Θεοδούλου Κλαίλια και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 796

(2001) 3 ΑΑΔ 796

[*796]20 Σεπτεμβρίου, 2001

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2776)

ΚΛΑΙΛΙΑ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2777)

ΣΤΕΛΛΑ-ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2778)

ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΛΗΔΑΣ ΚΟΥΡΣΟΥΜΠΑ,

ΣΤΕΛΛΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

ΚΛΑΙΛΙΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

[*797]ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2776, 2777, 2778)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Αντέφεση ― Δεν χωρεί διάκριση μεταξύ των δύο ― Ζήτημα κατά πόσο είναι δυνατή η καταχώριση έφεσης από επιτυχόντα διάδικο ― Χωρεί εφόσον το μέρος της απόφασης που εφεσιβάλλεται δημιουργεί δεδικασμένο.

Στο στάδιο της προδικασίας καταχωρίστηκε ένσταση εκ μέρους της εφεσείουσας/ενδιαφερόμενο μέρος περί του απαραδέκτου καταχώρισης έφεσης εκ μέρους των εφεσειουσών/αιτητριών, των οποίων η προσφυγή οδήγησε σε ακύρωση την επίδικη διοικητική πράξη προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δίδοντας οδηγίες για την καταχώριση περιγραμμάτων αγορεύσεων, αποφάσισε ότι:

Στο στάδιο της προδικασίας, η κα Ερωτοκρίτου υπέβαλε ότι δεν είναι παραδεκτή η έφεση από επιτυχόντα διάδικο. Παρέπεμψε  προς υποστήριξη στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 166 και Ζακχαίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551.  Δέχεται όμως ως παραδεκτή την αντέφεση.

     Επισημαίνεται κατ’ αρχάς πως δεν χωρεί διάκριση μεταξύ έφεσης και αντέφεσης. Αυτό εξετάστηκε στη Φιλίππου ν. Γιαννήταη κ.ά., (1996) 1 Α.Α.Δ. 1229, η οποία ακολουθήθηκε στην Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 414.

Συνεπώς, αντίθετα με ό,τι προβλήθηκε ως αντίρρηση στις εφέσεις των δύο αιτητριών, δεν θα μπορούσαν να είναι αυτές απαράδεκτες ενώ η αντέφεση να είναι παραδεκτή.

     Φαίνεται ότι το πρώτο ερώτημα σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι το κατά πόσο το μέρος της δικαστικής απόφασης που εφεσιβάλλεται δημιουργεί δεδικασμένο.  Και δεν θα πρέπει εκ προοιμίου να θεωρείται ότι η δικαστική κατάληξη επί εξετασθέντος ζητήματος δεν [*798]δημιουργεί δεδικασμένο όταν αυτή δεν οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής απόφασης. Το δεύτερο ερώτημα είναι το κατά πόσο, ενόψει του δεδικασμένου για το οποίο γίνεται λόγος, επηρεάζεται συμφέρον του διαδίκου. Ευχερέστερα θα μπορούσαν να απασχολήσουν και να επιλυθούν τα ζητήματα αυτά στο πλαίσιο ακρόασης των εφέσεων.

     Επακόλουθα, δίδονται οδηγίες για την καταχώριση περιγραμμάτων αγορεύσεων.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τζιακούρη-Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,

Ιωαννίδου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171,

Μάρκου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 166,

Ζακχαίου v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551,

Φιλίππου v. Γιαννήταη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1229,

Κυριάκου v. Λοϊζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 414,

Αργυρού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τις αιτήτριες (Α.Ε. 2776 & 2777) και έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος (Α.Ε. 2778) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγών 856/96, 1003/96,  1008/96) ημερομηνίας 18/12/98 με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Χρ. Θεοδούλου, για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 2776.

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 2777.

Η Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 2778 Γεωργία Κωνσταντίνου-Ερωτοκρίτου και Ενδιαφερόμενο μέρος στις Εφέσεις Αρ. [*799]2776, 2777 εμφανίζεται προσωπικά.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη Δημοκρατία.

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη Λ. Κουρσουμπά στην Έφεση Αρ. 2778.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η πρώτη σε αυτή την περίπτωση απόφαση της  Ε.Δ.Υ., ημερ. 3 Φεβρουαρίου 1994, με την οποία επελέγη η Γεωργία Κωνσταντίνου-Ερωτοκρίτου για τη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής - ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19 Μαρτίου 1996 σε προσφυγές των άλλων υποψηφίων, Λήδας Κουρσουμπά, Στέλλας-Μαρίας Ιωαννίδου και Κλαίλιας Θεοδούλου, για τον λόγο ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς τις εντυπώσεις της αναφορικά με την απόδοση στην προφορική εξέταση.  Είχαν τεθεί και άλλα ζητήματα που μάλιστα προηγούνταν σε σειρά, αφού αναφέρονταν σε προγενέστερα στάδια της διαδικασίας, αλλά το Δικαστήριο δεν τα εξέτασε.

Κατά την επανεξέταση, στις 5 Σεπτεμβρίου 1996, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε και πάλι την κα Ερωτοκρίτου.  Προσεβλήθη και αυτή η απόφαση από τις τρεις άλλες υποψηφίους και το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 18 Δεκεμβρίου 1998.  Απασχόλησαν πρωτοδίκως τέσσερα ζητήματα.

Πρώτο ήταν η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Είχαν συμμετάσχει τρεις Πρόεδροι Επαρχιακών Δικαστηρίων αφού δεν υπήρχαν στη Νομική Υπηρεσία λειτουργοί με μισθολογική κλίμακα ανώτερη από εκείνη της υπό πλήρωση θέσης. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η συμμετοχή δικαστικών  αντέκειτο στον περί  Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/1990) όπως τροποποιήθηκε, αλλά και ότι ήταν ασυμβίβαστη με τη διάκριση των λειτουργιών του Κράτους την οποία καθιερώνει το Σύνταγμα.

Δεύτερο ζήτημα ήταν το κατά πόσο η επανεξέταση θα έπρεπε να άρχιζε από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώ, εν προκειμένω, περιορίστηκε μόνο στη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η οποία, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, αυτή τη φορά “προχώρησε [*800]και κατέγραψε την αιτιολογία της αναφορικά με την κρίση της για την απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιόν της προφορικές συνεντεύξεις, που έγιναν στην πρώτη διαδικασία, με τη βοήθεια σημειώσεων που κρατούσε το κάθε μέλος της αναφορικά με την προσωπική του αξιολόγηση”.  Να υπενθυμίσουμε ότι δεν είχε ως τότε εκδοθεί η απόφαση της Ολομέλειας στην Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ.�223, με την οποία κρίθηκε απαραίτητη η επανάληψη της διαδικασίας στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Το Δικαστήριο θεώρησε λοιπόν ότι δεν χρειαζόταν εκ νέου παραπομπή της περίπτωσης σε Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι επομένως δεν προέκυπτε εξ αυτού του ζητήματος λόγος για ακύρωση. Παρατηρούμε πως, ενόψει αυτής της άποψης, η προηγούμενη κατάληξη αναφορικά με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν μπορούσε πια να έχει σημασία ως λόγος για ακύρωση της διοικητικής απόφασης.

Το τρίτο ζήτημα αφορούσε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα ως Προϊσταμένου. Το Δικαστήριο απέρριψε τις διάφορες επικρίσεις και κατέληξε ότι δεν είχε παρεισφρήσει οποιαδήποτε πλημμέλεια.

Το τέταρτο ζήτημα, το τελευταίο, αφορούσε τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Το Δικαστήριο εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. προσήγγισε δήλωση στην οποία προέβη ο Γενικός Εισαγγελέας κατά την πρώτη εξέταση, ότι για τα έτη 1992 και 1993 για τα οποία δεν είχαν υποβληθεί έγκαιρα οι υπηρεσιακές εκθέσεις, αυτές “θα ήταν περίπου οι ίδιες με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των ετών 1990 και 1991”. Το Δικαστήριο έκρινε, υπό το φως και της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Στέλλα-Μαρία Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171, όπου είχε παρουσιαστεί το ίδιο πρόβλημα, ότι υπήρξε εδώ πλημμέλεια. Επειδή δε ο συνήγορος της κας Ερωτοκρίτου  εισηγήθηκε ότι η εν λόγω δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν άνευ σημασίας ενόψει απόφασης της Ε.Δ.Υ., σε  ειδική συνεδρία ημερ. 21 Ιουνίου 1995, να μη λαμβάνει υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1992 και 1993 για κανένα λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι με αυτό ως δεδομένο θα υπήρχε και λόγος ακύρωσης για πλάνη της Ε.Δ.Υ. περί τα πράγματα “εφόσον, όταν ελάμβανε την επίδικη απόφαση τον Μάιο του 1996, η απόφαση της για τις υπηρεσιακές εκθέσεις του 1992, 1993, ήταν ήδη ειλημμένη από 21.6.95”.

Τελικά, ένας ήταν ο λόγος της ακύρωσης: η πλημμελής προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. στη δήλωση του Προϊσταμένου αναφορικά με την αξία των υποψηφίων για τα έτη για τα οποία δεν είχαν έγκαιρα υποβληθεί οι υπηρεσιακές εκθέσεις.

[*801]

Η Δημοκρατία δέχθηκε το αποτέλεσμα. Όμως η κα Ερωτοκρίτου, ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο, άσκησε έφεση.  Αμφισβήτησε όχι μόνο την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης βάσει της οποίας ακυρώθηκε η προαγωγή της, αλλά και της κατάληξης σχετικά με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Παρά δε το ακυρωτικό αποτέλεσμα, άσκησαν εφέσεις και δύο από τις αιτήτριες, η κα Ιωαννίδου και η κα Θεοδούλου ενώ η τρίτη, η κα Κουρσουμπά, καταχώρισε αντέφεση στην έφεση του ενδιαφερομένου προσώπου. 

Με την έφεση της κας Ιωαννίδου τίθεται προς εξέταση το ζήτημα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της σύστασης του Προϊσταμένου αλλά και ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. εν τέλει αιτιολόγησε τις εντυπώσεις της, όπως συνάγεται ότι θεωρήθηκε πρωτόδικα, για την απόδοση στην προφορική εξέταση. Η κα Θεοδούλου με την έφεσή της θέτει προς εξέταση μόνο το πρώτο και το τρίτο από αυτά τα ζητήματα ενώ η κα Κουρσουμπά με την αντέφεση θέτει μόνο το πρώτο και το δεύτερο.

Στο στάδιο που βρισκόμαστε τώρα, της προδικασίας, η κα Ερωτοκρίτου υπέβαλε ότι δεν είναι παραδεκτή η έφεση από επιτυχόντα  διάδικο. Παρέπεμψε  προς  υποστήριξη στις αποφάσεις της  Ολομέλειας στις υποθέσεις Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 166 και Ζακχαίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης (1992) 3 Α.Α.Δ. 551. Δέχεται όμως ως παραδεκτή την αντέφεση.  Η Δημοκρατία συμμερίζεται την άποψη της κας Ερωτοκρίτου το ίδιο δε και η κα Κουρσουμπά.

Επισημαίνουμε κατ’ αρχάς πως δεν χωρεί διάκριση μεταξύ έφεσης και αντέφεσης. Αυτό εξετάστηκε στη Φιλίππου ν. Γιαννήταη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1229, η οποία ακολουθήθηκε στην Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 414. Υποδείχθηκε στην πρώτη ότι:

“Η έννοια της αντέφεσης είναι απόλυτα ταυτισμένη με εκείνη της έφεσης. Η αντέφεση είναι έφεση αυτοτελής και ανεξάρτητη που υποβάλλεται μετά την καταχώρηση προηγουμένως έφεσης από αντίδικο και αφορά σε θέμα για το οποίο ενδιαφέρεται και ο εν λόγω αντίδικος: βλ. Re Cavender’s Trusts [1881] 16 Ch. D. 270. Και υπόκειται βέβαια στον ίδιο χρονικό περιορισμό που αναφέρεται στη Δ.35 κ.2: δηλαδή, όπου είναι εναντίον τελικής απόφασης, όπως εδώ, καταχωρείται εντός έξι εβδομάδων από την έκδοση της απόφασης. Συνεπώς διακρίνεται από την ειδοποίηση εφεσίβλητου δυνάμει της Δ.35. κ. 10.”

[*802]

Συνεπώς, αντίθετα με ό,τι προβλήθηκε ως αντίρρηση στις εφέσεις των δύο αιτητριών, δεν θα μπορούσαν να είναι αυτές απαράδεκτες ενώ η αντέφεση να είναι παραδεκτή.

Ως προς την καταχώριση έφεσης - όπως το ίδιο και αντέφεσης - από επιτυχόντα διάδικο, η άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στη Μάρκου (ανωτέρω) περί της μη ύπαρξης τέτοιου δικαιώματος, παρά τη γενικότητα με την οποία τέθηκε το ζήτημα, φαίνεται να στηρίχθηκε στην αντίληψη ότι το δικαστικό έργο στην προσφυγή είχε εξαντληθεί με τη διαπίστωση σφάλματος ερμηνείας ένεκα του οποίου η διοικητική απόφαση κηρύχθηκε άκυρη, ενώ τα όσα λέχθηκαν αναφορικά με το ποια θα έπρεπε να ήταν η ερμηνεία του νόμου δεν αποτελούσαν παρά μόνο παρατηρήσεις και όχι δεδικασμένο. Σε αυτή τη διάκριση στηρίχθηκε και η απόφαση της μειοψηφίας που όμως υπέδειξε πως η δοθείσα ερμηνεία του νόμου αποτελούσε δεδικασμένο επειδή ακριβώς αποτελούσε τον λόγο της ακύρωσης. Το ίδιο και στη Ζακχαίου (ανωτέρω), παρά τη γενική δήλωση ότι “δεν χωρεί έφεση από επιτυχόντα διάδικο εναντίον πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης”, η Ολομέλεια διευκρίνισε ότι “Η διοίκηση δεσμεύεται από το αναγκαίο μέρος του σκεπτικού της δικαστικής απόφασης - (operative finding) - ......”.   Πολύ πρόσφατα, στην Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, όπου το Δικαστήριο πρωτόδικα ακύρωσε τη διοικητική απόφαση με αναφορά σε ένα από τους λόγους που τέθηκαν με την προσφυγή ενώ δεν εξέτασε τους υπόλοιπους, και ο επιτυχών αιτητής εφεσίβαλε τη μη εξέταση, η Ολομέλεια υπέδειξε, παραπέμποντας στη Ζακχαίου (ανωτέρω), πως ως θέμα αρχής “δεν χωρεί προσφυγή από επιτυχόντα αιτητή εναντίον πρωτοβάθμιων ακυρωτικών αποφάσεων” αλλά πρόσθεσε και τη σημασία του αιτιολογικού ερείσματος της ακύρωσης της διοικητικής απόφασης.

Μας φαίνεται ότι το πρώτο ερώτημα σε κάθε τέτοια περίπτωση είναι το κατά πόσο το μέρος της δικαστικής απόφασης που εφεσιβάλλεται δημιουργεί δεδικασμένο. Και δεν θα πρέπει εκ προοιμίου να θεωρείται ότι η δικαστική κατάληξη επί εξετασθέντος ζητήματος δεν δημιουργεί δεδικασμένο όταν αυτή δεν οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής απόφασης. Το δεύτερο ερώτημα είναι το κατά πόσο, ενόψει του δεδικασμένου για το οποίο γίνεται λόγος, επηρεάζεται συμφέρον του διαδίκου.  Δεν νομίζουμε όμως πως θα έπρεπε στην προκείμενη περίπτωση να προωθήσουμε την εξέταση αυτών των ερωτημάτων και αυτό όχι μόνο διότι το ζήτημα του δικαιώματος έφεσης δεν τέθηκε συγκεκριμένα με αναφορά σε αυτά, αλλά και διότι θεωρούμε πως ευχερέστερα θα μπορούσαν να απασχολήσουν [*803]και να επιλυθούν στο πλαίσιο ακρόασης των εφέσεων.

Επακόλουθα, θα δώσουμε οδηγίες για την καταχώριση περιγραμμάτων αγορεύσεων. Τα έξοδα να παραμείνουν στην πορεία.

Διαταγή ως ανωτέρω..


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο