Ρούσος Νίκος ν. Κεντρικού Σφαγείου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 1000

(2001) 3 ΑΑΔ 1000

[*1000]15 Νοεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΡΟΥΣΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ,

2.  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ,

3.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2836)

 

Διοικητική Πράξη ― Μη περατωθείσα πράξη με την επιβαλλόμενη από το νόμο έγκριση του  Υπουργού, δεν είναι εκτελεστή και δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ― Ανεξάρτητα αν παρανόμως εφαρμόζεται ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της απόφασης Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) και Άλλοι v. Όμηρου Ρωσσίδη (1996) 3 C.L.R. 39.

Το ζήτημα που απασχόλησε στην παρούσα έφεση ήταν κατά πόσο ορθά ή όχι θεωρήθηκε πως η απόφαση των εφεσιβλήτων δεν ήταν εκτελεστή διοικητική απόφαση, επειδή δεν είχε ζητηθεί και δεν είχε ως εκ τούτου δοθεί, η έγκριση του Υπουργού που προβλέπεται στο  νόμο.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Στη Δημοκρατία ν. Μελέτης (1991) 3 Α.Α.Δ. 433, όπου η απόφαση είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο παρόλον ότι η πράξη δεν ήταν εκτελεστή, θεωρήθηκε ότι αυτή απέκτησε οντότητα και εξακολουθούσε να κατέχει έστω και λανθάνουσα θέση μέσα στο διοικητικό χώρο και επικυρώθηκε η ακύρωση της.  Όπως όμως ορθά επεσήμανε ο πρωτόδικος Δικαστής, στην παρούσα υπόθεση τώρα η κατάληξη αυτή είναι αδύνατη εν όψει της απόφασης στη Ρωσσίδης.  Με την πιο πάνω θέση το Δικαστήριο συμφωνεί απόλυτα και κρίνει ότι, αφ’ ης στιγμής η πράξη δεν είχε τελειωθεί και δεν ήταν εκτελεστή, [*1001]εν ουδεμιά περιπτώσει θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.  Το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση ούτε καν ζήτησαν την έγκριση του Υπουργού, δεν μεταβάλλει την κατάσταση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. v. Ρωσσίδη (1996) C.L.R. 39,

Δημοκρατία v. Μελέτης (1991) 3 Α.Α.Δ. 433.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 604/96) ημερομηνίας 28/5/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Παραγωγής, θέση Πρώτου Διορισμού.

Π. Πολυβίου, για τον Eφεσείοντα.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Εφεσίβλητους 3.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου του Κεντρικού Σφαγείου με την οποία διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Παραγωγής, θέση πρώτου διορισμού, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως ο καταλληλότερος υποψήφιος.  Το Συμβούλιο προσέφερε διορισμό στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ο οποίος και τον αποδέχθηκε και κατέλαβε την επίδικη θέση.

Μεταξύ των άλλων λόγων ακυρότητας που πρόβαλε ο αιτητής ήταν και η παράλειψη του Συμβουλίου να ζητήσει και να εξασφα[*1002]λίσει την έγκριση του διορισμού από τον Υπουργό  όπως ρητά απαιτεί ο Περί Σφαγείων Νόμος του 1981 (Ν. 69/81) (Άρθρο 17(1)).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου “Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή οποιοδήποτε εξουσιοδοτούμενο λειτουργό του Υπουργείου του.  Επίσης, με βάση το Άρθρο 19 του Περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, όπου υπάρχει εξουσία προσώπου ή δημόσιας αρχής να προβαίνει σε διορισμούς και απαιτείται επιπρόσθετα η σύσταση ή η έγκριση άλλου προσώπου η αρχής, τότε η εξουσία αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς τη σύσταση ή την έγκριση του άλλου αυτού προσώπου ή αρχής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε με προσοχή το ερώτημα κατά πόσο η πράξη ήταν εκτελεστή, αναφέρθηκε στη νομολογία και κατέληξε, με βάση την απόφαση στη Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) και Άλλοι ν. Όμηρου Ρωσσίδη (1996) C.L.R. 39, ότι, αφού δεν είχε εξασφαλισθεί η έγκριση του Υπουργού, η πράξη δεν είχε τελειωθεί και ως εκ τούτου δεν ήταν εκτελεστή και κατά συνέπεια υποκείμενη στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεσμευόταν από την απόφαση Ρωσσίδη (ανωτέρω) και απέρριψε την προσφυγή του αιτητή.

Με την έφεση του ο αιτητής υπέβαλε ότι κακώς απορρίφθηκε η προσφυγή του, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσσίδης θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί, καθόσο στην παρούσα περίπτωση οι καθ΄ων η αίτηση 2 ούτε καν ζήτησαν την έγκριση του Υπουργού και δεν θα μπορούσαν να επικαλούνται τη δική τους παράλειψη για να ευνοηθούν.  Επιπρόσθετα, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέβαλαν ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν καθ΄υπέρβαση εξουσίας και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει ήδη και υπηρετεί παράνομα στη θέση, στην οποία διορίστηκε.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή απλώς, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, υπέβαλε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης τη διαφοροποιούν από τη Ρωσσίδης, αλλά δεν μας ζήτησε να αποστούμε από το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης.  Στη Ρωσσίδης  ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η επίδικη διοικητική απόφαση δεν ήταν παράγωγος έννομων αποτελεσμάτων και συνεπώς εστερείτο εκτελεστότητας,  προχώρησε και την ακύρωσε θεωρώντας ότι: . . . ο πολίτης όμως έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας με την κήρυξη της και τυπικά ως άκυρης με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος για λόγους δικαίου”.  Σχολιάζοντας την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) εκδίδοντας [*1003]την απόφαση της Ολομέλειας  ανέφερε τα ακόλουθα στις σελ. 41-42:

“Η κατάληξη του Δικαστηρίου εξυπακούει ότι η παράγραφος 4 του Άρθρου 146, παρέχει τη δυνατότητα χορήγησης θεραπείας και σε σχέση με αποφάσεις, πράξεις και παραλείψεις μη υποκείμενες στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Τέτοια εξουσία δεν υπάρχει. Η παράγραφος 4 του Άρθρου 146 προσδιορίζει τις θεραπείες που μπορεί να παρασχεθούν σε σχέση με το αντικείμενο της προσφυγής, δηλαδή την πράξη η οποία προσβάλλεται. Και εφόσον, μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο, μόνο ως προς εκείνες μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία περιορίζεται, όπως είναι καθολικά παραδεκτό, σε πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις που είναι εκτελεστές, δηλαδή παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, Φειδίας Στεφανίδης κ.ά. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49 και Krashias Modern Land & Building Developers Ltd ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198).

Στη Χ” Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 981, εξηγείται ότι, απόφαση υποκείμενη σε έγκριση και μη τελειοποιηθείσα με την παροχή της έγκρισης, στερείται εκτελεστότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης (βλ. επίσης HjiVassiliou v. Cyprus Athletics Organ. (1987) 3 C.L.R. 2142).

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου, και τα δύο μέρη αναγνώρισαν ότι η πράξη που συνιστούσε το επίδικο θέμα της προσφυγής, δεν ήταν εκτελεστή. Η υπαγωγή του αντικειμένου της προσφυγής στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των εξουσιών μας, όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε στην Παπαδόπουλος και Άλλοι ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Άλλου (1996) 3 Α.Α.Δ. 1. Η διαπίστωση ότι η προσφυγή εστερείτο αντικειμένου υποκείμενου σε αναθεώρηση, οδηγεί στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης.”

Στη Δημοκρατία ν. Μελέτης (1991) 3 Α.Α.Δ. 433, όπου η απόφαση είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο παρόλον ότι η πράξη δεν [*1004]ήταν εκτελεστή, θεωρήθηκε ότι αυτή απέκτησε οντότητα και εξακολουθούσε να κατέχει έστω και λανθάνουσα θέση μέσα στο διοικητικό χώρο και επικυρώθηκε η ακύρωση της.  Όπως όμως ορθά επεσήμανε ο πρωτόδικος Δικαστής, στην παρούσα υπόθεση τώρα η κατάληξη αυτή είναι αδύνατη εν όψει της απόφασης στη Ρωσσίδης. Με την πιο πάνω θέση συμφωνούμε απόλυτα και κρίνουμε ότι, αφ’ ης στιγμής η πράξη δεν είχε τελειωθεί και δεν ήταν εκτελεστή, εν ουδεμιά περιπτώσει θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Το γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση ούτε καν ζήτησαν την έγκριση του Υπουργού δεν μεταβάλλει την κατάσταση.

Παραμένει εντούτοις το ερώτημα αν θα επιτραπεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, του οποίου ο διορισμός δεν είχε τελειωθεί και είναι ως εκ τούτου παράνομος να κατέχει τη θέση χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε θεραπεία στον αιτητή.  Παρατηρούμε ότι ενδεχομένως να υπάρχουν άλλες διαδικασίες με τις οποίες είναι δυνατό να ελεγχθεί η νομιμότητα της κατοχής δημόσιας θέσης και εναπόκειται εις τον εφεσείοντα να τις επισημάνει και να τις ακολουθήσει, εάν επιθυμεί.

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Εκδίδεται διάταγμα για έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο