Φυτεία Φόιζα Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 45

(2002) 3 ΑΑΔ 45

[*45]1 Φεβρουαρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΦΥΤΕΙΑ ΦΟΪΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2877)

 

Φορολογία Εισοδήματος ― Επανεξέταση ― Επιβολή τελικής φορολογίας μετά από ακυρωτική απόφαση ― Εφόσον έγινε εντός έξι μηνών βάσει του Άρθρου 21(3) του Νόμου, νόμιμη ― Ισχυρισμός πως επρόκειτο για εκπρόθεσμη επιβολή αναθεωρημένης φορολογίας, απορρίφθηκε.

Φορολογία Εισοδήματος ― Δέουσα έρευνα ― Υποχρέωση του φορολογούμενου να προσκομίσει στον Έφορο όλα τα στοιχεία.

Φορολογία Εισοδήματος ― Εμπορία γης ― Πώλησης γης που αποκτήθηκε με δωρεά ― Νόμιμα υπό τις περιστάσεις θεωρήθηκε ως εμπορία γης.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, να ακυρώσει την απόφαση του εφεσίβλητου, με την οποία της επιβλήθηκε φορολογία εισοδήματος, μετά από επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασής του.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Εφόσον οι φορολογίες είχαν ακυρωθεί, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ο εφεσίβλητος όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να επανεξετάσει το ζήτημα, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της απόφασης που ακυρώθηκε. Μετά [*46]την επανεξέταση ο εφεσίβλητος εδικαιούτο να προβεί σε νέα βεβαίωση μέσα στην προθεσμία των έξι μηνών από την ακυρωτική απόφαση, όπως προνοεί το Άρθρο 21(3) του Νόμου.  Από τα γεγονότα προκύπτει ότι αυτό ακριβώς έπραξε.  Δεν επέβαλε, με τη νέα βεβαίωση, αναθεωρημένη (πρόσθετη) φορολογία, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής του Άρθρου 23(1).

2.  Προβάλλονται, επίσης, ως λόγοι έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσείουσα «δεν υπέβαλε ουσιαστικά στοιχεία στον εφεσίβλητο» και, επίσης, εσφαλμένα αποφάσισε ότι η επίδικη απόφαση του εφεσίβλητου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετείται:

«Ο καθ’ ου η αίτηση είχε καλέσει την αιτήτρια να υποβάλει στοιχεία μέσα στα πλαίσια της δέουσας έρευνας και με βάση το Άρθρο 27 του Νόμου 4/78. Από τη σχετική αλληλογραφία φαίνεται ότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε ουσιαστικά στοιχεία και ο καθ’ου η αίτηση προχώρησε στη βεβαίωση της φορολογίας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ψαράς & Υιοί Κέντρα Αναψυχής Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1319, «η παράλειψη του υπόχρεου επιχειρηματία να παράσχει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία, φέρνει στο προσκήνιο την ευχέρεια του Διευθυντή να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου». Δεν ευσταθεί επομένως ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση ήταν μεροληπτική και ότι προχώρησε στη βεβαίωση των φορολογιών χωρίς να προβεί σε δέουσα έρευνα.»

3.  Δεν υπάρχει γενική αρχή ότι εφόσον η περιουσία αποκτήθηκε με δωρεά, η πώλησή της δεν συνιστά εμπορία. (Βλ. σχετικά Ακίνητα Ν. Καραντώκη Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 949, όπου κρίθηκε ότι τα κέρδη από την πώληση των δωρηθέντων υπέκειντο σε φόρο εισοδήματος.). Η υπόθεση Pitsiakos v. Republic (1985) 3 C.LR. 1700, στην οποία γίνεται αναφορά από το δικηγόρο της εφεσείουσας, όπου η πωληθείσα περιουσία αποκτήθηκε από τον αιτητή δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα του, αποφασίστηκε με βάση τα δικά της περιστατικά και διαφέρει από την παρούσα στο ότι η δωρεά έγινε από πατέρα προς παιδί και ο αιτητής κράτησε την περιουσία για μερικά χρόνια προτού την πωλήσει και η αγοραπωλησία περιουσίας δεν αποτελούσε μέρος των εργασιών του αιτητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*47]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λυσιώτης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 88,

Ακίνητα Ν. Καραντώκη Λτδ v. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 949,

Pitsiakos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 929/96, 930/96 & 931/96), ημερ. 14/6/99, με την οποία απέρριψε την προσφυγή της εναντίον της απόρριψης της ένστασης την οποία υπέβαλε κατά των αναθεωρημένων ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για κέρδη της κατά τα έτη 1981, 1982 και 1987 και της επιβολής σ’ αυτήν τελικής φορολογίας.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Eφεσείουσα.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως κύρια απασχόλησή της την εκμετάλλευση ακινήτων.  Στις 6.7.1985, 29.3.1989 και 7.10.1991 υπέβαλε στον εφεσίβλητο δηλώσεις εισοδήματος και εξελεγμένους λογαριασμούς για τα φορολογικά έτη 1981, 1982 και 1987, αντίστοιχα. Στις 11.9.1995 ο εφεσίβλητος αποφάσισε (α) να φορολογήσει το κέρδος που πραγματοποίησε η εφεσείουσα το 1981 και 1982 από την πώληση τριών οικοπέδων σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμων και (β) να φορολογήσει το κέρδος που πραγματοποίησε η εφεσείουσα το 1987 από την ακύρωση συμβολαίου αγοράς διαμερισμάτων και ενός καταστήματος σύμφωνα με τις πρόνοιες των ίδιων Νόμων. Η απόφαση αυτή του εφεσίβλητου αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής 1011/95 με αποτέλεσμα την ακύρωση των φορολογιών, με πρακτικό ημ. 30.4.1996, ύστερα από δήλωση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η επίδικη απόφαση έπασχε «λόγω έλλειψης της δέουσας έρευνας». Πού και σε τι [*48]έγκειτο αυτή η έλλειψη δεν εξειδικεύθηκε.

Στις 10.6.1996, ο εφεσίβλητος απέστειλε στην εφεσείουσα αναθεωρημένες ειδοποιήσεις επιβολής φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα με βάση το άρθρο 21(3) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Νόμος 4/78, όπως τροποποιήθηκε – ο Νόμος). Ταυτόχρονα, με επιστολή του ίδιας ημερομηνίας, ο εφεσίβλητος ζήτησε από την εφεσείουσα να υποβάλει στοιχεία για να μπορέσει να προχωρήσει στη δέουσα έρευνα.

Εναντίον των αναθεωρημένων ειδοποιήσεων η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση, μέσω του δικηγόρου της, προβάλλοντας τους εξής λόγους:

(α)       Οι φορολογίες ήταν εκτός των χρονικών πλαισίων των έξι ετών που προβλέπει το άρθρο 23(1) του Νόμου, το δε άρθρο 21(3) δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση.

(β)       Οι φορολογίες στάληκαν κατά παράβαση του άρθρου 21(3) του Νόμου.

(γ)        Ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 1011/95.

(δ)       Οι φορολογίες για όλα τα υπό ένσταση έτη ήταν ακριβώς οι ίδιες με αυτές που ακυρώθηκαν στην Προσφυγή 1011/95.

(ε) Οι φορολογίες για όλα τα υπό ένσταση έτη δεν συμφωνούσαν με τα πραγματικά εισοδήματα της αιτήτριας όπως αυτά φαίνονταν στις οικονομικές καταστάσεις και τις σχετικές φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί.

Ακολούθησε αλληλογραφία και συνάντηση μεταξύ του εφεσίβλητου και εκπροσώπων της εφεσείουσας. Τελικά, ο εφεσίβλητος απέρριψε την ένσταση, επέβαλε τελική φορολογία, μέσα στα χρονικά πλαίσια των έξι μηνών από την ακύρωση της προηγούμενης απόφασής του, και κοινοποίησε τη νέα απόφασή του στην εφεσείουσα με επιστολή ημερομηνίας 18.10.1996.

Εναντίον της νέας απόφασης του Εφόρου η εφεσείουσα καταχώρησε την προσφυγή, η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.

[*49]Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη βεβαίωση διενεργήθηκε νόμιμα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 21(3) του Νόμου για το λόγο ότι, κάτω από τις περιστάσεις, οι πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, αλλά εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 23(1) του ίδιου Νόμου με αποτέλεσμα, εφόσον πρόκειται περί επιβολής αναθεωρημένης (πρόσθετης) φορολογίας, οι επίδικες φορολογίες να είναι εκπρόθεσμες. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Εφόσον οι φορολογίες είχαν ακυρωθεί, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ο εφεσίβλητος όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να επανεξετάσει το ζήτημα, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της απόφασης που ακυρώθηκε. Μετά την επανεξέταση ο εφεσίβλητος εδικαιούτο να προβεί σε νέα βεβαίωση μέσα στην προθεσμία των έξι μηνών από την ακυρωτική απόφαση, όπως προνοεί το άρθρο 21(3) του Νόμου. Από τα γεγονότα προκύπτει ότι αυτό ακριβώς έπραξε. Δεν επέβαλε, με τη νέα βεβαίωση, αναθεωρημένη (πρόσθετη) φορολογία ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 23(1). (Βλ., μεταξύ άλλων, Φ. Λυσιώτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 88).

Προβάλλονται, επίσης, ως λόγοι έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσείουσα «δεν υπέβαλε ουσιαστικά στοιχεία στον εφεσίβλητο» και, επίσης, εσφαλμένα αποφάσισε ότι η επίδικη απόφαση του εφεσίβλητου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:

«Ο καθ’ ου η αίτηση είχε καλέσει την αιτήτρια να υποβάλει στοιχεία μέσα στα πλαίσια της δέουσας έρευνας και με βάση το άρθρο 27 του Νόμου 4/78. Από τη σχετική αλληλογραφία φαίνεται ότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε ουσιαστικά στοιχεία και ο καθ’ ου η αίτηση προχώρησε στη βεβαίωση της φορολογίας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ψαράς & Υιοί Κέντρα Αναψυχής Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1319, «η παράλειψη του υπόχρεου επιχειρηματία να παράσχει στοιχεία ή όλα τα στοιχεία φέρνει στο προσκήνιο την ευχέρεια του Διευθυντή να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου». Δεν ευσταθεί επομένως ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση ήταν μεροληπτική και ότι προχώρησε στη βεβαίωση των φορολογιών χωρίς να προβεί σε δέουσα έρευνα.»

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλ[*50]μένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος κατέληξε εύλογα στο συμπέρασμα ότι υπήρχε εμπορία γης και τούτο για το λόγο ότι αγνόησε τα στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της θέσης της εφεσείουσας ότι δεν υπήρχε εμπορία γης.  Ιδιαίτερα αγνόησε το γεγονός ότι το ακίνητο από το οποίο προέκυψαν τα οικόπεδα δωρήθηκε στην εφεσείουσα το Δεκέμβριο του 1973 από μέτοχό της. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.  Δεν υπάρχει γενική αρχή ότι εφόσον η περιουσία αποκτήθηκε με δωρεά, η πώλησή της δεν συνιστά εμπορία.  (Βλ. σχετικά Ακίνητα Ν. Καραντώκη Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 949, όπου κρίθηκε ότι τα κέρδη από την πώληση των δωρηθέντων υπέκειντο σε φόρο εισοδήματος.). Η υπόθεση Pitsiakos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700, στην οποία γίνεται αναφορά από το δικηγόρο της εφεσείουσας, όπου η πωληθείσα περιουσία αποκτήθηκε από τον αιτητή δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα του, αποφασίστηκε με βάση τα δικά της περιστατικά και διαφέρει από την παρούσα στο ότι η δωρεά έγινε από πατέρα προς παιδί και ο αιτητής κράτησε την περιουσία για μερικά χρόνια προτού την πωλήσει και η αγοραπωλησία περιουσίας δεν αποτελούσε μέρος των εργασιών του αιτητή.  Κατά τα λοιπά, υιοθετούμε και πάλι το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και παραθέτουμε:

«Αναφορικά με το αν μία πράξη συνιστά εμπορία γης, έχει αποφασισθεί από τη νομολογία ότι το ζήτημα είναι μικτό, νομικό και πραγματικό και αποφασίζεται στην κάθε περίπτωση με την εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης. Σε αρκετές υποθέσεις έχουν αναφερθεί τα σχετικά κριτήρια για να κριθεί αν μία πράξη συνιστά εμπορία γης, τα οποία όμως δεν είναι από μόνα τους αποφασιστικής σημασίας. Με βάση αυτά μπορεί κάποιος να αχθεί στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή αποτελεί εμπορία ακίνητης περιουσίας ή απλή ρευστοποίηση πάγιου ενεργητικού (βλ. Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346 και Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στ. Ιωαννίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 398). Για να αχθεί στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή αποτελούσε εμπορία γης ο καθ’ ου η αίτηση βασίστηκε στο ότι μεταξύ των σκοπών της εταιρείας, όπως καθορίζονται στο ιδρυτικό έγγραφο είναι και η αγορά ή κατ’ άλλο τρόπο απόκτηση ακίνητης περιουσίας και γενικά η εμπορία γης, ότι η εταιρεία γνώριζε ότι είχε εκδοθεί άδεια διαχωρισμού οικοπέδων, προχώρησε στο διαχωρισμό και μόλις επήρε τίτλους το 1977 πώλησε τρία οικόπεδα, το 1978 δύο, το 1979 δύο, το 1981 δύο και ένα το 1982, εκποιώντας το σύνολο των οικοπέδων που επήρε. H εταιρεία επίσης είχε προβεί στην αγορά δύο ακόμη κτημάτων στην Πάφο [*51](1979) και στη Λεμεσό (1981), τα οποία πώλησε αργότερα.

Η εισήγηση της αιτήτριας ότι το γεγονός ότι η εμπορία γης δεν ήταν ο κύριος της σκοπός ώστε να κριθεί ότι η συναλλαγή αποτελούσε εμπορία γης, δεν ευσταθεί. Όπως έχει νομολογηθεί, όλοι οι σκοποί στο ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας είναι ίσης σημασίας και καθορίζουν το πλαίσιο των εξουσιών της (Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στ. Ιωαννίδη Λτδ (ανωτέρω)).

Το Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία δεν επεμβαίνει για να ακυρώσει απόφαση του Εφόρου, η οποία είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και γεγονότα που έχουν υπαχθεί ορθά στην ισχύουσα νομοθεσία.

Με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο Έφορος στην παρούσα περίπτωση κρίνω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συναλλαγή αποτελούσε εμπορία γης.»

Η έφεση απορρίπτεται με £600 έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο