Sportsman Betting Company Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 1069

(2001) 3 ΑΑΔ 1069

[*1069]21 Νοεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

SPORTSMAN BETTING COMPANY LTD.,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2685)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων να προσβάλει την απόφαση φορολόγησης των εσόδων με 25% ― Δεν έχει έννομο συμφέρον, εφόσον βάσει του νόμου (Ν.75(Ι)/97), αυτός που φορολογείται είναι ο συμμετέχων στο στοίχημα και ο ίδιος λειτουργεί ως εισπράκτορας.

Η εφεσείουσα, επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης επιβολής φορολογίας 25% στα εισοδήματα από την εργασία της, ως αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

     Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών των  Άρθρων 4(δ) και 8(2) του Νόμου 75(Ι)/97 υποδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που δεν μπορεί να παραβλεφθεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.  Ότι δηλαδή η χρέωση του 25% επιβαρύνει τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο στοίχημα και ότι οι αποδέκτες ενεργούν απλά ως εισπράκτορες του πιο πάνω ποσοστού, προς όφελος της Δημοκρατίας. Η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τις επίδικες αποφάσεις της Διοίκησης. Αν η προσφυγή γινόταν αποδεκτή, αυτό θα σήμαινε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Όπως έχει σημειωθεί από την [*1070]αρχή, εκείνο που προσβάλλεται είναι η είσπραξη των ποσών από τους καθ’ ων η αίτηση, χρημάτων που είχαν ήδη εισπραχθεί από την εφεσείουσα από πελάτες της που είχαν συμμετάσχει σε στοιχήματα, και βεβαίως είναι σε συνάρτηση προς αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της και όχι γενικά προς τις δυνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του νόμου, αφηρημένα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγών 756/97, 874/97, 879/97) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιβολής φόρου ποσοστού 25% το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση εισέπραξαν από την αιτήτρια ως φόρο συλλογικών στοιχημάτων σύμφωνα με το Νόμο 75(Ι)/97.

Μιχ. Τριανταφυλλίδης, για την Εφεσείουσα.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση εξετάζει την εγκυρότητα της επιβολής εκ μέρους του Υπουργείου Οικονομικών φόρου ποσοστού 25% πάνω σε συλλογικά στοιχήματα. Ειδικότερα οι επτά προσφυγές που συνεκδικάστηκαν στρέφονταν εναντίον της πράξης των καθ’ων η αίτηση να εισπράξουν από τους αιτητές συγκεκριμένα ποσά ως φόρο συλλογικών στοιχημάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμιση και Φόρος) Νόμου αρ. 75(Ι)/97.

(α) Τα γεγονότα

Ο Νόμος που τιτλοφορείται ως ο Νόμος που Ρυθμίζει την Άσκηση του Επαγγέλματος του Αποδέκτη Συλλογικών Στοιχημάτων και τα Στοιχήματα Αυτά και που Επιβάλλει Φόρο και Δικαιώματα σε Σχέση με τα Στοιχήματα Αυτά (αρ. 75(Ι)/97), είχε σαν απώτερο σκοπό αυτό ακριβώς που καθορίζει ο τίτλος του. Πρώτο τον καθορι[*1071]σμό των κριτηρίων της άσκησης του επαγγέλματος του αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων και δεύτερο την επιβολή καθορισμένου ποσοστού φόρου σε σχέση με τα ποσά που εισπράττονται από τα πιο πάνω στοιχήματα.

Αναφορικά με τα κριτήρια που καθορίζουν την άσκηση του επαγγέλματος ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων που καθορίζεται από τον πιο πάνω Νόμο σαν το “πρόσωπο το οποίο ως αντιπρόσωπος εταιρείας συλλογικών στοιχημάτων διεξάγει την εργασία αποδοχής ή διαπραγμάτευσης συλλογικών στοιχημάτων” θα πρέπει μεταξύ άλλων να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές που συστάθηκε στην Κύπρο (άρθρο 4(α)), να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 4(β)), να μην έχει καταδικαστεί για αδίκημα που περιέχει το στοιχείο της έλλειψης εντιμότητας ή ηθικής αισχρότητας (άρθρο 4(γ)), να έχει προσκομίσει εγγύηση από εμπορική τράπεζα για οποιοδήποτε ποσό ήθελε καθορίσει ο αρμόδιος Υπουργός που δεν πρέπει να είναι λιγότερο των £200.000 (άρθρο 4(ε)) και να έχει παρουσιάσει γραπτή συμφωνία με την εταιρεία συλλογικών στοιχημάτων της οποίας είναι αντιπρόσωπος (άρθρο 4(δ)).  Το πιο πάνω άρθρο καθορίζει επίσης ρητά με ποιά ιδιότητα ενεργεί ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων σε σχέση με την εταιρεία συλλογικών στοιχημάτων της οποίας τυγχάνει αντιπρόσωπος, αφού προνοεί ρητά ότι,

“Ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων αποδέχεται συλλογικά στοιχήματα ως αντιπρόσωπος και εκ μέρους και για λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας συλλογικών στοιχημάτων.”

Αναφορικά με το φόρο που πρέπει να καταβάλλεται από τις εισπράξεις συλλογικών στοιχημάτων, ο αποδέκτης τους πρέπει να καταχωρεί σε καθορισμένο έγγραφο τα διάφορα ποσά που έχει εισπράξει ή έχουν καταστεί εισπρακτέα (άρθρο 8(1)) και με βάση το συνολικό ποσό που αναφέρεται στη δήλωση του να καταβάλλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία υπό τύπο φόρου ποσοστό 25% (άρθρο 8(2)). Όπως ρητά προνοείται στο πιο πάνω άρθρο,

“Πάνω στο συνολικό ποσό το οποίο αναφέρεται στη δήλωση που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων καταβάλλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία υπό τύπο φόρου ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατόν:

Νοείται ότι ο αποδέκτης ή ο βοηθός αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων μπορεί να επιβαρύνει και να εισπράξει από τα [*1072]πρόσωπα που συμμετέχουν στο συλλογικό στοίχημα το ποσό του φόρου το οποίο ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων θα έχει την υποχρέωση να καταβάλει στην Κυπριακή Δημοκρατία δυνάμει του παρόντος εδαφίου.”

Στην πράξη όσοι κατέχουν άδειες αποδοχής συλλογικών στοιχημάτων χρεώνουν τους πελάτες τους με την επιπρόσθετη επιβάρυνση του 25% για τη συμμετοχή τους στη διεξαγωγή του στοιχήματος. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η εφεσείουσα εισέπραξε κατά διάφορα στάδια μέσα στο 1997 ένα ποσό £80.402.28 το οποίο κατέβαλε με επιφύλαξη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Με επτά προσφυγές που έχουν καταχωρηθεί από την εφεσείουσα και διατάχθηκε όπως συνεκδικαστούν, η εφεσείουσα ζήτησε την κήρυξη της πράξης των καθ’ων η αίτηση να αποδεχθούν το πιο πάνω συνολικό ποσό ως αντισυνταγματική, γιατί αντιβαίνει προς τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτογενή του δικαιοδοσία αφού έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης γιατί δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η πιθανότητα επηρεασμού των εργασιών της από το ύψος της φορολογίας, διεπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση των προνοιών του άρθρου 24(1) και 24(4) του Συντάγματος, ούτε και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης που καθιερώνει το άρθρο 28.

(β) Η έφεση

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί για διάφορους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Όλοι οι λόγοι της έφεσης περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας που δεν επιτρέπει αυθαίρετες διακρίσεις στον καθορισμό του ύψους της φορολογίας.

Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών των άρθρων 4(δ) και 8(2) του Νόμου 75(Ι)/97 υποδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που δεν μπορεί να παραβλεφθεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.  Οτι δηλαδή η χρέωση του 25% επιβαρύνει τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο στοίχημα και ότι οι αποδέκτες ενεργούν απλά ως εισπράκτορες του πιο πάνω ποσοστού προς όφελος της Δημοκρατίας.  Το ποσοστό του 25% εισπράττεται από τον αποδέκτη όχι προς δικό του όφελος ή λογαριασμό αλλά εκ μέρους και προς όφελος της Δημοκρατίας.  Είναι ορθό ότι το θέμα εξετάστηκε πρωτόδικα και δεν αποτελεί λόγο έφεσης.  Η σημασία του όμως στη όλη εξέλι[*1073]ξη της διαδικασίας της έφεσης μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να το εξετάσουμε αυτεπάγγελτα.  Μέσα δε στο σύνολο των γεγονότων που έχουμε περιγράψει πιο πάνω κρίνουμε ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τις επίδικες αποφάσεις της Διοίκησης. Αν η προσφυγή γινόταν αποδεκτή αυτό θα σήμαινε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως έχουμε σημειώσει από την αρχή εκείνο που προσβάλλεται είναι η είσπραξη των ποσών από τους καθ’ων η αίτηση, χρημάτων που είχαν ήδη εισπραχθεί από την εφεσείουσα από πελάτες της που είχαν συμμετάσχει σε στοιχήματα, και βεβαίως είναι σε συνάρτηση προς αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της και όχι γενικά προς τις δυνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του νόμου, αφηρημένα.

Η έφεση απορρίπτεται.  Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν κρίνουμε σκόπιμο να υπεισέλθουμε στην εξέταση των άλλων λόγων της έφεσης.

Η εφεσείουσα καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο