(2001) 3 ΑΑΔ 810
[*810]20 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
2. Κ. ΚΩΣΤΑ,
3. Α. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Καθ΄ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2760)
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Κανονισμός 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90) ― Εξέταση ιεραρχικής προσφυγής ― Δυνατότητα ανάθεσης της εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου στην Υπουργική Επιτροπή ― Δεν αποκλείει την εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών στην όλη διερεύνηση της υπόθεσης.
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ιεραρχική προσφυγή ― Διερεύνηση γεγονότων με σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών στο οποίο τέθηκαν οι απόψεις των εμπλεκομένων φορέων και των κατοίκων της περιοχής ― Τίποτα αντινομικό στην όλη διαδικασία.
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ιεραρχική προσφυγή ― Δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος ― Απόκειται στη διακριτική εξουσία του εξετάζοντος οργάνου η ακρόαση του ενδιαφερομένου ― Η εξ υπουργών επιτροπή έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει τις απόψεις της αρμόδιας αρχής.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής τους κατά της απόρριψης αιτήματός τους για πολεοδομική άδεια αλλαγής χρήσης των υποστατικών τους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφε[*811]ση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς τις ενέργειες του Υπουργείου και τελικά την υποβολή Σημειώματος. Η εμπλοκή του με αυτό τον τρόπο, κατά το δικηγόρο των εφεσειόντων, προσκρούει στις διατάξεις του Κανονισμού 7(5), με αναπόφευκτο επακόλουθο την ακυρότητα της απορριπτικής απόφασης. Η απουσία εντολής διερεύνησης προς το Υπουργείο, κατέστησε την πρωτοβουλία και την όλη δράση του Υπουργείου στο ζήτημα, παράνομη. Η Υπουργική Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και την εξουσία που της παρέχει με αποτέλεσμα τον αυτοεγκλωβισμό της σε ότι “προκατασκεύασε” - προκαλεί απορία η χρήση της λέξης αφού το Σημείωμα περιέχει βασικά εξιστόρηση των όσων προηγήθηκαν - άλλο αναρμόδιο όργανο, στο οποίο δεν δόθηκε σχετική εντολή.
Ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: “Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει” εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.
2. Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή. Η παρέμβαση του Υπουργείου απλώς εμπέδωσε τη θέση της Δημοκρατίας. Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ως βάση απόφαση για εξέταση θεμάτων από λειτουργό Υπουργείου συνδεδεμένων με την ιεραρχική προσφυγή. Ο κ. Αγγελίδης έψεξε επίσης την αναφορά στα παράπονα των κατοίκων, υπαινισσόμενος πως η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.
Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του [*812]Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.
Ως προς το παράπονο για λήψη της απόφασης πάνω σε αλλοιωμένη βάση (μελλοντικό τοπικό σχέδιο) πρέπει να απορριφθεί. Η σχετική εισήγηση του Δήμου δεν περιέχει πουθενά οποιαδήποτε νύξη για μια τέτοια αντιμετώπιση. Άλλωστε η σχετική παράγραφος της επιστολής του Δήμου ξεκινά με τη φράση “Πληροφοριακά αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της περιοχής....”.
3. Οι εφεσείοντες παραπονούνται - τρίτος λόγος - ότι ο πρωτόδικος δικαστής λανθασμένα δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς τους, ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης, με την αιτιολογία ότι δεν περιλήφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής. Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν φαίνεται να επικαλείται το δικαστήριο τέτοια παράλειψη. Τα δύο θέματα μάλιστα τέθηκαν από το δικαστή στην απόφαση και κρίθηκαν. Για το πρώτο υποδείχθηκε ότι κατά τον κανονισμό απόκειται στη διακριτική εξουσία του εξετάζοντος οργάνου η ακρόαση του ενδιαφερόμενου. Αναφορικά με το δεύτερο, ότι ο Δήμος με την παραπάνω συμμετοχή του κατέστη κριτής της υπόθεσης του, έχει λεχθεί ότι το αποφασίζον όργανο είναι η εξ υπουργών επιτροπή, η οποία είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει τις απόψεις της αρμόδιας αρχής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Στρούθου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 683/97, ημερ. 6.7.1998,
Στρούθου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72,
Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 266/97) ημερομηνίας 25/11/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησαν [*813]κατά της απόρριψης της ιεραρχικής τους προσφυγής εναντίον της απόρριψης της αίτησης την οποία υπέβαλαν για αλλαγή της χρήσης δύο καταστημάτων τους στην Παλλουριώτισσα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Θα τεθεί πρώτα το νομοθετικό-κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητήθηκε η έφεση. Το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/1972 (όπως τροποποιήθηκε) καθιερώνει ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο κατά των αποφάσεων της Πολεοδομικής Αρχής, συνεπαγόμενης έλεγχο νομιμότητος και ουσίας των αποφάσεων αυτών [άρθρο 31(2)]. Ας σημειωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του αυτή, με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/62) και στη συνέχεια με απόφαση του ημερ. 30/7/93 (Κ.Δ.Π. 196/93), σε πενταμελή Υπουργική Επιτροπή, στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών.
Οι δικονομικές διατάξεις, που αφορούν την κατάθεση και εκτίμηση της ιεραρχικής προσφυγής, ανευρίσκονται στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμούς του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90). Η προσφυγή κατατίθεται στον Υπουργό Εσωτερικών και κοινοποιείται στην Πολεοδομική Αρχή [Καν. 7(3)]. Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει την προσφυγή και κοινοποιεί την απόφαση του στο πρόσωπο που την άσκησε, αφού προηγουμένως “αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή” [Καν. 7(4)]. Είναι, τέλος, η παράγραφος 5 του ιδίου κανονισμού, στην οποία οι εφεσείοντες βασίζουν και το κυριώτερο επιχείρημα τους. Γιαυτό και μεταφέρεται εδώ αυτούσια:-
“(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμά τους, πριν εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.”.
Καιρός όμως να δούμε, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερες λεπτομέρειες, [*814]που άλλωστε δεν χρειάζονται, πώς εξελίχθηκε η υπόθεση. Οι εφεσείοντες ζήτησαν την αλλαγή χρήσης δύο καταστημάτων, ιδιοκτησίας τους, στην οδό Ενότητος στην Παλλουριώτισσα. Επιθυμούσαν να τα μετατρέψουν σε εργαστήριο για ισιώματα και επιδιορθώσεις αυτοκινήτων. Τα υποστατικά αυτά ήταν, σύμφωνα με το ισχύον τότε Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας, σε μεικτή ζώνη βιοτεχνίας και κατοικίας. Ας σημειωθεί ότι από το τέλος του 1996, που αναθεωρήθηκε το παραπάνω Σχέδιο Λευκωσίας, τα υποστατικά περιλήφθηκαν σε αμιγή οικιστική ζώνη. Ο Δήμος Λευκωσίας, όπως προκύπτει από επιστολή του ημερομηνίας 10/12/92 προς τους αιτητές, αντίκρυζε θετικά το αίτημα τους. Το 1993, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για πολεοδομική άδεια, όπως τους εισηγήθηκε ο Δήμος, για να μπορέσει να εξετάσει το αίτημα τους.
Παρά την αρχική θετική στάση του (όπως μας επεσήμανε ο κ. Αγγελίδης), ο Δήμος, ως Πολεοδομική Αρχή, απέρριψε την αίτηση. Οι λόγοι αναπτύσσονται στην απορριπτική απόφαση. Αφορούσαν τη στενότητα του χώρου και τις συνέπειες για το άμεσο περιβάλλον της γειτονιάς, της προσπέλασης και λειτουργικότητας των καταστημάτων και την έλλειψη των απαιτούμενων χώρων στάθμευσης. Λήφθηκε ακόμα υπόψη και το πρόβλημα οχληρίας στον ίδιο δρόμο από παρόμοιες μονάδες.
Ασκήθηκε στη συνέχεια ιεραρχική προσφυγή σε Υπουργική Επιτροπή, η οποία όμως απέτυχε. Παραθέτουμε την απορριπτική απόφαση:
“Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 27/75 του Υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με το πιο πάνω θέμα και αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.”.
Η παραπάνω ανάμειξη του Υπουργείου των Εσωτερικών αποτελεί την κύρια βάση της έφεσης. Διαπιστώθηκε πρωτόδικα - και η Δημοκρατία δεν το αμφισβητεί - ότι προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση, το Υπουργείο ζήτησε, εκτός από την κατάθεση των εγγράφων στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος των αιτητών για υποστήριξη της προσφυγής και έκθεση από την Πολεοδομική Αρχή, καθώς και το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο πρώτος ουσιαστικά επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους εναντιώθηκε στη μεταβολή χρήσης και απέρριψε την αίτηση ενώ ο δεύτερος, εισηγούμενος επίσης απόρριψη, υπέδειξε ότι η ικανοποίηση του αιτήματος θα [*815]δημιουργούσε ή θα επέτεινε και πρόβλημα “ανεξέλεγκτης στάθμευσης” οχημάτων στην οδό Ενότητος.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς τις ενέργειες αυτές του Υπουργείου και τελικά την υποβολή του παραπάνω Σημειώματος. Η εμπλοκή του με αυτό τον τρόπο, κατά το δικηγόρο των εφεσειόντων, προσκρούει στις διατάξεις του Κανονισμού 7(5), με αναπόφευκτο επακόλουθο την ακυρότητα της απορριπτικής απόφασης. Η απουσία εντολής διερεύνησης προς το Υπουργείο, κατέστησε την πρωτοβουλία και την όλη δράση του Υπουργείου στο ζήτημα, παράνομη. Η Υπουργική Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και την εξουσία που της παρέχει με αποτέλεσμα τον αυτοεγκλωβισμό της σε ότι “προκατασκεύασε” - προκαλεί απορία η χρήση της λέξης αφού το Σημείωμα περιέχει βασικά εξιστόρηση των όσων προηγήθηκαν - άλλο αναρμόδιο όργανο, στο οποίο δεν δόθηκε σχετική εντολή.
Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε τις παραπάνω και άλλες όμοιες αιτιάσεις. Στηρίχθηκε γι’ αυτό και στην απόφαση του Καλλή, Δ. στην υπόθεση αρ. 683/97, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6/7/98, την οποία ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι κακώς ακολούθησε. Όμως η Ολομέλεια με την απόφασή της στην Α.Ε. 2687, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, επικύρωσε την απόφαση. Ας σημειωθεί ότι η εισήγηση ήταν ταυτόσημη:-
(ο συνήγορος του εφεσείοντα) “Εισηγήθηκε πως το Υπουργείο Εσωτερικών και οι υπ’ αυτό αρμόδιες υπηρεσίες παρανόμως, γιατί δεν τους ζητήθηκε κάτι τέτοιο, έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές τους απόψεις που αφορούν στην υπόθεση. Ο δικηγόρος διατείνεται πως το Υπουργείο Εσωτερικών ήταν εμπλεκόμενο ως “αντίδικος” στην υπόθεση και επομένως δεν είχε δικαίωμα, χωρίς να του ζητηθεί από την Υπουργική Επιτροπή, να θέσει ενώπιον της τα πιο πάνω στοιχεία, και μάλιστα να εισηγείται απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.”.
Η Ολομέλεια την απέρριψε παρατηρώντας ότι:-
“Κρίνουμε ολωσδιόλου αβάσιμη την εισήγηση. Αντίθετα με αυτή, έχουμε τη γνώμη πως ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών, γιατί καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.”.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέρ[*816]γειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: “Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει” εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, έχει λεχθεί ότι:-
“Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.”.
Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή. Η παρέμβαση του Υπουργείου απλώς εμπέδωσε τη θέση της Δημοκρατίας. Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ως βάση απόφαση για εξέταση θεμάτων από λειτουργό Υπουργείου συνδεδεμένων με την ιεραρχική προσφυγή. Ο κ. Αγγελίδης έψεξε επίσης την αναφορά στα παράπονα των κατοίκων, υπαινισσόμενος πως η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.
Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφασή του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου [*817]δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.
Ως προς το παράπονο για λήψη της απόφασης πάνω σε αλλοιωμένη βάση (μελλοντικό τοπικό σχέδιο) πρέπει να απορριφθεί. Η σχετική εισήγηση του Δήμου δεν περιέχει πουθενά οποιαδήποτε νύξη για μια τέτοια αντιμετώπιση. Άλλωστε η σχετική παράγραφος της επιστολής του Δήμου ξεκινά με τη φράση “Πληροφοριακά αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της περιοχής....”. Η πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνει στο θέμα αυτό:-
“Όπως φαίνεται από την επιστολή του Δήμου Λευκωσίας προς το Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 18.10.1995, η αίτηση των αιτητών εξετάστηκε με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η απόφαση στηρίχτηκε στο Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας που προέβλεπε για την περιοχή μεικτή ζώνη η οποία επέτρεπε βιοτεχνικές χρήσεις, καταστήματα και κατοικίες.”.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται - τρίτος λόγος - ότι ο πρωτόδικος δικαστής λανθασμένα δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς τους, ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της καλής πίστης, με την αιτιολογία ότι δεν περιλήφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής. Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν φαίνεται να επικαλείται το δικαστήριο τέτοια παράλειψη. Τα δύο θέματα μάλιστα τέθηκαν από το δικαστή στην απόφαση και κρίθηκαν. Για το πρώτο υποδείχθηκε ότι κατά τον κανονισμό απόκειται στη διακριτική εξουσία του εξετάζοντος οργάνου η ακρόαση του ενδιαφερόμενου. Αναφορικά με το δεύτερο, ότι ο Δήμος με την παραπάνω συμμετοχή του κατέστη κριτής της υπόθεσης του, έχει λεχθεί ότι το αποφασίζον όργανο είναι η εξ υπουργών επιτροπή, η οποία είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει τις απόψεις της αρμόδιας αρχής.
Είναι και ο τελευταίος λόγος ότι κακώς οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν στα έξοδα της προσφυγής. Μόνο που τέτοιο διάταγμα δεν εκδόθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή.
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο