Ζαχαριάδης Δημητράκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 722

(2001) 3 ΑΑΔ 722

[*722]18 Ιουλίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2717)

――――――――――――

Ακυρωτική Απόφαση ― Επανεξέταση ― Δεδικασμένο ― Λειτουργικά ευρήματα δεσμευτικά για τη διοίκηση ― Έννοια.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Διαπίστωση ως προς την κατοχή τους ανήκει στη διοίκηση ― Εφόσον η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εύλογη το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― «Μεταπτυχιακό προσόν» ― Έννοια από τη νομολογία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πείρα ― Πείρα υποψηφίου σχετική, που αποκτήθηκε στη δημόσια υπηρεσία, εύλογα λήφθηκε υπόψη, όπως και κάθε άλλη πείρα που θα ήταν σχετική ― Δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας.

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Κρίση περί της καταλληλότητας των υποψηφίων, ανήκει στην ΕΔΥ.

Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

Ο εφεσείων επεδίωξε για τρίτη φορά την ακύρωση της απόφασης διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών, αντί του ιδίου.  Πρωτόδικα, η προσφυγή που στρεφόταν κατά της τρίτης απόφασης, μετά από επανεξέταση, απορρίφθηκε.

[*723]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το κρίσιμο ερώτημα, στην προκείμενη υπόθεση, δεν είναι κατά πόσο η ερμηνεία, η οποία αποδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρώτη ακυρωτική απόφαση (Προσφυγές Αρ. 913/93 και 970/93), ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 34(9) του Ν. 1/90, ήταν ορθή, αλλά κατά πόσο αποφασίστηκε, στο πλαίσιο της επίλυσης των επιδίκων θεμάτων της προσφυγής, ότι το άρθρο αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης Προϊσταμένου Τμήματος, κατηγορία θέσεων, στην οποία ανήκει και η θέση του Διευθυντή Οδικών Μεταφορών.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου, ως προς το εγειρόμενο θέμα, συνιστούσε λειτουργικό εύρημα (operative finding), δεσμευτικό για τη Διοίκηση κατά την επανεξέταση, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί. 

     Τηρουμένων των αναλογιών, σχετικών προς τις διαφορές μεταξύ των επιδίκων θεμάτων της πολιτικής δίκης και εκείνων της αίτησης προς αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, οι αρχές του δεδικασμένου ισχύουν κατά τον ίδιο τρόπο και στα δύο πεδία δικαιοδοσίας. Δεδικασμένο γεννάται από το αποτέλεσμα της δίκης (cause of action estoppel) όσο και από τη λύση επιδίκων θεμάτων προς επίλυση της αντιδικίας ή διαφοράς (issue estoppel).

     Στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτει δεδικασμένο, τόσο από την έκβαση της προσφυγής όσο και από την επίλυση του συγκεκριμένου θέματος από το Δικαστήριο, αναγκαίου προς διαπίστωση του παραδεκτού των συστάσεων του Λειτουργού ο οποίος μετείχε στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, σε αντικατάσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων. 

2.  Η εισήγηση ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη στη δέουσα έρευνα, αναφορικά με τα προσόντα του εφεσείοντος, ή ότι παρέλειψε να τα αξιολογήσει μέσα στο παραδεκτό πλαίσιο των εξουσιών της, δεν είναι ορθή.  Η Ε.Δ.Υ. ήταν πλήρως ενήμερη των προσόντων του εφεσείοντος, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

     Καθώς διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αποτίμηση των προσόντων των υποψηφίων και η αξιολόγησή τους ανάγεται στις εξουσίες του διορίζοντος Σώματος.  Εφόσον η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας, η οποία υιοθετείται, και ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής του είναι εύλογα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει και δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.

[*724]3.      Η απόφαση της Ολομέλειας στη Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414 οριοθετεί την έννοια του μεταπτυχιακού προσόντος.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου, που δόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ., είναι προσδιοριστικό της σημασίας του όρου «μεταπτυχιακό προσόν», εκεί όπου η κατοχή του προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πρόσθετο προσόν:-  (σελ. 420)

     «Έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας.  Η έννοια ‘μεταπτυχιακό προσόν’, που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ’ αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο.  Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών.»

     Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνεται ότι η έρευνα, η οποία διεξήχθη ως προς τη διαπίστωση της υπόστασης του διπλώματος αυτού, ήταν άρτια, ενώ η κατάληξη του Σώματος εντάσσεται μέσα στα όρια της διακριτικής του ευχέρειας.  Κρίνεται ανεδαφικός και αυτός ο λόγος έφεσης.

4.  Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, σε όλες τις εκφάνσεις της, επιβάλλει την ίση μεταχείριση υποψηφίων που διαγωνίζονται για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία, εσωτερικών και εξωτερικών. Η ισότης δεν εξυπακούει και την εξομοίωση των προσόντων ή της πείρας των υποψηφίων, ή την άμβλυνση διαφορών μεταξύ των υποψηφίων στο γνωσιολογικό πεδίο. Η πείρα των υποψηφίων, κτηθείσα εντός ή εκτός της Δημόσιας Υπηρεσίας, αποτιμάται χωρίς διάκριση, με αναφορά στην, εξ αντικειμένου, σημασία της και τις προεκτάσεις που ενέχει για την εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Το γεγονός ότι η πείρα υποψηφίου κτήθηκε εντός της Υπηρεσίας, δεν την εξουδετερώνει ως παράγοντα κρίσης των υποψηφίων, όπως και αντίστροφα, ανάλογη πείρα κτηθείσα εκτός της Υπηρεσίας αποτιμάται με το ίδιο μέτρο. Ό,τι απαιτείται είναι η ισομερής θεώρησή της, ανεξάρτητα από που κτήθηκε.

     Στην προκείμενη περίπτωση, δε σημειώθηκε απόκλιση από τη θέση αυτή. Πείρα σε θέματα οδικών μεταφορών ήταν, εξ αντικειμένου, παράγοντας σχετικός με την πρόγνωση των δυνατοτήτων των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

     Η πείρα, σε συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας, είναι δηλωτική του γνωσιολογικού βάθρου των υποψηφίων.

[*725]5.      Η επιλογή του καλύτερου υποψηφίου είναι, κατά πάντα χρόνο, πρωταρχικό καθήκον του διορίζοντος Σώματος. Κριτής του «ποίος είναι ο καταλληλότερος» είναι το Σώμα στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία επιλογής και διορισμού.  Έργο του Δικαστηρίου είναι να διαπιστώσει αν λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα σε σχέση με τους υποψηφίους και αν αποτιμήθηκαν, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.  Εάν δεν υπάρχει παρασπονδία από το πλαίσιο αυτό, το ερώτημα είναι κατά πόσο η επιλογή ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνεται ότι η επιλογή ήταν, όντως, λογικά εφικτή, οπόταν καταπίπτει και αυτός ο λόγος έφεσης.

6.  Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τα έξοδα και την, κατ’ ισχυρισμό, πλημμελή άσκηση της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.  Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βεβαιώνει ότι παρεχόταν αυτή η ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία ασκήθηκε σύννομα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Tornaris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1292,

Gava v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1391,

Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Piperi a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306,

Στυλιανίδου v. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 124.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 630/97) ημερομηνίας 17/9/98 με την οποία διόρισε αναδρομικά, κατόπιν τρίτης επανεξέτασης, συνεπεία ακυρωτικών αποφάσεων, το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση του Διευθυντή Οδικών Μεταφορών.

Α. Σ. Αγγελίδης με Μ. Παπαδοπούλου, για τον Εφεσείοντα.

[*726]Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Επίδικο θέμα της προσφυγής του εφεσείοντος αποτέλεσε η εγκυρότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων, βάσει της οποίας πληρώθηκε η θέση του Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, με το διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου Ρένου Α. Ιωαννίδη.

Στην απόφαση δόθηκε αναδρομική ισχύς (1/11/1993), εφόσον επρόκειτο για την τρίτη απόφαση που λήφθηκε προς πλήρωση της θέσης. Οι προηγούμενες δύο ακυρώθηκαν σε προσφυγές που άσκησαν ο εφεσείων και τρίτο πρόσωπο, ανθυποψήφιοι του ενδιαφερομένου προσώπου για διορισμό στην επίμαχη θέση. Και στις τρεις περιπτώσεις η Ε.Δ.Υ. επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως τον καλύτερο.

Η πρώτη διοικητική απόφαση ακυρώθηκε στις 31 Οκτωβρίου, 1995, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε σε προσφυγές του εφεσείοντος και του τρίτου προσώπου, (Προσφυγές Αρ. 913/93 και 970/93).  Η απόφαση ακυρώθηκε λόγω της συμμετοχής του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ο οποίος αναπλήρωσε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, του τελευταίου κωλυομένου λόγω συγγένειας προς ένα των υποψηφίων, στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων υπέβαλε συστάσεις για την πλήρωση της θέσης και, παράλληλα, μετείχε στην προφορική εξέταση των υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ.

Και η δεύτερη απόφαση της Ε.Δ.Υ. ακυρώθηκε στις 9 Μαΐου, 1997, σε προσφυγή του εφεσείοντος, ομοδικούντος μετά του τρίτου προσώπου. Η απόφαση ακυρώθηκε, για το λόγο ότι λήφθηκαν υπόψη, κατά την επανεξέταση, τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ., παράνομης εξέτασης, λόγω συμμετοχής σ’ αυτή του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων.

Κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, ακολουθώντας, επί τούτου, την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου.  Περιόρισε τα στοιχεία κρίσεως σ’ εκείνα τα οποία περιέχονται στις αιτήσεις των υποψηφίων [*727]και, στην περίπτωση των υποψηφίων που προήρχοντο από τη Δημόσια Υπηρεσία, στα υπηρεσιακά τους στοιχεία. Μετά από συστάθμιση του συνόλου των δεδομένων ενώπιόν της, η Ε.Δ.Υ. κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ο καταλληλότερος των υποψηφίων και προέβη στο διορισμό του αναδρομικά από την ημερομηνία που το πρώτο πληρώθηκε η θέση.

Το διορίζον Σώμα διαπίστωσε ότι ούτε ο εφεσείων ούτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχαν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετο προσόν.

Το Σώμα προέβη σε αποτίμηση της πείρας και των γνώσεων των υποψηφίων σε θέματα οδικών μεταφορών. Έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερτερούσε σ’ αυτό τον τομέα, γεγονός το οποίο θεώρησε σημαίνον για τον προσδιορισμό των δυνατοτήτων των υποψηφίων να εκπληρώσουν με την, κατά το δυνατό, μεγαλύτερη επιτυχία τα καθήκοντα της θέσης του Διευθυντή Οδικών Μεταφορών.

Ως πρωταρχικό λόγο, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, για την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, ο εφεσείων πρόβαλε την, κατ’ ισχυρισμό, μη συμμόρφωση του διορίζοντος Σώματος με τις διατάξεις του Άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), το οποίο προβλέπει:-

«(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου:

Νοείται περαιτέρω ότι η Επιτροπή μπορεί να μην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό ή προαγωγή.»

Ο Δικαστής, ο οποίος επελήφθη πρωτοδίκως του ζητήματος, έκρινε ότι το θέμα ήταν λελυμένο από την πρώτη ακυρωτική απόφαση, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία θεωρήθηκε καθοριστικό:-

[*728]«.....  Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του Νόμου αλλά το άρθρο 34 το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Αλλ’ εν πάση περιπτώσει, είμαι της γνώμης, ενόψει των συνθηκών της παρούσας υπόθεσης ότι δηλαδή η κενή θέση ήταν θέση Προϊσταμένου του Τμήματος και η εφαρμογή του άρθρου 34(9) όσον αφορά ‘τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος’ καθίσταται ανενεργός.  Δεν καθίσταται αναγκαία η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου πολύ δε περισσότερο η παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου αφού πουθενά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στο Νόμο.»

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος συμφώνησε ότι η θεώρηση του θέματος, κατά την πρώτη ακυρωτική απόφαση, δημιούργησε δεδικασμένο, πλην περιορισμένης εμβέλειας, εκτεινόμενο μόνο στο απαράδεκτο της συμμετοχής του Διευθυντή Αρχαιοτήτων στην πλήρωση της θέσης.  Το δεδικασμένο, το οποίο ανέκυψε, δεν καλύπτει τη συμμετοχή «Προϊσταμένου» σε περιπτώσεις πλήρωσης της θέσης Προϊσταμένου Τμήματος.

Αντίθετη ήταν η άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως υποδεικνύει στην απόφασή του, η συμμετοχή του «Προϊσταμένου» και η υποβολή συστάσεων εκ μέρους του ήταν ένα των επιδίκων θεμάτων, τα οποία το Δικαστήριο επέλυσε με την απόφασή του.  Το παραδεκτό συστάσεων, εκ μέρους Λειτουργού ανώτερου από τον Προϊστάμενο Τμήματος για την πλήρωση θέσης Προϊστάμενου Τμήματος, ήταν ένα από τα επίδικα θέματα.  Αυτό έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο υπό το φως των διαπιστώσεων του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της πρώτης προσφυγής ως προς τα επίδικα θέματά της, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης.  Παραθέτει προς τούτο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρώτη ακυρωτική απόφαση:-

«Ακόμη ο δικηγόρος των αιτητών, αναφέρθηκε στο άρθρο 34(9) του Νόμου, το οποίο απαιτεί σύσταση από συγκεκριμένο λειτουργό, τον Προϊστάμενο του Οικείου Τμήματος.  Εφόσον η κενή θέση ήταν για τη θέση του Προϊσταμένου στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών η σύσταση του άρθρου 34(9) καθώς και η Συμβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 32 δεν έπρεπε να εφαρμοστούν αλλά να παραμείνουν ανενεργά στην υπό εξέταση υπόθεση.»

Το παραδεκτό των συστάσεων από το Διευθυντή του Υπουργείου ή τον αντικαταστάτη του, λόγω του κωλύματός του στην περίπτωση πλήρωσης θέσης Προϊσταμένου ήταν ένα από τα επίδικα θέματα, το [*729]οποίο κρίθηκε ευθέως με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου. Το αιτιολογικό περιέχεται στο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την πρώτη ακυρωτική απόφαση, που μόλις έχουμε παραθέσει.

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το κρίσιμο ερώτημα, στην προκείμενη υπόθεση, δεν είναι κατά πόσο η ερμηνεία, η οποία αποδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρώτη ακυρωτική απόφαση (Προσφυγές Αρ. 913/93 και 970/93), ως προς την ερμηνεία του Άρθρου 34(9) του Ν. 1/90, ήταν ορθή, αλλά κατά πόσο αποφασίστηκε, στο πλαίσιο της επίλυσης των επιδίκων θεμάτων της προσφυγής, ότι το άρθρο αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης Προϊσταμένου Τμήματος, κατηγορία θέσεων, στην οποία ανήκει και η θέση του Διευθυντή Οδικών Μεταφορών. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου, ως προς το εγειρόμενο θέμα, συνιστούσε λειτουργικό εύρημα (operative finding), δεσμευτικό για τη Διοίκηση κατά την επανεξέταση, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί.

Ως προς την εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένου στο πεδίο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, διαφωτιστικές είναι και οι ακόλουθες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου:  Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054· Tornaris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1292· Gava v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1391· Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

Τηρουμένων των αναλογιών, σχετικών προς τις διαφορές μεταξύ των επιδίκων θεμάτων της πολιτικής δίκης και εκείνων της αίτησης προς αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, οι αρχές του δεδικασμένου ισχύουν κατά τον ίδιο τρόπο και στα δύο πεδία δικαιοδοσίας.  Δεδικασμένο γεννάται από το αποτέλεσμα της δίκης (cause of action estoppel) όσο και από τη λύση επιδίκων θεμάτων προς επίλυση της αντιδικίας ή διαφοράς (issue estoppel).

Στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτει δεδικασμένο, τόσο από την έκβαση της προσφυγής όσο και από την επίλυση του συγκεκριμένου θέματος από το Δικαστήριο, αναγκαίου προς διαπίστωση του παραδεκτού των συστάσεων του Λειτουργού ο οποίος μετείχε στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, σε αντικατάσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.

Ο εφεσείων πρόβαλε ακόμα τρεις λόγους έφεσης, αλληλένδετους με αντίστοιχους λόγους ακύρωσης, τους οποίους ήγειρε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς επιτυχία.

[*730]Ο πρώτος αφορά την επάρκεια της έρευνας που είχε διεξαχθεί αναφορικά με τα προσόντα του εφεσείοντος, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ήταν κάτοχος του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετου προσόντος, δηλαδή μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου στους κλάδους Οικονομικών, Νομικής, Δημόσιας Διοίκησης, Διοίκησης Επιχειρήσεων ή Μηχανολογίας.

Το πτυχίο του εφεσείοντος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων καθιστούσε παραδεκτή την υποψηφιότητά του για την πλήρωση της θέσης.

Η εισήγηση ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβη στη δέουσα έρευνα, αναφορικά με τα προσόντα του εφεσείοντος, ή ότι παρέλειψε να τα αξιολογήσει μέσα στο παραδεκτό πλαίσιο των εξουσιών της, δεν είναι ορθή. Η Ε.Δ.Υ. ήταν πλήρως ενήμερη των προσόντων του εφεσείοντος, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εκτός από τον πανεπιστημιακό τίτλο, στον οποίο έχουμε αναφερθεί, ο εφεσείων ήταν κάτοχος των ακόλουθων προσόντων: Diploma in Management του Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου, Associate Member of the British Institute of Management, Fellow of the Institute of Directors.  Τα τελευταία δύο δεν συνιστούσαν ακαδημαϊκά προσόντα.

Η Ε.Δ.Υ. κατέληξε ότι κανένα από αυτά δεν συνιστούσε μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

Καθώς διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αποτίμηση των προσόντων των υποψηφίων και η αξιολόγησή τους ανάγεται στις εξουσίες του διορίζοντος Σώματος. Εφόσον η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας, η οποία υιοθετείται, και ο καθορισμός του πεδίου εφαρμογής του είναι εύλογα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει και δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.  Η απόφαση της Ολομέλειας στη Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414 οριοθετεί την έννοια του μεταπτυχιακού προσόντος. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου, που δόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ., είναι προσδιοριστικό της σημασίας του όρου «μεταπτυχιακό προσόν», εκεί όπου η κατοχή του προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πρόσθετο προσόν:-  (σελ. 420)

«Έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας. Η έννοια ‘μεταπτυχιακό προσόν’, που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ’ αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο.  Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπου[*731]δών.»

Σημειώνουμε ότι μόνο το Δίπλωμα του Κέντρου Παραγωγικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προς διερεύνηση αν αυτό συνιστούσε μεταπτυχιακό προσόν.

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι η έρευνα, η οποία διεξήχθη ως προς τη διαπίστωση της υπόστασης του διπλώματος αυτού, ήταν άρτια, ενώ η κατάληξη του Σώματος εντάσσεται μέσα στα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Κρίνουμε ανεδαφικό και αυτό το λόγο έφεσης.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι ο εφεσείων έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης, σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αναφορά στο γεγονός ότι ο δεύτερος προερχόταν από τις τάξεις της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η αιτιολόγηση του λόγου αυτού εστιάζεται, κατά κύριο λόγο, στη σημασία που αποδόθηκε από το διορίζον Σώμα στην πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου, κτηθείσα στον κλάδο όπου υπηρετούσε, τον Κλάδο Οδικών Μεταφορών. 

Επικαλείται, επίσης, ο εφεσείων και τη νομολογιακή αρχή  ότι δε χωρεί διάκριση μεταξύ υποψηφίων στη Δημόσια Υπηρεσία, που διαγωνίζονται για προαγωγή αναφορικά με τα ιδιαίτερα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται από τη διεύθυνση, εντός του καθορισμένου κύκλου καθηκόντων που διαγράφει το σχέδιο υπηρεσίας.

Το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας είναι, εξ αντικειμένου, άσχετο με τα επίδικα θέματα της έφεσης και δε θα μας απασχολήσει. Θα συγκεντρωθούμε στο πρώτο. Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, σε όλες τις εκφάνσεις της, επιβάλλει την ίση μεταχείριση υποψηφίων που διαγωνίζονται για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία, εσωτερικών και εξωτερικών. Η ισότης δεν εξυπακούει και την εξομοίωση των προσόντων ή της πείρας των υποψηφίων, ή την άμβλυνση διαφορών μεταξύ των υποψηφίων στο γνωσιολογικό πεδίο. Η πείρα των υποψηφίων, κτηθείσα εντός ή εκτός της Δημόσιας Υπηρεσίας, αποτιμάται χωρίς διάκριση, με αναφορά στην, εξ αντικειμένου, σημασία της και τις προεκτάσεις που ενέχει για την εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Το γεγονός ότι η πείρα υποψηφίου κτήθηκε εντός της Υπηρεσίας δεν την εξουδετερώνει ως παράγοντα κρίσης των υποψηφίων, όπως και αντίστροφα, ανάλογη πείρα κτηθείσα εκτός της Υπηρεσίας αποτιμάται με το ίδιο μέτρο. Ό,τι απαιτείται είναι η ισομερής θεώρησή της, ανεξάρτητα από πού κτήθηκε.

[*732]Στην προκείμενη περίπτωση, δε σημειώθηκε απόκλιση από τη θέση αυτή. Πείρα σε θέματα οδικών μεταφορών ήταν, εξ αντικειμένου, παράγοντας σχετικός με την πρόγνωση των δυνατοτήτων των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

Η πείρα, σε συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας, είναι δηλωτική του γνωσιολογικού βάθρου των υποψηφίων – (βλ., μεταξύ άλλων, Piperi and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306).

Και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι γενικός. επικεντρώνεται στην, κατ’ ισχυρισμό, αποτυχία της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει τον καλύτερο, κατά την εισήγηση του εφεσείοντος, υποψήφιο, που ήταν ο ίδιος.

Η επιλογή του καλύτερου υποψηφίου είναι, κατά πάντα χρόνο, πρωταρχικό καθήκον του διορίζοντος Σώματος.  Κριτής του «ποίος είναι ο καταλληλότερος» είναι το Σώμα στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία επιλογής και διορισμού.

Έργο του Δικαστηρίου είναι να διαπιστώσει αν λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα σε σχέση με τους υποψηφίους και αν αποτιμήθηκαν, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Εάν δεν υπάρχει παρασπονδία από το πλαίσιο αυτό, το ερώτημα είναι κατά πόσο η επιλογή ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι η επιλογή ήταν, όντως, λογικά εφικτή, οπόταν καταπίπτει και αυτός ο λόγος έφεσης.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τα έξοδα και την, κατ’ ισχυρισμό, πλημμελή άσκηση της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος. 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βεβαιώνει ότι παρεχόταν αυτή η ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία ασκήθηκε σύννομα – (βλ., μεταξύ άλλων, Στυλιανίδου ν. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 124

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, τα οποία καθορίζονται σε £400,00.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο