Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2001) 3 ΑΑΔ 587

(2001) 3 ΑΑΔ 587

[*587]15 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2728)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ― Ανάγεται στο Δικαστήριο ― Δεν αποτελεί αντικείμενο της προδικασίας.

Αναθεωρητική Έφεση ― Τροποποίηση λόγων έφεσης ― Κανόνας ― Εφόσον εισάγεται νέος λόγος έφεσης, δεν επιτρέπεται ― Νομολογία.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν τροποποίηση των λόγων έφεσης τους για την προσθήκη λόγου έφεσης που αφορούσε στην κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου, επικαλούμενη τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

1.  Κατά πόσο δικαιολογείται, ενδείκνυται, ή επιβάλλεται το Εφετείο να επιληφθεί θέματος αυτεπάγγελτα κρίνεται κατά τη δίκη.  Ως ο όρος «αυτεπάγγελτα» υποδηλώνει, η εξέταση θέματος το οποίο δεν εγείρεται στην έφεση ανάγεται στο ίδιο το Δικαστήριο.  Η προδικασία την οποία καθιερώνει ο περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του πλαισίου της έφεσης και  των συναφών προς την έφεση θεμάτων όπως και την προώθησή τους σε ακρόαση.    όχι όμως θεμάτων τα οποία το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αυτεπάγγελτα και πότε τούτο ενδείκνυται.     

Η θεραπεία η οποία επιδιώκεται με το αιτητικό 1, είναι άγνωστη στο [*588]δίκαιο έξω από το πλαίσιο της προδικασίας και εξ αντικειμένου ανέφικτη η παροχή της. 

2.  Το ενδεχόμενο το Δικαστήριο να επιληφθεί αυτεπάγγελτα του θέματος ή όχι, δεν μεταβάλλει τις παραμέτρους αντιμετώπισης του αιτήματος για τροποποίηση των λόγων έφεσης. Στην υπόθεση Τσαγγαρίδου, όπως και στην παρούσα το αίτημα για τροποποίηση αφορούσε την εισαγωγή νέου λόγου έφεσης προς ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης.  Στην Τσαγγαρίδου το αίτημα απορρίφθηκε για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:

«Ο λόγος έφεσης και το αιτιολογικό, όπως η ζητουμένη τροποποίηση 4.α, είναι λόγος ακυρώσεως που δεν προβλήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία και επεκτείνει σε ανεπίτρεπτη έκταση τη βάση της προσβολής της νομιμότητας, τόσο της κρινόμενης διοικητικής πράξης, όσο και της πρωτόδικης δικαστικής Απόφασης.»

Στην Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 24, επισημάναμε καθοδηγούμενοι από την G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449 (Καμένος σ.26), ότι:

«Η εισαγωγή νέων λόγων έφεσης μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή έφεσης, συνεπαγόμενη την ανάπλασή της, δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή (βλ. G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449). Και στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγησης της καθυστέρησης, δε γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης.  Αποδοχή του θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάπλαση της έφεσης μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την εκπνοή της νενομισμένης προθεσμίας και στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης της καθυστέρησης.»

    

Παρόλο που αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για τροποποίηση των λόγων έφεσης δεν είναι αναπόφευκτα καταλυτική του δικαιώματος αυτού, όπως επισημαίνεται στη P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, αυτό επέρχεται όπου επιχειρείται η ανάπλαση της έφεσης.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τσαγγαρίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 31,

[*589]Τριανταφυλλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,

C.D.Hay Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 238,

Nissis (No.2) v. Republic (1967) 3 C.L.R. 671,

Κυπριανού v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510,

Σαββίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249,

Καμένος v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 24,

G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449,

P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 167/96) ημερομηνίας 21/9/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους για σειρά λόγων, όχι όμως για κακή σύνθεση του οργάνου που έλαβε την απόφαση.

Αχ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες-αιτητές.

Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

Αλ. Λυκούργου με Μ. Σοφοκλέους για Ξ. Κληρίδη, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη, 1, 2, 3, 8, 10-29.

Α. Λυκούργου με Στ. Ασπρόφτα για Α. Λαδά, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 4.

Α. Λυκούργου με Μ. Στυλιανού για Π. Πολυβίου, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη 5 και 7.

Ν. Παπαευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 6.

Α. Λυκούργου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 9.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώ[*590]σει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Με προσφυγή τους της 27ης Φεβρουαρίου 1996, οι εφεσείοντες αξίωσαν την ακύρωση απόφασης των εφεσιβλήτων για σειρά λόγων, όχι όμως για κακή σύνθεση του Σώματος που έλαβε την απόφαση. Για τους λόγους που εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση που δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1998, η προσφυγή απορρίφθηκε. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση της οποίας επιλαμβανόμεθα στο πλαίσιο της προδικασίας που καθιερώθηκε με τον περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Σε αυτό το πλαίσιο υποβλήθηκε αίτηση από τους εφεσείοντες με την οποία εξαιτούνται δύο θεραπείες:

(α)  Διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δικαιούται αυτεπάγγελτα κατά τη δίκη να επιληφθεί του θέματος της κακής σύνθεσης του διοικητικού Σώματος που έλαβε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, προκύπτουσα από την παρουσία κατά  τις συνεδριάσεις του και προσώπων άλλων από τα μέλη του, και

(β)  Τροποποίηση των λόγων έφεσης ώστε να περιληφθεί σ΄ αυτούς και νέος λόγος  έφεσης αναφερόμενος στην κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου, δηλαδή λόγου ακύρωσης της επίδικης διοικητικής απόφασης ο οποίος δεν προβλήθηκε στην προσφυγή τους και κατ΄ επέκταση δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως.

Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν ένσταση και στα δύο αιτήματα.  Αμφισβήτησαν ότι θέμα κακής σύνθεσης, σε αντίθεση προς θέμα κακής συγκρότησης διοικητικού Σώματος μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Επίσης έφεραν ένσταση στην τροποποίηση των λόγων της έφεσης επικαλούμενοι τις σχετικές αρχές της νομολογίας που τείνουν να υποστηρίξουν ότι αντενδείκνυται, (α) η τροποποίηση των λόγων έφεσης  μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την έγερσή της ιδίως, όταν το αντικείμενο της είναι νέος λόγος έφεσης· και (β) η εισαγωγή κατ’ έφεση λόγου ακύρωσης ο οποίος δεν τέθηκε πρωτοδίκως.

Κατά πόσο δικαιολογείται, ενδείκνυται, ή επιβάλλεται το Εφετείο να επιληφθεί θέματος αυτεπάγγελτα κρίνεται κατά τη δίκη.  Ως ο όρος «αυτεπάγγελτα» υποδηλώνει, η εξέταση θέματος το οποίο δεν εγείρεται στην έφεση ανάγεται στο ίδιο το Δικαστήριο.  Η προδικασία την οποία καθιερώνει ο περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του πλαισίου της έφεσης και  των συναφών προς την έφεση θεμάτων όπως και την προώθησή τους σε ακρόαση.    όχι όμως θεμάτων τα οποία το Δικα[*591]στήριο μπορεί να επιληφθεί αυτεπάγγελτα και πότε τούτο ενδείκνυται.    

Η θεραπεία η οποία επιδιώκεται με το αιτητικό 1, είναι άγνωστη στο δίκαιο έξω από το πλαίσιο της προδικασίας και εξ αντικειμένου ανέφικτη η παροχή της. Αυτονόητο είναι ότι δεν θα πραγματευθούμε πότε είναι παραδεκτή η εξέταση θέματος αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

Στη Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 31, οι αιτήτριες επεδίωξαν την τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης θέτοντας για πρώτη φορά λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν υποβλήθηκε πρωτοδίκως. Οι εφεσείουσες παράλληλα υπέβαλαν  ότι ο λόγος για τον οποίο επιδιωκόταν η τροποποίηση αφορούσε θέμα το οποίο το Δικαστήριο μπορούσε να επιληφθεί αυτεπάγγελτα. Το ρητορικό ερώτημα του Δικαστηρίου  «ποία η χρειά της τροποποίησης», το θέσαμε και εμείς στο δικηγόρο των εφεσειόντων.  Απάντησε ότι η τροποποίηση αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν ήθελε επιληφθεί  του θέματος αυτεπάγγελτα. Το βέβαιο είναι ότι το ενδεχόμενο το Δικαστήριο να επιληφθεί αυτεπάγγελτα του θέματος ή όχι, δεν μεταβάλλει τις παραμέτρους αντιμετώπισης του αιτήματος για τροποποίηση των λόγων έφεσης. Στην υπόθεση Τσαγγαρίδου, όπως και στην παρούσα το αίτημα για τροποποίηση αφορούσε την εισαγωγή νέου λόγου έφεσης προς ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης. Στην Τσαγγαρίδου το αίτημα απορρίφθηκε για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:

«Ο λόγος έφεσης και το αιτιολογικό, όπως η ζητουμένη τροποποίηση 4.α, είναι λόγος ακυρώσεως που δεν προβλήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία και επεκτείνει σε ανεπίτρεπτη έκταση τη βάση της προσβολής της νομιμότητας, τόσο της κρινόμενης διοικητικής πράξης, όσο και της πρωτόδικης δικαστικής Απόφασης.»

(Η απόφαση της Ολομέλειας δόθηκε από το Στυλιανίδη, Π.)

Ενωρίτερα στην Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, η Ολομέλεια επεσήμανε ότι η επανεξέταση η οποία διενεργείται κατ’ έφεση στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας έχει ως βάθρο τα επίδικα θέματα της προσφυγής σε όση έκταση τίθενται προς επανεξέταση με τους λόγους έφεσης.

Στην προγενέστερη απόφαση C.D.Hay Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 238, 241, η Ολομέλεια διαπίστωσε, ακολουθώντας τη Nissis (No.2) v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 671, ότι:

[*592]«... Η έγερση κατ’ έφεση λόγου για ακύρωση της επίδικης πράξης, που δεν ηγέρθη κατά την ακρόαση της προσφυγής, είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον έχει επιστρωθεί με τα ευρήματα του δικαστηρίου το πραγματικό υπόβαθρο ώστε να καθίσταται δυνατή η διερεύνηση του θέματος.»

Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται και στην Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510.  (Βλέπε επίσης Σαββίδης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1993)3 Α.Α.Δ. 249.) Στην Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 24, επισημάναμε καθοδηγούμενοι από την G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449, (Καμένος σ.26), ότι:

«Η εισαγωγή νέων λόγων έφεσης μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή έφεσης, συνεπαγόμενη την ανάπλασή της, δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή (βλ. G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449). Και στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγησης της καθυστέρησης, δε γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης.  Αποδοχή του θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάπλαση της έφεσης μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την εκπνοή της νενομισμένης προθεσμίας και στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης της καθυστέρησης.»

Παρόλο που αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για τροποποίηση των λόγων έφεσης δεν είναι αναπόφευκτα καταλυτική του δικαιώματος αυτού, όπως επισημαίνεται στη P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, αυτό επέρχεται όπου επιχειρείται η ανάπλαση της έφεσης.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο