Κύρου Παρασκευή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 745

(2001) 3 ΑΑΔ 745

[*745]20 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΥΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2786)

 

Διοικητική πράξη ― Ανάκληση προσφοράς διορισμού υπαλλήλου ― Δεν αποτελεί ανάκληση εκτελεστής διοικητικής πράξης, αν δεν έχει γίνει αποδοχή της προσφοράς ― Μη αποδοχή όλων των όρων της προσφοράς, ισοδυναμεί με μη αποδοχή.

Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή του απορριπτικού αποτελέσματος της προσφυγής της, η οποία στρεφόταν κατά της απόφασης ανάκλησης της προσφοράς του διορισμού της.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως η ανάκληση του διορισμού ήταν παράνομη, αφού βασιζόταν στην αντίληψη ότι δεν υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της.

     Η απάντηση της συνηγόρου για το Πανεπιστήμιο, είναι ότι η Εφεσείουσα δεν απεδέχθη την προσφορά στην ολότητα της και ανεπιφύλακτα και έτσι ο διορισμός της ουδέποτε τελειώθηκε και ολοκληρώθηκε, με αποτέλεσμα η προφορά να μπορούσε να αποσυρθεί, εφ’ όσον δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη.

     Η θέση της Εφεσείουσας βασίζεται σε θεμελιακή  παρεξήγηση της φύσης των επίδικων διαδικασιών.  Η Εφεσείουσα, αφού δεν πέτυχε το διορισμό της με την πρώτη επιστολή της “αποδοχής” της στην οποία επιφύλασσε το δικαίωμα της να επαναφέρει το θέμα της μι[*746]σθολογικής ανέλιξης της, επιχείρησε να επιτύχει τούτο με τη δεύτερη επιστολή της “αποδοχής” της.  Και η επιστολή αυτή όμως δεν συνιστούσε αποδοχή του συνόλου της προσφοράς εφ΄ όσον η Εφεσείουσα ανάφερε απλώς ότι “αποδέχομαι το διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8”, που ήταν αποδοχή μόνο μέρους της προσφοράς και δεν επεκτείνετο στο σύνολο της ως προς τους τιθέμενους όρους.  Η Εφεσείουσα δεν απάντησε αν αποδέχετο και τους όρους του προσφερθέντος διορισμού, τους οποίους παρασιώπησε και χωρίς τους οποίους η αναφορά της σε αποδοχή διορισμού στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 ήταν ελλιπής και ατελής εφ΄ όσον η ίδια η προσφορά δεν ήταν απλώς για διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8.  Το Πανεπιστήμιο ήταν λοιπόν απόλυτα δικαιολογημένο να συμπεράνει ότι η Εφεσείουσα “δεν απεδέχθη το διορισμό όπως αρχικά της προσφέρθηκε και εξακολούθησε να αμφισβητεί τους όρους υπό τους οποίους της προσφέρθηκε”.  Πρόσθετα, δε, η Εφεσείουσα καταχώρησε την ίδια μέρα που “απεδέχθη” την προσφορά και την προσφυγή με την οποία αμφισβητούσε τη νομιμότητα των τεθέντων όρων.  Η σημασία του γεγονότος τούτου, το οποίο η Εφεσείουσα και δεν απεκάλυψε στο Πανεπιστήμιο (που αν όντως είχε δικαίωμα να καταχωρίσει την εν λόγω προσφυγή θα μπορούσε να το αναφέρει στην επιστολή της), ήταν ότι και αυτό έτεινε να καταδείξει ότι δεν απεδέχθη το διορισμό όπως της είχε προσφερθεί στο σύνολο του.  Και έτσι είναι που αντελήφθη την καταχώριση της προσφυγής και το Πανεπιστήμιο και το Δικαστήριο, ως καταδεικνύουσα, μαζί με την απάντηση της, την πραγματική πρόθεση της να μην αποδεχθεί όλους τους όρους του διορισμού.

     Τούτου δοθέντος, το Πανεπιστήμιο είχε βέβαια κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει την προσφορά του ως μη μετουσιωθείσα σε εκτελεστή διοικητική πράξη.  Και η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να προσβάλει, όπως προσέβαλε, την ανάκληση προσφοράς που δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 182/98) ημερομηνίας 28/1/99 με την οποία απέρριψε την προσφυγή της κατά της μεθόδου καθορισμού της επόμενης προσαύξησης της στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, η οποία της προσφέρθηκε για διορισμό της.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

[*747]

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ.: Το Πανεπιστήμιο Κύπρου πρόσφερε στην Εφεσείουσα, η οποία υπηρετούσε στη Δημόσια Υπηρεσία στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, διορισμό στη θέση Διοικητικού Λειτουργού.  Η Εφεσείουσα απάντησε ότι αποδέχεται την προσφορά αλλά ανέμενε ότι η ανάληψη της θέσης δεν θα συνεπαγόταν μείωση των απολαβών της στην υφιστάμενη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, που ήταν στην 8η βαθμίδα στην Κλίμακα Α7.  Το Πανεπιστήμιο απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 13.11.1997 ότι θα τοποθετούσε την Εφεσείουσα στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 ώστε να μην επέρχετο μείωση των απολαβών της, τόνισε όμως ότι η διευθέτηση αυτή θα γινόταν χωρίς να προσδίδει στην Εφεσείουσα αρχαιότητα, προβάδισμα ή οποιοδήποτε πλεονέκτημα έναντι άλλων ήδη υπηρετούντων στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, ως εκ τούτου δε η επόμενη προσαύξηση θα της εδίδετο όταν η Διοικητική Λειτουργός που βρισκόταν στην 3η βαθμίδα της κλίμακας Α8 συμπλήρωνε την 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8.  Η Εφεσείουσα απάντησε ότι αποδεχόταν την τοποθέτηση της στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 αλλά, όπως ανέφερε, “επιφυλάσσω το δικαίωμα να επαναφέρω το θέμα της μισθολογικής ανέλιξης μου που ρύθμισε η δεύτερη παράγραφος της εν λόγω επιστολής σας”, εννοώντας βέβαια το θέμα της αρχαιότητας και της επόμενης προσαύξησης.  Το Πανεπιστήμιο απάντησε λέγοντας ότι η αποδοχή της προσφοράς του έπρεπε να ήταν ανεπιφύλακτη και ότι ήταν ανεπίτρεπτη η επιφύλαξη που έκανε η Εφεσείουσα, ζητώντας της να απαντήσει ανάλογα.  Η Εφεσείουσα απάντησε ότι, “αποδέχομαι το διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8”, χωρίς να αναφερθεί στο θέμα της αρχαιότητας και της επόμενης προσαύξησης.  Την ίδια μέρα δε καταχώρησε προσφυγή με την οποία προσέβαλλε τoν προαναφερθέντα καθορισμό της επόμενης προσαύξησης της. Κατόπιν τούτου, το Πανεπιστήμιο επανεξέτασε το θέμα και αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφαση του και να προσφέρει στην Εφεσείουσα διορισμό σε θέση στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8 χωρίς κανένα όρο, “επειδή η ίδια δεν απεδέχθη το διορισμό όπως αρχικά της προσφέρθηκε και εξακολούθησε να αμφισβητεί τους όρους υπό τους οποίους της προσφέρθηκε, όπως καταδεικνύει και η καταχώριση εκ μέρους της σχετικής προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο”. Πληροφόρησε δε την Εφεσείουσα με επιστολή ημερομη[*748]νίας 17.12.1997 ότι:

“Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου στην 37η (16.12.97) Συνεδρία του, επελήφθη των μέχρι τώρα εξελίξεων για το θέμα του διορισμού σας και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχετε αποδεχθεί πλήρως το περιεχόμενο της επιστολής μου ημερομηνίας 13 Νοεμβρίου 1997, όπως σας ζητήθηκε με την επιστολή μου ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου 1997, αποφάσισε να επικυρώσει μεν το διορισμό σας, αλλά να ανακαλέσει την απόφαση του αναφορικά με το θέμα των προσαυξήσεων και των άλλων όρων που έθεσε και ως εκ τούτου, σας προσφέρεται διορισμός στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, από την 1η Ιανουαρίου 1998.

Παρακαλώ να με ενημερώσετε κατά πόσο αποδέχεστε το διορισμό σας το συντομότερο δυνατό, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1997.”

Ο αδελφός μας δικαστής ο οποίος εκδίδασε την προσφυγή την απόρριψε με το ακόλουθο σκεπτικό (σ.4):

“Ανκαι η αιτήτρια με την επιστολή της της 5.12.97 αποδέχθηκε την προσφορά των καθ΄ων η αίτηση για το διορισμό της, εντούτοις με την καταχώριση της προσφυγής 997/97 έδειξε ότι δεν αποδεχόταν το μέρος εκείνο της προσφοράς των καθ΄ων η αίτηση που αναφερόταν στις προσαυξήσεις. Η αιτήτρια δεν μπορούσε να δηλώνει εγγράφως ότι αποδέχεται την προσφορά των καθ΄ων η αίτηση και ταυτόχρονα να προσβάλλει δικαστικά την εγκυρότητα του όρου για τις προσαυξήσεις, που αποτελούσε ουσιώδη όρο της προσφοράς.

Η εισήγηση της αιτήτριας ότι η προσφορά ανακλήθηκε παράνομα και χωρίς αιτιολογία δεν ευσταθεί.  Εφόσον δεν υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της αιτήτριας η προσφορά δεν μετουσιώθηκε σε εκτελεστή διοικητική πράξη, η ανάκληση της οποίας θα έπρεπε να ληφθεί μέσα σε νόμιμα πλαίσια και να συνοδεύεται από την απαραίτητη αιτιολογία.”

Είναι αυτό το σκεπτικό που προσβάλλει η έφεση.  Λέγεται, συγκεκριμένα, ότι η Εφεσείουσα αποδέχθηκε την προσφορά του Πανεπιστημίου και η καταχώριση της προσφυγής της εναντίον όρου της προσφοράς, που ήταν συνταγματικό δικαίωμα της, δεν μπορούσε να συνδεθεί με την αποδοχή της ώστε να θεωρηθεί ότι ουσιαστικά την αναιρούσε. Η προσφορά, λέγει η Εφεσείουσα, δεν μπορούσε έτσι νόμιμα να ανακληθεί για το λόγο που έδωσε το Πανεπιστήμιο, [*749]ότι δηλαδή δεν υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της Εφεσείουσας που να μετουσίωνε την προσφορά σε εκτελεστή διοικητική πράξη. Αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης στο περίγραμμα του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα εισηγείται ότι η Εφεσείουσα είχε κάθε δικαίωμα να προσβάλει εκείνο το μέρος της προσφοράς, δηλαδή τον όρο για την προσαύξηση, που εθεωρούσε ότι δεν μπορούσε νόμιμα να περιληφθεί σε αυτή, και ότι τούτο δεν επηρέαζε την αποδοχή της του πρώτου σκέλους του διορισμού στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 που έτσι ολοκληρώθηκε με την αποδοχή της.  Η ανάκληση του διορισμού, εισηγείται, ήταν λοιπόν παράνομη αφού βασιζόταν στην αντίληψη ότι δεν υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της Εφεσείουσας.

Η απάντηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Πανεπιστήμιο είναι ότι η Εφεσείουσα δεν απεδέχθη την προσφορά στην ολότητα της και ανεπιφύλακτα και έτσι ο διορισμός της ουδέποτε τελειώθηκε και ολοκληρώθηκε, με αποτέλεσμα η προφορά να μπορούσε να αποσυρθεί εφ’ όσον δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη.

Θεωρούμε την έφεση ως παντελώς στερούμενη ερείσματος.  Και τούτο διότι η θέση της Εφεσείουσας βασίζεται σε θεμελιακή  παρεξήγηση της φύσης των επίδικων διαδικασιών.  Κατ΄αρχή, η Εφεσείουσα αναφέρεται στην προσφορά του Πανεπιστημίου που περιείχετο στην επιστολή της 13.11.1997 ως διοικητική πράξη, το μέρος της οποίας που αφορούσε την επόμενη προσαύξηση και αμφισβήτησε.  Για παρόντες σκοπούς όμως ως προς την ολοκλήρωση του διορισμού, η προσφορά αυτή ήταν μόνο τέτοια και δεν συνιστούσε τελειωμένη διοικητική πράξη διορισμού παρά μόνο αν εγίνετο αποδεκτή όχι εν μέρει αλλά στο σύνολο της και χωρίς την εισαγωγή όρων που να διαφοροποιούσαν οποιαδήποτε πτυχή της.  Εδώ η Εφεσείουσα, αφού δεν πέτυχε το διορισμό της με την πρώτη επιστολή της “αποδοχής” της στην οποία επιφύλασσε το δικαίωμα της να επαναφέρει το θέμα της μισθολογικής ανέλιξης της, επιχείρησε να επιτύχει τούτο με τη δεύτερη επιστολή της “αποδοχής” της. Και η επιστολή αυτή όμως δεν συνιστούσε αποδοχή του συνόλου της προσφοράς εφ΄όσον η Εφεσείουσα ανάφερε απλώς ότι “αποδέχομαι το διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8”, που ήταν αποδοχή μόνο μέρους της προσφοράς και δεν επεκτείνετο στο σύνολο της ως προς τους τιθέμενους όρους.  Η Εφεσείουσα δεν απάντησε αν αποδέχετο και τους όρους του προσφερθέντος διορισμού, τους οποίους παρασιώπησε και χωρίς τους οποίους η αναφορά της σε αποδοχή διορισμού στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8 ήταν ελλιπής και ατελής εφ’ όσον η ίδια η προσφορά δεν ήταν απλώς για διορισμό στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8.  Το Πανεπιστήμιο ήταν λοιπόν από[*750]λυτα δικαιολογημένο να συμπεράνει ότι η Εφεσείουσα “δεν απεδέχθη το διορισμό όπως αρχικά της προσφέρθηκε και εξακολούθησε να αμφισβητεί τους όρους υπό τους οποίους της προσφέρθηκε”.  Πρόσθετα, δε, η Εφεσείουσα καταχώρησε την ίδια μέρα που “απεδέχθη” την προσφορά και την προσφυγή με την οποία αμφισβητούσε τη νομιμότητα των τεθέντων όρων.  Δεν εξετάζουμε βέβαια, και το ερώτημα δεν είναι, αν είχε τέτοιο δικαίωμα, αφού αυτό θα ήταν θέμα στα πλαίσια της προσφυγής εκείνης.  Η σημασία όμως του γεγονότος τούτου, το οποίο η Εφεσείουσα και δεν απεκάλυψε στο Πανεπιστήμιο (που αν όντως είχε δικαίωμα να καταχωρίσει την εν λόγω προσφυγή θα μπορούσε να το αναφέρει στην επιστολή της), ήταν ότι και αυτό έτεινε να καταδείξει ότι δεν απεδέχθη το διορισμό όπως της είχε προσφερθεί στο σύνολο του.  Και έτσι είναι που αντελήφθη την καταχώριση της προσφυγής και το Πανεπιστήμιο και το Δικαστήριο, ως καταδεικνύουσα, μαζί με την απάντηση της, την πραγματική πρόθεση της να μην αποδεχθεί όλους τους όρους του διορισμού.

Τούτου δοθέντος, το Πανεπιστήμιο είχε βέβαια κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει την προσφορά του ως μη μετουσιωθείσα σε εκτελεστή διοικητική πράξη.  Και η Εφεσείουσα δεν μπορούσε να προσβάλει, όπως προσέβαλε, την ανάκληση προσφοράς που δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η έφεση έτσι αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας.  Τούτο απαντά και το λόγο έφεσης που αφορά την επιδίκαση εξόδων εναντίον της Εφεσείουσας.  Η επιδίκαση των εξόδων εκείνων όσο και των παρόντων συνάδει απόλυτα με την πάγια νομολογία μας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο