Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Γεώργιου Λ. Σάββα (2001) 3 ΑΑΔ 1110

(2001) 3 ΑΑΔ 1110

[*1110]30 Νοεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Λ. ΣΑΒΒΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2919)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεσμευτικότητα ― Καθορίζεται στο Άρθρο 146.4 του Συντάγματος ― Υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης.

Αναθεωρητική Έφεση ― Αναστολή πρωτόδικης απόφασης ― Μόνο εφόσον εκδοθεί ρητή διαταγή βάσει της Δ.35, θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Γένεση νέας διοικητικής απόφασης ― Δεν νοείται έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης, εφόσον εκδίδεται νέα απόφαση με επανεξέταση ― Συνέχιση της έφεσης μετά την καταχώριση προσφυγής κατά της νέας απόφασης, συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου.

Η έφεση αυτή καταχωρίστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση μετά την επανεξέταση που ακολούθησε την ακυρωτική απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, απόφαση η οποία εκδίδεται βάσει της παραγράφου 4 του ιδίου Άρθρου είναι δεσμευτική για κάθε δικαστήριο, όργανο ή αρχή της Δημοκρατίας, οι οποίοι υποχρεούνται σε ενεργό συμμόρφωση προς αυτή, καθιστώντας πρωταρχικό καθήκον της αρχής ή του οργάνου, που εξέδωσε τη διοικητική απόφαση, την εξαφάνισή της, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης. 

[*1111]2.    Η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την πρωτόδικη απόφαση, εκτός εάν τούτο ρητά διατάσσεται βάσει των προνοιών της Δ.35, θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος, είναι εκείνη που καθορίζεται στην παράγραφο 5 του ιδίου Άρθρου.  Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται κατά την ενάσκηση της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, ενέχει τη δραστικότητα που προσδίδεται σ’ αυτή από το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος.  Δεν είναι νοητή η συνύπαρξη δύο διοικητικών αποφάσεων επί του ιδίου ακριβώς θέματος.

3.  Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση.  Μέσω της επέρχεται η πλήρωση του κενού, με την έκδοση νέας απόφασης.  Αποδοχή της εξαφάνισης της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση νέας διοικητικής απόφασης.

     Η υποβολή της έφεσης συνιστούσε αντινομία προς την αποδοχή της ακυρωτικής απόφασης και η συνέχισή της, μετά την προσφυγή κατά της νέας διοικητικής απόφασης (έκτης), κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ηλία κ.ά v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 534,

Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ. v. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345,

Ορφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,

Διευθυντής των Φυλακών v. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.

Έφεση.

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 607/97) ημερομηνίας 7/9/99 με την οποία ακυρώθηκε η πέμπτη απόφασή του για προαγωγή του ίδιου ενδιαφερόμενου μέρους, κατόπιν επανεξέτασης, στη θέση Εφόρου Αθλημάτων και Αθλητικών Χωρών, από 1/12/89.

Ε. Σατράκη για Σ. Σαμψών, για τον Εφεσείοντα.

[*1112]

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 9 Οκτωβρίου, 1996, ο Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού, (ο «εφεσείων»), προήγαγε με απόφασή του το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Εφόρου Αθλημάτων και Αθλητικών Χώρων, αναδρομικά από 1η Δεκεμβρίου, 1989.  Επρόκειτο για την πέμπτη απόφαση του εφεσείοντος για την πλήρωση της θέσης, μετά την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο προηγούμενων αποφάσεών του επί του ιδίου θέματος ως παρανόμων. Η πέμπτη, όπως και όλες οι προηγούμενες αποφάσεις του, απέληξε στο διορισμό του ενδιαφερομένου προσώπου. 

Ο εφεσίβλητος άσκησε και πάλιν προσφυγή κατά της πέμπτης απόφασης του εφεσείοντος, η οποία είχε την ίδια τύχη, όπως και όλες οι προηγούμενες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση ως παράνομη. 

Προτού ασκηθεί έφεση, ο εφεσείων όχι μόνο συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, παραμερίζοντάς την, αλλά προέβη και σε επανεξέταση του αντικειμένου της προηγούμενης απόφασής του, υπό το φως της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, με το ίδιο αποτέλεσμα.  Παρά ταύτα, ο εφεσείων άσκησε έφεση.  Επιδιώκει με αυτή την αναβίωση της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, παρά την αποδοχή της ως το θεμέλιο λόγο της επανεξέτασης και ως το βάθρο για την έκδοση της νέας διοικητικής απόφασης.  Αποδοχή της έφεσης και επικύρωση της επίδικης απόφασης θα έφερνε στο προσκήνιο δύο ταυτόσημες αποφάσεις του εφεσείοντος.

Και εναντίον της έκτης απόφασης του εφεσείοντος ο εφεσίβλητος άσκησε προσφυγή.  Τοιουτοτρόπως, εκκρεμούσαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύο παράλληλες διαδικασίες αναφορικά με την πλήρωση της θέσης του Εφόρου Αθλημάτων και Αθλητικών Χώρων στην υπηρεσία του εφεσείοντος.  Ειρήσθω ότι, μέχρις ότου η παρούσα έφεση αχθεί σε ακρόαση, η έκτη προσφυγή του εφεσείοντος εκδικάστηκε με το ίδιο αποτέλεσμα όπως και οι προηγούμενες – η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε και έφεση δεν ασκήθηκε [*1113]εναντίον της.

Το πρώτο ερώτημα, το οποίο τίθεται και πρέπει να αποφασιστεί, είναι κατά πόσο χωρεί έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης, η οποία αποτέλεσε το βάθρο επανεξέτασης της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, οδηγούσας σε νέα απόφαση επί του προκειμένου. 

Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ότι η έφεση είναι άνευ αντικειμένου, αφενός, και ότι η προσβολή και συνέχισή της αποτελεί κατάχρηση των διαδικασιών του δικαστηρίου, αφετέρου.  Θέση του είναι ότι επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης υποδηλώνει αποδοχή της ακυρωτικής απόφασης, η επαναφορά της οποίας δεν είναι παραδεκτή ή εφικτή.  Και σ’ αυτή την περίπτωση, ισχύει η αρχή ότι δεν μπορείς να αποδέχεσαι μια δικαστική απόφαση, προβαίνοντας σε επανεξέταση του αντικειμένου της και, παράλληλα, να την αποκηρύττεις, επιδιώκοντας την ακύρωσή της – (βλ. Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 534· Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).

Ο αντίλογος του εφεσείοντος και του ενδιαφερομένου προσώπου είναι ότι δεν παρεμβάλλεται εμπόδιο στην άσκηση έφεσης, παρά την επανεξέταση του αντικειμένου της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης.  Τη θέση του επί του θέματος ανασκεύασε, εν μέρει, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά την προφορική ακρόαση, αναγνωρίζον την ύπαρξη αντινομίας μεταξύ επανεξέτασης ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης και προσβολής με έφεση της δικαστικής απόφασης που αποτέλεσε το βάθρο της επανεξέτασης.  Η παρούσα όμως περίπτωση διακρίνεται, κατά την εισήγησή του, ενόψει του απαράδεκτου της προσφυγής, λόγω του, κατ’ ισχυρισμό, εκπρόθεσμού της. Παρέχεται, τοιουτοτρόπως, κατά την εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου, του δικηγόρου του ενδιαφερομένου προσώπου, η δυνατότητα εξέτασης, κατ’ έφεση, του κατά πόσον η προσφυγή ήταν, όντως, εκπρόθεσμη. 

Παραγνωρίζεται ότι αντικείμενο της επανεξέτασης ήταν αυτή τούτη η ακυρωθείσα με την προσφυγή διοικητική απόφαση, συνεπαγόμενη την καθ’ όλα αποδοχή της δικαστικής απόφασης ως βάση της επανεξέτασης. Το βάθρο της επανεξέτασης δε συναρτάται με τα επίδικα θέματα της προσφυγής ή το βάσιμό της, αλλά με αυτή τούτη την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου, προς την οποία συσχετίζεται κάθε θέμα τεθέν κατά την εκδίκαση της προσφυγής, περιλαμβανομένης της αποδοχής της με αναφορά στο χρόνο που ασκήθηκε.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του Άρθρου 146 [*1114]του Συντάγματος, απόφαση η οποία εκδίδεται βάσει της παραγράφου 4 του ιδίου Άρθρου είναι δεσμευτική για κάθε δικαστήριο, όργανο ή αρχή της Δημοκρατίας, οι οποίοι υποχρεούνται σε ενεργό συμμόρφωση προς αυτή, καθιστώντας πρωταρχικό καθήκον της αρχής ή του οργάνου, που εξέδωσε τη διοικητική απόφαση, την εξαφάνισή της, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης. 

Η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την πρωτόδικη απόφαση, εκτός εάν τούτο ρητά διατάσσεται βάσει των προνοιών της Δ.35, θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4 του Συντάγματος, είναι εκείνη που καθορίζεται στην παράγραφο 5 του ιδίου Άρθρου – (βλ. Ορφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, - απόφαση πλήρους Ολομέλειας).  Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται κατά την ενάσκηση της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, ενέχει τη δραστικότητα που προσδίδεται σ’ αυτή από το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος. Άλλωστε, δεν είναι νοητή η συνύπαρξη δύο διοικητικών αποφάσεων επί του ιδίου ακριβώς θέματος.

Δεν παραγνωρίζουμε την καθυστέρηση, η οποία προκύπτει στην επανεξέταση, όπου αυτή αναστέλλεται εν αναμονή της έκβασης έφεσης, η οποία ασκείται κατά ακυρωτικής απόφασης.  Το θέμα είναι θεσμικό και δε θα επεκταθούμε σ’ αυτό. εκτός από του να επισημάνουμε ότι τέτοια καθυστέρηση μπορεί να αποφευχθεί, εφόσον επιλαμβάνεται της προσφυγής η Ολομέλεια. 

Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση. Μέσω της επέρχεται η πλήρωση του κενού, με την έκδοση νέας απόφασης. Αποδοχή της εξαφάνισης της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση νέας διοικητικής απόφασης.

Η υποβολή της έφεσης συνιστούσε αντινομία προς την αποδοχή της ακυρωτικής απόφασης και η συνέχισή της, μετά την προσφυγή κατά της νέας διοικητικής απόφασης (έκτης), κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου – (βλ. Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο