Κυπριακή Δημοκρατία ν. Δαυΐδ Γεωργίου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 603

(2001) 3 ΑΑΔ 603

[*603]21 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2779)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Εφεσείοντες-Καθ’ων η αίτηση,

ν.

ΔΑΥΙΔ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2780)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ων η αίτηση,

ν.

1. ΙΟΥΛΙΑΣ ΚΑΖΕΠΗ,

2. ΘΕΟΓΝ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ KHOO,

3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΛΑΗ,

4. ΛΟΥΚΙΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ-ΛΟΪΖΙΑ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

 

 

[*604](Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2814)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

ΚΩΣΤΑ ΚΟΚΚΑΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2905)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσείοντες-Καθ’ων η αίτηση,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2779, 2780, 2814, 2905)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αντικατάσταση τίτλου και κλίμακας θέσεων, βάσει του περί Προϋπολογισμού Νόμου ― Παράλειψη απόδοσης των ωφελημάτων αποτελεί παράλειψη ωφειλόμενης ενέργειας ― Δεν επρόκειτο για νέα θέση ώστε να απαιτείται έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Αφορούν μόνο ζητήματα που εγέρθηκαν πρωτόδικα.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία κρίθηκε άκυρη η παράλειψή τους να αποδώσουν στους εφεσίβλητους τα ωφελήματα από την αναβάθμιση των θέσεών τους σε νέα κλίμακα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφε[*605]ση, αποφάσισε ότι:

1.  Το βασικό ερώτημα που εγέρθηκε ήταν κατά πόσο ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 είχε καταργήσει υφιστάμενες θέσεις και δημιουργήσει νέες που απαιτούσαν την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας ή απλώς είχε προβεί στην αντικατάσταση ήδη υφιστάμενων θέσεων. 

     Η θέση των πρωτόδικων δικαστηρίων και στις τέσσερις περιπτώσεις ήταν η ίδια.  Ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις κλίμακες των ήδη υφιστάμενων θέσεων.  Με την εφαρμογή του Νόμου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωμάτων που είχαν δημιουργηθεί και η καθυστέρηση της διοίκησης συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

     Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά τις διάφορες εισηγήσεις που υποβλήθηκαν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Από τη φρασεολογία του Νόμου 8(ΙΙ)/96 φαίνεται ότι ο Νόμος δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις Κλίμακες ήδη υφιστάμενων θέσεων.  Η διαφοροποίηση που επήλθε στον τίτλο και στη μισθοδοσία δεν επέβαλλε την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας.  Με την εφαρμογή του Νόμου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωμάτων στους δικαιούχους.  Η αντίληψη της Διοίκησης ότι θα έπρεπε να εγκριθούν νέα σχέδια υπηρεσίας είναι λανθασμένη.  Η πιο πάνω εκτίμηση σε συνδυασμό με τη σχετική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η στάση της Διοίκησης συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

     Αναφορικά με το συσχετισμό του Άρθρου 27 του Νόμου 1/90 το Δικαστήριο επικροτεί την πρωτόδικη απόφαση ότι το πιο πάνω άρθρο δεν μπορεί να συνδεθεί με τις πρόνοιες του Νόμου 8(ΙΙ)/96.  Και τούτο γιατί, όπως ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Άρθρο 27 προβλέπει τα γενικά καθήκοντα και τις ευθύνες μιας υπό πλήρωση θέσης.  Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι κατείχαν ήδη τις θέσεις για τις οποίες ίσχυαν συγκεκριμένα Σχέδια Υπηρεσίας.

2.  Η εισήγηση ότι αν, σύμφωνα με την ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την ένταξη των εφεσιβλήτων στις νέες κλίμακες που έχουν δημιουργηθεί, μια τέτοια ενέργεια θα είναι αντισυνταγματική αφού στην πραγματικότητα οι προαγωγές θα γίνονται από τη Βουλή, δεν μπορεί να εξεταστεί στο στάδιο της έφεσης αφού δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα.  Η επανεξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο [*606]της νομιμότητας της επίδικης απόφασης διεξάγεται πάνω στα σημεία που προβλήθηκαν με την προσφυγή και σε θέματα δημόσιας τάξης που μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.  Ένα τέτοιο θέμα δεν εγείρεται στην παρούσα διαδικασία και η εισήγηση των εφεσειόντων για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα εξέτασης.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 245/97) ημερομηνίας 23/12/99 με την οποία αποδέχθηκε τις προσφυγές των αιτητών και έκρινε ότι η μη ένταξη των αιτητών στις νέες κλίμακες και η μη απόδοση σ’ αυτούς των νέων τίτλων των θέσεών τους μετά τη ψήφιση του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996, Ν. 8(ΙΙ)/96, συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.

Ο Εφεσίβλητος στην Α.Ε. 2779 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους στις Α.Ε. 2780, Α.Ε. 2814, Α.Ε. 2905.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Και οι τέσσερις εφέσεις αφορούν τις προεκτάσεις της αντικατάστασης των τίτλων και κλιμάκων θέσεων που συμπεριλαμβάνονταν στη δεύτερη στήλη του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (αρ. 8(ΙΙ)/96) με τίτλους και κλίμακες που περιέχονταν στην τέταρτη στήλη του Πίνακα του ίδιου Νόμου. 

Αναθεωρητική Έφεση 2779 (Προσφυγή 245/97)

Ο εφεσίβλητος κατείχε τη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού                3ης Τάξης, Κλίμακα Α4, που ήταν συνδυασμένη με την ομώνυμη θέση της 2ης Τάξης, Κλίμακα Α7. Με την έγκριση του περί Προϋπο[*607]λογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (αρ. 8(ΙΙ)/96), η θέση του Τελωνειακού Λειτουργού 2ης Τάξης (Κλίμακα Α7) και του Τελωνειακού Λειτουργού 3ης Τάξης (Κλίμακες Α2 και Α4) αντικαταστάθηκαν με τη θέση του Τελωνειακού Λειτουργού (Κλίμακες Α2-Α4 και Α7). Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ενημέρωσε σχετικά τον εφεσίβλητο με επιστολή της ημερομηνίας 29/3/96.  Η ουσιώδης ημερομηνία που επηρέαζε από μισθοδοτικής άποψης τον εφεσίβλητο ήταν η 1/12/96.  Ο μισθός του υπολογίστηκε τότε στην Κλίμακα Α4. Ο εφεσίβλητος, αφού είσπραξε το μισθό του υπό διαμαρτυρία καταχώρησε την υπ’ αριθμό 245/97 προσφυγή με την οποία ζητούσε την κήρυξη της παράλειψης των εφεσειόντων να τον εντάξουν στην Κλίμακα Α7 ως άκυρη και ότι η ένταξη του στην Κλίμακα Α7 έπρεπε να είχε γίνει.

Αναθεωρητική Έφεση 2780 (Προσφυγή 692/97)

Οι εφεσίβλητοι κατείχαν τη θέση Εξεταστή Λογαριασμών 3ης Τάξης (Κλίμακα Α4) που ήταν συνδυασμένη με την ομώνυμη θέση της 2ης Τάξης (Κλίμακα Α7).  Με την έγκριση του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (αρ. 8(ΙΙ)/96) η θέση του Εξεταστή Λογαριασμών 2ης Τάξης (Κλίμακα Α7) και Εξεταστή Λογαριασμών 3ης Τάξης (Κλίμακα Α4) αντικαταστάθηκαν με τη θέση Εξεταστή Λογαριασμών (Κλίμακες Α4-Α7) από 16/2/96.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ενημέρωσε σχετικά τους εφεσιβλήτους με επιστολή της ημερομηνίας 14/3/96. Όταν οι τελευταίοι απαίτησαν ανεπιτυχώς την εφαρμογή των προνοιών του πιο πάνω Νόμου, καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 692/97 με την οποία ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ’ων η αίτηση να τους αναβαθμίσουν και/ή να τους εντάξουν στην Κλίμακα Α7 είναι άκυρη και παράνομη και ότι η ένταξη τους στην πιο πάνω κλίμακα έπρεπε να είχε γίνει.

Αναθεωρητική Έφεση 2814 (Προσφυγή 466/97)

Οι εφεσίβλητοι κατείχαν τις θέσεις Τελωνειακού Λειτουργού 2ης Τάξης (Κλίμακα Α7) και 3ης Τάξης (Κλίμακα Α2 και Α4).  Με την έγκριση του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (αρ. 8(ΙΙ)/96) οι θέσεις αντικαταστάθηκαν με εκείνη του Τελωνειακού Λειτουργού (Κλίμακες Α2, Α4 και Α7). Λόγω μη εφαρμογής της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας για την ένταξη των εφεσιβλήτων στις νέες Κλίμακες, οι εφεσίβλητοι με την υπ. αριθμό 466/97 προσφυγή αξίωσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να τους εντάξουν στην Κλίμακα Α7 είναι άκυρη και παράνομη και ότι “έπρεπε να γίνει, να διαταχθεί, ώστε να γίνει”.

[*608]

Αναθεωρητική Έφεση 2905 (Προσφυγή 765/97)

Οι εφεσίβλητοι κατείχαν τη θέση του Βοηθού Φοροθέτη 2ης Τάξης (Κλίμακα Α4). Με την έγκριση του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (αρ. 8(ΙΙ)/96), ο θεσμός των συνδυασμένων θέσεων/τάξεων αντικαστάθηκε με συνδυασμένες κλίμακες.  Ειδικότερα οι συνδυασμένες θέσεις Βοηθού Φοροθέτη 1ης Τάξης (Κλίμακα Α7) και Βοηθού Φοροθέτη 2ης Τάξης (Κλίμακα Α4) αντικαταστάθηκαν με τις θέσεις Βοηθού Φοροθέτη (συνδυασμένες Κλίμακες Α4 και Α7). Η εφαρμογή των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών θα είχε ως αποτέλεσμα την ένταξη των εφεσιβλήτων στην Κλίμακα Α7. Επειδή οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου χωρίς να υπάρξει σχετική ανταπόκριση εκ μέρους των εφεσειόντων, με την υπ’ αριθμό 765/97 προσφυγή, ζήτησαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση των εφεσειόντων (σιωπηρή και/ή ρητή) να τους εντάξουν στην Κλίμακα Α7 είναι άκυρη και παράνομη και ότι η ένταξη τους στην Κλίμακα Α7 “έπρεπε να γίνει να διαταχθεί, ώστε να γίνει”.

Η νομική πλευρά και οι πρωτόδικες αποφάσεις

Η θέση των εφεσειόντων είναι ταυτόσημη και στις τέσσερις περιπτώσεις. Ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 δημιούργησε νέες θέσεις και έτσι η ανέλιξη και ένταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στις νέες συνδυασμένες κλίμακες διέπεται από όρους που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν μέσα σε νέα σχέδια υπηρεσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90. Οι διεργασίες για τον καταρτισμό των νέων σχεδίων υπηρεσίας είχαν αρχίσει, αλλά δεν ολοκληρώθηκαν λόγω διαφόρων προβλημάτων που είχαν προκύψει (όπως π.χ. αναδρομική μισθοδοτική σύνταξη των υπαλλήλων σε δύο διαφορετικές θέσεις από δύο διαφορετικές ημερομηνίες και ονομασίες μερικών από των θέσεων που είχαν δημιουργηθεί με άλλες νομοθετικές πρόνοιες), τα οποία όμως επιλύθηκαν από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και την ΠΑΣΥΔΥ. Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 20/8/97 ενέκρινε τη συμφωνία που προέκυψε και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να υλοποιήσει τη συμφωνία με τροποποίηση των Περί Προϋπολογισμού Νόμων αρ. 8(ΙΙ)/96 και 9(ΙΙ)/97.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το βασικό ερώτημα που εγέρθηκε ήταν κατά πόσο ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 είχε καταργήσει υφιστάμενες θέσεις και δημιουργήσει νέες που απαιτούσαν την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας ή απλώς είχε προβεί στην αντικατάσταση ήδη υφι[*609]στάμενων θέσεων.  

Η θέση των πρωτόδικων δικαστηρίων και στις τέσσερις περιπτώσεις ήταν η ίδια.  Ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις κλίμακες των ήδη υφιστάμενων θέσεων.  Με την εφαρμογή του Νόμου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωμάτων που είχαν δημιουργηθεί και η καθυστέρηση της διοίκησης συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

Οι εφέσεις

Ο κύριος λόγος έφεσης που προβάλλεται και στις τέσσερις εφέσεις είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους της διοίκησης παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

Επιπρόσθετα στην Αναθεωρητική Εφεση 2814 υποβλήθηκε ότι έστω και αν γίνει αποδεκτό το εύρημα ότι υπήρξε μόνο αντικατάσταση του τίτλου και των κλιμάκων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προβεί σε εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι κατείχαν τα από το προηγούμενο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Τελωνειακού Λειτουργού 2ης Τάξης (Κλίμακα Α7) απαιτούμενα προσόντα για τοποθέτηση στην Κλίμακα Α7.

Η ίδια επιπρόσθετη υποβολή έγινε στην Αναθεωρητική Έφεση 2779 όπου υποβλήθηκε ότι αν εξεταζόταν η ένταξη του εφεσιβλήτου στην Κλίμακα Α7 θα φαινόταν ότι αυτός θα έπρεπε να ενταχθεί στην Κλίμακα Α7 στις 18/1/98 και όχι από την 1/12/96.

Στην Αναθεωρητική Έφεση 2905 εκτός από τους λόγους του εσφαλμένου συμπεράσματος ότι υπήρξε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και ότι δεν εξετάστηκαν οι επιπτώσεις της εφαρμογής των όρων του υπάρχοντος σχεδίου υπηρεσίας, υποβλήθηκε επιπρόσθετα ότι αν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προέβαινε στις ενέργειες που είχαν κριθεί ότι αποτελούσαν οφειλόμενη υποχρέωση, θα ενεργούσε αντισυνταγματικά αφού η προαγωγή πρακτικά θα γινόταν από τη Νομοθετική Εξουσία, γεγονός που οδηγεί στην αντισυνταγματικότητα του Νόμου 8(ΙΙ)/96.

Τα άρθρα 2 και 3 του Νόμου 8(ΙΙ)/96 προνοούν ότι,

“2. Ο τίτλος και οι κλίμακες των θέσεων που φαίνονται στη δεύτερη στήλη, των οποίων ο βασικός μισθός περιλαμβάνεται στο εδάφιο του Αρθρου 100 που φαίνεται έναντι των Κεφαλαίων [*610]στην πρώτη στήλη και ο αριθμός των οποίων φαίνεται στην τρίτη στήλη, αντικαθίστανται από τον τίτλο και τις κλίμακες που φαίνονται στην τέταρτη στήλη του Πίνακα.

3. Η φράση “Συνδυασμένες Θέσεις” για τις θέσεις που περιγράφονται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου αντικαθίσταται από τη φράση “Συνδυασμένες Κλίμακες”.”

Το άρθρο 27 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 προνοεί ότι,

“Τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 87.”

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις διάφορες εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Από τη φρασεολογία του Νόμου 8(ΙΙ)/96 φαίνεται ότι ο Νόμος δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις Κλίμακες ήδη υφιστάμενων θέσεων.  Η διαφοροποίηση που επήλθε στον τίτλο και στη μισθοδοσία δεν επέβαλλε την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας.  Με την εφαρμογή του Νόμου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωμάτων στους δικαιούχους.  Η αντίληψη της Διοίκησης ότι θα έπρεπε να εγκριθούν νέα σχέδια υπηρεσίας είναι λανθασμένη.  Η πιο πάνω εκτίμηση σε συνδυασμό με τη σχετική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η στάση της Διοίκησης συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

Αναφορικά με το συσχετισμό του άρθρου 27 του Νόμου 1/90 επικροτούμε την πρωτόδικη απόφαση ότι το πιο πάνω άρθρο δεν μπορεί να συνδεθεί με τις πρόνοιες του Νόμου 8(ΙΙ)/96.  Και τούτο γιατί, όπως ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, το άρθρο 27 προβλέπει τα γενικά καθήκοντα και τις ευθύνες μιας υπό πλήρωση θέσης.  Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι κατείχαν ήδη τις θέσεις για τις οποίες ίσχυαν συγκεκριμένα Σχέδια Υπηρεσίας.

Η εισήγηση ότι αν, σύμφωνα με την ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την ένταξη των εφεσιβλήτων στις νέες κλίμακες που έχουν δημιουργηθεί, μια τέτοια ενέργεια θα είναι αντισυνταγματική αφού στην πραγματικότητα οι προαγωγές θα γίνονται από τη [*611]Βουλή, δεν μπορεί να εξεταστεί στο στάδιο της έφεσης αφού δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα. Η επανεξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης διεξάγεται πάνω στα σημεία που προβλήθηκαν με την προσφυγή και σε θέματα δημόσιας τάξης που μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.  Ενα τέτοιο θέμα δεν εγείρεται στην παρούσα διαδικασία και η εισήγηση των εφεσειόντων για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα εξέτασης. Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και για την εισήγηση ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια έπρεπε να εξετάσουν κατά πόσο οι υποψήφιοι για την ένταξη τους στις νέες κλίμακες τηρούσαν τους όρους των σχεδίων υπηρεσίας.  Το θέμα δεν προβλήθηκε πρωτόδικα και δεν μπορεί να εξετασθεί σε αυτό το στάδιο.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο