφασης φαίνεται ότι μετά από μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων καταλληλότητας της θέσης, όπως αυτά είχαν περιγραφεί από τον Τμηματάρχη Ειδήσεων και Επικαίρων, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως καταλληλότερο για προαγωγή έχοντας υπόψη τις προσωπικές λεπτομέρειες των υποψηφίων. Η αντιπαράθεση των προσωπικών στοιχείων μεταξύ της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους, δείχνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε της εφεσείουσας σε δημοσιογραφική πολυμέρεια και [*494]πείρα, λαμβανομένης υπόψη της μακράς του υπηρεσίας στην έντυπη δημοσιογραφία και την πείρα του ως συνεργάτη - δημοσιογράφου με τους καθ’ ων η αίτηση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,
Μαυρογένης v. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Ρ.Ι.Κ. v. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.) Αρ. Προσφυγής 988/93, ημερομηνίας 9/10/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της και με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ (των εφεσιβλήτων) για την προαγωγή από την 1/12/93 του Σπύρου Κέττηρου (ενδιαφερόμενου μέρους) στη θέση του Υπεύθυνου Σύνταξης, Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων.
Κ. Ταλαρίδης, για την Εφεσείουσα.
Π. Πολυβίου με Μ. Κυριάκου, για τους Εφεσιβλήτους.
Αλ. Κουντουρή για Τ. Παπαδόπουλο, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η Διονυσία Χ” Κυριάκου (εφεσείουσα) αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ (των εφεσιβλήτων) για την προαγωγή από την 1/12/93 του Σπύρου Κέττηρου (ενδιαφερόμενου μέρους) στη θέση του Υπεύθυνου Σύνταξης, Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων.
(α) Τα γεγονότα
[*495]
Μετά την προκήρυξη τριών θέσεων στο Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων των εφεσιβλήτων, που αποτελούσαν θέσεις προαγωγής, υποβλήθηκαν επτά αιτήσεις μεταξύ των οποίων της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους. Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής αφού εξέτασε τις υποψηφιότητες επέλεξε ως επικρατέστερους τέσσερις από αυτούς, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η εφεσείουσα αποκλείστηκε γιατί δεν είχε το βαθμό της ωριμότητας εκείνων που είχαν επιλεγεί.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής αφού διεξήγαγε προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους και αφού άκουσε τις συστάσεις του Τμηματάρχη Ειδήσεων και Επικαίρων (που σύστησε ως επικρατέστερους τους τέσσερις που είχε υποδείξει η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής), επέλεξε για προαγωγή τρεις από αυτούς μέσα στους οποίους ήταν και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο επικύρωσε τη σχετική απόφαση των εφεσιβλήτων.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και τούτο για τους πιο κάτω κυρίως λόγους:
(i) Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
(ii) Η παράβαση των Κανονισμών αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής επηρέασε την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου.
(iii) Λανθασμένα συμμετέσχε και διετύπωσε συστάσεις ο Τμηματάρχης.
(iv) Δεν λήφθηκαν υπόψη η πείρα και η υπηρεσία της εφεσείουσας και
(v) Δε δόθηκε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσείουσας.
(i) Πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο ισχυρισμός της [*496]εφεσείουσας ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα εξέτασης σύμφωνα με την απόφαση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422. Και τούτο γιατί εφόσον το πιο πάνω προσόν απαιτείτο και από το προηγούμενο Σχέδιο Υπηρεσίας για την προηγούμενη θέση που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν είχε προσβληθεί, η εξέταση του θέματος σε μεταγενέστερο στάδιο θα ισοδυναμούσε με αναψηλάφιση του προηγούμενου διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, που νομικά θεωρείται ανεπίτρεπτο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε την ανατροπή της απόφασης της πλειοψηφίας στην υπόθεση Πογιατζή (πιο πάνω) και την υιοθέτηση της θέσης της μειοψηφίας που υποστήριξε ότι το αρμόδιο όργανο έχει την υποχρέωση να εξετάζει κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαραίτητα προσόντα κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Οι αποφάσεις της Ολομέλειας είναι δεσμευτικές. Πότε μπορεί να δικαιολογηθεί απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης, εξηγείται στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315. Κανένας βάσιμος λόγος δεν έχει προβληθεί που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την απόφαση στην Πογιατζή.
Το τεκμήριο της νομιμότητας, το οποίο επενεργεί υπέρ κάθε εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης, εξυπακούει ότι η διοίκηση λειτουργεί σύννομα στη λήψη απόφασης η οποία εκδίδεται. Στην περίπτωση των προσόντων των υποψηφίων που διεκδικούν θέση στο δημόσιο, ο διορισμός τους εξυπακούει ότι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα και ότι το εύρημα αυτό είναι απόρροια δέουσας έρευνας. Η διαπίστωση του αρμόδιου οργάνου δεν αφορά μόνο τους αντεκδικούντες για διορισμό αλλά το δημόσιο γενικά. Γίνεται χάριν του δημόσιου συμφέροντος, για τη διασφάλιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης· εξ ου και τα ευρήματα του αναφορικά με τα προσόντα διορισθέντος είναι δεσμευτικά και για κάθε άλλη θέση, που μπορεί αυτός να διεκδικήσει στο δημόσιο.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον τα ίδια ακριβώς προσόντα απαιτούνταν και από το Σχέδιο Υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος (όχι μόνο για την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας αλλά και για την κατοχή του απολυτήριου Μέσης Εκπαίδευσης) δεν επιβαλλόταν η διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας από τους εφεσιβλήτους, είναι ορθή.
(ii) Παραβίαση των Κανονισμών από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής
[*497]
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6 και 7 των Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγές) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87), η αρμοδιότητα της Επιτροπής περιορίζεται στη διακρίβωση της καταλληλότητας των αιτητών για τη θέση για την οποία υποβάλλουν αίτηση και προς τούτο η Επιτροπή θα πρέπει να αποστείλει προς το Διοικητικό Συμβούλιο έκθεση δεόντως αιτιολογημένη για όλους τους υποψηφίους κατά αλφαβητική σειρά. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι οι πιο πάνω σχετικοί Κανονισμοί δεν επιτρέπουν την παράθεση σύγκρισης και προτίμησης μεταξύ των υποψηφίων, ένα καθήκον που επαφίεται αποκλειστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο. Έπεται ότι η αναφορά στα πρακτικά ότι για τους Καρατσιόλη Κώστα, Νικολάου Γεώργιο και Χ” Κυριάκου Σούλλα “η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούν τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης και είναι κατάλληλοι για προαγωγή, αλλά δεν έχουν το βαθμό ωριμότητας των υποψηφίων Ιακωβίδου, Ιωάννου, Κέττηρου και Μενελάου”, είναι αντικανονική και παράνομη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Κανονισμός 3(1) ο οποίος αναφέρει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής συστήνεται “προς το σκοπό όπως συμβουλεύει το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος για την επιλογή των καλύτερων υποψηφίων”, επιτρέπει την υποβολή εισηγήσεων προς το Διοικητικό Συμβούλιο για την επιλογή των καλύτερων υποψηφίων. Όμως έστω και αν θεωρηθεί ότι η Επιτροπή υπερέβη μέχρι κάποιου βαθμού τις εξουσίες της, η παρατυπία δεν μπορούσε να επηρεάσει την αιτήτρια αφού η σύσταση της Επιτροπής είχε μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα και η τελική απόφαση λήφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή. Τα καθήκοντα της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής δεν περιορίζονται μόνο στην αποστολή καταλόγου προς το Διοικητικό Συμβούλιο κατά αλφαβητική σειρά αλλά απαιτούν και την υποβολή έκθεσης που θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη για όλους τους υποψηφίους. Η έκθεση που θα πρέπει να περιέχει το αποτέλεσμα έρευνας ως προς τη σχετική αξία των υποψηφίων (Κανονισμός 6(2)) έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα, αφού η τελική απόφαση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Συμβουλίου (Κανονισμός 8(1)). Στην παρούσα περίπτωση η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής λήφθηκε υπόψη (όπως φαίνεται και από τα πρακτικά) μόνο σαν στοιχείο κρίσης μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, προτού το Διοικητικό Συμβούλιο διαμορφώσει την τελική του απόφαση.
(iii) Συμμετοχή και διατύπωση συστάσεων από τον Τμηματάρχη
[*498]
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή του Τμηματάρχη Ειδήσεων και Επικαίρων στη διαδικασία της προαγωγής ήταν παράνομη αφού μια τέτοια διαδικασία δεν προβλέπεται από τον Κανονισμό που αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής. Ο Κανονισμός 8(1) προνοεί ότι,
“Τηρουμένων των διατάξεων των ακολούθων παραγράφων, το Διοικητικόν Συμβούλιον, λαμβάνον δεόντως υπ’ όψιν τας εκθέσεις της Επιτροπής και αφού κάμη επαρκή έρευναν διά την καταλληλότητα των υποψηφίων, προβαίνει εις διορισμόν ή προαγωγήν του καταλληλοτέρου εκ των υποψηφίων επί τη βάσει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητος τούτων:
Νοείται ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να καλή εις συνέντευξιν τους υπό κρίσιν υποψηφίους.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμμετοχή του Τμηματάρχη Ειδήσεων και Επικαίρων στην επίμαχη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου έγινε κατόπιν πρόσκλησης του Διοικητικού Συμβουλίου για την υποβολή συστάσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στις πρόνοιες του άρθρου 8 και το σκεπτικό της απόφασης Ρ.Ι.Κ. ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Διοικητικό Συμβούλιο μπορούσε να ζητήσει τις απόψεις του Τμηματάρχη στα πλαίσια της διεξαγωγής δέουσας έρευνας και ότι στην παρούσα περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο χωρίς να βασιστεί αποκλειστικά στη σύσταση του Τμηματάρχη, διεξήγαγε τη δική του έρευνα.
Στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ. ν. Λυγία Κωνσταντινίδου (πιο πάνω) όπου εξετάστηκε η εμβέλεια του Κανονισμού 8(1), η αναζήτηση των απόψεων δύο ανώτερων στελεχών του Ιδρύματος για τις ικανότητες δύο υποψηφίων για προαγωγή κρίθηκε ως ορθή, ενώ ταυτόχρονα τονίστηκε ότι οι απόψεις που διατυπώνονται από τον Τμηματάρχη δεν έχουν τη σημασία που έχουν οι συστάσεις ενός προϊσταμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να ζητήσει τις απόψεις του Τμηματάρχη μέσα στα περιθώρια που του παρέχουν οι πρόνοιες του Κανονισμού 8(1) και η παράθεση των θέσεων του Τμηματάρχη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.
[*499](iv) Δεν λήφθηκαν υπόψη η πείρα και η υπηρεσία της εφεσείουσας
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν λήφθηκαν υπόψη η πείρα και η υπηρεσία της εφεσείουσας πρέπει να αναφερθεί ότι τόσο το στοιχείο της πείρας όσο και εκείνο της υπηρεσίας της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και άνκαι δεν υπάρχει οποιαδήποτε προς τούτο ρητή αναφορά δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραγνωρίστηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη. Αντίθετα φαίνεται από τα πρακτικά ότι το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στη σχετική απόφαση του αφού συνεκτίμησε το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις και των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση. Τόσο η πείρα όσο και η υπηρεσία της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν μπορούσαν παρά να αποτελέσουν στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης των εφεσιβλήτων.
(v) Παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσείουσας χωρίς αιτιολογία
Το Σχέδιο Υπηρεσίας προνοεί ότι “ακαδημαϊκά προσόντα στη δημοσιογραφία ή άλλο ανάλογο δίπλωμα θα θεωρηθεί πλεονέκτημα”. Η εφεσείουσα είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με δίπλωμα Bachelor of Arts στην Αγγλική γλώσσα, Ιστορία και Νομικά. Το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσιβλήτων δέχθηκε ότι η εφεσείουσα διέθετε το πλεονέκτημα που προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά το αγνόησε στη σχετική του απόφαση προάγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος. Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η παραγνώριση του έγινε χωρίς αιτιολογία δεν είναι ορθή. Από το σχετικό πρακτικό της επίδικης απόφασης φαίνεται ότι μετά από μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων καταλληλότητας της θέσης, όπως αυτά είχαν περιγραφεί από τον Τμηματάρχη Ειδήσεων και Επικαίρων, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως καταλληλότερο για προαγωγή έχοντας υπόψη τις προσωπικές λεπτομέρειες των υποψηφίων. Η αντιπαράθεση των προσωπικών στοιχείων μεταξύ της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους δείχνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε της εφεσείουσας σε δημοσιογραφική πολυμέρεια και πείρα, λαμβανομένης υπόψη της μακράς του υπηρεσίας στην έντυπη δημοσιογραφία και την πείρα του ως συνεργάτη - δημοσιογράφου με τους καθ’ων η αίτηση.
[*500]Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που υπαγόρευσαν την απόρριψη της προσφυγής υπαγορεύουν την απόρριψη της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο