Χατζηλουκά Φρόσω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 643

(2001) 3 ΑΑΔ 643

[*643]29 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΡΟΣΩ ΧΑΤΖΗΛΟΥΚΑ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2775)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Παραγνωρίζονται αν δεν συνάδουν με το περιεχόμενο των φακέλων ― Δεν χρειάζεται αναφορά στον κάθε ένα από τους μη συστηνόμενους.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Η επάρκειά της κρίνεται από τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης πράξης.

Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση την ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ., με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί του ιδίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Τα Δικαστήρια θα πρέπει να παραγνωρίζουν συστάσεις που συγκρούονται με το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων. 

     Οι σχετικοί φάκελοι των ενδιαφερόμενων μερών και τα πρακτικά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Στη σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι οι συστάσεις είναι εμπεριστατωμένες, επαρκώς αιτιολογημένες και συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων.  Η έλλειψη αναφοράς από το Διευθυντή σε κάθε ένα από τους υποψηφίους ξεχωριστά δεν μπορεί να μειώσει τη σημασία των συστάσεων.

     Το Δικαστήριο συμφωνεί με την απόφαση του πρωτόδικου Δικα[*644]στηρίου ότι έγινε επαρκής έρευνα από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.  Είχε ενώπιον της και έλαβε υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.  Έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, την αρχαιότητα και την αξία τους σε συνάρτηση προς τη σύσταση του Διευθυντή.

2.  Έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη ότι η ύπαρξη αιτιολογίας εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της επίδικης διοικητικής πράξης.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και τα ουσιώδη στοιχεία όπως αυτά προκύπτουν από τους φακέλους.

     Οι αποφάσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας τόσο για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Κωνσταντινίδη όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους Νικολαΐδη είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένες και συμπληρώνονται από τα στοιχεία των φακέλων σε βαθμό που καθιστούν το δικαστικό έλεγχο εφικτό.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τριανταφυλλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,

Pissas v. Republic (1974) 3 Α.Α.Δ. 476.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 669/96) ημερομηνίας 18/12/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά του διορισμού, κατόπιν επανεξέτασης, του ενδιαφερόμενου μέρους στην θέση Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Ν. Παπαευσταθίου για Τ. Παπαδόπουλο, για την Εφεσείουσα.

Αντ. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Α. Σ.Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει [*645]ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:Η εφεσείουσα και το ενδιαφερόμενο μέρος Λεόντιος Περικλέους, ήσαν μεταξύ των 14 υποψηφίων που αρχικά διεκδικούσαν τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, που καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Η ΕΔΥ διόρισε αρχικά τον Παναγιώτη Σταύρου. Ο διορισμός του όμως ακυρώθηκε στις 21.7.95 από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είχαν καταχωριστεί τότε 4 προσφυγές από ισάριθμους αιτητές, μεταξύ αυτών η εφεσείουσα και το ενδιαφ.μέρος. Η ΕΔΥ, σε συμμόρφωση με τη δικαστική απόφαση, επανεξέτασε το ζήτημα. Αποφάσισε και διόρισε το ενδιαφ.μέρος, Λεόντιο Περικλέους. 

Η εφεσείουσα πρόσβαλε ανεπιτυχώς τη νέα απόφαση της ΕΔΥ.  Μας απασχολεί εδώ η έφεση της. Ο δικηγόρος της παραθέτει στο εφετήριο 6 συνολικά λόγους για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, τους οποίους και αναπτύσσει σε έκταση στη γραπτή του αγόρευση.  Είναι οι ίδιοι λόγοι που προτάθηκαν και ενώπιον του συναδέλφου που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή.  Δεν θα τους συζητήσουμε με τη σειρά που έχουν αναπτυχθεί ενώπιον μας.  Θα ασχοληθούμε με τις εισηγήσεις του ανάλογα με τη ροή της δικής μας σκέψης.  Ελπίζουμε να καλύψουμε όλα τα ζητήματα που έχουν παρουσιαστεί.  Θα πρέπει αμέσως να πούμε πως συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση, στην οποία γίνεται λεπτομερής συζήτηση όλων των σημείων που ήγειρε ο δικηγόρος της εφεσείουσας.Η βασική και γενική εισήγηση του είναι πως η εφεσείουσα υπερέχει έκδηλα έναντι του ενδιαφερ.μέρους και η απόφαση, ως εκ τούτου, της ΕΔΥ δεν ήταν εφικτή.  Υπέβαλε ειδικότερα πως η εφεσείουσα υπερέχει του ενδιαφ. μέρους και στα τρία θεσμοθετημένα από το Νόμο (Ν.1/90), κριτήρια δηλαδή αξία, προσόντα και αρχαιότητα.  Αναφορικά με την αξία ισχυρίστηκε πως τα τελευταία έξι χρόνια 1985-91 η εφεσείουσα υπερέχει.  Η ΕΔΥ όμως για να παρακάμψει αυτό το δεδομένο, συνεχίζει ο ισχυρισμός, πήγε τρία χρόνια πίσω, 1981-84, στα οποία πράγματι το ενδιαφ.μέρος υπερέχει ελαφρά της εφεσείουσας.  Οι αξιολογήσεις όμως που έχουν σημασία, υπέβαλε ο συνήγορος, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι οι πιο πρόσφατες.  Σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα υπέβαλε, και τούτο είναι ορθό, πως η εφεσείουσα έχει διδακτορικό δίπλωμα, προσόν που δεν διαθέτει το ενδιαφερ. μέρος.  Η αρχαιότητα της, και τούτο είναι επίσης ορθό, ανάγεται στη μισθολογική κλίμακα.  Η ίδια βρισκόταν στην κλίμακα Α11-12, ενώ το ενδιαφ.μέρος  Α11. 

Η πιο πάνω γενική εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, ότι [*646]δηλαδή η εφεσείουσα αποδεικνύεται ως έκδηλα υπερέχουσα του ενδιαφ.μέρους, είναι,  κατά τη δική μας γνώμη, εσφαλμένη.

Από έλεγχο των υπηρεσιακών εκθέσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και από εμάς, διαπιστώνεται πως από το 1981 το ενδιαφερ. μέρος υπερέχει συνολικά, έστω ελαφρά, σε αξία της εφεσείουσας. Η ΕΔΥ επισημαίνει, και λαμβάνει υπόψη,  τα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα της εφεσείουσας, διδακτορικό στην τεχνολογία τροφίμων.  Ορθά όμως παρατηρεί πως τούτο δεν είχε ουσιαστική σημασία γιατί το θέμα του δεν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  Σημειώνει επίσης και την αρχαιότητα της εφεσείουσας, που, όπως είπαμε πιο πάνω, βασίζεται, στη ψηλότερη μισθολογική κλίμακα στην οποία βρισκόταν.  Να παρεμβάλουμε εδώ το σχετικό ισχυρισμό που πρόβαλε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, με αναφορά στο  πρακτικό όπου η ΕΔΥ είπε τα εξής:  «δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, δεδομένου ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε ό,τι αφορά την αξία και λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών εκθέσεων από το 1981 ο Περικλέους συνολικά υπερέχει, κατέχει δυο πρώτα πτυχία στην Γεωπονία και Οικονομικά .....»  Η πλειοψηφία της Επιτροπής έκρινε πως ο Περικλέους υπερείχε γενικά. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας απομόνωσε από το πιο πάνω πρακτικό τη φράση: «δεν είναι ουσιαστικής σημασίας», για να εισηγηθεί πως η ΕΔΥ με αυτή την προσέγγιση παραβίασε τα θεσμοθετημένα από το Νόμο κριτήρια που είναι η αξία, προσόντα και αρχαιότητα.  Δεν μπορεί, λέει, να θεωρεί ένα απ΄αυτά πως δεν έχει ουσιαστική σημασία. 

Έχουμε τη γνώμη πως δεν είναι ορθή η ερμηνεία που προσπάθησε να δώσει στην προσέγγιση της ΕΔΥ ο δικηγόρος της εφεσείουσας.  Αν διαβαστεί η σχετική παράγραφος στο σύνολο της θα διαπιστωθεί πως η θέση της Ε.Δ.Υ., όπως καταγράφεται στο πρακτικό, είναι πως το ενδιαφ.μέρος υπερέχει σε αξία, για τους λόγους που εξήγησε, και η αρχαιότητα της εφεσείουσας, που αναγόταν στην ψηλότερη μισθολογική της κλίμακα, δεν είχε ουσιαστική σημασία.  Η φράση «ουσιαστική σημασία» αναφέρεται στη φύση της αρχαιότητας, δηλαδή τη ψηλότερη μισθολογική κλίμακα.

Το ενδιαφερ.μέρος όμως είχε υπέρ του τη σύσταση του διευθυντή και την καλύτερη επίδοση στις συνεντεύξεις ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Δεδομένου δε ότι η θέση είναι υψηλόβαθμη τα στοιχεία αυτά αποκτούν μεγαλύτερη σημασία.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ αποφάσισαν, και ήταν μέ[*647]σα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας,  να προσδώσουν ιδιαίτερη σημασία στην εκτενέστερη και ευρύτερη πείρα που ήταν άμεσα σχετική με τις απαιτήσεις της θέσης.  Και αυτή την υπέρτερη πείρα διέθετε αναμφισβήτητα το ενδιαφ.μέρος. Ένα άλλο, αλλά συναφές με το ζήτημα αυτό, επιχείρημα του δικηγόρου της εφεσείουσας ήταν πως το πλεονέκτημα που είχε το ενδιαφ.μέρος, βάσει της παραγρ.5 των σχεδίων υπηρεσίας που αφορά σε πείρα, μέτρησε και για δεύτερη φορά ως κριτήριο υπέρτερης πείρας.  Είναι γεγονός πως το ενδιαφ.μέρος είχε το πλεονέκτημα  λόγω της πείρας του σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε δημόσια θέση.  Το πλεονέκτημα όμως αυτό, δίδει σ΄αυτόν που το διαθέτει προβάδισμα έναντι άλλων που δεν το έχουν.  Δεν είναι ένα από τα απαιτούμενα προσόντα.  Επομένως η ποιότητα και το περιεχόμενο του πλεονεκτήματος λαμβάνεται υπόψη.  Εξ΄άλλου και η ίδια η εφεσείουσα, που έχει το άλλο σκέλος του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος της παραγρ.5, διδακτορικό δίπλωμα, εισηγείται πως τούτο την καθιστούσε υπέρτερη σε προσόντα έναντι του ενδιαφερ.μέρους, κάτι που δέχθηκε η Ε.Δ.Υ.

Η υπέρ του ενδιαφ.μέρους σύσταση του διευθυντή δεν αιτιολογήθηκε, αλλά τέτοια αιτιολόγηση δεν επιβάλλεται από το Νόμο, δεδομένου όι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και η διαδικασία, που καθορίζεται στο άρθρο 34(α) του Ν.1/90, δεν απαιτεί κάτι τέτοιο.  Μολονότι, όπως διαπίστωσε και πρωτοδίκως ο συνάδελφος μας, η σύσταση του διευθυντή συνάδει με τα αντικειμενικά στοιχεία όπως αυτά ήσαν ενώπιον της Επιτροπής.

Τέλος, ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε πως ήταν ανεπίτρεπτη η επίδικη κρίση της ΕΔΥ γιατί είναι αντίθετη με την προηγηθείσα, εφόσο και οι δυο διαδικασίες βασίζονταν στα ίδια αντικειμενικά δεδομένα.  Κατά το συνήγορο η ΕΔΥ δεσμευόταν με την πρώτη αξιολόγηση της, στο μέρος της που έμενε άθικτο από την ακυρωτική απόφαση.  Η προσέγγιση αυτή είναι νομικά λαθεμένη.  Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση. Το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση.  Να παραθέσουμε σχετική περικοπή από απόφαση που μόλις έχουμε εκδώσει στην Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639.

«Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ’ αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Όταν δε το διοικητικό όργανο επανε[*648]ξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Σ’ αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία  που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι: η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας.»

Η έφεση απορρίπτεται με ΛΚ.400 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και ΛΚ.400 έξοδα υπέρ του ενδιαφ.μέρους.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο