(2001) 3 ΑΑΔ 737
[*737]17 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
PUNTING TRANSPORTS LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2822)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Αίτηση θεραπείας/επανεξέτασης προς τον ίδιο τον Έφορο, δεν εξομοιούται με ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Οικονομικών ― Εφόσον η απόφαση του Εφόρου δηλώνει εμμονή στην αρχική απόφαση χωρίς νέα στοιχεία, βεβαιωτική της αρχικής.
Με την έφεσή τους η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση του Εφόρου, ήταν βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η απορριπτική απόφαση στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά απλώς απόφαση βεβαιωτική εκείνης της 27.5.1997.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, η επιστολή της εφεσείουσας, ημερομηνίας 13.6.1997, συνιστούσε ένσταση στη φορολογία, που υποβλήθηκε προς τον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει του Άρθρου 52 του Νόμου, με αποτέλεσμα η απόφαση της 27.5.1997 να απολέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα, η δε νέα απόφαση της 28.7.1997, απορριπτική της ένστασης, να έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
[*738]Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Με την επιστολή της 13.6.1997, η εφεσείουσα απευθύνθηκε στον Έφορο ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσης από τον ίδιο, με σκοπό την «ανάκληση, ακύρωση», όπως αναφέρεται στην επιστολή της 13.6.1997, της βεβαίωσης της 27.5.1997. Η ενέργεια αυτή της εφεσείουσας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την υποβολή ένστασης προς τον Υπουργό Οικονομικών, όπως προβλέπει το Άρθρο 52 του Νόμου. Ήταν μια απλή αίτηση θεραπείας από τον Έφορο. Ο Έφορος επανεξέτασε την υπόθεση στη βάση των σημείων που προβλήθηκαν και, χωρίς να λάβει υπόψη οποιοδήποτε νέο ουσιώδες νομικό ή πραγματικό στοιχείο, αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του της 27.5.1997. Η επιστολή του προς την εφεσείουσα, ημερομηνίας 28.7.1997, δεν ήταν παρά επιβεβαίωση της εμμονής του αυτής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 654/97) ημερομηνίας 29/3/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόρριψης του αιτήματος της ημερ. 13/6/97 για αναθεώρηση της βεβαίωσης φόρου ΦΠΑ ημερομ. 27/5/97.
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ύστερα από έλεγχο στα υποστατικά της εφεσείουσας, που ολοκληρώθηκε στις 27.5.1997, και αφού έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί, για τις περιόδους από 1.1.1994 μέχρι 29.2.1996, ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν παραλείψεις, ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος) προέβη σε βεβαίωση φόρου, για μεν το φόρο εκροών, δυνάμει του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Νόμος 246/90 – ο Νόμος), χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, για δε το φόρο εισροών, δυνάμει [*739]του άρθρου 34(2). Ακολούθως, με επιστολή του ημερομηνίας 27.5.1997, ειδοποίησε την εφεσείουσα ότι όφειλε το συνολικό ποσό των £Κ22.854,03.
Με επιστολή της ημερομηνίας 13.6.1997, που απευθυνόταν προς «ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ – ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ – ΥΠΗΡΕΣΙΑ Φ.Π.Α. – Επαρχιακό Γραφείο – ΛΕΥΚΩΣΙΑ», η εφεσείουσα υπέβαλε «αμφισβήτηση» της βεβαίωσης και, για τους λόγους που πρόβαλε, ζήτησε την ακύρωσή της. Αφού μελέτησε τα σημεία που προβλήθηκαν, όπως και το περιεχόμενο του φακέλου της εφεσείουσας, ο Έφορος, με επιστολή του ημερομηνίας 28.7.1997, πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι, για τους λόγους που εξέθετε, «δεν κατέστη δυνατό να αναθεωρηθεί η βεβαίωση φόρου της 27.5.1997».
Η απόφαση της 28.7.1997 προσβλήθηκε με την προσφυγή η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης. Η απορριπτική απόφαση στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση αλλά, απλώς, απόφαση βεβαιωτική εκείνης της 27.5.1997.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, η επιστολή της εφεσείουσας, ημερομηνίας 13.6.1997, συνιστούσε ένσταση στη φορολογία, που υποβλήθηκε προς τον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει του άρθρου 52 του Νόμου, με αποτέλεσμα η απόφαση της 27.5.1997 να απωλέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα, η δε νέα απόφαση της 28.7.1997, απορριπτική της ένστασης, να έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Με την επιστολή της 13.6.1997, η εφεσείουσα απευθύνθηκε στον Έφορο ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσης από τον ίδιο με σκοπό την «ανάκληση, ακύρωση», όπως αναφέρεται στην επιστολή της 13.6.1997, της βεβαίωσης της 27.5.1997. Η ενέργεια αυτή της εφεσείουσας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την υποβολή ένστασης προς τον Υπουργό Οικονομικών, όπως προβλέπει το άρθρο 52 του Νόμου. Ήταν μια απλή αίτηση θεραπείας από τον Έφορο. Ο Έφορος επανεξέτασε την υπόθεση στη βάση των σημείων που προβλήθηκαν και, χωρίς να λάβει υπόψη οποιοδήποτε νέο ουσιώδες νομικό ή πραγματικό στοιχείο, αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του της 27.5.1997. Η επιστολή του προς την εφεσείουσα, ημερομηνίας 28.7.1997, δεν ήταν παρά επιβεβαίωση της εμμονής του αυτής.
Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα εις βάρος της εφεσείου[*740]σας.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο