Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χατζηβασιλείου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 1150

(2001) 3 ΑΑΔ 1150

[*1150]20 Δεκεμβρίου, 2001

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ΄ης η αίτηση,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΟΣΚΟΣΙΗ,

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΤΖΙΟΤΖΙΑ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Για πλήρωση θέσεων ισχύει το σχέδιο υπηρεσίας σε ισχύ κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο ― Έστω και αν καταργηθεί με την τροποποίησή του, συνεχίζει να ισχύει μέχρι την πλήρωση της διαδικασίας που ξεκίνησε.

Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε με την έφεσή της την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να πληρώσει θέσεις προαγωγής, βάσει σχεδίου υπηρεσίας όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Δεν υπάρχει κανένα νομοθετικό εμπόδιο σε σχέση με τη δυνατότητα θέσπισης οποτεδήποτε, νέου σχεδίου υπηρεσίας.  Επίσης δεν διατηρείται αμφιβολία, πως η θέσπιση νέου σχεδίου υπηρεσίας που θα διαφέρει από το παλαιό, το αντικαθιστά.  Δεν είναι όμως αυτό ακριβώς το ζήτημα που απασχολεί εδώ.  Αναζητείται η νομοθετική ρύθμιση σε σχέση με το ποιό σχέδιο υπηρεσίας εφαρμόζεται, σε περίπτωση αντικατάστασης, σε διαδικασίες που έχουν ήδη τροχιοδρομηθεί σύμφωνα με το νόμο.

Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε θέση προαγωγής και το Άρθρο [*1151]35(2)(β), ορίζει πως για να είναι δυνατό να προαχθεί δημόσιος υπάλληλος, θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης.  Εννοείται του σχεδίου υπηρεσίας που ίσχυε τότε.  Ο δημόσιος υπάλληλος που δεν είχε τότε εκείνα τα προσόντα, αποκλείεται. 

     Το Άρθρο 35(2)(β) προσθέτει πως δεν αρκεί ένας να έχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο.  Πρέπει να τα έχει και “κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση”.  Τα ίδια ή άλλα προσόντα;  Αν πρόκειται να είναι άλλα θα έχουμε παραδοξότητα.  Θα έχουμε δυο σχέδια υπηρεσίας, ένα για κάθε φάση. Ένας μπορεί να είναι υποψήφιος στον πρώτο ουσιώδη χρόνο και να είναι αδύνατο να προαχθεί μετά, ενόψει της αλλαγής του σχεδίου υπηρεσίας.  Και αναλόγως, ένας να έχει ορισμένες προοπτικές προαγωγής αρχικώς, και αυτές να διαφοροποιηθούν στη συνέχεια.  Όταν, λοιπόν, το Άρθρο 35(2)(β) αναφέρεται στην κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας σε δυο φάσεις, χρονικά διαφέρουσες, εννοεί ενός και του αυτού σχεδίου υπηρεσίας.  Αναποφεύκτως του αρχικού γιατί αν δεν ήταν έτσι τότε θα είχαμε αυτοαναίρεση της νομοθετικής πρόνοιας σύμφωνα με την οποία απαραιτήτως ένας υποψήφιος πρέπει να έχει τα προσόντα της θέσης και κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο, δηλαδή εκείνο της πρότασης.  Η κατάσταση δεν μεταβάλλεται ανάλογα με το αν το νέο σχέδιο υπηρεσίας περιέλαβε πρόνοια για διατήρηση του παλαιού για εκκρεμούσες διαδικασίες διότι αυτό ήδη προκύπτει ως ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση. 

Ο Νόμος επιβάλλει να είναι ένα το σχέδιο υπηρεσίας στη βάση του οποίου κρίνονται οι προσοντούχοι υποψήφιοι και πως αυτό είναι το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αγαπίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1468/99, ημερ. 13.2.2001,

Αγαπίου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1470/99, ημερ. 16.3.2001,

Αγαπίου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1469/99, ημερ. 28.6.2001,

Λοΐζου v. Δημοκρατίας κ.ά. Υποθ. Αρ. 166/00 κ.ά. ημερ. 31.5.2001,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας, (1993) 4 Α.Α.Δ. 923,

[*1152]

Republic v. Pericleous a.o. (1984) 3 C.L.R. 577,

Δημοκρατία v. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

Θεοδώρου v. Δημοκρατία (1995) 4 Α.Α.Δ. 2560,

Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 349/97, ημερ. 27.4.1998.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγών 688/98, 718/98 & 813/98) ημερομηνίας 28/1/00 με την οποία ακυρώθηκαν οι προαγωγές ενδιαφερόμενων μερών στη θέση Κτηνιατρικού Επιθεωρητή Πρώτης Τάξης, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες οι οποίες ενεργήθηκαν στη βάση παλαιού Σχεδίου Υπηρεσίας το οποίο είχε αντικατασταθεί.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρο της�Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην 688/98.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην 718/98.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή και Αντεφεσείοντα-Αιτητή στην 813/98.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 19.3.97 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών  Πόρων και Περιβάλλοντος, ως η αρμόδια αρχή, υπέβαλε προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) πρόταση για την πλήρωση 10 θέσεων (προαγωγής) Κτηνιατρικού Επιθεωρητή Πρώτης Τάξης στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες.  Όμως, πριν τη λήξη της διαδικασίας, με κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει των άρθρων 27 και 87 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε ως τότε, αντικαταστάθηκε με νέο.  Τα δυο σχέδια υπηρεσίας διέφεραν ουσιωδώς. Για να περιοριστούμε στα προσόντα, ήταν διαφορετική η ελάχιστη υπηρεσία σε προηγούμενη θέση [*1153]που απαιτείτο και, επιπλέον, αντίθετα προς το νέο, το παλαιό σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε πολύ καλή γνώση της ελληνικής και καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και προέβλεπε πλεονέκτημα.

Η ΕΔΥ, όπως σαφώς προκύπτει από το πρακτικό που τήρησε, εφάρμοσε το παλαιό σχέδιο υπηρεσίας και πρωτοδίκως εξετάστηκε ως πρώτο θέμα η εισήγηση πως αυτό ήταν ανεπίτρεπτο.  Επισημάνθηκε από το συνάδελφό μας πως δεν είχε αμφισβητηθεί η νομιμότητα του νέου σχεδίου υπηρεσίας και έκρινε πως οι προαγωγές που έγιναν στο πλαίσιο της διαδικασίας που είχε τροχιοδρομηθεί στη βάση του παλαιού σχεδίου υπηρεσίας, ήταν άκυρες.  Επειδή η κατάργηση και αντικατάσταση του σχεδίου υπηρεσίας που ίσχυε κατά το χρόνο της πρότασης για πλήρωση των θέσεων ματαίωσε την εκκρεμούσα διαδικασία.  Ως ακολούθως:

“Προχωρώ λοιπόν με το ζήτημα που αφορά στο εφαρμοστέο σχέδιο υπηρεσίας.  Είχα σε σχέση και με αυτό την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοια περίπτωση στην Ελευθέριου Ελευθερίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 916/95 κ.ά., ημερ. 24 Απριλίου 1997 την οποία ακολούθησα στην Ανδρέα Χ”Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 837/95, ημερ. 12 Σεπτεμβρίου 1997.  Η κατάληξη μου εκεί συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

“Το σχέδιο υπηρεσίας αποτελούσε εν προκειμένω δευτερογενή νομοθεσία με ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Οι περί Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων - Θέση Λειτουργού για τις Εσπράξεις Φόρων, 1ης Τάξης (Σχέδια Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1995 (βλ. Σ.Υ. 10/95) με τους οποίους τέθηκε σε ισχύ το νέο σχέδιο, δεν προνοούσαν για τη διάσωση του παλαιού σχεδίου για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση τους. Έτσι καταργήθηκε το παλαιό σχέδιο.  Αυτή η εξέλιξη ματαίωσε κατά την άποψη μου την εκκρεμούσα διαδικασία για την πλήρωση θέσεων προαγωγής. Η θεσμοθετημένη πλέον αναγκαιότητα για κατοχή των προβλεπόμενων προσόντων και κατά τον χρόνο λήψης της τελικής απόφασης πρέπει να έχει ως προϋπόθεση τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του σχεδίου υπηρεσίας δυνάμει του οποίου τίθενται. Τα προσόντα που απαιτούνται και για τους δύο χρόνους δυνάμει του άρθρου 35(2)(β) είναι, καθώς εκεί ορίζεται, εκείνα “που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας”. Υπαρκτού, κατά τη δική μου ερμηνεία, όχι μόνο για την πρώτη περίπτωση αλλά και για τη δεύτερη.  Τίποτε δεν μου φαίνεται να δικαιολογεί την [*1154]άποψη ότι για τη δεύτερη περίπτωση μπορεί να γίνεται λόγος για προσόντα που ενώ δεν έχουν έρεισμα σε ισχύουσα πρόνοια έχουν ωστόσο νόημα και επενέργεια ως εκ της αποκρυστάλλωσης του αυτού μέτρου κατά το παρελθόν.  Καταλήγω λοιπόν ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Ε.Δ.Υ. έπασχε κατά νόμο.”

Τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογία και εδώ.  Η διαδικασία δεν μπορούσε να προχωρήσει με βάση το παλαιό και πλέον ανύπαρκτο σχέδιο. Ως προς το νέο σχέδιο, στο οποίο προβλέπονταν διαφορετικά απαιτούμενα προσόντα και εκτίθεντο σε ευρύτερο πεδίο τα καθήκοντα και οι ευθύνες της θέσης, σημειώνω ότι η νομιμότητα του δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.”

Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα αυτής της απόφασης και άσκησε έφεση. Η αντέφεση και η ειδοποίηση των εφεσιβλήτων αφορούσε στους ισχυρισμούς τους για ύπαρξη και άλλων λόγων ακυρότητας. Αυτοί δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως ενόψει του θεμελιακού ελαττώματος που διαπιστώθηκε και, ομοίως, η εξέτασή τους τώρα θα δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.

Τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας επικεντρώθηκαν στις διατάξεις του άρθρου 35(2)(β) του Νόμου:

“Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -

.......................................................................................................

(β)  κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση.”

Σε συνδυασμό και προς το άρθρο 29 που καθορίζει προθεσμία για υποβολή πρότασης για πλήρωση των θέσεων.  Σύμφωνα με την εισήγηση, αφού ο χρόνος λήψης της πρότασης είναι ο πρώτος ουσιώδης για την κατοχή των προσόντων, η αναγνώριση δυνατότητας για διαφοροποίησή του με τη θέσπιση νέου σχεδίου υπηρεσίας, ενδεχομένως θα οδηγούσε σε κατάχρηση και άδικο επηρεασμό των δικαιωμάτων των υποψηφίων. Σε τελική δε ανάλυση, το σχέδιο υπηρεσίας, που είναι μόνο δευτερογενής νομοθεσία, θα αλλοίωνε ό,τι ο νόμος ορίζει ως τον πρώτο ουσιώδη χρόνο. Ενώ, αφού δυνάμει των άρθρων 27 και 87 του Ν. 1/90 τίθεται σε ισχύ από την ημέρα της δημοσίευσής [*1155]του, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά σε διαδικασίες που θα αρχίσουν μετά από αυτή.

Από την άλλη πλευρά υποστηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση.   Τονίστηκε πως με τη δημοσίευση του νέου σχεδίου υπηρεσίας, ως κανονιστικής πράξης δυνάμει του Νόμου, που δεν περιλαμβάνει πρόνοια για διατήρηση σε ισχύ του παλαιού, υπήρχε μόνο ένα σχέδιο υπηρεσίας σε ισχύ, το νέο, και ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση προαγωγών κατ’ εφαρμογήν ανύπαρκτου πλέον σχεδίου υπηρεσίας.

Στο πλαίσιο της συζήτησης αναφέρθηκαν άλλες τέσσερις πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες είχε εγερθεί όμοιο ζήτημα.

Στην Μαρία Αγαπίου και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1468/99, ημερομηνίας 13.2.01, η ΕΔΥ προσέγγισε το ζήτημα διαφορετικά.  Θεώρησε πως θα έπρεπε να ισχύσουν και τα δυο σχέδια υπηρεσίας.  Τόσο το παλαιό όσο και το νέο.  Ο Χατζηχαμπής, Δ., αποδοκίμασε αυτή τη λύση.  Δεν ήταν δυνατό τα προσόντα να κρίνονταν με βάση δυο σχέδια υπηρεσίας, το ένα από τα οποία αντικατέστησε και διέφερε ουσιωδώς από το άλλο.  Εξήγησε πως το ποιό σχέδιο υπηρεσίας θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ισχύον για την περίπτωση ήταν συναρτημένο προς το ποιός θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ήταν ο κρίσιμος χρόνος κατοχής των προσόντων της θέσης. Και ακύρωσε την απόφαση αφού, όπως κατέληξε, το θέμα στην περίπτωση “δεν είναι αν ίσχυε το παλαιό ή το νέο σχέδιο υπηρεσίας αλλά το ότι η ΕΔΥ θεώρησε ότι ίσχυαν και τα δυο και δεν καθόρισε τον κρίσιμο χρόνο”.

Στην Υπόθεση 1470/99 Μαρία Αγαπίου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16.3.01, ο Αρτεμίδης, Δ. έκρινε πως, για λόγους που εξηγήθηκαν, δε νομιμοποιούνταν οι αιτήτριες να εγείρουν τέτοιο θέμα και η αναφορά του περί τη δυνατότητα λειτουργίας και των δυο σχεδίων υπηρεσίας ήταν παρατήρηση που δεν αποτελούσε μέρος του σκεπτικού.  Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και στην περίπτωση της Μαρία Αγαπίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 1469/99 ημερομηνίας 28.6.01. Ο Γαβριηλίδης, Δ., έκρινε πως ενώ  εφαρμοστέο θα έπρεπε να ήταν μόνο το νέο σχέδιο υπηρεσίας, τελικώς δεν θεώρησε την εφαρμογή και των δυο ως λόγο ακυρότητας αφού ο χειρισμός που έγινε δεν είχε ζημιώσει τις αιτήτριες.  Σημειώθηκε ως προς την ουσία το γεγονός ότι δεν εγειρόταν θέμα λειτουργίας του άρθρου 35(2)(β) του Νόμου επειδή η προαγωγή είχε γίνει με πρωτοβουλία της ΕΔΥ δυνάμει του άρθρου 29(3) και όχι μετά από πρόταση της αρμόδιας αρχής.  Επισημαίνουμε πως σ΄αυτή την περίπτωση δεν είχε κριθεί ότι ματαιώθηκε η διαδικασία με την αντικατάστα[*1156]ση του παλαιού σχεδίου αλλά πως, αφού εκείνο δεν διασώθηκε με τη νέα, κανονιστικού περιεχομένου, ρύθμιση, δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι ίσχυε ώστε να εφαρμοστεί.

Στις Ανδρέας Λοϊζου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλου, Προσφυγές 166/00 και 362/00 - 31.5.01, ο Νικολαϊδης, Δ. αναγνώρισε δυνατότητα αλλαγής των σχεδίων υπηρεσίας αλλά έκρινε πως αυτή δεν μπορούσε να επηρεάσει διαδικασίες που είχαν ήδη αρχίσει.  Θα ήταν δυνατή η ανάκληση της προκήρυξης και δημοσίευσης νέας αλλά εφόσον η διοίκηση προωθούσε την πλήρωση της θέσης με βάση την αρχική προκήρυξη, αυτή θα έπρεπε να γίνει με βάση το παλαιό σχέδιο υπηρεσίας.  Εκεί η θέση ήταν πρώτου διορισμού και, δυνάμει του άρθρου 34(15), ήταν απαραίτητη η κατοχή των προσόντων τόσο κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Εξηγήθηκε πως η λήξη της προθεσμίας υποβολής αίτησης ήταν σημαντική ως προς την εξακρίβωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων και, όπως σημειώθηκε  περαιτέρω, η πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση της θέσης δεν μπορούσε να αποσυρθεί.  Η εφαρμογή του νέου σχεδίου υπηρεσίας θα παραβίαζε την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και θα δημιουργούσε σωρεία προβλημάτων όταν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας διαφέρουν από εκείνα της αρχικής προκήρυξης. (Βλ. συναφώς και Αντώνιος Ι. Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 923 που αφορούσε σε προαγωγές).

Δεν υπάρχει κανένα νομοθετικό εμπόδιο σε σχέση με τη δυνατότητα θέσπισης οποτεδήποτε, νέου σχεδίου υπηρεσίας. Επίσης δεν διατηρούμε αμφιβολία πως η θέσπιση νέου σχεδίου υπηρεσίας που θα διαφέρει από το παλαιό, το αντικαθιστά. Δεν είναι όμως αυτό ακριβώς το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ.  Αναζητούμε τη νομοθετική ρύθμιση σε σχέση με το ποιό σχέδιο υπηρεσίας εφαρμόζεται, σε περίπτωση αντικατάστασης, σε διαδικασίες που έχουν ήδη τροχιοδρομηθεί σύμφωνα με το νόμο.

Δεν υπάρχει ρητή επί τούτου διάταξη στο νόμο αλλά θεωρούμε ότι αυτός, ορθά ερμηνευόμενος, δίνει τη λύση.  Όπως οι συνολικές ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Ν. 33/67 έδωσαν παλαιότερα λύση στο ζήτημα της ημερομηνίας κατοχής των προσόντων. (Βλ. Republic v. Pericleous and Others (1984) 3 C.L.R. 577 και Δημοκρατία ν. Ανδρέου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). Το άρθρο 29 του Νόμου επιβάλλει καθήκον στην αρμόδια αρχή για υποβολή πρότασης προς πλήρωση κενής θέσης μέσα σε τακτή προθεσμία.  Και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της, στην ΕΔΥ για πλήρωση της θέσης [*1157]χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής. Αυτή η λειτουργία ενέχει ρητές επιπτώσεις σύμφωνα με το Νόμο. Είναι προσδιοριστική του πρώτου ουσιώδους χρόνου κατοχής των προσόντων. Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε θέση προαγωγής και το άρθρο 35(2)(β), το οποίο έχουμε ήδη παραθέσει, ορίζει πως για να είναι δυνατό να προαχθεί δημόσιος υπάλληλος θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης. Εννοείται του σχεδίου υπηρεσίας που ίσχυε τότε. Ο δημόσιος υπάλληλος που δεν είχε τότε εκείνα τα προσόντα, αποκλείεται. Σημειώνουμε εδώ και τις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Μαρία Θεοδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2560 και Χρυσόστομου Α. Ανδρονίκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 349/97, ημερομηνίας 27.4.98, στις οποίες συζητήθηκε και το ζήτημα του ουσιώδους χρόνου κατοχής των προσόντων στην περίπτωση που δεν υποβάλλεται πρόταση από την αρμόδια αρχή και η ΕΔΥ προχωρεί αυτεπαγγέλτως.

Το άρθρο 35(2)(β) προσθέτει πως δεν αρκεί ένας να έχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο.  Πρέπει να τα έχει και “κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση”. Τα ίδια ή άλλα προσόντα; Αν πρόκειται να είναι άλλα θα έχουμε παραδοξότητα.  Θα έχουμε δυο σχέδια υπηρεσίας, ένα για κάθε φάση. Ένας μπορεί να είναι υποψήφιος στον πρώτο ουσιώδη χρόνο και να είναι αδύνατο να προαχθεί μετά, ενόψει της αλλαγής του σχεδίου υπηρεσίας.  Και αναλόγως, ένας να έχει ορισμένες προοπτικές προαγωγής αρχικώς, και αυτές να διαφοροποιηθούν στη συνέχεια. Όταν, λοιπόν, το άρθρο 35(2)(β) αναφέρεται στην κατοχή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας σε δυο φάσεις, χρονικά διαφέρουσες, εννοεί ενός και του αυτού σχεδίου υπηρεσίας. Αναποφεύκτως του αρχικού γιατί αν δεν ήταν έτσι τότε θα είχαμε αυτοαναίρεση της νομοθετικής πρόνοιας σύμφωνα με την οποία απαραιτήτως ένας υποψήφιος πρέπει να έχει τα προσόντα της θέσης και κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο, δηλαδή εκείνο της πρότασης. Η κατάσταση δεν μεταβάλλεται ανάλογα με το αν το νέο σχέδιο υπηρεσίας περιέλαβε πρόνοια για διατήρηση του παλαιού για εκκρεμούσες διαδικασίες διότι αυτό ήδη προκύπτει ως ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση. Επομένως, δεν αφήνεται να διαφοροποιείται η κατάσταση ανάλογα με το κατά πόσο το νέο σχέδιο υπηρεσίας προσβάλλεται, μετά τη διενέργεια των προαγωγών, ως παράνομο ή ως ultra vires.  Αυτές οι συμπτωματικές εξελίξεις, αφορούν σε χρόνο μεταγενέστερο της απόφασης της ΕΔΥ η οποία, με τη λογική της μη διάσωσης του παλαιού σχεδίου υπηρεσίας, θα είναι υποχρεωμένη σε κάθε περίπτωση να εφαρμόζει το νέο.  Για να επέλθουν ή να μην επέλθουν στη συ[*1158]νέχεια, ανάλογα με τους χειρισμούς των διαδίκων, τα όποια άλλα αποτελέσματα. Ενώ το ποιό σχέδιο υπηρεσίας θα ισχύει για ορισμένη θέση είναι ερώτημα στο οποίο οφείλεται σταθερή απάντηση όπως αυτή μπορεί να προκύψει από το Νόμο. Το νέο σχέδιο υπηρεσίας θεσπίζεται και ισχύει για διαδικασίες όπως ο Νόμος ορίζει.

Άλλη προσέγγιση θα παρείχε τη δυνατότητα ουσιαστικής κατάργησης δια των σχεδίων υπηρεσίας προνοιών του Νόμου ως προς τα προσόντα που απαιτείται να έχει ένας για τη συγκεκριμένη θέση. Η λύση της ματαίωσης της διαδικασίας στην περίπτωση που δεν προσβάλλεται η νομιμότητα του νέου σχεδίου υπηρεσίας, θα οδηγούσε σε είδος αδιεξόδου.  Αν αυτή η ματαίωση θα άφηνε άθικτη την υποχρεωτική, μέσα σε προβλεπόμενη προθεσμία, κίνηση του μηχανισμού για πλήρωση της θέσης, εν προκειμένω της πρότασης, θα μας επανέφερε στην πρόνοια του άρθρου 35(2)(β) που απαιτεί κατοχή των προσόντων του σχεδίου κατά το χρόνο της πρότασης.  Αν από την άλλη εθεωρείτο, υποθετικά ομιλούντες, γιατί δεν βλέπουμε κατά ποιό τρόπο θα ήταν δυνατό να δικαιολογείται από τις πρόνοιες του Νόμου τέτοια επίπτωση, ότι ματαιώνεται και η πρόταση ώστε να αρχίσουν όλα εξ αρχής, θα είχαμε παράκαμψη του Νόμου σε σχέση με την προθεσμία κίνησης του μηχανισμού για πλήρωση της θέσης. Και συναφώς μεταβολή των διεκδικήσεων αφού εκείνοι που νομίμως ήταν υποψήφιοι, υπάρχουσας της πρότασης, ενδεχομένως δεν θα μπορούσαν πλέον να προαχθούν.

Καταλήγουμε πως ο Νόμος επιβάλλει να είναι ένα το σχέδιο υπηρεσίας στη βάση του οποίου κρίνονται οι προσοντούχοι υποψήφιοι και πως αυτό είναι το σχέδιο υπηρεσίας που ίσχυε κατά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα. Όπως έχουμε σημειώσει από την αρχή, θα πρέπει να εξετάσουμε πλέον τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των αιτητών.  Κατά την καθιερωμένη πρακτική θα οριστεί ως προς αυτούς νέα ημερομηνία.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο