Χριστοδούλου Κωστάκης Στέλιου ν. Μαρίνας Νεοφύτου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 576

(2001) 3 ΑΑΔ 576

[*576]15 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,

ν.

ΜΑΡΙΝΑΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,

ν.

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ

   ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

4. ΔΗΜΟY ΠΕΓΕΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3087)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσβολή στο ίδιο δικόγραφο περισσότερων της μίας αυτοτελών διοικητικών πράξεων ― Επιτρεπτή εφόσον είναι συναφείς ― Έννοια της συνάφειας ― Συνέπειες μη συνάφειας για το παραδεκτό της προσφυγής.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Απόρριψη αίτησης, λόγω παράλειψης εμφάνισης ― Δεν δημιουργεί δεδικασμένο που εμποδίζει την καταχώρισή της εκ νέου.

Αναθεωρητική Έφεση ― Εξέταση θεμάτων που τέθηκαν πρωτόδικα από τους εφεσείοντες ― Απαραδέκτως προβάλλονται για πρώτη φορά κατ’ έφεση.

Η έφεση στράφηκε κατά της ενδιάμεσης πρωτόδικης απόφασης, με την οποία αποφασίστηκε διαχωρισμός του δικογράφου της αιτήτριας.

[*577]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας με ομόφωνη απόφασή της ως προς το αποτέλεσμα, αλλά με ξεχωριστή απόφαση του Πική Πρ., ως προς το σκεπτικό, αποφάσισε ότι:

1.  Συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.  Όταν οι πράξεις δεν είναι συναφείς η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων.

     Όπως παρατηρεί ο Θ. Τσάτσος, στη μελέτη Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 357, προσβολή δι΄ ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν έχουν σχέση συνάφειας και δεν συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια είναι απαράδεκτοι. Μια τέτοια όμως προσβολή δεν επάγεται ολοσχερή ακυρότητα του δικόγραφου της αίτησης.  Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά αν η δεύτερη πράξη προσβληθεί μεταγενέστερα με χωριστό δικόγραφο πριν την έκδοση απόφασης στην αρχική αίτηση, το εμπρόθεσμο λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αίτησης.

     Βέβαια τα πιο πάνω ισχύουν μόνο αν δεν επέλθει προηγουμένως χωρισμός του δικόγραφου και η προσφυγή προχωρήσει προς εκδίκαση και με τις δύο αιτούμενες θεραπείες.

     Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με το επιχείρημα ότι το εμπρόθεσμο της πρώτης αιτούμενης θεραπείας συνιστά προϋπόθεση του χωρισμού.  Η προθεσμία που τάσσει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και συνεπώς προσφυγή που κατατίθεται μετά την πάροδό της απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Αν υποθετικά η πρώτη θεραπεία είναι εκπρόθεσμη και η δεύτερη εμπρόθεσμη, θα ήταν παράλογο η πρώτη κρινόμενη ως απαράδεκτη και συνεπώς ανύπαρκτη, να παρασύρει σε ακυρότητα και τη δεύτερη θεραπεία η οποία αξιώνεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Προβληματισμοί που ενισχύουν τον πιο πάνω συλλογισμό, εγείρονται και στην περίπτωση που προ της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης ο αιτητής αποσύρει την πρώτη εκπρόθεσμη αιτούμενη θεραπεία.

 

     Αυτά όλα βέβαια δεν επηρεάζουν την τελική κρίση του δικαστηρίου όταν κατά το στάδιο της εκδίκασης θα αποφασίσει κατά πόσο οι δύο, χωριστά τώρα εκδικαζόμενες θεραπείες είναι εμπρόθεσμες ή [*578]όχι.

2.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι η προηγουμένως απορριφθείσα στις 20.10.1999 αίτηση χωρισμού του δικογράφου δεν μπορούσε να θεμελιώσει δεδικασμένο και/ή κώλυμα για επίδικο θέμα (issue estoppel).  Και στο σημείο αυτό το Δικαστήριο συμφωνεί απόλυτα με το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου αφού δεν εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας οποιουδήποτε εγειρόμενου θέματος. Η προηγούμενη αίτηση χωρισμού των δικογράφων απορρίφθηκε γιατί ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν είχε εμφανιστεί στο δικαστήριο έγκαιρα.  Επί του θέματος αρκεί να γίνει αναφορά στο Halsbury’s Laws of England, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 16, παραγρ. 1529 και στην υπόθεση Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100, που επισημαίνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο. 

3.  Τέλος ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία και εσφαλμένα δεν έλαβε υπ’ όψιν την καθυστέρηση των εφτά και πλέον μηνών που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της δεύτερης αίτησης χωρισμού του δικόγραφου, συμπεριφορά που αντιβαίνει στην αρχή της οικονομίας της δίκης και στην καταστρατήγηση του δόγματος των καθυστερήσεων. 

Ο εφεσείων παρέλειψε να εγείρει το συγκεκριμένο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο συνεπώς δεν είχε τη δυνατότητα να το εξετάσει.  Είναι γνωστή η αρχή ότι στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν μπορούν να εγείρονται και εξετάζονται θέματα τα οποία δεν έχουν εγερθεί κατά την πρωτόδικη εκδίκαση.

    

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100,

SCF Finance Co Ltd v. Masri a.o. (No.3) (Masri, garnishee) [1987] 1 All E.R. 194.

Έφεση.

Έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον ενδιάμεσης από[*579]φασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 519/98) ημερομηνίας 21/7/2000 με την οποία διέταξε το χωρισμό του δικογράφου επιτρέποντας στην αιτήτρια να καταχωρίσει προσφυγή κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης σε 45 ημέρες.

Σ. Σαμψών, για τον Εφεσείοντα-Ενδιαφερόμενο μέρος.

Αρ. Κορακίδου, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η πρώτη απόφαση με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτεμίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, θα δοθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη. Η δεύτερη απόφαση θα δοθεί από εμένα. Καταλήγω στο ίδιο αποτέλεσμα για τους λόγους που εκθέτω.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία διαχωρίστηκε το δικόγραφο της αιτήτριας. Aρχικά η προσφυγή στρεφόταν από τη μια εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 22.2.1996 για χορήγηση στο ενδιαφερόμενο μέρος πολεοδομικής άδειας κατά  παρέκκλιση του τοπικού πολεοδομικού σχεδίου και των σχετικών κανονισμών και από την άλλη προσέβαλλε την απόφαση του Δήμου Πέγειας ημερ. 5.3.1997, με την οποία εκδόθηκε καλυπτική άδεια οικοδομής.

Ύστερα από υποβολή ένστασης για προσβολή στο ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελών και μη συναφών διοικητικών πράξεων, η αιτήτρια-εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση χωρισμού του δικόγραφου η οποία όμως απορρίφθηκε λόγω μη έγκαιρης παρουσίας του δικηγόρου της στο δικαστήριο. Στη συνέχεια καταχωρήθηκε νέα αίτηση για χωρισμό του δικόγραφου και έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την καταχώρηση νέας προσφυγής εναντίον της απόφασης για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής από το Δήμο Πέγειας. Αξιωνόταν βέβαια και δήλωση του Δικαστηρίου όπως η καταχώρηση της νέας προσφυγής θεωρηθεί ως εμπρόθεσμη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι προσβαλλόμενες με την προσφυγή διοικητικές πράξεις ήταν αυτοτελείς και δεν είχαν μεταξύ τους οποιαδήποτε συνάφεια. Στη συνέχεια διέταξε το χωρισμό του δικόγραφου, επιτρέποντας στην αιτήτρια να καταχωρήσει μέσα σε 45 μέρες από την απόφαση προσφυγή εναντίον της απόφασης του Δήμου  Πέγειας.  Η υφιστάμενη προσφυγή εναντίον του Δήμου Πέ[*580]γειας, απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της αιτήτριας-εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο διέταξε επίσης όπως  η προσφυγή που θα καταχωρηθεί θα θεωρείται ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο καταχώρησης της αρχικής προσφυγής, δηλαδή την 24.6.1998. Στην περίπτωση που η αιτήτρια θα παρέλειπε να καταχωρήσει νέα προσφυγή μέσα στην οριζόμενη προθεσμία θα εθεωρείτο ότι εγκατέλειπε το δικαίωμά της.

Το ενδιαφερόμενο μέρος εφεσίβαλε την απόφαση. Ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι χωρεί χωρισμός του δικόγραφου και συνεπώς εσφαλμένα προχώρησε και έδωσε σχετικές οδηγίες. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα τόσο η προσφυγή εναντίον των δύο αποφάσεων, όσο και η προσβολή της απόφασης της εξ υπουργών επιτροπής ήταν εκπρόθεσμες και επομένως δεν χωρεί χωρισμός του δικόγραφου, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εκπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής.

Συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 274, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 271). Όταν οι πράξεις δεν είναι συναφείς η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Όπως παρατηρεί ο Θ. Τσάτσος, στη μελέτη Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 357, προσβολή δι’ ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν έχουν σχέση συνάφειας και δεν συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια είναι απαράδεκτοι. Μια τέτοια όμως προσβολή δεν επάγεται ολοσχερή ακυρότητα του δικόγραφου της αίτησης. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά αν η δεύτερη πράξη προσβληθεί μεταγενέστερα με χωριστό δικόγραφο πριν την έκδοση απόφασης στην αρχική αίτηση, το εμπρόθεσμο λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αίτησης (βλέπε επίσης Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 274).

Βέβαια τα πιο πάνω ισχύουν μόνο αν δεν επέλθει προηγουμένως χωρισμός του δικόγραφου και η προσφυγή προχωρήσει προς εκδίκαση και με τις δύο αιτούμενες θεραπείες.

Δεν συμφωνούμε με το επιχείρημα ότι το εμπρόθεσμο της πρώτης [*581]αιτούμενης θεραπείας συνιστά προϋπόθεση του χωρισμού. Η προθεσμία που τάσσει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και συνεπώς προσφυγή που κατατίθεται μετά την πάροδό της απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν υποθετικά η πρώτη θεραπεία είναι εκπρόθεσμη και η δεύτερη εμπρόθεσμη, θα ήταν παράλογο η πρώτη κρινόμενη ως απαράδεκτη και συνεπώς ανύπαρκτη, να παρασύρει σε ακυρότητα και τη δεύτερη θεραπεία η οποία αξιώνεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Προβληματισμοί που ενισχύουν τον πιο πάνω συλλογισμό, εγείρονται και στην περίπτωση που προ της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης ο αιτητής αποσύρει την πρώτη εκπρόθεσμη αιτούμενη θεραπεία. Εξ άλλου, ο κανόνας ότι στην περίπτωση περίληψης δύο μη συναφών θεραπειών στο ίδιο δικόγραφο, το δικόγραφο παραμένει μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων ισχυρό, τέθηκε καθαρά για λόγους πρακτικούς. Όταν δικαστήριο είναι αντιμέτωπο με δύο θεραπείες, από τις οποίες θα πρέπει να εξετάσει μόνο τη μία, θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος επιλογής. Ένας τέτοιος τρόπος ήταν βέβαια η σειρά με την οποία τοποθετήθηκαν οι θεραπείες. Θα ήταν άδικο και εν πολλοίς αντινομικό, αν η θεραπεία την οποία κάποιος αξιώνει από το Δικαστήριο εξαρτιόταν από τη σειρά που υιοθετήθηκε στο δικόγραφο, σειρά που καμιά φορά ακολουθείται εντελώς κατά τύχη.

Αυτά όλα βέβαια δεν επηρεάζουν την τελική κρίση του δικαστηρίου όταν κατά το στάδιο της εκδίκασης θα αποφασίσει κατά πόσο οι δύο, χωριστά τώρα εκδικαζόμενες θεραπείες είναι εμπρόθεσμες ή όχι.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι η προηγουμένως απορριφθείσα στις 20.10.1999 αίτηση χωρισμού του δικογράφου δεν μπορούσε να θεμελιώσει δεδικασμένο και/ή κώλυμα για επίδικο θέμα (issue estoppel). Και στο σημείο αυτό συμφωνούμε απόλυτα με το πρωτόδικο δικαστήριο.  Δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου αφού δεν εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας οποιουδήποτε εγειρόμενου θέματος.  Η προηγούμενη αίτηση χωρισμού των δικογράφων απορρίφθηκε γιατί ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν είχε εμφανιστεί στο δικαστήριο έγκαιρα.  Επί του θέματος αρκεί να γίνει αναφορά στο Halsbury’s Laws of England, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 16, παραγρ. 1529 και στην υπόθεση Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100, που επισημαίνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η αναφορά του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα στην υπόθεση SCF Finance Co Ltd v. Masri and Another (No.3) (Masri, garnishee) [1987] 1 All E.R. 194, δεν προωθεί καθόλου την [*582]υπόθεσή του γιατί τα γεγονότα της ήταν εντελώς διαφορετικά.  Στην περίπτωση εκείνη ο διάδικος είχε θέσει μεν ενώπιον του δικαστηρίου την άποψή του κατά την αίτησή του για παροχή θεραπείας, αλλά δεν συνέχισε το διάβημα και αποδέκτηκε διάταγμα εναντίον του. 

Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ούτε και προκύπτει κώλυμα στην εξέταση της αίτησης λόγω της απόρριψης παρόμοιας αίτησης στις 20.10.1999.

Τέλος ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία και εσφαλμένα δεν έλαβε υπ΄ όψιν την καθυστέρηση των εφτά και πλέον μηνών που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της δεύτερης αίτησης χωρισμού του δικόγραφου, συμπεριφορά που αντιβαίνει στην αρχή της οικονομίας της δίκης και στην καταστρατήγηση του δόγματος των καθυστερήσεων.  Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, είναι άδικο να επιτρέπεται σε διάδικο θεραπεία, όταν με τη συμπεριφορά του και/ή την αμέλειά του έχει απεμπολήσει το συγκεκριμένο δικαίωμά του, ενώ με τη συμπεριφορά του έχει φέρει τον αντίδικό του σε δυσμενή θέση.

Ο εφεσείων παρέλειψε να εγείρει το συγκεκριμένο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο συνεπώς δεν είχε τη δυνατότητα να το εξετάσει.  Είναι γνωστή η αρχή ότι στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν μπορούν να εγείρονται και εξετάζονται θέματα τα οποία δεν έχουν εγερθεί κατά την πρωτόδικη εκδίκαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα τα οποία υπολογίζουμε και επιδικάζουμε στις £500.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το ερώτημα, το οποίο καλούμεθα να απαντήσουμε, προσδιορίζεται με ακρίβεια στην απόφαση του Νικολαϊδη, Δ..  Απολήγει στο ακόλουθο:-

Είναι παραδεκτός ο χωρισμός από προσφυγή αιτήματος για αναθεώρηση δεύτερης απόφασης ή πράξης μη συναφούς προς την απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης θεραπείας, άσχετα από το εμπρόθεσμο της προσβολής της τελευταίας; Με άλλα λόγια, αποτελεί το παραδεκτό της απόφασης, που συνιστά το επίδικο θέμα της πρώτης θεραπείας, προϋπόθεση για τη διάσωση, μέσω χωρισμού, της δεύτερης ή μεταγενέστερης απόφασης που τίθεται προς αναθεώρηση με την ίδια προσφυγή; 

Η διαπίστωση του Νικολαϊδη, Δ., ότι, εφόσον το απαράδεκτο της [*583]αναθεώρησης δεύτερης ή μεταγενέστερης απόφασης ή πράξης, μη συναφούς προς την πρώτη, προκύπτει από δικονομικό κώλυμα, απαντά τους προβληματισμούς μου.  Εφόσον το κώλυμα δεν είναι δικαιοδοτικό και οι φραγμοί, οι οποίοι τίθενται στην αναθεώρηση δεύτερης ή μεταγενέστερης μη συναφούς προς την πρώτη πράξης, είναι δικονομικοί, δεν αναιρείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου. 

Προσφυγή κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης, η οποία απορρέει από την άσκηση διοικητικής ή εκτελεστικής λειτουργίας, είναι δεκτή, εφόσον ασκείται από πρόσωπο, του οποίου θίγεται ευθέως ενεστώς έννομο συμφέρον, μέσα στην τασσόμενη από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προθεσμία των 75 ημερών. 

Σε σειρά αποφάσεων, κρίθηκε ότι δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή κατά περισσότερων της μιας μη συναφών διοικητικών αποφάσεων – (βλ., μεταξύ άλλων, Georghiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 400· Σιμιλλή και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 463· Λόρδος & Αναστασιάδης Λτδ. και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος (1990) 3 Α.Α.Δ. 535· Πολυδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4  Α.Α.Δ. 371· Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, (Ολομέλειας)· Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, (Ολομέλειας)· Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766 (Ολομέλειας)).

Η κυπριακή νομολογία, επί του θέματος, ακολούθησε τους ελληνικούς δικονομικούς κανόνες. Τις ελληνικές δικονομικές ρυθμίσεις ακολούθησε η κυπριακή νομολογία και αναφορικά με τη δυνατότητα χωρισμού δεύτερης ή μεταγενέστερης μη συναφούς προς την πρώτη πράξης, ή απόφασης, ή παράλειψης, η οποία προσβάλλεται με την ίδια προσφυγή, με το ίδιο ένδικο μέσο – (βλ., μεταξύ άλλων, Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), (ανωτέρω), νοουμένου ότι ο χωρισμός συντελείται μέσα στο πλαίσιο της προσφυγής – (βλ. Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 398/92, 30/6/00).

Η δυνατότητα αναθεώρησης περισσότερων της μιας πράξεων με το ίδιο ένδικο μέσο, εφόσον υφίσταται συνάφεια μεταξύ τους, προβλέπεται από το Άρθρο 23 του Προεδρικού Διατάγματος 341/78 – (προγενέστερα Άρθρο 31 Κ. Πολ. Δ). Στην παράγραφο 3 του ιδίου Άρθρου του Προεδρικού Διατάγματος, προβλέπεται και ο χωρισμός μη συναφούς πράξης ή απόφασης, για την οποία επιζητείται δεύτερη θεραπεία αναθεώρησης με το ίδιο ένδικο μέσο – (βλ. Δαγτόγλου - «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», σελ. 283. (Ως προς το προγενέστερο ισχύον δικονομικό πλαίσιο, βλ. Κωνστ. Ν. Γραμμένου - «Δικονομία Διοικητικών Δικαστηρίων» - Ερμηνεία κατ’ Άρθρον – Νο[*584]μολογία – Σχόλια, 1979, σελ. 78.)

Ό,τι προκύπτει, είναι ότι η κυπριακή νομολογία ακολούθησε τους θεσμοθετημένους στην Ελλάδα δικονομικούς κανόνες, ως προς τη συνάφεια, το απαράδεκτο αναθεώρησης με το ίδιο ένδικο μέσο μη συναφών πράξεων και τη δυνατότητα διαχωρισμού τους.

Η θέσπιση διαδικαστικών κανόνων, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που παρέχονται στην κυπριακή Δικαιοσύνη, ανάγεται στις ίδιες τις Δικαστικές Αρχές – (βλ. Άρθρα 135 και 163 του Συντάγματος και τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964, (Ν. 33/64). Στο πλαίσιο αυτής της εξουσίας, ρυθμιστικής της άσκησης των δικαιοδοσιών του δικαστηρίου, εκδόθηκε ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, («Διαδικαστικός Κανονισμός»), ο οποίος διαγράφει τη διαδικασία που ακολουθείται κατά την ενάσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας.

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεν αναφέρονται ευθέως σε κανένα από τα διαδικαστικά σημεία που εξετάζουμε – (συνάφεια, απαράδεκτο θεώρησης περισσότερων της μιας αποφάσεων με το ίδιο ένδικο μέσο και χωρισμός).  Αυτά ρυθμίζονται από τους συμπληρωματικούς διαδικαστικούς κανόνες που εισάγει ο Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού, δηλαδή τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό, ως αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο θέσπισης του Διαδικαστικού Κανονισμού.

Ο Κ.18 προβλέπει:-

«18.  Ο κατά την ημέραν της εκδόσεως του παρόντος Κανονισμού ισχύων εν τη Δημοκρατία περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός θα εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών και εφ’ όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο, εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται εις τον παρόντα Κανονισμόν ή εκτός εάν το Δικαστήριον ή Δικαστής άλλως ήθελεν ορίσει.»

Οι αναλογίες, οι οποίες πρέπει να τηρούνται, είναι εκείνες που ανάγονται στις εγγενείς διαφορές μεταξύ του αντικειμένου της πολιτικής και της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Παράδειγμα εφαρμογής των κανόνων της Πολιτικής Δικονομίας και προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας είναι οι κανόνες που σχετίζονται με τη δικογραφία – (βλ. Κυριακίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 212/95 και 259/95, 31/1/97· [*585]Κοινότης Λυσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537).

Η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι μπορεί να συνενωθούν στην ίδια αγωγή διάφορα (several) αγώγιμα δικαιώματα. Η δίκη ενός ή περισσότερων από αυτά μπορεί να διαχωριστεί, εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι τούτο θα διευκολύνει την εκδίκαση των αντίστοιχων πτυχών της υπόθεσης. Συνεπώς, οι κανόνες, τους οποίους καθιερώνει η Πολιτική Δικονομία, σε σχέση με τη συνένωση περισσότερων του ενός αγώγιμων δικαιωμάτων στην ίδια αγωγή, είναι ακριβώς οι αντίστροφοι από εκείνους τους οποίους υιοθετεί η Ελληνική Δικονομία. Είναι παραδεκτή η έγερση, με την ίδια αγωγή, περισσότερων του ενός αγώγιμων δικαιωμάτων και χωρεί ξεχωριστή δίκη, εφόσον τούτο κρίνεται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενώ στην Ελλάδα ισχύει το αντίθετο – αποκλείεται η έγερση, με το ίδιο ένδικο μέσο, περισσότερων της μιας πράξεων ή αποφάσεων, προς αναθεώρηση, (εκτός εάν υπάρχει συνάφεια), αλλά χωρεί χωρισμός, εφόσον τούτο επιδιωχθεί πριν από συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή πριν την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Οι αναλογίες, οι οποίες ισχύουν, είναι τούτες: Το αγώγιμο δικαίωμα (cause of action) στην πολιτική αγωγή παραλληλίζεται προς τη διοικητική απόφαση, πράξη ή παράλειψη, που αποτελεί το αντικείμενο θεραπείας στην προσφυγή. Βάσει της Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, χωρεί η συνένωση στην ίδια αγωγή περισσότερων του ενός αγώγιμων δικαιωμάτων, προς παροχή θεραπείας. Κατ’ αναλογία, ισχύει το ίδιο και για τη συνένωση περισσότερων της μιας αποφάσεων, προς αναθεώρηση στην ίδια προσφυγή.

Δεν υπάρχει λόγος αρχής ο οποίος να αποκλείει την εφαρμογή της Δ.13, ή δικονομική ανάγκη η οποία να την επιβάλλει. Κατά συνέπεια, τυγχάνει εφαρμογής η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εκτός αν το Δικαστήριο, στην υπό εκδίκαση υπόθεση, διατάξει άλλωσπως. Παρέχεται, δηλαδή, ad hoc ευχέρεια στο Δικαστήριο – Κ.18 – να καθορίσει διαδικασία άλλη από την προβλεπόμενη στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Η επιλογή των δικονομικών κανόνων, που θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα και υιοθετήθηκαν σε σειρά κυπριακών αποφάσεων, μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά σ’ αυτή την πτυχή του Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού.  Η νομολογία επί του θέματος δεν αναιρεί το δικονομικό κανόνα που θέτει ο Κ.18. Απλώς δεν τυγχάνει εφαρμογής, εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε το χωρισμό, καθοδηγούμενο από την υφιστάμενη νομολογία, εκδηλώνοντας τη δική του κρίση για το τι δέον γενέσθαι. Βάσει των κα[*586]νόνων της Ελληνικής Δικονομίας, τους οποίους το Δικαστήριο ακολούθησε, το εκπρόθεσμο της πρώτης απόφασης, που τίθεται προς αναθεώρηση, δεν αναιρεί τη δυνατότητα χωρισμού της δεύτερης ή μεταγενέστερης απόφασης, που τίθεται προς αναθεώρηση με το ίδιο ένδικο μέσο. Κατά συνέπεια, η έφεση είναι απορριπτέα.  Η τύχη της δε θα ήταν διαφορετική, εάν ακολουθείτο η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σ’ εκείνη την περίπτωση, δε θα ανέκυπτε καν ζήτημα χωρισμού.

Για τους λόγους που εξέθεσα, καταλήγω ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και συναινώ στην απόρριψή της, όπως διαλαμβάνεται στην απόφαση του Νικολαΐδη, Δ.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο