(2001) 3 ΑΑΔ 501
[*501]23 Μαΐου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΑΖΙΖ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 369/2001)
Ο περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1979 (Ν. 72/92) ― Άρθρο 5 ― Το δικαίωμα του εκλέγειν τίθεται υπό τις προϋποθέσεις του Άρθρου 63 του Συντάγματος, που προνοεί για δύο ξεχωριστούς Εκλογικούς καταλόγους, έναν της Ελληνικής και ένα της Τουρκικής Κοινότητας ― Νόμιμη η απόφαση απόρριψης του αιτήματος Τουρκοκυπρίου να εγγραφεί σε Ελληνικό Εκλογικό Κατάλογο για Βουλευτικές εκλογές.
Δίκαιο της Ανάγκης ― Αποσκοπεί στην υποστύλωση της συνταγματικής τάξης και όχι στον παραμερισμό της ― Η διαπίστωση τέτοιας ανάγκης ανάγεται στη νομοθετική εξουσία ― Στη δικαστική εξουσία ανήκει η αρμοδιότητα για διαπίστωση του υπαρκτού της ανάγκης και της συνταγματικότητας του σχετικού νόμου.
Ο αιτητής μέλος της Τουρκικής κοινότητας της Κύπρου και μόνιμος κάτοικος στην περιοχή που ελέγχεται από το Κράτος, προσέβαλε με την προσφυγή του την απόρριψη του αιτήματός του για εγγραφή του στον Ελληνικό εκλογικό κατάλογο για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές του 2001.
Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 63 εντάσσεται στο Μέρος IV του Συντάγματος, το οποίο [*502]διέπει τα περί της Βουλής των Αντιπροσώπων. προβλέπει τον καταρτισμό ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων στον οποίο περιλαμβάνονται τα μέλη εκατέρας των κοινοτήτων.
Το Άρθρο 5 του Νόμου, θέτει το δικαίωμα του ψηφίζειν υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 63 του Συντάγματος.
Υιοθέτηση της προταθείσας από τον αιτητή ερμηνείας του άρθρου 5 του Νόμου, συνεπάγεται την ανάπλαση του κειμένου του. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης ήταν ενήμερος όλων των δεδομένων, σχετικών με τις πραγματικότητες της Κύπρου και επέλεξε να θέσει το δικαίωμα το οποίο εξασφαλίζεται από το Άρθρο 5 του Νόμου υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 63, άνευ ετέρου, υποστηρίζει το αντίθετο από την εισήγηση του αιτητή. υποδηλώνει πρόθεση (του νομοθέτη) υπαγωγής του καταρτισμού του εκλογικού καταλόγου στα θέσμια του Άρθρου 63 του Συντάγματος. Από το κείμενο του Άρθρου 5 του Νόμου, εξάγεται ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θέσει το δικαίωμα του ψηφίζειν υπό την αίρεση του συνόλου των διατάξεων του Άρθρου 63. Η διαπίστωση αυτή καταρρίπτει τον ισχυρισμό περί του έκνομου της διοικητικής απόφασης η οποία προσβάλλεται.
2. Η αναλογικότητα μεταξύ της ανάγκης και των μέτρων που λαμβάνονται για αντιμετώπισή της, αποτελεί κοινό λόγο των δικαστικών αποφάσεων.
Το δίκαιο της ανάγκης, όπως ο όρος υποδηλώνει, η φύση του εξυπακούει και η νομολογία ορίζει, δεν αποβλέπει στην παράκαμψη ή τον παραμερισμό της συνταγματικής τάξης, αλλά στην υποστύλωσή της.
Η διαπίστωση της ανάγκης την οποία επικαλείται ο αιτητής, και η καθιέρωση μέτρων για την αντιμετώπισή της, βάσει του δικαίου της ανάγκης ανάγεται στη νομοθετική εξουσία. Η αρμοδιότητα της δικαστικής λειτουργίας περιορίζεται, εφόσον το θέμα τίθεται ή αναφύεται σε υπόθεση ενώπιον της, στη διαπίστωση της συνταγματικότητας του νόμου, δηλαδή του υπαρκτού της ανάγκης που παρέχει δικαιϊκό έρεισμα προς περιφρούρηση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και την αναλογικότητα των μέτρων προς τη φύση και έκταση της ανάγκης. Δεν απόκειται στη δικαστική εξουσία ούτε η διαπίστωση πρωτογενώς της ανάγκης προς πλήρωση κενών στη λειτουργία των συνταγματικών θέσμιων, ούτε η καθιέρωση μέτρων προς αντιμετώπισή τους, που είναι κατ’ ουσία ό,τι επιζητεί με την προσφυγή του ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Attorney-General v. Mustafa Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195,
Aloupas v. National Bank (1983) 1(A) C.L.R. 55,
Makrides a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677,
Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245,
Kritiotis v. Municipality of Paphos a.o. (1986) 3 C.L.R. 322,
Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533,
Republic v. Sampson (1977) 2 C.L.R. 1,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252.
Προσφυγή.
Προσφυγή η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια με την οποία ο αιτητής, μέλος της Τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, προσβάλλει την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, απορριπτική του αιτήματός του να εγγραφεί στον εκλογικό κατάλογο, ο οποίος ετοιμάζεται για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Γ. Φράγκου, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση* του Δικαστηρίου θα [*504]δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο αιτητής, μέλος της Τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, προσβάλλει την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, απορριπτική του αιτήματός του να εγγραφεί στον εκλογικό κατάλογο ο οποίος ετοιμάζεται για τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Και τούτο παρά το γεγονός ότι διαμένει ανέκαθεν σε περιοχή που τελεί υπό τον έλεγχο του Κράτους, και ποτέ του δεν αναγνώρισε με οποιοδήποτε τρόπο την τουρκική εισβολή και κατοχή.
Το αίτημά του για εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο υποβλήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2001. Απορρίφθηκε για τους λόγους που του παραχωρήθηκαν σε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών της 8ης Φεβρουαρίου 2001 η οποία παραλήφθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2001. Το κείμενο της επιστολής έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στην αίτησή σας ημερ. 30.1.2001, για εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο, για σκοπούς των προσεχών Βουλευτικών Εκλογών και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι οι πολίτες της Δημοκρατίας, που ανήκουν στην Τουρκική Κοινότητα, δεν μπορούν να εγγραφούν στον ελληνικό εκλογικό κατάλογο.
2. Συναφώς αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 63 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα Μέλη της Ελληνικής Κοινότητας εγγράφονται μόνο στον ελληνικό εκλογικό κατάλογο και τα Μέλη της Τουρκικής Κοινότητας εγγράφονται μόνο στον τουρκικό εκλογικό κατάλογο.
3. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, οι πολίτες της Δημοκρατίας που ανήκουν στην Τουρκική Κοινότητα δεν μπορούν να εγγραφούν στο μόνιμο ελληνικό εκλογικό κατάλογο, που καταρτίζεται για σκοπούς των προσεχών Βουλευτικών Εκλογών και, ως εκ τούτου, η αίτησή σας δεν μπορεί στο παρόν στάδιο να προωθηθεί περαιτέρω.
4. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το όλο θέμα εξετάζεται, σε συνεργασία με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ευθύς μόλις υπάρξουν εξελίξεις θα ενημερωθείτε κατάλληλα. Σχετική επί του θέματος αυτού είναι η ταυτάριθμη επιστολή μου ημερ. 26.4.2000.»
Με την προσφυγή του προσβάλλει την επίδικη διοικητική απόφαση για σειρά λόγων οι οποίοι μετά τις διευκρινίσεις και τις επε[*505]ξηγήσεις που δόθηκαν από το δικηγόρο του κατά την προφορική ακρόαση της υπόθεσης, απολήγουν στους ακόλουθους δύο:
(α) Παραβίαση της κειμένης νομοθεσίας η οποία διέπει τον καταρτισμό του εκλογικού καταλόγου. Είναι η θέση του αιτητή ότι ο ισχύων νόμος δεν περιορίζει εγγραφή στον εκλογικό κατάλογο στα μέλη της Ελληνικής κοινότητας αλλά εκτείνεται και στα μέλη της Τουρκικής κοινότητας που διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου,
Και,
(β) Παραγνώριση της ανάγκης που δημιουργήθηκε από τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου για την εξασφάλιση του δικαιώματος του ως μόνιμου κάτοικου των ελεύθερων περιοχών να μετέχει σε εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της Πολιτείας. Η συμπερίληψή του στον εκλογικό κατάλογο εισηγήθηκε, επιβάλλεται από το δίκαιο της ανάγκης στο οποίο εδράζεται η λειτουργία του Κράτους μετά από τα συμβάντα του 1963-1964 και μετέπειτα της παράνομης τουρκικής εισβολής, την οποία ο αιτητής ουδέποτε αναγνώρισε παραμένοντας στον τόπο όπου ανέκαθεν διαβιούσε, στις περιοχές που ελέγχει το Κράτος.
Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, σύμφωνη με τις διατάξεις του εκλογικού νόμου, και ειδικά τις πρόνοιες του άρθρου 5 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 (Ν.72/79), (ο Νόμος), που ορίζει ποίοι μπορεί να περιληφθούν στον εκλογικό κατάλογο.
Κατά την ακρόαση της προσφυγής ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε γραπτό κείμενο αγόρευσης το οποίο παρέδωσε στο δικαστήριο, πτυχές του οποίου ανέπτυξε προφορικά. Αφού το διαβάσαμε, ζητήσαμε από τον κ. Δράκο να διασαφηνίσει τη νομική βάση των ισχυρισμών οι οποίοι προβάλλονται αναφορικά με τη λειτουργία του κράτους. Ο κ. Δράκος διευκρίνισε ότι:
(α) Δεν αμφισβητείται η υπόσταση και η νόμιμη λειτουργία των αρχών και οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας ή η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις δικαστικές αρχές.
(β) Δεν επιζητείται ο καταρτισμός και συνακόλουθα η εγγραφή του αιτητή σε εκλογικό κατάλογο μελών της τουρκικής κοινότητας.
(γ) Νομικό έρεισμα αντλείται από τις διατάξεις του Άρθρου 31 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα του ψηφίζειν, και τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες κατά την εισήγησή του παρέχουν δικαίωμα εγγραφής σε όλους τους πολίτες της Κύπρου που διαβιούν στις ελεύθερες περιοχές ανεξάρτητα από την κοινότητα στην οποία ανήκουν, και
(δ) Το δίκαιο της ανάγκης επιτρέπει παρέκκλιση από τις διατάξεις του Άρθρου 63, εφόσον εκ των πραγμάτων κατέστη αδύνατος ο καταρτισμός ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων για τις δύο κοινότητες.
Επεξήγησε ότι παντού όπου ασκεί τον έλεγχό της η Κυπριακή Δημοκρατία, επικρατεί κράτος δικαίου και υπογράμμισε ότι ο αιτητής προσβλέπει στο Ανώτατο Δικαστήριο να προστατεύσει το δικαίωμά του να μετέχει στις εκλογές στον τόπο όπου διαμένει, σημαίνον δικαίωμα του ανθρώπου.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε ότι το Άρθρο 63 του Συντάγματος προβλέπει ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους για τα μέλη της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας αντίστοιχα και ότι ο κατάλογος των εκλογέων για τις βουλευτικές εκλογές που διαγράφει το άρθρο 5 του Νόμου, περιορίζεται στα μέλη της Ελληνικής κοινότητας. Το άρθρο 5 προβλέπει:
«Δικαίωμα του εκλέγειν έχουσιν οι έχοντες τα υπό του άρθρου 63 του Συντάγματος προνοούμενα προσόντα, ήτοι οι πολίται της Δημοκρατίας οι συμπληρώσαντες το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτών* οι έχοντες την συνήθη αυτών διαμονήν εκ Κύπρω δια περίοδον εξ μηνών (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένην ως “η σχετική περίοδος”) ευθύς αμέσως προ της ημερομηνίας της ορισθείσης υπό του Υπουργού, δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως ημερομηνίας κτήσεως των εκλογικών προσόντων (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένης ως “η σχετική ημερομηνία”).»
Ο κ. Δράκος δεν αμφισβήτησε ότι όντως οι πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου τίθενται υπό την αίρεση του Άρθρου 63 του Συντάγματος· υποστήριξε όμως ότι εφόσον ο καταρτισμός ξεχωριστών καταλόγων για τα μέλη της Ελληνικής και Τουρκικής κοινότητας κατέστη εκ των πραγμάτων αδύνατος, πρέπει να υπο[*507]θέσουμε ότι ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 5 είχε κατά νου αυτή την πραγματικότητα· οπόταν η παραπομπή του στο Άρθρο 63 πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη σ’ εκείνο το μέρος του που δεν ατόνησε, που ρυθμίζει την ηλικία και τα εκλογικά προσόντα των εκλογέων. Η θέση του ενισχύεται, ως υπέβαλε, και από το γεγονός ότι σε κανένα μέρος του Νόμου ή του περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμου του 1980 (Ν.40/80), δεν γίνεται αναφορά σε εκλογικό κατάλογο των μελών της Ελληνικής ή της Τουρκικής κοινότητας.
Το δίκαιο της ανάγκης, υπέβαλε ο κ. Δράκος, παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να διαπιστώσει την ανάγκη εγγραφής του αιτητή στον εκλογικό κατάλογο ακυρώνοντας τη δοθείσα αρνητική απόφαση. Ο κ. Μαρκίδης απάντησε ότι τέτοια εξουσία δεν παρέχεται στο Δικαστήριο. Άσκηση τέτοιας εξουσίας από το Δικαστήριο θα ισοδυναμούσε με την ανάληψη από αυτό νομοθετικής ή ακόμα συντακτικής εξουσίας, εκτός του πεδίου της δικαιοδοσίας του. Εναπόκειται στη νομοθετική εξουσία, ως εισηγήθηκε, η υιοθέτηση μέτρων προς πλήρωση κενού που δημιουργεί η ανάγκη. Ο ρόλος των δικαστικών αρχών περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας τέτοιων μέτρων και της αντιστοιχίας μεταξύ της ανάγκης η οποία διαπιστώνεται και των μέτρων που λαμβάνονται προς αντιμετώπισή της.
Ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι η Κυπριακή Πολιτεία αντιμετωπίζει θέμα παροχής ψήφου σε Τουρκοκύπριους οι οποίοι διαμένουν στις περιοχές που τελούν υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας. Η διαμόρφωση του νομικού καθεστώτος τέτοιου ενδεχομένου τελεί υπό μελέτη. Η προοπτική εισαγωγής νομοθετικών μέτρων προς συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο προσώπων τα οποία ευρίσκονται στη θέση του αιτητή, διευκρίνισε, δεν μεταβάλλει τις παραμέτρους του υφιστάμενου δικαίου, ούτε δικαιολογεί απόκλιση από αυτές.
Εξετάσαμε επισταμένως τις εκατέρωθεν θέσεις με την προσοχή πάντα στραμμένη στην περιφρούρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Κατανοούμε την επιθυμία του αιτητή να μετέχει στα κοινά του τόπου του. Λύσεις ανάγκης έχουν υιοθετηθεί προς αντιμετώπιση των τραγικών συνθηκών της Κύπρου, της επιβουλής κατά της ύπαρξής της και της εισβολής, διαίρεσης και κατοχής μεγάλου μέρους της επικράτειας. Μέτρα ανάγκης έχουν ως λόγο την πλήρωση κενών στη λειτουργία του Συντάγματος, του υπέρτατου νόμου της Δημοκρατίας (Άρθρο 179 του Συντάγματος). Το κριτήριο για τη θεώρηση της νομιμότητας διοικητικών αποφάσεων είναι πάντα το ίδιο – το ισχύον δίκαιο, προέ[*508]χοντος του Συντάγματος.
Το Άρθρο 31 του Συντάγματος προβλέπει:
«Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμοδίας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζη εις οιανδήπτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμο.»
Το δικαίωμα του ψηφίζειν συναρτάται άμεσα με τις κοινοτικές ρυθμίσεις που προβλέπουν τον καταρτισμό ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων και ξεχωριστών εκλογών για την ανάδειξη των αντιπροσώπων της κάθε κοινότητας. Το ιδανικό της δημοκρατίας, ένας άνθρωπος, μια ψήφος όπου διαμένει, δεν παρέχει έρεισμα για την ανάληψη εξουσίας από το Δικαστήριο προς αναμόρφωση του Συντάγματος. Τέτοια αρμοδιότητα δεν μας παρέχεται ούτε μπορεί να διεκδικηθεί τέτοια εξουσία από τις δικαστικές αρχές. Θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα. Καθήκον μας είναι η εφαρμογή του Συντάγματος, του υπέρτατου νόμου της Πολιτείας.
Το Άρθρο 63 εντάσσεται στο Μέρος IV του Συντάγματος, το οποίο διέπει τα περί της Βουλής των Αντιπροσώπων· προβλέπει τον καταρτισμό ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων στον οποίο περιλαμβάνονται τα μέλη εκατέρας των κοινοτήτων. Ο αιτητής ανήκει στην Τουρκική κοινότητα και είναι ένας από το μικρό αριθμό Τουρκοκυπρίων, ο οποίος παραμένει, και λειτουργεί στο μέρος της επικράτειας της Κύπρο υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αποκήρυξη εκ μέρους του αιτητή της Τουρκικής εισβολής και η πίστη του στο δίκαιο δεν μεταβάλλει τη συνισταμένη του Συντάγματος για την ανάδειξη των μελών του νομοθετικού σώματος.
Το άρθρο 5 του Νόμου, θέτει το δικαίωμα του ψηφίζειν υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 63 του Συντάγματος. Αναγνωρίζει ο αιτητής, όπως συνάγεται από την αγόρευση του δικηγόρου του, ότι η επιφύλαξη υπό την οποία τελεί το δικαίωμα του ψηφίζειν στο άρθρο 5, γραμματικά ερμηνευόμενη, αποκλείει τη συμπερίληψη στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται, άλλων από τα μέλη της Ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Εισηγήθηκε όμως ότι η υπό κρίση επιφύλαξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των πραγματικοτήτων της Κύπρου που καθιστούν αδύνατο τον καταρτισμό εκλογικού καταλόγου των μελών της Τουρκικής κοινότητας. Τούτου δοθέντος πρέπει να υποτεθεί ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θεσπίζο[*509]ντας το άρθρο 5 του Νόμου, είχε κατά νου αυτές τις πραγματικότητες και την αδυναμία καταρτισμού εκλογικού καταλόγου των μελών της Τουρκικής κοινότητας. Οπόταν δικαιολογείται η ερμηνεία της επιφύλαξης του άρθρου 5 ως αναφερόμενης μόνο σ’ εκείνες τις πρόνοιες του Άρθρου 63 του Συντάγματος που δεν κατέστησαν ανενεργείς.
Υιοθέτηση της προταθείσας από τον αιτητή ερμηνείας του άρθρου 5 του Νόμου συνεπάγεται την ανάπλαση του κειμένου του. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης ήταν ενήμερος όλων των δεδομένων, σχετικών με τις πραγματικότητες της Κύπρου και επέλεξε να θέσει το δικαίωμα το οποίο εξασφαλίζεται από το άρθρο 5 του Νόμου υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 63, άνευ ετέρου, υποστηρίζει το αντίθετο από την εισήγηση του αιτητή· υποδηλώνει πρόθεση (του νομοθέτη) υπαγωγής του καταρτισμού του εκλογικού καταλόγου στα θέσμια του Άρθρου 63 του Συντάγματος. Από το κείμενο του άρθρου 5 του Νόμου, εξάγεται ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θέσει το δικαίωμα του ψηφίζειν υπό την αίρεση του συνόλου των διατάξεων του Άρθρου 63. Η διαπίστωση αυτή καταρρίπτει τον ισχυρισμό περί του έκνομου της διοικητικής απόφασης η οποία προσβάλλεται.
Το δεύτερο βάθρο στο οποίο στηρίζεται το αίτημα του προσφεύγοντος για ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης είναι το δίκαιο της ανάγκης. Η ανάγκη για τη συμπερίληψή του στον εκλογικό κατάλογο, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, προκύπτει από την αδυναμία καταρτισμού εκλογικού καταλόγου των μελών της Τουρκικής κοινότητας. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα ο κ. Δράκος υπέβαλε ότι δικαιολογείται η συμπερίληψη του αιτητή στον κατάλογο των εκλογέων της Ελληνικής κοινότητας, κάτι το οποίο θα του παράσχει το δικαίωμα να μετέχει ως ψηφοφόρος στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Αυτό δικαιολογείται, από την παραμονή του αιτητή στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία όπου ο ίδιος λειτουργεί με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως και κάθε άλλος πολίτης.
Δεν θα προβούμε σε αναδρομή στα γεγονότα που κατέστησαν αναγκαία την επίκληση του δικαίου της ανάγκης με αφορμή τη θεώρηση της συνταγματικότητας του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64), τα οποία αναφέρονται στη θεμελιακή απόφαση The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim And Others (1964) C.L.R. 195, ή τις τραγικές διαστάσεις που προσέλαβε η ανάγκη διάσωσης του Κράτους μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή μεγάλου τμήματος της Κύπρου, το 1974, και τον εκτοπισμό χιλιάδων ανθρώπων, στις [*510]οποίες γίνεται αναφορά στην Aloupas v. National Bank (1983) 1(A) C.L.R. 55. Όπως υπογραμμίζεται στην τελευταία απόφαση η διαφύλαξη των συνταγματικών θεσμών και η διασφάλιση του κράτους δικαίου, δεν ατονεί ούτε σε καταστάσεις ανάγκης. Ό,τι παρέχει η ανάγκη είναι δικαιϊκό έρεισμα προς υποστύλωση της λειτουργίας του Συντάγματος, εκεί όπου καθίσταται άλλως αδύνατη. Η ύπαρξη της ανάγκης και το δικαιολογημένο των μέτρων τα οποία λαμβάνονται εξ ονόματος των αρχών του δικαίου της ανάγκης, ελέγχονται δικαστικά προς το σκοπό διαπίστωσης του υπαρκτού της ανάγκης και της εξ αντικειμένου αναλογικότητας των μέτρων τα οποία λαμβάνονται προς την ανάγκη.
Η αναλογικότητα μεταξύ της ανάγκης και των μέτρων που λαμβάνονται για αντιμετώπισή της αποτελεί κοινό λόγο των δικαστικών αποφάσεων. (Βλέπε μεταξύ άλλων Makrides and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677· Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245· Kritiotis v. M’ty of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322· Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533.)
Το δίκαιο της ανάγκης, όπως ο όρος υποδηλώνει, η φύση του εξυπακούει και η νομολογία ορίζει, δεν αποβλέπει στην παράκαμψη ή τον παραμερισμό της συνταγματικής τάξης, αλλά στην υποστύλωσή της. (Βλέπε μεταξύ άλλων The Republic v. Nicolaos Sampson (1977) 2 C.L.R. 1.) Το θεσμικό πλαίσιο επίκλησης του δικαίου της ανάγκης εξηγείται και στην Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπρ. (1991)3 Α.Α.Δ. 252.
Η διαπίστωση της ανάγκης την οποία επικαλείται ο αιτητής, και η καθιέρωση μέτρων για την αντιμετώπισή της βάσει του δικαίου της ανάγκης ανάγεται στη νομοθετική εξουσία. Η αρμοδιότητα της δικαστικής λειτουργίας περιορίζεται, εφόσον το θέμα τίθεται ή αναφύεται σε υπόθεση ενώπιον της, στη διαπίστωση της συνταγματικότητας του νόμου, δηλαδή του υπαρκτού της ανάγκης που παρέχει δικαιϊκό έρεισμα προς περιφρούρηση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και την αναλογικότητα των μέτρων προς τη φύση και έκταση της ανάγκης. Δεν απόκειται στη δικαστική εξουσία ούτε η διαπίστωση πρωτογενώς της ανάγκης προς πλήρωση κενών στη λειτουργία των συνταγματικών θέσμιων, ούτε η καθιέρωση μέτρων προς αντιμετώπισή τους που είναι κατ’ ουσία ό,τι επιζητεί με την προσφυγή του ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η�προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο