"Φίλοι της Λευκωσίας" Σωματείο και Άλλοι ν. ΚυπριακήςΔημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 28

(2002) 3 ΑΑΔ 28

[*28]30 Ιανουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΣΩΜΑΤΕIΟ “ΦIΛΟΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣIΑΣ”,

2. ΦΡIΞΟΣ ΚΥΡΙΑΚIΔΗΣ,

3. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Χ”ΝEΣΤΩΡΟΣ,

4. ΔΩΡΟΣ ΖΑΒΑΛΛHΣ,

5. ΛAΡΗΣ ΒΡΑΧIΜΗΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2867)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Τελικές διοικητικές πράξεις ― Προπαρασκευαστικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται αυτοτελώς με προσφυγή.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσβολή περισσότερων αυτοτελών διοικητικών πράξεων με το ίδιο δικόγραφο ― Δυνατή εφόσον υπάρχει συνάφεια ― Έννοιά της ― Συνέπειες μη ύπαρξης συνάφειας.

Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

Πρωτόδικα το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αποδεχόμενο δύο από τις προδικαστικές ενστάσεις που στρέφονταν κατά του παραδεκτού της.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Κατά το στάδιο της προφορικής ακρόασης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε σαφής τοποθέτηση του δικηγόρου των αιτητών ότι με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 1.6.94. Με τη διοικητική πράξη της 1.6.94 αποφασίσθηκε η ανέγερση της πρώτης φάσης των Κυβερνητικών κτιρίων. Καμιά αναφορά δεν γίνεται στη δι[*29]οικητική πράξη της 14.7.94 η οποία σαφώς προσβάλλεται με την πρώτη αιτούμενη θεραπεία. Εύλογα μπορεί να υποθέσουμε ότι η αιτούμενη προτασσόμενη θεραπεία έχει εγκαταλειφθεί. Πέραν τούτου, η θεραπεία η οποία επιδιώκεται με το πρώτο αίτημα της προσφυγής δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος γιατί δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Είναι φανερό ότι η απόφαση της 14.7.94 είναι προπαρασκευαστική πράξη και ως τέτοια δεν είναι δυνατό να προσβληθεί, διότι δεν είναι παράγωγη εννόμων αποτελεσμάτων και κατά συνέπεια εκτελεστή. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πάγια επί του σημείου αυτού.

2.  Οι υπόλοιπες θεραπείες που ζητούνται στην προσφυγή δεν είναι συναφείς με την πρώτη. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959), επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεως με το ίδιο δικόγραφο, όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι δε συναφείς όταν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.

     Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμβαδίζει με την Ελληνική νομολογία επί του θέματος.

     Οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς μεταξύ τους.  Η μία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η πράξη της 1.6.94, αντικείμενο των θεραπειών 2, 3 και 4, αποτελεί αυτοτελή διοικητική ενέργεια, ανεξάρτητη από την πράξη της 14.7.94. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη αιτούμενη θεραπεία.

     Η κατάληξη αυτή δεν έχει, εν προκειμένω, παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία αφού η προσφυγή ως προς τις θεραπείες 2, 3 και 4, όπως υποδείχθηκε πρωτόδικα και προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία, ήταν εκπρόθεσμη.

3.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την επιδίκαση εξόδων εναντίον τους από το Δικαστήριο. Οι θέσεις τους επεξηγούνται στο περίγραμμα του δικηγόρου τους.  Οι θέσεις αυτές έχουν τεθεί πλειστάκις ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κρίθηκαν ως ανεδαφικές.  Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Στην προκείμενη περί[*30]πτωση δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

Μισιρλής v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,

Χριστοφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766,

Κασάπης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,

Χ”Γεωργίου κ.ά. v. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42,

Σιακάς v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,

Αριστείδου κ.ά. v. ΑΤΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 213.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 793/94), ημερομηνίας 22/6/1999, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους κατά της απόφασης του Yπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 14/7/94 να μη διεξαχθεί μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναφορικά με το έργο ανέγερσης της A΄ φάσης των Kεντρικών Kυβερνητικών κτιρίων στην περιοχή της Aρχιγραμματείας και στους γύρω χώρους.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

[*31]ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το αιτητικό της προσφυγής των εφεσειόντων το οποίο έχει ως εξής:-

“Α. Δήλωση του Δικαστηρίου κηρύσσουσα άκυρη και άνευ αποτελέσματος την παράλειψη του καθ’ ου να διατάξει ως προαπαιτούμενο και/ή να προβεί στην επιβεβλημένη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων Μ.Ε.Π.Ε. σε σχέση και/ή για την απόφαση ανέγερσης Κυβ. Κτιρίων Α΄ φάση, στην περιοχή Κυβ. Τυπογραφείου στη Λευκωσία.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου κηρύσσουσα άκυρη και άνευ αποτελέσματος την απόφαση, πράξη ή διοικητική ενέργεια του καθ’ ου να ανεγείρει Κυβ. κτίρια στην περιοχή Κυβ. Τυπογραφείου Α΄ φάση, στη Λευκωσία.

Γ.  Δήλωση του Δικαστηρίου κηρύσσουσα άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα την απόφαση και/ή πράξη και/ή παράλειψη διά της οποίας οι καθ’ ων εξαίρεσαν της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων την ανέγερση Κυβερνητικών κτιρίων Α΄ φάση στην περιοχή Κυβερνητικού Τυπογραφείου, στη Λευκωσία.

Δ. Δήλωση του Δικαστηρίου κηρύσσουσα άκυρη και άνευ αποτελέσματος την απόφαση, πράξεις ή ενέργεια του καθ’ ου να ανεγείρει Κυβερνητικά κτίρια στην περιοχή Αρχιγραμματείας Τυπογραφείου, Γ.Σ.Π. Υπ. Συγκοινωνιών ή στους γύρω χώρους στη Λευκωσία και όλες τις παρόμοιες σχετικές ή συναφείς πράξεις ή παραλείψεις και ενέργειες του καθ’ ου προς το σκοπό αυτό.”.

Το έτος 1972 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τη διενέργεια αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την ανέγερση Κυβερνητικών κτιρίων στη Λευκωσία σε τρεις φάσεις. Το έτος 1980 υπεγράφη συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών με τους βραβευμένους αρχιτέκτονες για την ετοιμασία των αρχιτεκτονικών σχεδίων και για τις τρεις φάσεις με προτεραιότητα στην ετοιμασία σχεδίων για την πρώτη φάση.

Το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 14.7.94 αποφάσισε όπως, λόγω της επείγουσας φύσης του έργου ανέγερσης της πρώτης φάσης των Κεντρικών Κυβερνητικών κτιρίων και λόγω της γενικότερης αναμόρφωσης της ευρύτερης περιοχής στην οποία θα ανεγερθεί, να μη διεξαχθεί περιβαλλοντική μελέτη για την ανέγερση της φάσης αυτής. Την 1.6.94 το Υπουρ[*32]γικό Συμβούλιο αποφάσισε την ανέγερση της πρώτης φάσης των Κυβερνητικών κτιρίων στην περιοχή Αρχιγραμματείας, Κυβερνητικού Τυπογραφείου, Γ.Σ.Π. και στους γύρω χώρους.

Οι εφεσίβλητοι στη γραπτή τους ένσταση στην προσφυγή πρόβαλαν πέντε προδικαστικές ενστάσεις που έχουν ως ακολούθως:-

“1. Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος προς άσκηση της προσφυγής.

2.  Δεν υπάρχει αντικείμενο προσφυγής αναφορικά με τις αιτούμενες θεραπείες Β και Δ διότι δεν προσδιορίζεται σ’  αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση.

3.  Η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.

4.  Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να χορηγήσει την αιτούμενη θεραπεία Α διότι δεν υπάρχει παράλειψη με το νόημα της παραγράφου 1 του άρθρου 146 του Συντάγματος.

5.  Η προσφυγή αναφορικά με τις θεραπείες Β, Γ και Δ είναι απαράδεκτη διότι οι προσβαλλόμενες με τις εν λόγω θεραπείες πράξεις δεν είναι συναφείς με την πράξη που προσβάλλεται με την αιτούμενη θεραπεία Α.”

Ο αδελφός Δικαστής που εξεδίκασε την προσφυγή στην απόφαση του ασχολήθηκε με τις δύο μόνο προδικαστικές ενστάσεις αυτές του εκπροθέσμου της προσφυγής και του εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων. Κατέληξε ότι και οι δύο πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις ευσταθούσαν και απέρριψε την προσφυγή επιδικάζοντας έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Με τρεις λόγους εφέσεως προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένα, τόσο για την έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όσο και για το εκπρόθεσμο της προσφυγής.

Έχουμε παραθέσει στην αρχή της απόφασης μας το αιτητικό της προσφυγής των εφεσειόντων. Αποτελείται από τέσσερα αιτήματα που αναφέρονται σε διάφορες διοικητικές πράξεις οι οποίες, προφανώς, δεν είναι συναφείς μεταξύ τους. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που προσφυγή προσβάλλει διαδοχικά διάφορες διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις που δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους, ελέγχεται μόνο η πρώτη κατά σειρά προσβαλλόμενη.

Κατά το στάδιο της προφορικής ακρόασης ενώπιον του πρω[*33]τόδικου Δικαστηρίου υπήρξε σαφής τοποθέτηση του δικηγόρου των αιτητών ότι με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 1.6.94. Όπως αναφέραμε προηγουμένως με τη διοικητική πράξη της 1.6.94 αποφασίσθηκε η ανέγερση της πρώτης φάσης των Κυβερνητικών κτιρίων. Καμιά αναφορά δεν γίνεται στη διοικητική πράξη της 14.7.94 η οποία σαφώς προσβάλλεται με την πρώτη αιτούμενη θεραπεία.  Εύλογα μπορεί να υποθέσουμε ότι η αιτούμενη προτασσόμενη θεραπεία έχει εγκαταλειφθεί.  Πέραν τούτου, η θεραπεία η οποία επιδιώκεται με το πρώτο αίτημα της προσφυγής δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος γιατί δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Είναι φανερό ότι η απόφαση της 14.7.94 είναι προπαρασκευαστική πράξη και ως τέτοια δεν είναι δυνατό να προσβληθεί διότι δεν είναι παράγωγη εννόμων αποτελεσμάτων και κατά συνέπεια εκτελεστή. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πάγια επί του σημείου αυτού.

Οι υπόλοιπες θεραπείες που ζητούνται στην προσφυγή δεν είναι συναφείς με την πρώτη. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959) επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεως με το ίδιο δικόγραφο όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους.  Είναι δε συναφείς όταν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμβαδίζει με την Ελληνική νομολογία επί του θέματος. (Βλέπε: Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379).

Έχουμε καταλήξει πως οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς μεταξύ τους. Η μία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η πράξη της 1.6.94, αντικείμενο των θεραπειών 2, 3 και 4, αποτελεί αυτοτελή διοικητική ενέργεια ανεξάρτητη από την πράξη της 14.7.94. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη αιτούμενη θεραπεία.

Στην απόφαση της Ολομέλειας Βάσος Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766, έχουν λεχθεί τα εξής:-

“Εφόσο δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυ[*34]γή θα πρέπει να θεωρηθεί “ως παραδεκτώς ασκηθείσα” ως προς την πρώτη των προσβαλλόμενων πράξεων. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 274, Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 357-58 και Δαγτόγλου, “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2α έκδοση, παραγ. 487).

Η προσφυγή ήταν επομένως απαράδεκτη ως προς τη θεραπεία 2 σε σχέση με την οποία έχει εκδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Η κατάληξη αυτή θέτει τέρμα στη διαδικασία της έφεσης.”.

Η κατάληξη μας αυτή δεν έχει, εν προκειμένω, παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία αφού η προσφυγή ως προς τις θεραπείες 2, 3 και 4, όπως υποδείχθηκε πρωτόδικα και προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία, ήταν εκπρόθεσμη.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την επιδίκαση εξόδων εναντίον τους από το Δικαστήριο. Οι θέσεις τους επεξηγούνται στο περίγραμμα του δικηγόρου τους. Οι θέσεις αυτές του κ. Αγγελίδη έχουν τεθεί πλειστάκις ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κρίθηκαν ως ανεδαφικές. (Βλέπε: Ανδρόνικος Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Π. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102, Τ. Χ''Γεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42, Α. Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468 και Α. Αριστείδου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 213).

Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο