Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Πογιατζή (2001) 3 ΑΑΔ 787

(2001) 3 ΑΑΔ 787

[*787]20 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΓΙΑΤΖΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2767)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Προϋποθέσεις νομιμότητας μεταξύ ίσων σε βαθμολογίες υποψηφίων ― Εκτενής ανάλυση της νομολογίας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσδοση υπεροχής από την Ε.Δ.Υ. ― Νομολογία ― Υπό τις περιστάσεις απουσίαζε η απαιτούμενη αιτιολογία στην κρίση πως ο επιλεγής υπερείχε σε προσόντα.

Η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του εφεσίβλητου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

     Το Δικαστήριο έχει ως οδηγό την απόφαση της Ολομέλειας στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, με την οποία διακηρύχθηκε ότι με τη σύσταση δεν παρέχεται:

“..... δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει..............................

Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιο[*788]λόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”

Εκδόθηκαν έκτοτε και άλλες αποφάσεις της Ολομέλειας στην   ίδια γραμμή.

     Και τρεις ωστόσο πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας που δεν φαίνονται ευθυγραμμισμένες με την Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) και τις άλλες που την ακολούθησαν.  Το Δικαστήριο δεν διακρίνει έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου.

     Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την πρωτόδικη άποψη ότι, ως ζήτημα γενικής αρχής, προσόν που συγκαταλέγεται στα απαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει και πρόσθετη σημασία. Υπάρχει περιθώριο κατά την αξιολόγηση για συγκριτική προς τα άνω θεώρηση ανάλογα με ό,τι το προσόν επιπλέον εμπεριέχει και σε συνάρτηση πάντοτε με τις ανάγκες της θέσης. Διακρίνονται οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές.  Χρειάζεται βέβαια προσοχή.  Δεν είναι εφικτή ή παραδεκτή η σύγκριση ανόμοιων εναλλακτικών προσόντων ή, ακόμα, του ίδιου κατ’ ουσίαν προσόντος για προτίμηση του ενός προσόντος έναντι του άλλου.  Και, πάντως, χρειάζεται αιτιολόγηση. 

     Τόσο ο Διευθυντής στη σύστασή του όσο και η Ε.Δ.Υ., κατά τη λήψη της προσβληθείσας απόφασης δήλωσαν ότι ο κ. Νεοφύτου υπερέχει σε προσόντα αλλά δεν εξήγησαν γιατί.  Κατά την άποψή του Δικαστηρίου, η δυνατότητα σύγκρισης δεν ήταν προφανής, αλλά ούτε και έγινε οποιοσδήποτε συσχετισμός με τις ανάγκες της θέσης ώστε να αναδειχθεί η όποια πρόσθετη σημασία του ενός προσόντος έναντι του άλλου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χριστοδουλίδου (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,

Κουάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742,

Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1047/97 κ.ά., ημερ. [*789]21.3.2000,

Δημοκρατία v. Ιακωβίδη κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 207,

Μεστάνας v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213,

Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 300,

Φυττής v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 442,

Κυπριανίδης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 593,

Βαλανίδης v. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 658,

Στυλιανίδου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124,

Μέζου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 362,

Χρίστου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480,

Χατζηβασιλείου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 796/96, ημερ. 31.31998,

Πούρος κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374

Κόκκαλος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2233.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 57/98) ημερομηνίας 10/12/98 με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Μετεωρολογικού Λειτουργού Α΄, Μετεωρολογική Υπηρεσία.

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.

Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νι[*790]κολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία, σε προσφυγή του εφεσίβλητου Ανδρέα Πογιατζή, ακυρώθηκε η προαγωγή του Σάββα Νεοφύτου στη θέση Μετεωρολογικού Λειτουργού Α΄, Μετεωρολογική Υπηρεσία.

Σε βαθμολογημένη αξία οι δύο ήταν ισοδύναμοι. Σε αρχαιότητα είχε προβάδισμα ο εφεσίβλητος με αναφορά στην προηγούμενη θέση. Επιλέγηκε ο κ. Νεοφύτου επειδή διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή και επειδή θεωρήθηκε ότι υπερείχε σε προσόντα. Παραθέτουμε τη σύσταση στην έκταση που αφορά την έφεση:

“Έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και έχω διεξέλθει τους Προσωπικούς τους Φακέλους.  Έχω όμως, όπως ανέφερα και προηγουμένως, και προσωπική γνώση της εργασίας και της εν γένει απόδοσής τους.  Σε μια συνεκτίμηση όλων αυτών, συστήνω ως τους καταλληλότερους για προαγωγή τους Πασιαρδή Στυλιανό και Νεοφύτου Σάββα.

.......................................................................................................

Ο Νεοφύτου Σάββας χαρακτηρίζεται από ψηλό αίσθημα ευθύνης και με την ως τώρα εργασία και προσφορά του απέδειξε ότι έχει σημαντικές ικανότητες όσον αφορά την ανάληψη πρωτοβουλίας στην επίλυση προβλημάτων, την οργάνωση της εργασίας και την εποπτεία κατώτερου προσωπικού, καθώς και στην οργάνωση προσωπικού, εργασία η οποία προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες όσον αφορά την εκπαίδευση και καθοδήγηση των μετεωρολογικών παρατηρητών. Με βάση όλα αυτά, ότι ο Νεοφύτου υπερτερεί στους τομείς που ανέφερα τόσο έναντι του Πογιατζή, ο οποίος προηγείται αυτού οριακά σε αρχαιότητα, η οποία οφείλεται στην προηγούμενή τους θέση και ανάγεται στη δεκαετία του 1970 ........ Περιπλέον, ο Νεοφύτου υπερέχει σε προσόντα έναντι και των δύο υποψηφίων.”

Ο συνάδελφος που εξέτασε την περίπτωση πρωτόδικα, διαπίστωσε ότι οι ιδιότητες και ικανότητες οι οποίες, κατά τον Διευθυντή, διέκριναν τον κ. Νεοφύτου περιλαμβάνονταν όλες στα βαθμολογημένα επαγγελματικά στοιχεία κρίσης και ότι οι δύο τους είχαν βαθμολογηθεί ακριβώς το ίδιο. Κατέληξε λοιπόν ότι η σύσταση ήταν πλημμελής διότι συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων, τα αμφισβητούσε, και  αντιστρατευόταν την βαθμολογημένη αξία όπως [*791]αυτή προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Επομένως, η απόφαση, επί της οποίας επέδρασε, καθίστατο ακυρωτέα.

Προχώρησε και στο ζήτημα των προσόντων.  Το σχέδιο υπηρεσίας προέβλεπε ως απαιτούμενα προσόντα:

“(1) Μεταπτυχιακή ή ειδική εκπαίδευση σε θέματα που αφορούν τη Μετεωρολογία και πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Μετεωρολογικού Λειτουργού.

 (2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

 (3) Πολύ καλή γνώση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας.”

Σε ό,τι αφορά την πρώτη παράγραφο, ο εφεσίβλητος κατείχε την ειδική εκπαίδευση ήτοι, “Initial Forecasting”, Meteorological Office, Ηνωμένο  Βασίλειο, 8.3.82 - 25.6.82( και ο κ. Νεοφύτου τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση, ήτοι, M.Sc. in Meteorology and Climatology, Birmingham University.

Ο συνάδελφος  σημείωσε  πρώτα ότι και οι δύο υποψήφιοι κατείχαν ισότιμα πτυχία Ελληνικών πανεπιστημίων, τα οποία όμως δεν απαιτούντο από το σχέδιο υπηρεσίας: Δίπλωμα Φυσιογνωσίας και Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου  Αθηνών ο εφεσίβλητος και Δίπλωμα του Φυσιογνωστικού Τμήματος του Πανεπιστημίου  Θεσσαλονίκης ο κ. Νεοφύτου.  Συνεπώς, δεν  θα  μπορούσε  να γίνει λόγος για υπεροχή του κ. Νεοφύτου σε σχέση με τα μη απαιτούμενα. Έπειτα, για τα απαιτούμενα προσόντα της 1ης παραγράφου του σχεδίου υπηρεσίας, εξέφρασε την άποψη ότι  αυτά εμφανίζονταν ισότιμα και επομένως ούτε γι΄ αυτά θα μπορούσε να γίνει λόγος για υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Ανέφερε τα εξής:

“Έχω την άποψη ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για υπεροχή του Σ. Νεοφύτου σε προσόντα που δεν απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά ούτε και σε προσόντα που απαιτούντο από το Σχέδιο Υπηρεσίας διότι το τελευταίο καθιερώνει ρητά την ισοτιμία μεταξύ “μεταπτυχιακής” και “ειδικής” εκπαίδευσης ανεξάρτητα αν αυτή οδήγησε στη λήψη πτυχίου ή τίτλου.  Ούτε ο Διευθυντής ούτε η καθ΄ ης η αίτηση μπορούσαν να παραβιάσουν αυτή την ισοτιμία και να θεωρήσουν ότι ο Σ. Νεοφύτου υπερείχε σε προσόντα.  Και εδώ εμφιλοχώρησε πραγματική πλάνη.”

Με την έφεση της, η Δημοκρατία αμφισβητεί την ορθότητα της [*792]πρωτόδικης προσέγγισης και στα δύο ζητήματα, ήτοι της σύστασης και των προσόντων. Αναφορικά με τη σύσταση, η Δημοκρατία υπέβαλε ότι δεν συγκρουόταν ούτε αμφισβητούσε το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων για τους εξής λόγους:

“(α) Η σύσταση του Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σ. Νεοφύτου υπερείχε του αιτητή στα στοιχεία ευθύνη, εργασία, προσφορά, πρωτοβουλία, οργάνωση και εποπτεία, δεν έγινε με παραπομπή μόνο στην αξιολόγησή του στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αλλά αφού ο Διευθυντής έλαβε υπόψη την προσωπική του γνώση που είχε αναφορικά με την εργασία και την εν γένει απόδοσή τους, τις ικανότητες και δυνατότητες των υποψηφίων, αφού διαβουλεύθηκε με τους άμεσα Προϊσταμένους τους και αφού διεξήλθε τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς τους φακέλους.

 (β) Η αναφορά του Διευθυντή στη σύστασή του στην υπεροχή του ενδιαφερομένου προσώπου στα στοιχεία που έχουν αναφερθεί στην παράγραφο (α) πιο πάνω έγινε με γνώμονα την υπό πλήρωση θέση και όχι τη θέση που κατείχαν οι υποψήφιοι. Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχαν την ίδια αξιολόγηση στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις τούτο δεν αποκλείει το Διευθυντή να ξεχωρίσει κάποιο υποψήφιο που έχει την ίδια βαθμολογία στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις από κάποιο άλλο και να υποστηρίξει την άποψή του. Ο Διευθυντής είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ ίσων αυτόν που υπερτερεί και στην παρούσα υπόθεση υπεστήριξε την άποψή του.”

Επιχειρηματολογώντας προς υποστήριξη, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε ότι εφόσον οι ετήσιες αξιολογήσεις, γίνονται με “εννοιολογικές”, όπως τις χαρακτήρισε, διαβαθμίσεις - εξαίρετα, πολύ ικανοποιητικά, ικανοποιητικά και μη ικανοποιητικά - οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την αξία του καθενός υποψηφίου χωριστά χωρίς αναφορά στους άλλους, θα πρέπει, για σκοπούς σύστασης, να αναγνωρίζεται περιθώριο για διαφοροποιήσεις σε μια συγκριτική θεώρηση στην οποία προβαίνει ο Διευθυντής για υπαλλήλους που έχουν αξιολογηθεί στο ίδιο επίπεδο.  Έδωσε ως παράδειγμα την περίπτωση δυο υπαλλήλων που βαθμολογήθηκαν  “εξαίρετα” αλλά σε μια μεταξύ τους σύγκριση, αν η αξία αποτιμάτο αριθμητικώς αντί “εννοιολογικώς”, με ανώτατη βαθμολογία το 10 ο ένας θα άξιζε 9.75, ενώ ο άλλος μόνο 9.70 και συνεπώς ο πρώτος θα ήταν κατά τι καλύτερος.  Αναφέρθηκε και σε μια άλλη διάσταση. Δεδομένου ότι η σύσταση γίνεται με αναφορά στις ανάγκες της [*793]υπό πλήρωση θέσης, ενώ οι ετήσιες αξιολογήσεις γίνονται με αναφορά στην κατεχόμενη θέση, εισηγήθηκε ότι “αν η συγκεκριμένη θέση προαγωγής απαιτεί μια ιδιαίτερη ικανότητα, η οποία δεν αξιολογείτο στις εκθέσεις με βάση τη θέση που υπηρετούν και την αναφέρει στη σύστασή του ο διευθυντής και δεν υπάρχει στο φάκελο γιατί δεν μπορούσε να υπάρχει στο φάκελο αφού αναφορικά με αυτό τον τομέα δεν αξιολογήθηκε ο υπάλληλος”,  θα πρέπει να επιτρέπεται η αναφορά από τον Διευθυντή σε μια τέτοια ιδιαίτερη ικανότητα. Αλλιώς, όπως πρόσθεσε, θα εξουδετερωνόταν από άποψης περιεχομένου η σύσταση.

Υπάρχουν πράγματι προβλήματα στο σύστημα. Τα οποία βλέπουμε. Αντικατοπτρίζονται άλλωστε και στην εξέλιξη της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν θεωρούμε όμως πως θα ήταν χρήσιμο να προβούμε σε γενική ανασκόπηση για εξειδίκευση και συζήτηση. Έχουμε τώρα ως οδηγό την απόφαση της Ολομέλειας στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, με την οποία διακηρύχθηκε ότι με τη σύσταση δεν παρέχεται:

“..... δυνατότητα ανάπλασης της εικόνας για αναγνώριση υπέρ υποψηφίου κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με τη μορφή διαπίστωσης, πως υπερέχει στην πραγματικότητα εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει............................

Ούτε ο διεθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”

Εκδόθηκαν έκτοτε και άλλες αποφάσεις της Ολομέλειας στην ίδια γραμμή: βλ. Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1047/97 κ.ά., ημερ. 21 Μαρτίου 2000, Δημοκρατία ν. Ιακωβίδη κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 207, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 300, Φυττή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 442, Κυπριανίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 593 και Βαλανίδης ν. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 658. Στην Κουάλη (ανωτέρω) η Ολομέλεια προχώρησε μάλιστα να εξηγήσει τί είναι που αναμένεται από τον Διευθυντή στη διατύπωση σύστασης (σελ. 749 και 750):

“...... ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα [*794]των υποψηφίων.  Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψήφιου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.”

Στη δε Μεστάνας (ανωτέρω) η Ολομέλεια επιδοκίμασε και την πρωτόδικη Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το έργο του Διευθυντή στη διαμόρφωση σύστασης:

“Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους.  Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.”

Έχουμε ωστόσο και τρεις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας που δεν μας φαίνονται ευθυγραμμισμένες με την Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) και τις άλλες που την ακολούθησαν.  Πρόκειται για τις αποφάσεις στις υποθέσεις Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124, Μέζου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 362 και Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480. Οι οποίες δεν περιέχουν καμιά αναφορά στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) και τις άλλες για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους. Προσθέτουμε δε με εκτίμηση πως ούτε και διακρίνουμε έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (ανωτέρω).

Προχωρούμε στο ζήτημα των προσόντων.  Να πούμε, και εδώ με εκτίμηση, πως δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι, ως ζήτημα γενικής αρχής, προσόν που συγκαταλέγεται στα απαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει και πρόσθετη σημασία. Υπάρχει περιθώριο κατά την αξιολόγηση για συγκριτική προς τα άνω θεώρηση ανάλογα με ό,τι το προσόν επιπλέον εμπεριέχει και σε συνάρτηση πάντοτε με τις ανάγκες της θέσης. Στην [*795]Ανδρέας Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 796/96 ημερ. 31 Μαρτίου 1998, η οποία αφορούσε θέση προαγωγής και στην οποία συγκαταλέγονταν στα απαιτούμενα προσόντα ορισμένες ιδιότητες και ικανότητες όπως η πρωτοβουλία, η ευθυκρισία και η οργανωτική ικανότητα, που περιλαμβάνονταν στα βαθμολογημένα στοιχεία, λέχθηκε ότι ενώ όλοι οι υποψήφιοι τις κατείχαν, εντούτοις μπορούσε να λαμβανόταν υπόψη η ψηλότερη αξιολόγηση ενός υποψηφίου έναντι άλλου.  Ισχύουν  τότε  τα  όσα   ορίζει η νομολογία για πρόσθετα προσόντα: βλ. την Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας. Διακρίνονται οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές. Χρειάζεται βέβαια προσοχή. Δεν είναι εφικτή ή παραδεκτή η σύγκριση ανόμοιων εναλλακτικών προσόντων ή, ακόμα, του ίδιου κατ’ ουσίαν προσόντος για προτίμηση του ενός προσόντος έναντι του άλλου. Ακραίο παράδειγμα προσφέρει η Τάσου Κόκκαλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2233, όπου η προτίμηση είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό. Και, πάντως, χρειάζεται αιτιολόγηση.

Σε ό,τι αφορά τις εδώ ανάγκες της υπόθεσης, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι τόσο ο Διευθυντής στη σύστασή του όσο και η Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της προσβληθείσας απόφασης δήλωσαν ότι ο                       κ. Νεοφύτου υπερέχει σε προσόντα αλλά δεν εξήγησαν γιατί. Κατά την άποψή μας, η δυνατότητα σύγκρισης δεν ήταν προφανής αλλά ούτε και έγινε οποιοσδήποτε συσχετισμός με τις ανάγκες της θέσης ώστε να αναδειχθεί η όποια πρόσθετη σημασία του ενός προσόντος έναντι του άλλου. Δεν μπορεί λοιπόν η έφεση να επιτύχει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο