(2001) 3 ΑΑΔ 1089
[*1089]30 Νοεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΝΤΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ
ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ,
Εφεσίβλητου-Καθ’ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2861)
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Ασαφής και αόριστη αιτιολογία ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας ― Εν προκειμένω αφέθηκαν αμφιβολίες για το ζήτημα του ποιο διάστημα της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους μέτρησε ως απαραίτητο προσόν, και ποιο ως πλεονέκτημα.
Ο εφεσείων επεδίωξε να ακυρώσει την απόφαση διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος η οποία λήφθηκε κατ’ επανεξέταση μετά από ακύρωση της αρχικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι αρχές αιτιολογίας των διοικητικών αποφάσεων και το τι συνιστά επαρκή αιτιολογία είναι ευρύτατα νομολογημένα. Έχει επίσης επανειλημμένως αποφασισθεί ότι ασαφής ή αόριστη αιτιολογία (obscure or vague reasoning) δεν συνιστά αιτιολογία. Οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης. H αόριστη αιτιολογία ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας και καθιστά την επίδικη απόφαση άκυρη.
Κάτω από το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, προκύπτει ότι δεν γνωρίζει το Δικαστήριο ποιά ήταν η ερμηνεία που δόθηκε στα σχέδια υπηρεσίας και η εφαρμογή τους στην υπό κρίση περίπτωση, ώστε να μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης επί του προκειμέ[*1090]νου, εφόσον η αιτιολογία του Συμβουλίου είναι ασαφής και αόριστη και ως εκ τούτου ανεπαρκής.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Οικονομίδης v. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ 47,
Παρέλλης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1033/97 κ.ά. ημερ. 30/12/99,
Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7,
Sofocleous v. Republic (No.1) (1972) 3 C.L.R. 56.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 498/98) ημερομηνίας 28/5/99 με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά του διορισμού, κατόπιν επανεξέτασης, του ίδιου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γενικού�Διευθυντή του Συμβουλίου, από 1/12/95.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Καλλιγέρου για Ν. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.
Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚHΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 27.2.98 Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε την προηγούμενη πράξη διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους σε προσφυγή του εφεσείοντα-αιτητή αρ. 194/96 και μετά από επανεξέταση το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (Σ.Α.Λ.Α) επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Γενικού Διευθυντή με αναδρομική ισχύ από 1.12.95. Ο εφεσείων-αιτητής προσέφυγε και πάλι εναντίον του διορισμού αυτού, η δε προσφυγή του απορρίφθηκε. Ο εφεσείων με την παρούσα εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.
[*1091]Τρεις είναι οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η έφεση.
Πρώτον, ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα για να αποφασισθεί η κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο της απαιτούμενης από το σχέδιο υπηρεσίας 10ετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση από την οποία 5ετής τουλάχιστον διοικητική πείρα κατά προτίμηση σε θέματα σχετιζόμενα με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Αποχετεύσεων, και ότι αιτιολογήθηκε ότι το Ε/Μ κατείχε τα προσόντα.
Δεύτερον, εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι καλώς προσμέτρησε η πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου και ως απαιτούμενο προσόν και ως πλεονέκτημα.
Τρίτον, εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η τελική απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ήταν πλήρως αιτιολογημένη ή/και ότι επιλέγηκε το καταλληλότερο πρόσωπο.
Επισημαίνουμε πως η πρώτη διοικητική απόφαση ακυρώθηκε από το Δικαστήριο γιατί το Συμβούλιο παρέλειψε να επιβεβαιώσει το ίδιο την κατοχή ή μη προσόντων των αιτητών και άφησε το καθήκον αυτό στα χέρια του Προέδρου του Συμβουλίου που δεν ήταν το αρμόδιο όργανο.
Παραπονείται ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο δεν εξέτασε, δεν σχολίασε και δεν αποφάσισε τη σημασία των όρων “υπεύθυνη θέση” και “διοικητική πείρα” που απαντάται στην παράγραφο 2 των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Περαιτέρω υπέβαλε ότι το Συμβούλιο ανεπίτρεπτα θεώρησε ότι η πείρα του ενδιαφερομένου μέρους ως Οικονομικού Διευθυντή του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (Σ.Α.Λ.Α) θα μπορούσε να προσμετρήσει και προσμέτρησε τόσο ως απαιτούμενο προσόν με βάση την παράγραφο (2) των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας ως και πλεονέκτημα με βάση την παράγραφο (6) του ιδίου σχεδίου. Προς τούτο επεσήμανε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η απόφαση στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, δικαιολογούσε την πιο πάνω θέση.
Είναι φαίνεται ορθή η θέση του εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η πιο πάνω πείρα προσμέτρησε διπλά αλλά τούτο επεσήμανε ότι τούτο εδικαιολογείτο και από την απόφαση στην Οικονομίδης (ανωτέρω). Δεν είναι ορθό, όμως, ότι η υπόθεση Οικονομίδης επιβεβαίωσε τέτοια αρχή. Σχετικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση Παρέλλη ν. Κυπριακής Δημο[*1092]κρατίας και Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υπ. Αρ. 1033/97 και 116/98, ημερ. 30.12.99, του Νικολάου Δ.. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα με το οποίο και συμφωνούμε (σελ.9):
“Έτσι όπως διατύπωσε το ζήτημα η Ε.Δ.Υ. δεν είναι σαφές τι ήταν που θεώρησε ότι συνιστούσε την ευρύτερη ακαδημαϊκή κατάρτιση. Αν είχε υπόψη και το μεταπτυχιακό αυτό ήταν σφάλμα: δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί δύο φορές, δηλαδή και ως απαραίτητο προσόν και ως πρόσθετο: βλ. την απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ., στη Μ. Μιλτιάδου ν. Δημοκρατία (1994) 4 Α.Α.Δ. 1381 μια από πολλές πρωτόδικες. Αυτό επιβεβαιώθηκε άλλωστε με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47. Την οποία όμως ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου επικαλέστηκε για να υποστηρίξει το αντίθετο. Λέχθηκε στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) με αναφορά σε απαιτούμενο και πρόσθετο προσόν ότι:
“Δεν έχει σημασία αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς αφού η πενταετής πείρα απαιτήθηκε πρόσθετα εκείνης που διαλαμβάνει η σημείωση.”
Αυτό δεν σήμαινε ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο. Σήμαινε μόνο ότι επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλεια του έστω και αν τα δύο έχουν την ίδια φυσιογνωμία. Επρόκειτο σε εκείνη την περίπτωση για πείρα την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε όχι μόνο στη χρονική έκταση του προβλεπομένου ως απαιτούμενου προσόντος αλλά και πέραν εκείνης, σε έκταση που χρειαζόταν για να καταστεί πρόσθετο προσόν.”
Παραθέτουμε πιό κάτω το σχετικό απόσπασμα από το σχέδιο υπηρεσίας:
“Απαιτούμενα προσόντα:
(1)(α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα κατά προτίμηση σε θέματα σχετιζόμενα με τις αρμοδιότητες του Συμβουλί[*1093]ου Αποχετεύσεων.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(6) Πείρα σε καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Σ.Α.Λ.Α θα αποτελεί πλεονέκτημα”.
Ο αιτητής υπηρέτησε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως από το 1980 έως το 1985 ως Πολιτικός Μηχανικός και από το 1985 μέχρι την ημερομηνία της απόφασης ως Υγειονόλογος Μηχανικός/Υπεύθυνος 1ης Τάξης, θέσεις που προκύπτει ότι ήσαν και υπεύθυνες και προσέφεραν και διοικητική πείρα, τα καθήκοντα δε ήταν και σχετικά με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο στην απόφαση του ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά με την κατοχή των προσόντων και του πλεονεκτήματος από τον αιτητή:
“Μιχαήλ Πάντης - Εγκρίθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο ότι πληρεί τα προσόντα που προνοούνται στο σχέδιο υπηρεσίας. Λόγω της εργοδότησης του σε άλλο σχετικό τμήμα της Κυβέρνησης με καθήκοντα που έχουν έμμεση σχέση με ορισμένες από τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου, ο κ. Πάντης θεωρείται ότι κατέχει το πλεονέκτημα που καθορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.”
Στην περίπτωση του αιτητή προκύπτει καθαρά από τα πιό πάνω ότι, λόγω της μακράς του υπηρεσίας, διαφορετικές περίοδοι μπορούσε να προσμετρήσουν για τα προσόντα και διαφορετικές για το πλεονέκτημα.
Το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρέτησε ως Λιμενικός Λειτουργός 2ης Τάξης από 1.4.79 μέχρι 14.6.82 και ως Λιμενικός Λειτουργός 1ης Τάξης από 15.6.82 μέχρι τον Ιούλιο του 1990, οπότε προσελήφθη στο Σ.Α.Λ.Α ως Οικονομικός Διευθυντής.
Προκύπτει έτσι ότι η σχετική υπηρεσία του ενδιαφερομένου μέρους ήταν συνολικά 16 χρόνια.
Παραθέτουμε τώρα απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου με το οποίο κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τόσο τα προσόντα όσο και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας:
“Ιάκωβος Παπαϊακώβου - Εγκρίθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο ότι πληρεί τα προσόντα που προνοούνται στο σχέδιο υπηρεσίας. Λόγω της άμεσης συνεχούς πενταετούς πείρας του [*1094]στο Συμβούλιο ο κ. Παπαϊακώβου κατέχει το πλεονέκτημα που καθορίζεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.”
Είναι προφανές από τα πιό πάνω, αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι δεν φαίνεται καθαρά ποιά χρόνια υπηρεσίας θεώρησε το Συμβούλιο ότι ικανοποιούσαν την κατοχή των απαιτουμένων προσόντων. Θεώρησε ότι, τόσο η θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης όσο και εκείνη 1ης Τάξης ήταν υπεύθυνες θέσεις και ότι εκείνη της 1ης Τάξης προσέφερε και την απαιτούμενη διοικητική πείρα, αφήνοντας την πενταετή πείρα στο Σ.Α.Λ.Α ως ικανοποιούσα το πλεονέκτημα, ή θεώρησε ως υπεύθυνη θέση μόνο τη θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης και ότι η απόκτηση της διοικητικής πείρας προερχόταν από την πενταετή του υπηρεσία ως Οικονομικός Διευθυντής του Σ.Α.Λ.Α, που σε τέτοια περίπτωση θα σήμαινε ότι το πλεονέκτημα προέκυπτε και πάλιν από την ίδια υπηρεσία που θεωρήθηκε ως ικανοποιούσα τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας;
Συνάγεται επιπρόσθετα από τα προαναφερθέντα πως λανθασμένα η υπόθεση αντιμετωπίστηκε, τόσο από τους δικηγόρους όσο και από το Δικαστήριο, ως περίπτωση στην οποία η πενταετής πείρα στο Σ.Α.Λ.Α προσμέτρησε τόσο για τα προσόντα όσο και για το πλεονέκτημα, αφού, όπως αναφέραμε, τούτο δεν προκύπτει σαφώς από τη διοικητική απόφαση και την αιτιολογία της.
Επιπρόσθετα, παρατηρούμε πως, ενώ ενώπιον του Συμβουλίου ηγέρθη το θέμα της έννοιας των όρων “υπεύθυνη θέση” και “διοικητική πείρα”, τούτο αφέθηκε στην κρίση κάθε μέλους και έτσι δεν έχουμε ενώπιον μας το πώς ερμηνεύθηκαν.
Οι αρχές αιτιολογίας των διοικητικών αποφάσεων και το τι συνιστά επαρκή αιτιολογία είναι ευρύτατα νομολογημένα. Έχει επίσης επανειλημμένως αποφασισθεί ότι ασαφής ή αόριστη αιτιολογία (obscure or vague reasoning) δεν συνιστά αιτιολογία. Οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης (Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7). H αόριστη αιτιολογία ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας και καθιστά την επίδικη απόφαση άκυρη (Sofocleous (No.1) v. Republic (1972) 3 C.L.R. 56).
Κάτω από το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων μας προκύπτει ότι δεν γνωρίζει το Δικαστήριο ποιά ήταν η ερμηνεία που δόθηκε στα σχέδια υπηρεσίας και η εφαρμογή τους στην υπό κρίση περίπτωση, ώστε να μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης επί του προ[*1095]κειμένου, εφόσον η αιτιολογία του Συμβουλίου είναι ασαφής και αόριστη και ως εκ τούτου ανεπαρκής.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται και επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα-αιτητή, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Η�έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο