Latonia Estate Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672

(2001) 3 ΑΑΔ 672

[*672]13 Ιουλίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2831)

LATOMIA ESTATE LTD.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ/Η

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2832)

EPCO (CYPRUS) LTD.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ/Ή

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2840)

1. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΣΑΠΗ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ,

3. ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ,

4. ΑΡΤΕΜΙΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

[*673]ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2831, 2832, 2840)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα ― Απαλλοτρίωση ιδιωτικής γης αντί κρατικής κρίθηκε εύλογη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δεν απαιτείτο οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου μετά τις ενστάσεις ― Η υπό απαλλοτρίωση γη είχε υποδειχθεί στο Τοπικό Σχέδιο.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ανάγκη ύπαρξης συγκεκριμένης μελέτης ― Ισχυρισμός έλλειψης τέτοιας μελέτης, υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ανέφικτος Σκοπός ― Τέτοιος ισχυρισμός λόγω απαλλοτρίωσης μεγάλης έκτασης σε νεκρή ζώνη απορρίφθηκε ― Περιστάσεις που αφορούσαν στο έργο επί της νεκρής ζώνης.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Αιτιολογία ― Δεν απαιτείται να περιέχεται εκτενής αιτιολογία στο Διάταγμα ― Συμπληρώθηκε από τον όγκο των εγγράφων και σχεδίων.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι Έφεσης ― Θέματα που απασχόλησαν και εξετάστηκαν πρωτόδικα.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πρέπει να εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αίτησης ― Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση του Δικατάγματος Απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*674]1.      Η παράθεση των σχετικών στοιχείων που οδήγησαν στην απαλλοτρίωση της ιδιωτικής περιουσίας καταδεικνύει ότι η σχετική απόφαση ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και διαπίστωσης της ανάγκης απαλλοτρίωσης της ιδιωτικής γης αφού εξετάστηκαν οι υπόλοιπες υπαλλακτικές λύσεις που προσφέρονταν. Η εισήγηση των εφεσειουσών απορρίπτεται.

2.  Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η σχετική Υπουργική απόφαση για απαλλοτριώσεις αποτελεί κατάχρηση εξουσίας αφού λήφθηκε προτού εξετασθούν οι ενστάσεις που αφορούσαν το Τοπικό Σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο προέβηκε στην έκδοση των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. 

     Η εισήγηση αυτή των εφεσειουσών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Αρχικά το 1990 προβλέφθηκε η χωροθέτηση του Πανεπιστημίου στο χώρο του ΒΜΗ.  Το μερικά τροποποιημένο σχέδιο του 1992 προέβλεπε την προοπτική ανέγερσης του Πανεπιστημίου στην Αθαλάσσα, αλλά οι πολεοδομικές ζώνες δεν τροποποιήθηκαν, αφού οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την επηρεαζόμενη ιδιωτική γη και οι ενστάσεις δεν είχαν ακόμα εξετασθεί.  Το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας πήρε την τελική συνολική του μορφή τον Οκτώβριο του 1994, μέσα στο οποίο περιλαμβανόταν και η συγκεκριμένη έκταση γης που θα αποτελούσε το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης.  Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το Τοπικό Σχέδιο δεν μπορούσε να τροποποιηθεί αφού δεν είχε συμπληρωθεί η διαδικασία της εξέτασης των ενστάσεων κατά του Τοπικού Σχεδίου.

3.  Οι εφεσείουσες υπέβαλαν ότι δεν υπήρξε “συγκεκριμένη μελέτη και/ή σχέδιο και/ή σκέψεις που να αφορούν την αξιοποίηση της εν λόγω περιοχής δια σκοπούς του Πανεπιστημίου η οποία αιτιολογούσεν την άμεση ανάγκη δια απαλλοτρίωση της ως είρηται γης”.

     Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν προχωρεί στη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση παρά μόνο αφού προβεί στην εξέταση των σχεδίων του έργου που προσδιορίζουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο διενεργείται η απαλλοτρίωση.  Τα πιο πάνω πλαίσια υπαγορεύουν την ύπαρξη μιας ολοκληρωμένης μελέτης.

     Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι υπήρχαν ενώπιον των εφεσιβλήτων συγκεκριμένα σχέδια και αρχιτεκτονική μελέτη που καθόριζαν με ακρίβεια τις συγκεκριμένες ανάγκες σε άμεση σχέση με το χώρο στον οποίο θα ανεγειρόταν το Πανεπιστήμιο.  Πιο συγκεκριμένα το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως είχε ετοι[*675]μάσει ένα λεπτομερή σχέδιο για την ανάπτυξη της περιοχής που περιείχε το κτιριολογικό πρόγραμμα (όπως αίθουσες διδασκαλίας, χώρους στάθμευσης, χώρους αθλοπαιδιών) και όρους για την προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού ιδεών.  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι αρχικές αυτές εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν με τη συμπλήρωση του Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου.

4.  Οι εφεσείουσες εταιρείες υπέβαλαν επίσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν εφικτός είναι εσφαλμένο γιατί, ολόκληρη η απαλλοτριωθείσα γη βρίσκεται στη νεκρή ζώνη και η αξιοποίηση της είναι αδύνατη.  Με την πιο πάνω εισήγηση οι εφεσείουσες διευκρίνισαν ότι δεν αμφισβητούν την κυριαρχία της Δημοκρατίας, αλλά τη μη δυνατότητα αξιοποίησης της νεκρής ζώνης χωρίς τη συνεννόηση και/ή άδεια των Ηνωμένων Εθνών. 

     Είναι ορθό ότι από τα διάφορα έγγραφα που έχουν κατατεθεί διαφαίνεται ότι η άμεση αξιοποίηση της γης που έχει απαλλοτριωθεί δεν είναι δυνατή γιατί βρίσκεται στη νεκρή ζώνη.  Όμως από τα ίδια έγγραφα προκύπτει ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο μεθόδευσης χρησιμοποίησης της γης ακόμα και στην περίπτωση που η νεκρή ζώνη εξακολουθεί να υφίσταται. 

     Η φαινομενική προσωρινή αδυναμία χρησιμοποίησης ολόκληρου του απαλλοτριωθέντος χώρου δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. Το μεγαλύτερο μέρος της γης που έχει απαλλοτριωθεί θα χρησιμοποιηθεί ως φυσικό περιβάλλον και όχι για τις κτιριακές ανάγκες. Η ανέγερση των κτιρίων θα γίνεται κατά στάδια μέσα στα ευρύτερα πλαίσια του προγραμματισμού για την υλοποίηση των σχεδίων που συνθέτουν ένα μεγάλο έργο.

5.  Από το μεγάλο όγκο των στοιχείων που έχουν παρουσιασθεί δημιουργείται ανάγλυφα η εικόνα γιατί προέκυψε η καταφυγή στην απαλλοτρίωση ιδιωτικής αντί κρατικής γης.  Η σχετική αιτιολογία που προκύπτει από τα διάφορα έγγραφα και τις μελέτες που έχουν παρουσιασθεί, παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η πιο πάνω απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

6.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν ασχολήθηκε με την εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί υπήρξε ουσιώδης παρέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στην επιλογή του χώρου που επενήργησε καταλυτικά στις προθέσεις της Διοίκησης, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν περιλήφθηκε στους λόγους που αμφισβήτησαν πρωτόδικα την ορθότη[*676]τα της διοικητικής απόφασης και συνεπώς δεν θα πρέπει να εξεταστεί στην κατ’ έφεση διαδικασία.

     Η εισήγηση των εφεσιβλήτων είναι ορθή.  Το θέμα δεν εγέρθηκε και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα και στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης δεν μπορεί να εξεταστεί.

7.  Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

     Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.  Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης.

     Η εξειδίκευση που προσφέρεται ακολούθως στα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, εκτός από μια αόριστη αναφορά ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης ήταν παράνομο, αναιτιολόγητο και αυθαίρετο αντιβαίνον προς το άρθρο 23 του Συντάγματος, περιορίζεται στο ότι οι εφεσείοντες υπέδειξαν στη Διοίκηση ότι υπήρχαν άλλες ολιγότερο οδυνηρές λύσεις.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μεστάνας κ.ά. v. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185,

Σπύρου v. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών και Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307,

Δημοκρατία v. Δημητριάδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 777,

Δημοκρατία v. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του [*677]Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγών 211/94, 212/94, 402/94), ημερ. 29/4/98 με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειόντων κατά της εγκυρότητας διαταγμάτων απαλλοτρίωσης ακίνητης περιουσίας τους στην περιοχή Αθαλάσσας στη Λευκωσία, για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Π. Λιβέρας με Ρ. Λιβέρα, για τους Εφεσείοντες στις Α.Ε. 2831 και Α.Ε. 2832.

Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 2840.

Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Ελ. Κλεόπα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Και οι τρεις εφέσεις προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειόντων κατά της εγκυρότητας διαταγμάτων απαλλοτρίωσης ακίνητης περιουσίας τους στην περιοχή Αθαλάσσας στη Λευκωσία, για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου.

(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα είναι κοινά και στις τρεις εφέσεις. Αρχικά το Υπουργικό Συμβούλιο στις 9/5/90 ενέκρινε τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου στην περιοχή BMH αντί στην περιοχή Αθαλάσσας, που ήταν οι δύο τελικά επικρατέστεροι χώροι.

Η Βουλή, μετά από σχετική έκθεση της Επιτροπής Παιδείας ενώπιον της οποίας συζητήθηκε το θέμα, υποστήριξε τον Ιανουάριο 1992 την επιλογή της περιοχής Αθαλάσσας αντί της περιοχής του BMΗ. Ακολούθησε το Μάιο 1992 έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως που εισηγείτο την ανέγερση του Πανεπιστημίου στην περιοχή Αθαλάσσας. Τον Ιανουάριο του 1993 το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε Υπουργική Επιτροπή για περαιτέρω μελέτη του θέματος και υποβολή έκθεσης. Η Επιτροπή αφού μελέτησε το θέμα και ενημερώθηκε από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο τον Απρίλιο 1993, την ακύρωση της προηγούμενης απόφασης του για στέγαση του Πανεπιστημίου στο BMH και τη [*678]λήψη απόφασης για τη στέγαση του στην Αθαλάσσα και την αναγκαία απαλλοτρίωση γης για το σκοπό αυτό. Το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε την πιο πάνω εισήγηση τον Απρίλιο του 1993.

Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δημοσιεύτηκε το Μάιο 1993 και προσδιόριζε ότι η απαλλοτρίωση γινόταν για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. Όπως αναφερόταν στη σχετική γνωστοποίηση, η απαλλοτρίωση ήταν αναγκαία “για τη λειτουργική και χωροδομική οργάνωση και τις στεγαστικές ανάγκες του Πανεπιστημίου Κύπρου και για την πολεοδομική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής περιλαμβανομένου του αναγκαίου οδικού δικτύου και των αναγκαίων κοινοτικών διευκολύνσεων.”

Μετά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης υποβλήθηκαν ενστάσεις και έκταση περίπου 62 σκαλών εξαιρέθηκε από το χώρο της απαλλοτρίωσης. Οι υπόλοιπες ενστάσεις, αφού εξετάστηκαν, απορρίφθηκαν το Φεβρουάριο 1994 από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από σχετική εισήγηση της Υπουργού Παιδείας. Ακολούθως το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τα επίδικα διατάγματα απαλλοτρίωσης τα οποία δημοσιεύτηκαν στις 4/3/94.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η τελική απόφαση της Διοίκησης να απαλλοτριώσει και ιδιωτική γη ήταν το αποτέλεσμα εμπεριστατωμένης μελέτης και έρευνας και ότι η προγραμματιζόμενη αξιοποίηση της γης που απαλλοτριώθηκε σε άλλη φάση μετά από μερικά χρόνια ουδόλως επηρεάζει την αμεσότητα και το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης, απέρριψε τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν από τις δύο εφεσείουσες εταιρείες στις προσφυγές 211/94 (Έφεση 2831), 212/94 (Έφεση 2832) και από τους εφεσείοντες στην προσφυγή 402/94 (Έφεση 2840).

(Β) ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΦΕΣΕΙΣ 2831 ΚΑΙ 2832

Οι εφεσείουσες εταιρείες τις εφέσεις 2831 και 2832 ισχυρίζονται ότι

(i)    Υπήρχε άλλη επαρκής και κατάλληλη ακίνητη περιουσία που θα μπορούσε να απαλλοτριωθεί,

(ii)   Η σχετική διοικητική απόφαση αποτελεί κατάχρηση εξουσίας γιατί δεν εξετάστηκαν όλες οι ενστάσεις προτού εκδοθούν τα διατάγματα απαλλοτρίωσης,

(iii)  Η σχετική διοικητική απόφαση ήταν αποτέλεσμα παράβασης [*679]κανόνων χρηστής διοίκησης αφού δεν υπήρξε συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο (Master plan), και

(iv)  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν εφικτός είναι λανθασμένο γιατί ολόκληρη η γη που απαλλοτριώθηκε βρίσκεται στη νεκρή ζώνη.

(i)   Υπήρχε άλλη επαρκής και κατάλληλη γη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης

Οι εφεσείουσες πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι υπήρχε άλλη επαρκής κρατική ακίνητη περιουσία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί εκείνης των εφεσειουσών, έστω και αν αυτή η λύση μπορούσε να αποδειχθεί επαχθής για τη Διοίκηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια επέμβασης, τονίζοντας ότι από το 1992 υπήρχε σαφής και ολοκληρωμένη άποψη και είχε ετοιμασθεί μελέτη του προτεινόμενου έργου σε συσχετισμό με τον εν λόγω χώρο και σε αναφορά με όλες τις παραμέτρους, καθώς και ότι η περίπτωση αντικατάστασης στο σχεδιασμό του έργου της εν λόγω ιδιωτικής γης με άλλη κρατική ήταν ευθύς εξ αρχής στους προβληματισμούς και στην έρευνα της Διοίκησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έκθεση του Μαΐου 1992 του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, στην οποία αναφέρθηκαν οι λόγοι που επέβαλλαν την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης της ιδιωτικής γης, καθώς και στη δεύτερη έκθεση του εν λόγω Τμήματος του Ιουλίου 1992, στην οποία αναφέρθηκαν τα ίδια.  Αναφορά έγινε επίσης στη νέα έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Μαΐου 1993 για την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης της ιδιωτικής γης που περιλαμβανόταν στον προτεινόμενο χώρο του Πανεπιστημίου.  Το εν λόγω Τμήμα αφού κατέληξε ότι το σύνολο της ιδιωτικής γης ήταν απαραίτητο, εξέτασε ιδιαίτερα τη δυνατότητα αντικατάστασης της ιδιωτικής γης με άλλη κρατική γη στην περιοχή και διεπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αποδεκτό για τους πιο κάτω συγκεκριμένους λόγους:

(α)  Η άλλη κρατική γη εφαπτόταν απότομων κλιτύων υψώματος,

(β)  Στην άλλη κρατική γη υπήρχαν στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς,

(γ)  Η άλλη κρατική γη βρισκόταν έξω από τον πρωτεύοντα δρόμο και η χρήση της θα μετέτρεπε τον πανεπιστημιακό χώρο σε δύσχρηστη ενότητα αφού θα απαιτούσε έργα λειτουργικής [*680]σύνδεσης και θα δείσδυε στον κεντρικό κορμό του πάρκου της Αθαλάσσας,

(δ)  Η ιδιωτική γη προσφερόταν καλύτερα από εδαφολογικής άποψης,

(ε)  Η αφαίρεση της ιδιωτικής γης από το όλο σχέδιο θα είχε σοβαρότερες επιπτώσεις στο οδικό δίκτυο αναφορικά με τις προσβάσεις στο Πανεπιστήμιο.

(στ) Ο ενδεχόμενος περιορισμός που θα προέκυπτε από τη διαθέσιμη γη των 285 σκαλών θα οδηγούσε σε αρχιτεκτονικές λύσεις μεγαλύτερης πυκνότητας και ύψους οικοδομών, που θα ήταν επιθυμητές από περιβαλλοντικής άποψης.

Τα πιο πάνω εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο που αποφάνθηκε, αφού έλαβε υπόψη ότι η απαλλοτρίωση συνιστά στέρηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας του άρθρου 23 του Συντάγματος με τους σχετικούς όρους που επιτρέπουν δεσμεύσεις και περιορισμούς, ότι η εισήγηση των εφεσειουσών δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην πρωτόδικη απόφαση,

“Η τελική απόφαση της διοίκησης να περιλάβει την εν λόγω ιδιωτική γη στο χώρο του Πανεπιστημίου ήταν το αποτέλεσμα όχι μόνο της εμπεριστατωμένης διαπίστωσης της αναγκαιότητας περίληψης της στον όλο σχεδιασμό του έργου αλλά και εξάντλησης κάθε δυνατότητας εναλλακτικής λύσης μετά από μακρά, πλήρη και λεπτομερή μελέτη και έρευνα και ιδιαίτερο προβληματισμό.  Με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα ανεπάρκειας ή πεπλανημένου της έρευνας που να συνιστούσε κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης και να δικαιολογούσε επέμβαση του δικαστηρίου.”

Έχουμε προβεί σε μια αναφορά των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη στη σχετική απόφαση για την απαλλοτρίωση της ιδιωτικής περιουσίας των εφεσειουσών αντί της απαλλοτρίωσης της άλλης προσφερόμενης κρατικής γης.  Η παράθεση των σχετικών στοιχείων που οδήγησαν στην απαλλοτρίωση της ιδιωτικής περιουσίας καταδεικνύει ότι η σχετική απόφαση ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και διαπίστωσης της ανάγκης απαλλοτρίωσης της ιδιωτικής γης αφού εξετάστηκαν οι υπόλοιπες υπαλλακτικές λύσεις που προσφέρονταν. Η εισήγηση των εφεσειουσών απορρίπτεται.

[*681](ii)         Η σχετική διοικητική απόφαση αποτελεί κατάχρηση εξουσίας αφού δεν είχαν εξεταστεί όλες οι ενστάσεις πριν από την έκδοση των διαταγμάτων και τα διατάγματα απαλλοτρίωσης δεν συνάδουν με το τοπικό σχέδιο

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η σχετική Υπουργική απόφαση για απαλλοτριώσεις αποτελεί κατάχρηση εξουσίας αφού λήφθηκε προτού εξετασθούν οι ενστάσεις που αφορούσαν το Τοπικό Σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο προέβηκε στην έκδοση των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης.  Επιπρόσθετα προβλήθηκε η εισήγηση ότι λανθασμένα εκδόθηκαν τα διατάγματα απαλλοτρίωσης αφού η γη χρησιμοποιόταν για γεωργικούς σκοπούς χωρίς να υπάρχουν πολεοδομικές ζώνες.

Η εισήγηση αυτή των εφεσειουσών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Αρχικά το 1990 προβλέφθηκε η χωροθέτηση του Πανεπιστημίου στο χώρο του ΒΜΗ.  Το μερικά τροποποιημένο σχέδιο του 1992 προέβλεπε την προοπτική ανέγερσης του Πανεπιστημίου στην Αθαλάσσα, αλλά οι πολεοδομικές ζώνες δεν τροποποιήθηκαν, αφού οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την επηρεαζόμενη ιδιωτική γη και οι ενστάσεις δεν είχαν ακόμα εξετασθεί.  Το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας πήρε την τελική συνολική του μορφή τον Οκτώβριο του 1994, μέσα στο οποίο περιλαμβανόταν και η συγκεκριμένη έκταση γης που θα αποτελούσε το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης.  Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το Τοπικό Σχέδιο δεν μπορούσε να τροποποιηθεί αφού δεν είχε συμπληρωθεί η διαδικασία της εξέτασης των ενστάσεων κατά του Τοπικού Σχεδίου.

(iii) Η σχετική διοικητική απόφαση παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοίκησης αφού δεν υπήρξε συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο

Οι εφεσείουσες υπέβαλαν ότι δεν υπήρξε “συγκεκριμένη μελέτη και/ή σχέδιο και/ή σκέψεις που να αφορούν την αξιοποίηση της εν λόγω περιοχής δια σκοπούς του Πανεπιστημίου η οποία αιτιολογούσεν την άμεση ανάγκη δια απαλλοτρίωση της ως είρηται γης”.

Είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι η Διοίκηση είχε σαφή εικόνα και θέση ως προς το μέγεθος και τις ανάγκες του Πανεπιστημίου.  Είχε ετοιμασθεί αρχιτεκτονική μελέτη η οποία καθόριζε ακριβώς τις συγκεκριμένες ανάγκες σε σχέση με το χώρο που θα απαλλοτριωνόταν, που συμπεριλάμβανε αίθουσες διδασκαλίας, χώρους στάθμευσης και χώρους αθλοπαιδιών.

[*682]Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν προχωρεί στη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση παρά μόνο αφού προβεί στην εξέταση των σχεδίων του έργου που προσδιορίζουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο διενεργείται η απαλλοτρίωση.  Τα πιο πάνω πλαίσια υπαγορεύουν την ύπαρξη μιας ολοκληρωμένης μελέτης. (Ιδε Μεστάνας και Άλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185 και Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών και Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307.)

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση που προβλήθηκε και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι υπήρχαν ενώπιον των εφεσιβλήτων συγκεκριμένα σχέδια και αρχιτεκτονική μελέτη που καθόριζαν με ακρίβεια τις συγκεκριμένες ανάγκες σε άμεση σχέση με το χώρο στον οποίο θα ανεγειρόταν το Πανεπιστήμιο. Πιο συγκεκριμένα το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως είχε ετοιμάσει ένα λεπτομερή σχέδιο για την ανάπτυξη της περιοχής που περιείχε το κτιριολογικό πρόγραμμα (όπως αίθουσες διδασκαλίας, χώρους στάθμευσης, χώρους αθλοπαιδιών) και όρους για την προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού ιδεών.  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι αρχικές αυτές εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν με τη συμπλήρωση του Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου που περιλάμβανε,

1.  Συνοπτική Μελέτη Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου (Master Plan),

2.  Βασικά Στοιχεία Σχεδιασμού (Planning & Design Report),

3.  Κτιριολογικό πρόγραμμα και Ρυθμό Ανάπτυξης (Academic & Phasing Report),

4.  Μελέτη Εργων Πολιτικής Μηχανικής (Civil Engineering Report),

5.  Κυκλοφοριακή Μελέτη (Traffic Report),

6.  Υπηρεσίες υποδομής (Utilities Report),

7.  Περιβαλλοντική Μελέτη (Environmental Report),

8.  Εξωτερική διαμόρφωση χώρων και τοπιοτέχνηση (Landscape Report),

9.  Μελέτη και ανάλυση κόστους (Cost Report) και

10.  Μελέτη τρόπου οργάνωσης, συντονισμού και υλοποίησης (Implementation Report).

(iv) Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν ήταν εφικτός αφού ολόκληρη η απαλλοτριωθείσα ακίνητη περιουσία βρίσκεται στη νεκρή ζώνη

Οι εφεσείουσες εταιρείες υπέβαλαν επίσης ότι το εύρημα του [*683]πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν εφικτός είναι εσφαλμένο γιατί, ολόκληρη η απαλλοτριωθείσα γη βρίσκεται στη νεκρή ζώνη και η αξιοποίηση της είναι αδύνατη.  Με την πιο πάνω εισήγηση οι εφεσείουσες διευκρίνισαν ότι δεν αμφισβητούν την κυριαρχία της Δημοκρατίας, αλλά τη μη δυνατότητα αξιοποίησης της νεκρής ζώνης χωρίς τη συνεννόηση και/ή άδεια των Ηνωμένων Εθνών. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε σε ενδιάμεση απόφαση του (με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των εφεσειουσών για την προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας ως προς το καθεστώς της νεκρής ζώνης) ότι η κυριαρχία της Δημοκρατίας αναμφίβολα επεκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος της, όπως αυτό καθορίζεται από τη Συνθήκη Εγγύησης και ότι δεν έχει γίνει καμιά εκχώρηση του δικαιώματος αυτού στα Ηνωμένα Εθνη ή στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ.  Οπως έχει προβληθεί από τους εφεσιβλήτους, η ούτω καλούμενη νεκρή ζώνη (buffer zone) καλύπτει τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός των Τουρκικών Δυνάμεων και της Εθνικής Φρουράς της Δημοκρατίας, μέσα στην οποία η Δημοκρατία έχει αποδεχθεί την ύπαρξη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ σε μια προσπάθεια αποτροπής της παραβίασης της κατάπαυσης του πυρός και προώθησης στρατιωτικών κινήσεων.

Είναι ορθό ότι από τα διάφορα έγγραφα που έχουν κατατεθεί διαφαίνεται ότι η άμεση αξιοποίηση της γης που έχει απαλλοτριωθεί δεν είναι δυνατή γιατί βρίσκεται στη νεκρή ζώνη.  Ομως από τα ίδια έγγραφα προκύπτει ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο μεθόδευσης χρησιμοποίησης της γης ακόμα και στην περίπτωση που η νεκρή ζώνη εξακολουθεί να υφίσταται.  Προς αποφυγή δε δυσμενούς διάκρισης για τους ιδιοκτήτες γης στη νεκρή ζώνη έγινε η εισήγηση από τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα να αποκτηθεί η γη μέσα στη νεκρή ζώνη σε τιμές ανάλογες άλλων τεμαχίων εκτός της νεκρής ζώνης.

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση που έχει υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Η φαινομενική προσωρινή αδυναμία χρησιμοποίησης ολόκληρου του απαλλοτριωθέντος χώρου δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. (Ιδε Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίας Δημητριάδου και άλλων (1998) 3 Α.Α.Δ. 777). Το μεγαλύτερο μέρος της γης που έχει απαλλοτριωθεί θα χρησιμοποιηθεί ως φυσικό περιβάλλον και όχι για τις κτιριακές ανάγκες.  Η ανέγερση των κτιρίων θα γίνεται κατά στάδια μέσα στα ευρύτερα πλαίσια του προγραμματισμού για την υλοποίηση των σχεδίων που συνθέτουν ένα μεγάλο έργο.

[*684](Γ) ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ 2840

Προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη γιατί,

(i)   Η σχετική διοικητική απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας,

(ii)  Η σχετική διοικητική απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη,

(iii) Η Βουλή των Αντιπροσώπων επηρέασε τη διοικητική απόφαση για την εκλογή του χώρου,  και

(iv) Οι λόγοι της προσβολής της διοικητικής απόφασης ήταν ορθά διατυπωμένοι και το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προβεί στην εξέταση τους.

(i) Έλλειψη δέουσας έρευνας

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει ως προς το εύρημα ότι υπήρξε επαρκής έρευνα, αφού υπήρχε κρατική γη που μπορούσε εξίσου πρόσφορα να χρησιμοποιηθεί αντί της ιδιωτικής γης.  Ο λόγος αυτός είχε ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στις εφέσεις 2831 και 2832.

(ii) Έλλειψη αιτιολογίας

Έχει υποβληθεί από τους εφεσείοντες ότι από τα σχετικά στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί ουδόλως προκύπτει η απαραίτητη αιτιολογία γιατί να προτιμηθεί ιδιωτική αντί κρατική γη για τις απαλλοτριώσεις που έχουν διενεργηθεί.

Αναφορικά με το θέμα της αιτιολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε νομολογία από την οποία προκύπτει ότι δεν απαιτείται η αιτιολόγηση της απόφασης όπως περιέχεται στην ίδια την απόφαση με την ενσωμάτωση σ’ αυτή του όγκου των στοιχείων που υπήρχαν.

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Από το μεγάλο όγκο των στοιχείων που έχουν παρουσιασθεί δημιουργείται ανάγλυφα η εικόνα γιατί προέκυψε η καταφυγή στην απαλλοτρίωση ιδιωτικής αντί κρατικής γης. Η σχετική αιτιολογία που προκύπτει από τα διάφορα έγγραφα και τις μελέτες που έχουν παρουσιασθεί, [*685]παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η πιο πάνω απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

(iii) Η Βουλή επηρέασε τη λήψη της απόφασης

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν ασχολήθηκε με την εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί υπήρξε ουσιώδης παρέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων στην επιλογή του χώρου που επενήργησε καταλυτικά στις προθέσεις της Διοίκησης, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν περιλήφθηκε στους λόγους που αμφισβήτησαν πρωτόδικα την ορθότητα της διοικητικής απόφασης και συνεπώς δεν θα πρέπει να εξεταστεί στην κατ’ έφεση διαδικασία.

Η εισήγηση των εφεσιβλήτων είναι ορθή.  Το θέμα δεν εγέρθηκε και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα και στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης δεν μπορεί να εξεταστεί.

(iv) Οι λόγοι προσβολής της απόφασης ήταν ορθά διατυπωμένοι

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι εσφαλμένα αποφάσισε ο πρωτόδικος Δικαστής στην προσφυγή 402/94 ότι τα νομικά σημεία ήταν πολύ γενικά διατυπωμένα και δεν εγέρθηκαν δεόντως οι λόγοι ακύρωσης.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει λόγους ακύρωσης διατυπωμένους κατά γενικό τρόπο χωρίς η επέκταση σε λεπτομέρειες να είναι απαραίτητη.  Αντίθετα η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπεστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση πάνω στο θέμα ήταν ορθή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέφερε ότι καμιά διευκρινιστική αναφορά για τους λόγους ακυρότητας δεν προβλήθηκε στα γεγονότα, παρά μόνο η εισήγηση ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί επαρκέστερα με την απαλλοτρίωση άλλης κρατικής γης παρά εκείνης των εφεσειουσών, προχώρησε να εξετάσει τον πιο πάνω λόγο που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου είχε εξειδικευθεί.

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Οπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δι[*686]καστηρίου,

“7. Εκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης.  (Ιδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

Μια προσεκτική εξέταση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίστηκε η προσφυγή δείχνει ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Υπάρχει μια αόριστη αναφορά ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα των αιτητών όπως αυτά διασφαλίζονται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι η απόφαση αντιβαίνει τους Νόμους 15/62, 25/83, 148/85, 84/88, 90/72 και 92(Ι)/92. Η εξειδίκευση που προσφέρεται ακολούθως στα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, εκτός από μια αόριστη αναφορά ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης ήταν παράνομο, αναιτιολόγητο και αυθαίρετο αντιβαίνον προς το άρθρο 23 του Συντάγματος, περιορίζεται στο ότι οι εφεσείοντες υπέδειξαν στη Διοίκηση ότι υπήρχαν άλλες ολιγότερο οδυνηρές λύσεις.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Οι�εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο