Κούνουνας Χριστοφής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 1163

(2001) 3 ΑΑΔ 1163

[*1163]31 Δεκεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΚΟΥΝΟΥΝΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2859)

 

Πολεοδομία ― Ιεραρχική Προσφυγή κατά της απόρριψης αίτησης για πολεοδομική άδεια ― Χωρίς έγκριση για παρέκκλιση δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί πολεοδομική άδεια ― Εφόσον η Πολεοδομική Αρχή αντιτάχθηκε στην παρέκκλιση, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να εγκρίνει παρέκκλιση ― Νόμιμα απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή.

Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής του, κατά της απόρριψης της αίτησής του για έκδοση πολεοδομικής άδειας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Στην προκείμενη περίπτωση, Πολεοδομική Αρχή ήταν όχι ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος είχε εισηγηθεί έγκριση υπό προϋποθέσεις, αλλά ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου προς τον οποίο ο Υπουργός Εσωτερικών (βλ. Άρθρο 3(1) του Νόμου) εκχώρησε, με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1990 (Κ.Δ.Π. 357/90), παράγραφος 6, εκδοθέν βάσει του Άρθρου 5, την εξουσία την οποία έχει βάσει του Άρθρου 4 για τους σκοπούς του Πέμπτου Μέρους του Νόμου, στο οποίο ενέπιπτε το θέμα.  Η Πολεοδομική Αρχή, η οποία απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντος, συνέχισε να αντιτάσσεται στην έγκριση παρέκκλισης, όταν η ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντος θεωρήθηκε ως αίτηση για παρέκκλιση.  Είναι επομένως προφανές, ότι το Υπουργικό Συμ[*1164]βούλιο - ή η Υπουργική Επιτροπή - δεν είχε εξουσία να εγκρίνει παρέκκλιση.  Είναι επίσης προφανές πως χωρίς έγκριση για παρέκκλιση, δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί πολεοδομική άδεια.  Ως εκ τούτου η ιεραρχική προσφυγή, και μη αντικρυζόμενη ως αίτηση για παρέκκλιση, δεν μπορούσε παρά να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σιμιλλίδης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 571/96, ημερ. 6.2.1998,

Δήμος Αγίας Νάπας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 612/96, ημερ. 6.3.1998.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 656/98) ημερομηνίας 28/5/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του με την οποία η Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε στις 28/5/98, την απόρριψη για τρίτη φορά του αιτήματός του για ανανέωση πολεοδομικής άδειας για εξόρυξη αμμοχαλίκων και χαβαροχαλίκων.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 15 Σεπτεμβρίου 1993 ο εφεσείων αποτάθηκε στον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, ως την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή για την περιοχή Χρυσοχούς όπου βρισκόταν το ακίνητο σε σχέση με το οποίο ζητούσε τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για εξόρυξη αμμοχαλίκων και χαβαροχαλίκων. Ο εφεσείων κατείχε τέτοια άδεια για προηγούμενη περίοδο η οποία είχε εκπνεύσει, και με την αίτηση επεδιώκετο η ανανέωση. Στις 12 Μαΐου 1994 η αίτηση απορρίφθηκε. 

Ο εφεσείων υπέβαλε προς το Υπουργικό Συμβούλιο ιεραρχική προσφυγή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) όπως τροποποιήθηκε.  [*1165]Φαίνεται όμως πως αυτή αντικρύστηκε και ως αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση “των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής στο χωριό Χρυσοχού”.  Η δυνατότητα παρέκκλισης ρυθμίζεται από το άρθρο 26 του Νόμου. Το Υπουργείο Εσωτερικών, μέσω του οποίου υποβλήθηκε η ιεραρχική προσφυγή, ζήτησε εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου στο πλαίσιο διερεύνησης του θέματος και έλαβε τις απόψεις του Επαρχιακού Λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, του Επάρχου Πάφου, του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και, τέλος, του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Οι πρώτοι τρεις εισηγήθηκαν απόρριψη ενώ ο τελευταίος εισηγήθηκε να χορηγηθεί άδεια, μικρής όμως χρονικής διάρκειας και υπό προϋποθέσεις. Σημείωμα το οποίο ετοιμάστηκε για την Υπουργική Επιτροπή στην οποία είχε εκχωρηθεί η εξουσία εξέτασης τέτοιων περιπτώσεων, υιοθετούσε την εισήγηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας περιορισμένης διάρκειας, ήτοι μέχρι 31 Οκτωβρίου 1996, υπό προϋποθέσεις και με κατάλληλους όρους.  Ωστόσο, για τους λόγους επί των οποίων είχε στηρίξει την αντίρρησή του το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, η Υπουργική Επιτροπή εξέδωσε, στις 5 Σεπτεμβρίου 1995, απορριπτική απόφαση.  Η οποία προσεβλήθη στο Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή αρ. 1004/95.

Στις 18 Φεβρουαρίου 1997, εκκρεμούσης της προσφυγής, η απόφαση ανακλήθηκε λόγω ελαττωματικής σύνθεσης της Υπουργικής Επιτροπής  και η προσφυγή αρ. 1004/95 αποσύρθηκε.  Κατά την ίδια δε ημερομηνία λήφθηκε νέα απορριπτική απόφαση η οποία προσεβλήθη στο Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή αρ. 363/97. Αλλά και η νέα απόφαση ανακλήθηκε κατόπιν γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας ότι η σύνθεση  ήταν και πάλι ελαττωματική.  Η δεύτερη  ανάκληση  έγινε  στις 6 Μαρτίου 1998, αυτή τη φορά από το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο παρέπεμψε εν συνεχεία το θέμα για επανεξέταση στην Υπουργική Επιτροπή.

Για την επανεξέταση το Υπουργείο Εσωτερικών υπέβαλε νέο Σημείωμα ημερ. 17 Μαρτίου 1998 με το οποίο, μεταβάλλοντας στάση, εισηγήθηκε συνοπτικά την απόρριψη. Στις 28 Απριλίου 1998 η Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε για τρίτη φορά την απόρριψη του αιτήματος. Αυτή η απόφαση, όπως και η προηγηθείσα στις 6 Μαρτίου 1998 για την ανάκληση, κοινοποιήθηκαν στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 25 Μαΐου 1998.

Με την προσφυγή αρ. 656/98 από την οποία προέρχεται η παρούσα έφεση, προσεβλήθη η απορριπτική απόφαση της 28 Απριλίου 1998. Ας σημειωθεί ότι συνεχίστηκε και η προώθηση της προσφυγής [*1166]αρ. 363/97 μέχρι που το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υπήρχε πλέον αντικείμενο και κατ’ ακολουθίαν την απέρριψε.  Στην προσφυγή που τώρα ενδιαφέρει, εζητείτο ως θεραπεία:

“Δήλωση  του  Δικαστηρίου  ότι  η  πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή διαρκούσης της εκκρεμοδικίας στην προσφυγή του 363/97, με επιστολή του καθ’ ου ημερομ. 25.5.98 ως επανεξέταση με αναδρομική ισχύ για απόρριψη εκ νέου της ίδιας αίτησης του αιτητή - μετά από ανάκληση της από 18.2.97 με το ίδιο περιεχόμενο απόφασης - περί την σχετική πολεοδομική άδεια είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.”

Τέθηκαν ζητήματα σε σχέση με τα οποία προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα οι εξής θέσεις: πρώτο, ότι η στάση του Υπουργείου Εσωτερικών “ήταν αντιφατική και αντίθετη προς την έννοια της καλής πίστης που πρέπει να χαρακτηρίζει τη στάση της διοίκησης έναντι του διοικουμένου”· δεύτερο, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε αρμοδιότητα να ανακαλέσει, στις 6 Μαρτίου 1998, την απόφαση ημερ. 18 Φεβρουαρίου 1997 της Υπουργικής Επιτροπής στην οποία, για αυτές τις περιπτώσεις, είχε εκχωρήσει την εξουσία του βάσει του Ν. 23/62· και, τρίτο, ότι η προσβληθείσα απόφαση της 28 Απριλίου 1998 λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και ήταν αναιτιολόγητη.  Ο συνάδελφός μας, πρωτόδικα, υπέδειξε σε σχέση με το πρώτο ότι η περίπτωση δεν κρίθηκε και ούτε θα μπορούσε να κριθεί στη βάση των όποιων εισηγήσεων του Υπουργείου Εσωτερικών( σε σχέση με το δεύτερο παρέπεμψε στο άρθρο 4 του σχετικού Νόμου σύμφωνα με το οποίο “η τοιαύτη εκχώρησις δεν αποκλείει το Υπουργικόν Συμβούλιον ........ να ενασκή αυτοπροσώπως καθ’ οιονδήποτε χρόνον οιασδήποτε των ούτω εκχωρηθεισών εξουσιών των απορρεουσών εκ τινος Νόμου, εκτός εάν συνάγεται αντίθετος πρόθεσις”· και, σε σχέση  με το τρίτο, εξέφρασε την άποψη ότι είχαν τεθεί ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής όλα τα σχετικά στοιχεία και ότι η απόφαση  ήταν αιτιολογημένη.  Απέρριψε λοιπόν την προσφυγή.

Με την έφεση επιζητείται η κρίση της Ολομέλειας αναφορικά με την απόφαση ανάκλησης ημερ. 6 Μαρτίου 1998 και αναφορικά με το κατά πόσο η απόφαση ημερ. 28 Απριλίου 1998 λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και αιτιολογήθηκε.  Επειδή δε στην εξέλιξη φάνηκε ότι οι σχετκές πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) όπως τροποποιήθηκε, καθιστούσαν, υπό το φως της νομολογίας, εξ αντικειμένου αδύνατη την επιτυχία στο [*1167]αίτημα του εφεσείοντος ανεξάρτητα από τη δοθείσα αιτιολογία, ζητήσαμε και επ’ αυτού τις απόψεις των συνηγόρων.

Ως προς την απόφαση ανάκλησης θεωρούμε αρκετό να πρατηρήσουμε πως αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση στην οποία η μόνη προσβαλλόμενη απόφαση είναι η απορριπτική της 28 Απριλίου 1998. 

Ως προς τα λοιπά η προσφυγή, όπως και η αίτηση του εφεσείοντος, ημερ. 15 Σεπτεμβρίου 1993 με την οποία ξεκίνησαν τα όσα απασχόλησαν, ήταν εξαρχής χωρίς καμιά προοπτική. Θα ήταν επομένως μάταιη η απασχόληση με τα επιμέρους αφού, εν προκειμένω, δεν θα μπορούσε νόμιμα να εγκριθεί η αίτηση.  Για τη δυνατότητα έγκρισης για παρέκκλιση, το άρθρο 26 προνοούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο (έκτοτε υπέστη τρεις τροποποιήσεις) τα εξής:

“26. - (1)  Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου αναπτύξεως καθώς και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.

(2)  Αν η Πολεοδομική Αρχή κρίνει ότι δικαιολογείται η κατά παρέκκλιση του σχεδίου αναπτύξεως χορήγηση πολεοδομικής άδειας, συντάσσει πλήρη και εμπεριστατωμένη έκθεση και παραπέμπει την υπόθεση μαζί με την έκθεση στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο καθίσταται αρμόδιο να αποφανθεί επί του προκειμένου.

(3)  Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του σχεδίου αναπτύξεως σε έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις και να επιβάλλει τους όρους που εκάστοτε θα κρίνει σκόπιμο.”

Για την ιεραρχική προσφυγή διαλαμβάνεται στο άρθρο 31 ότι:

“31. - (1)  Οσάκις υποβάλληται αίτησις εις Πολεοδομικήν Αρχήν διά πολεοδομικήν άδειαν προς ανάπτυξιν ακινήτου ιδιοκτησίας, ή δι’ οιανδήποτε έγκρισιν υπό της εν λόγω Πολεοδομικής Αρχής απαιτουμένην βάσει Διατάγματος Αναπτύξεως, και η Πολεοδομική Αρχή αρνείται να χορηγήση την τοιαύτην άδειαν ή έγκρισιν ή χορηγή ταύτην υπό όρους, ο αιτητής δύναται, εάν τα νόμιμα αυτού συμφέροντα παραβλάπτωνται υπό της αποφάσεως, περιλαμβανομένης και αρνήσεως της αρχής όπως διά τους [*1168]σκοπούς του άρθρου 28 ορίση, κατόπιν αιτήσεως υποβληθείσης προς τούτο, χρονικόν διάστημα μακρότερον των τριών ετών, δι’ ειδοποιήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου να υποβάλη ιεραρχικήν προσφυγήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον.

(2) Οσάκις υποβάλληται ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του εδαφίου (1), το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να επιτρέψη ή να απορρίψη ταύτην, ή να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε μέρος της αποφάσεως ανεξαρτήτως του εάν η απόφασις αφορά εις το μέρος τούτο ή μη, δύναται δε να επιληφθή της αιτήσεως ως εάν αύτη είχε το πρώτον υποβληθή εις τούτο.”

Ερμήνευσε αυτές τις διατάξεις ο Κωνσταντινίδης, Δ., στη Σιμιλλίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/96, ημερ. 6 Φεβρουαρίου 1998, λίγο δε αργότερα τον απασχόλησαν ξανά στη Δήμος Αγίας Νάπας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 612/96, ημερ. 6 Μαρτίου 1998Εξήγησε πως απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου - ή, κατόπιν εκχώρησης, της Υπουργικής Επιτροπής - για την κατά παρέκκλιση χορήγηση πολεοδομικής άδειας βάσει του άρθρου 26, δεν είναι εκτελεστή και πως εκτελεστή είναι μόνο η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής που έχει την αποκλειστική εξουσία ή αρμοδιότητα για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Επίσης εξήγησε πως πρόσβαση στο Υπουργικό Συμβούλιο για παρέκκλιση έχει, βάσει του άρθρου 26, μόνο η Πολεοδομική Αρχή και όχι ο αιτούμενος την πολεοδομική άδεια, ενώ το άρθρο 31 δεν παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο - ή την Υπουργική Επιτροπή - εξουσία κατά την εξέταση ιεραρχικής προσφυγής να εγκρίνει παρέκκλιση εφόσον δεν το έχει εισηγηθεί η Πολεοδομική Αρχή. Το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα από τη Σιμιλλίδης (ανωτέρω) εκφράζει και τη δική μας άποψη αναφορικά με τη λειτουργία των εν λόγω διατάξεων:

“Ο αιτητής δεν υπέβαλε αίτηση για έγκριση παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο.  Ούτε νομίζω πως του παρεχόταν δυνατότητα απ’ ευθείας πρόσβασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο ή την Υπουργική Επιτροπή για τέτοιο θέμα. Υπέβαλε, όπως όφειλε, αίτηση για πολεοδομική άδεια. Η αίτηση αυτή θα μπορούσε να εγκριθεί, μόνο σε περίπτωση παρέκκλισης που θα ήταν δυνατό να εξεταστεί και ενδεχομένως να εγκριθεί αν η Πολεοδομική Αρχή αποφάσιζε να παραπέμψει την υπόθεση, με τέτοια εισήγηση, προς το Υπουργικό Συμβούλιο.  Οπότε το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως προβλέπει το άρθρο 26(3), “καθίσταται αρμόδιο να αποφανθεί επί του προκειμένου”.  Το άρθρο 26(3) όπως το αντιλαμβάνομαι, δεν είναι αυτοτελής διάταξη παρέχουσα γενική, πρωτογενή εξουσία στο Υπουργικό [*1169]Συμβούλιο ή, πλέον, στην Υπουργική Επιτροπή, να χορηγεί πολεοδομικές άδειες κατά παρέκκλιση. Είναι ενταγμένο στο πλαίσιο της συνολικής ρύθμισης του άρθρου 26.  Το άρθρο 26(3) δεν καθιστά το Υπουργικό Συμβούλιο παράλληλα αρμόδιο προς την Πολεοδομική Αρχή.  Για να καταστεί αρμόδιο το Υπουργικό Συμβούλιο χρειάζεται εισηγητική έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής ότι δικαιολογείται η κατά παρέκκλιση χορήγηση πολεοδομικής άδειας.

Η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε το θέμα στο πλαίσιο της πολεοδομικής αίτησης που είχε υποβληθεί προς την Πολεοδομική Αρχή.  Η απόρριψη της εισήγησης για παρέκκλιση δεν επάγεται και αυτόματη απόρριψη, από την ίδια την Υπουργική Επιτροπή, της αίτησης. Ορθά, σ’ αυτή την περίπτωση, απεστάλη η υπόθεση πίσω στην Πολεοδομική Αρχή και καθηκόντως η τελευταία άσκησε αρμοδιότητα σύμφωνα με το Νόμο.  Η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής επέφερε το έννομο αποτέλεσμα της απόρριψης της αίτησης και ήταν δικαίωμα του αιτητή να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 31, αυτή ασκείται και όταν η Πολεοδομική Αρχή “αρνείται να χορηγήσει την τοιαύτην άδειαν”. Και όφειλε πλέον και η Υπουργική Επιτροπή να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή, η δε απόφασή της, ως εκτελεστή πράξη που σφράγισε οριστικά την τύχη της πολεοδομικής αίτησης, υπόκειται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Όπως, πλεονασματικά ίσως, προνοεί και το άρθρο 45 του Νόμου............

Μου φαίνεται πως αιτητής για πολεοδομική άδεια δεν μπορεί να έχει έννομη δυνατότητα διεκδίκησης παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο. Η ενδεχόμενη εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής για παρέκκλιση και η πιθανή έκδοση πολεοδομικής άδειας από την Υπουργική Επιτροπή κατά παρέκκλιση, δυνάμει του άρθρου 26(3), είναι επιτρεπτή μόνο σε “έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις” και δεν βλέπω πως θα ενομιμοποιείτο αιτητής να στηρίξει ατομικές του  αξιώσεις, εκ  προοιμίου έκνομες ως παραβιάζουσες το Τοπικό Σχέδιο, κατ’ επίκληση του δημοσίου συμφέροντος............  Είδαμε ότι τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν ενώπιόν μου, αφορούν στο άρθρο 31. Όπως υποστηρίχθηκε, ανεξάρτητα από τα προηγηθέντα, η Υπουργική Επιτροπή είχε, δυνάμει του, διακριτική εξουσία να εγκρίνει παρέκκλιση κατά αναλογία προς το άρθρο 26(3).

Δεν μπορώ να συμφωνήσω.  Τις εξουσίες επί του προκειμένου τις καθορίζει το άρθρο 31(2). Το Υπουργικό Συμβούλιο (εδώ η [*1170]Υπουργική Επιτροπή) μπορεί να επιτρέψει ή απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή ή να ακυρώσει ή τροποποιήσει την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ή, ακόμα, και να επιληφθεί της αίτησης “ως εάν αύτη είχε το πρώτον υποβληθεί εις τούτο”.  Αυτά δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως παρέχοντα τέτοια εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο αφού, όπως ήδη ανέφερα, δυνάμει των ρητών διατάξεων του άρθρου 26(3) που ρυθμίζει ειδικά τις προϋποθέσεις έγκρισης παρέκκλισης, προαπαιτείται εισήγηση προς τούτο από την Πολεοδομική Αρχή.  Αν είχε τέτοια εξουσία το Υπουργικό Συμβούλιο σε εκείνο το στάδιο, αυτό θα κάλυπτε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το αν η Πολεοδομική Αρχή εισηγήθηκε ή όχι παρέκκλιση.”

Στην προκείμενη περίπτωση, Πολεοδομική Αρχή ήταν όχι ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ο οποίος είχε εισηγηθεί έγκριση υπό προϋποθέσεις, αλλά ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου προς τον οποίο ο Υπουργός Εσωτερικών (βλ. άρθρο 3(1) του Νόμου) εκχώρησε, με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1990 (Κ.Δ.Π. 357/90), παράγραφος 6, εκδοθέν βάσει του άρθρου 5, την εξουσία την οποία έχει βάσει του άρθρου 4 για τους σκοπούς του Πέμπτου Μέρους του Νόμου, στο οποίο ενέπιπτε το θέμα.  Η Πολεοδομική Αρχή, η οποία απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντος, συνέχισε να αντιτάσσεται στην έγκριση παρέκκλισης όταν η ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντος θεωρήθηκε ως αίτηση για παρέκκλιση. Είναι επομένως προφανές ότι το Υπουργικό Συμβούλιο - ή η Υπουργική Επιτροπή - δεν είχε εξουσία να εγκρίνει παρέκκλιση.  Είναι επίσης προφανές πως χωρίς έγκριση  για παρέκκλιση δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί πολεοδομική άδεια.  Ως εκ τούτου η ιεραρχική προσφυγή, και μη αντικρυζόμενη ως αίτηση για παρέκκλιση, δεν μπορούσε παρά να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο