Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ζήνας Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060

(2001) 3 ΑΑΔ 1060

[*1060]19 Νοεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΖΗΝΑΣ ΠΟΥΛΛΗ,

Εφεσίβλητης,

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2572)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Αίτημα για παραμερισμό της απόφασης ― Υποβλήθηκε από ενδιαφερόμενο μέρος στο οποίο δεν επιδόθηκε η αντέφεση, γεγονός που οδήγησε σε ακύρωση της προαγωγής του ― Νομολογιακές αρχές ως προς την ανάγκη επίδοσης των δικαστικών διαβημάτων στους ενδιαφερόμενους και ως προς το ζήτημα της ανάγκης παραμερισμού τέτοιας απόφασης ― Παραμερισμός της απόφασης και διαταγή για επανεκδίκηση.

Μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης με επιτυχία της αντέφεσης, το ενδιαφερόμενο μέρος με επιστολή του ανέφερε πως ποτέ δεν του είχε επιδοθεί η αντέφεση και ως εκ τούτου δεν έλαβε μέρος στη δίκη.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2572 και διατάζοντας την επανεκδίκαση της έφεσης και αντέφεσης, αποφάσισε ότι:

Η επίδοση της αναθεωρητικής έφεσης στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επιβάλλεται από τον ισχύοντα Διαδικαστικό Κανονισμό – (βλ. περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, ως τροποποιήθηκε από τον Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό 5 του 1995).

     Η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά, αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης.

     Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένη ενέργεια ή συγκεκριμένο δικονομικό διάβημα για την κινητοποίηση του δικαστηρίου να εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα που εκθέτουν την απόφαση σε ακύρωση περιέλθουν σε γνώση του, το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να θέσει το θέμα και να δράσει, αφού ακούσει πάντα ενδιαφερόμενο. Άλλη αντιμετώπιση, θα προσέκρουε στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

[*1061]       Διαπιστώνεται ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.

     Στην προκείμενη περίπτωση, ούτε η έφεση ούτε η αντέφεση επιδόθηκαν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Ως αποτέλεσμα, η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2572 κρίνεται άκυρη και παραμερίζεται.

     Ο Δικαστής Αρτεμίδης συμφώνησε με το αποτέλεσμα, αλλά για ιδιαίτερους λόγους που εξήγησε σε ξεχωριστή απόφασή του.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

P.S.C. v. Potoudes a.o. (No.1) (1987) 3 C.L.R. 1044,

Κρονίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 33,

Τουβλ. Γίγας Λτδ v. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,

Graig v. Kanssen [1943] 1 K.B. 256,

Fleet Mortgage v. Lower Maisonette [1972] 2 All E.R. 737,

Ebrahim v. Ali [1983] 3 All E.R. 615.

Ακύρωση Έφεσης και Αντέφεσης.

Ακύρωση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατόπιν διαβήματος του ενδιαφερόμενου μέρους στην (Υπόθεση Αρ. 800/96), ημερομηνίας 12/12/97, της έφεσης η οποία ασκήθηκε από τη Δημοκρατία εναντίον του ακυρωτικού μέρους της πιο πάνω απόφασης και της αντέφεσης την οποία ήγειρε η εφεσίβλητη για παραμερισμό του απορριπτικού μέρους της για το λόγο ότι, κατά την αναφορά του θέματος, διεφάνη ότι ούτε η έφεση ούτε η αντέφεση είχαν επιδοθεί στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη διαδικασία αυτή.

[*1062]

Ε.Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη, Πρ.Μιχαήλ και Χρ. Παπαχριστοδούλου.

Το Ενδιαφερόμενο μέρος Θεοφ. Χειμωνίδου, εμφανίζεται προσωπικά.

Το Ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιος Ζυμπουλάκης δεν εμφανίζεται.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Όλοι οι Δικαστές συμφωνούν με την απόφασή μου, που ακολουθεί, εκτός από τον Αρτεμίδη, Δ., ο οποίος συμφωνεί μεν ως προς το αποτέλεσμα, αλλά για τους ιδιαίτερους λόγους που εξηγεί σε ξεχωριστή απόφασή του.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η Θεοφανώ Χειμωνίδου, ο Γεώργιος Ζυμπουλάκης, ο Προκόπιος Μιχαήλ και ο Χρύσανθος Παπαχριστοδούλου προήχθησαν, με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης.  Η Ζήνα Πουλλή, μία των ανθυποψηφίων τους, προσέβαλε με προσφυγή την προαγωγή τους, με αίτημα την ακύρωσή της. Η προσφυγή της έγινε δεκτή αναφορικά με τη Θεοφανώ Χειμωνίδου και το Γεώργιο Ζυμπουλάκη, ενώ απορρίφθηκε σε σχέση με τους άλλους δύο.

Εναντίον του ακυρωτικού μέρους της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Δημοκρατία άσκησε έφεση, αξιώνοντας τον παραμερισμό του και, συνακόλουθα, την αποκατάσταση της προαγωγής της κ. Χειμωνίδου και του κ. Ζυμπουλάκη.  Παράλληλα, η κ. Πουλλή, η εφεσίβλητη, ήγειρε αντέφεση, με την οποία αξίωσε τον παραμερισμό του απορριπτικού μέρους της πρωτόδικης απόφασης.

Ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην έφεση, δηλαδή πρόσωπα που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από την έκβασή της, ήταν η κ. Χειμωνίδου και ο κ. Ζυμπουλάκης και στην αντέφεση ο κ. Μιχαήλ και ο                     κ. Παπαχριστοδούλου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο (πενταμελής Ολομέλεια) επιλήφθηκε της έφεσης και της αντέφεσης. Απέρριψε την έφεση και αποδέχτηκε την [*1063]αντέφεση, ακυρώνοντας την προαγωγή του κ. Μιχαήλ και του κ. Παπαχριστοδούλου. Η απόφαση εκδόθηκε στις 3 Νοεμβρίου, 2000.

Με επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, της 4ης Ιανουαρίου, 2001, ο κ. Μιχαήλ έθεσε υπόψη μας ότι η αντέφεση ουδέποτε επιδόθηκε σ’ αυτό. Η ύπαρξη, καθώς και το αποτέλεσμά της, του γνωστοποιήθηκαν από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στις 27 Νοεμβρίου, 2000. Η επιστολή του κ. Μιχαήλ καταλήγει με τα ακόλουθα:-

«Δεν γνωρίζω ποια υπηρεσία θα έπρεπε να με πληροφορήσει για τα πιο πάνω αλλά τουλάχιστο ο υποβάλλων την αντέφεση, νομίζω θα έπρεπε να έχει υποχρέωση να με ενημερώσει ώστε να μπορέσω να υπερασπίσω τα συμφέροντα μου. Σε τελευταία ανάλυση νοιώθω, ίσως από άγνοια δικαστικών διαδικασιών, ότι δικάστηκα και καταδικάστηκα χωρίς να έχω γνώση.

Δεν ξέρω πού και πώς να βρω το δίκαιο μου.»

Αφού έλαβε γνώση της επιστολής του κ. Μιχαήλ, το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε τα εγειρόμενα ζητήματα (ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας) προς εξέταση, στην παρουσία όλων των ενδιαφερομένων - της αντεφεσείουσας, των αντεφεσιβλήτων και των ενδιαφερομένων προσώπων (Μιχαήλ και Παπαχριστοδούλου).

Κατά την αναφορά του θέματος, διεφάνη ότι, όχι μόνο η αντέφεση αλλά ούτε και η έφεση είχε επιδοθεί στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. οπόταν προέκυψε ζήτημα και για τις συνέπειες της μη επίδοσης της έφεσης στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σ’ αυτή. Προς τούτο, δόθηκαν οδηγίες όπως η δρομολογηθείσα διαδικασία γνωστοποιηθεί και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην έφεση, ώστε να δοθεί και σ’ αυτούς η ευκαιρία να ακουστούν. Έτσι, η εξέταση των εγειρομένων θεμάτων αναβλήθηκε σε νέα ημερομηνία, ώστε να δοθεί η ευκαιρία σ’ όλους τους ενδιαφερομένους να εκθέσουν τις απόψεις τους. Η κ. Χειμωνίδου, η μόνη από τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην έφεση η οποία εμφανίστηκε, βεβαίωσε ότι δεν είχε ενημερωθεί για «... όλες τις διαδικασίες ...», προσθέτοντας:  «... πραγματικά τώρα ενημερώνομαι για όλες αυτές τις αποφάσεις.  Απλώς ήλθα για να ενημερωθώ αν γίνει οτιδήποτε να είμαι έτοιμη.».

Τόσο ο κ. Αγγελίδης, ο οποίος εκπροσώπησε τον κ. Μιχαήλ και τον κ. Παπαχριστοδούλου, όσο και η κ. Λοϊζίδου, η οποία εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα, καθώς και ο κ. Κωνσταντίνου, ο οποίος εκπροσώπησε την εφεσίβλητη, συμφώνησαν ότι η απόφαση πρέπει να παρα[*1064]μεριστεί. Η ακρόαση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, χωρίς τη γνωστοποίηση τους στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και, συνακόλουθα, την παροχή σ’ αυτούς ευκαιρίας να ακουστούν, κατέστησε τη διαδικασία άκυρη, όπως και την απόφαση που εκδόθηκε.

Προς υποστήριξη των θέσεών τους, ο κ. Αγγελίδης μας παρέπεμψε σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες πραγματεύονται το ζήτημα – στην P.S.C. (No. 1) v. Potoudes & Others (1987) 3 C.L.R. 1044 και στην Κρονίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 33 – και ο κ. Κωνσταντίνου σε τρίτη – στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109.

Στο ακόλουθο απόσπασμα από την P.S.C. (No. 1) v. Potoudes & Others, (ανωτέρω), που δόθηκε από τον Λοΐζου Π., συνοψίζονται οι συνέπειες από την παράλειψη επίδοσης της έφεσης ή νομικού διαβήματος σε διάδικο ή σε πρόσωπο έχον συμφέρον στη διαδικασία:-   (σελ. 1045)

“The question of service to litigants and interested parties whose position is or may possibly be affected from a judicial process is a matter of substance and the omission to serve is tantamount to a denial of the right to be heard, a situation which renders such omission material and carrying with it the nullity of the process.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Η επίδοση στους διαδίκους και στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, των οποίων η θέση επηρεάζεται ή είναι ενδεχόμενο να επηρεαστεί από τη δικαστική διαδικασία, είναι θέμα ουσίας και η παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας σ’ αυτούς εξισούται με την άρνηση του δικαιώματος να ακουστούν, κατάσταση η οποία καθιστά την παράλειψη ουσιαστική, εμφέρουσα την ακυρότητα της διαδικασίας.»)

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην αντιμετώπιση ανάλογου ζητήματος και στη μεταγενέστερη απόφασή μας στην Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1), (ανωτέρω).  Η θέση του Δικαστηρίου επί του θέματος διαγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 36)

«Η Δ.35 θ.5 επιτάσσει την επίδοση της έφεσης σε κάθε μέρος το οποίο επηρεάζεται άμεσα από την έφεση. Άμεσα επηρεαζόμενο είναι το μέρος του οποίου τα δικαιώματα θα επηρεασθούν δυσμενώς από την αποδοχή της έφεσης. Η υποχρέωση για επίδοση συνιστά συγχρόνως και προσταγή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης που επιτάσσουν την παροχή εύλογης ευκαιρίας σε κάθε επηρεαζόμενο από διαδικαστική διαδικασία να εμφανιστεί κατά τη δίκη και να προβάλει τις θέσεις του. Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης στον τομέα αυτό ενσωματώνονται στο Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και καθιερώνονται ως θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου.»

Η επίδοση της αναθεωρητικής έφεσης στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επιβάλλεται από τον ισχύοντα Διαδικαστικό Κανονισμό – (βλ. περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, ως τροποποιήθηκε από τον Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό 5 του 1995).

Στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ.1), (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι ενυπάρχει δικαιοδοσία επαναφοράς έφεσης, παρά την απουσία* δικονομικού κανόνα που να το επιτρέπει, οποτεδήποτε μη επαναφορά της «... θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση του δικαιώματος υποστήριξης της έφεσης ενώπιον του Εφετείου», (σελ. 112). Στην ίδια υπόθεση, το Εφετείο παρέπεμψε σε προγενέστερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου – στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583 – όπου επισημάνθηκε ότι ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία προς θεραπεία ατέλειας στη δικαστική διαδικασία, οποτεδήποτε τούτο επιβάλλεται από τη διασφάλιση της λειτουργίας του δικαστηρίου ως δικαστηρίου της δικαιοσύνης.

Η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης.

Η αρχή της ακροάσεως αμφοτέρων των μερών, πριν το δικαστήριο προέλθει σε κρίση, διακηρύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων, από τους Έλληνες ποιητές και τραγωδούς, ως ανυπέρβατη αρχή του δικονομικού δικαίου και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του διαδίκου. Το «μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης» αποδίδεται στον Ησίοδο. Το κωδικοποιεί σε πληρέστερη μορφή ο Ευριπίδης:  «Τις αν δίκην κρίνειεν ή γνοίη λόγον, πριν αν παρ’ αμφοίν μύθον εκμάθη σαφώς» - («Ηρακλείδες», στίχοι 179-180)*.

Μη επίδοση της διαδικασίας στους διαδίκους καθιστούσε,  ανέκαθεν στο αγγλικό δίκαιο, άκυρη διαταγή ή απόφαση που εκδιδόταν στο πλαίσιο της. Η θεμελιώδης αυτή αρχή του αγγλικού δικαίου αποτυπώνεται ως ακολούθως στο εισαγωγικό μέρος της Graig v. Kanssen [1943] 1 K.B. 256 (C.A.):-

“A person who is affected by an order of the court which can properly be described as a nullity is entitled ex debito justitiae to have it set aside.  Failure to serve process where service of process is required renders null and void an order made against the party who should have been served.  The court can set aside such an order in its inherent jurisdiction and it is not necessary to appeal from it.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«Πρόσωπο, το οποίο επηρεάζεται από διαταγή του δικαστηρίου, η οποία δεόντως μπορεί να χαρακτηριστεί ως άκυρη, μπορεί δικαιωματικά να ζητήσει τον παραμερισμό της, ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη. Παράλειψη επίδοσης της διαδικασίας, όπου η επίδοσή της απαιτείται, καθιστά άκυρη και ανυπόστατη τη διαταγή που εκδόθηκε εναντίον του προσώπου, προς το οποίο έπρεπε να είχε επιδοθεί. Το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τέτοια διαταγή, εν τη ενασκήσει της σύμφυτης δικαιοδοσίας του. Δε χρειάζεται να υποβληθεί έφεση κατ’ αυτής.»)

Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένη ενέργεια ή συγκεκριμένο δικονομικό διάβημα για την κινητοποίηση του δικαστηρίου να εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα που εκθέτουν την απόφαση σε ακύρωση περιέλθουν σε γνώση του, το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να θέσει το θέμα και να δράσει, αφού ακούσει πάντα ενδιαφερόμενο. Άλλη αντιμετώπιση θα προσέκρουε στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, όπως υποδεικνύει ο Pennycuick V-C στη Fleet Mortgage v Lower Maisonette [1972] 2 All ER 737.  Τα ίδια υιοθετεί και ο Sir Arnold P στην Ebrahim v Ali [1983] 3 All E.R. 615:- (σελ. 616)

“It is, in my judgment, quite plain that where there has been no service of process any order made in the litigation in which process should have been served must necessarily be void, unless service has been in some way validly dispensed with.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

[*1067]

«Σύμφωνα με την απόφασή μου, είναι σαφές ότι, όπου δε γίνεται επίδοση της διαδικασίας, οποιαδήποτε διαταγή εκδίδεται στη δίκη, στην οποία η διαδικασία έπρεπε να είχε επιδοθεί, πρέπει απαρέγκλιτα να θεωρείται ως άκυρη, εκτός εάν εξουσιοδοτήθηκε εγκύρως η μη επίδοσή της.»)

Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, ούτε η έφεση ούτε η αντέφεση επιδόθηκαν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Ως αποτέλεσμα, η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2572 κρίνεται άκυρη και παραμερίζεται.

Η έφεση και η αντέφεση θα ακουστούν εξ αρχής. Εκδίδονται οδηγίες προς επίδοση αμφοτέρων στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Νέα ημερομηνία ακροάσεως θα δοθεί από το Πρωτοκολλητείο.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με το αποτέλεσμα της απόφασης που απήγγειλε ο Πρόεδρος. Επιθυμώ όμως να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις, που περιορίζονται στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.  Το δικαίωμα ενδιαφερόμενου ή επηρεαζόμενου προσώπου να ακουστεί σε υπόθεση, που ενδεχομένως θα έχει επιπτώσεις σ’ αυτόν, ανάγεται στην αρχή του Λόγου και στη νομοτέλεια του πολιτισμού στον οποίο ανήκουμε. Η αρχή αυτή, όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Προέδρου, θεσμοθετήθηκε στην πρόοδο του χρόνου σε συντάγματα και νόμους. Είναι γι’ αυτό το λόγο που έχω την άποψη πως δεν χρειαζόταν να συνεδριάσει η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να επιληφθεί του ζητήματος, ως να επρόκειτο για αναψηλάφηση για να διορθωθεί το λάθος που δημιουργήθηκε όταν η Ολομέλεια, με πενταμελή σύνθεση, που δίκαζε την αναθεωρητική έφεση δεν βεβαιώθηκε πως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν ειδοποιηθεί. Η τελευταία αυτή σύνθεση του Δικαστηρίου αυτεπάγγελτα θα μπορούσε να παραμερίσει την απόφαση της, μόλις περιήλθε σε γνώση της η πιο πάνω παράλειψη.

[*1068]Ο κ.Μιχαήλ είχε και δικονομικό έρεισμα στη Δ.35 Κ.14, που λέει (σε μετάφραση): 

«Εάν κατά την εκφώνηση της έφεσης για ακρόαση ο εφεσείων εμφανιστεί και ο εφεσίβλητος όχι, το Εφετείο μπορεί, εφ’ όσον αποδειχτεί επίδοση στον εφεσίβλητο να ακούσει τον εφεσείοντα και να αποφασίσει για την έφεση ωσάν να ήταν παρών ο εφεσίβλητος.»

Η επιστολή του κ.Μιχαήλ προς το Ανώτατο Δικαστήριο, με την επίκληση στο τέλος της «δεν ξέρω πού και πώς να βρω το δίκαιο μου», δεν συνάδει με την βεβαιότητα του για την έκβαση της πρωτόδικης διαδικασίας στην προσφυγή, στην οποία ήταν ενδιαφερόμενο μέρος και επέλεξε να μην εμφανιστεί. Λέγει τα εξής στην εν λόγω επιστολή.

«Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έκρινα σκόπιμο να εμφανιστώ ή να εκπροσωπηθώ στο Δικαστήριο για την προστασία των συμφερόντων μου δεδομένου ότι κατείχα τίτλο M.Sc στη Φυσική με επιστημονικές δημοσιεύσεις κάτι που η αιτήτρια δεν είχε και επιπλέον ότι εργάστηκα, ως μέλος του επιστημονικού διδακτικού προσωπικού, του Πανεπιστημίου Αθηνών, Έδρα Φυσικοχημείας, για πέντε χρόνια».

Ας μη σχολιάσω, τελειώνοντας, και την αλλαγή στάσης εκ μέρους των δικηγόρων της εφεσίβλητης και των ενδιαφερομένων μερών την τελευταία ημέρα της παρούσας διαδικασίας, όταν λίγο ή πολύ φάνηκαν μουδιασμένοι να την προωθήσουν, προφανώς λόγω εξελίξεων που είχαν στο μεταξύ μεσολαβήσει. Κλήθηκαν ουσιαστικά από το Δικαστήριο να δηλώσουν με σαφήνεια τη θέση τους. Και τούτο σε αντίθεση με αυτά που πρόβαλαν στην πρώτη δικάσιμο επικαλούμενοι την ορθή αρχή, που οδήγησε και στο αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο