Κυπριακή Δημοκρατία ν. Iωάννη Σολωμού (2002) 3 ΑΑΔ 73

(2002) 3 ΑΑΔ 73

[*73]15 Φεβρουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑ, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜOΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣIAΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΙΩAΝΝΗ ΣΟΛΩΜΟY,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3209)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεδικασμένο ― Παραβίασή του στην επανεξέταση αποτελεί λόγο ακυρώσεως ― Εν προκειμένω με τη νέα σύσταση του Διευθυντή, παραβιάστηκε το δεδικασμένο πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερείχε σε καμία από τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούντο από το σχέδιο υπηρεσίας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Εφόσον η σύσταση είναι αντίθετη ή ανατρέπει τα στοιχεία των φακέλων, πρέπει να παραγνωρίζεται.

Η εφεσείουσα επεδίωξε τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους εκ νέου σε διαδικασία επανεξέτασης ακυρώθηκε, λόγω παράβασης του δεδικασμένου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις θέσεις που τέθηκαν ενώπιόν του, το Δικαστήριο καταλήγει πως ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ήταν δεδικασμένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερούσε του αιτητή σε καμμία από τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Η νέα σύσταση του Διευθυντή, με την οποία απέδιδε νέες ιδιότητες στο ενδιαφερόμενο μέρος (όπως δυναμισμό, εφευρετικότητα, ικανότητα ανάλυσης και διαβάθμισης προβλημάτων κ.λ.π.) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επινόημα και εύσχη[*74]μος τρόπος για να παρακαμφθεί το εύρημα του Δικαστηρίου στις προηγούμενες αποφάσεις για την προηγούμενη σύσταση που είχε ήδη ακυρωθεί ως πάσχουσα. Ήταν καθαρά και μία προσπάθεια παράκαμψης του δεδικασμένου σχετικά με το εύρημα πως ο αιτητής υπερείχε και στα τρία νομολογημένα κριτήρια. 

2.  Η βαρύτητα μιάς σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου και έχει νομολογηθεί πως όπου η σύσταση είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων πρέπει να παραγνωρίζεται. Όπως έχει κριθεί στη Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, οι συστάσεις  δεν μπορούν να λειτουργούν έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση σχετικά με τα αξιολογηθέντα στις ετήσιες εκθέσεις στοιχεία.

     Στην παρούσα περίπτωση κρίνεται πως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή που έπαιξε τον πρωταρχικό ρόλο στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους είναι αντίθετη και ανατρέπει άρδην το περιεχόμενο των φακέλων και εμπιστευτικών εκθέσεων και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να είχε παραγνωριστεί.

     Ο Νικολάου Δ., εξέδωσε δική του απόφαση με δικό του σκεπτικό.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Στυλιανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,

Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,

Κουάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 784/99), ημερομηνίας 5/3/2001, με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή του αιτητή και ακυρώθηκε για τρίτη φορά η προαγωγή, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Γραφείου Tύπου και Πληροφοριών.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας, με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Eφεσείουσα-Καθ’ ης [*75]η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Eφεσίβλητο - Αιτητή.

Καμιά εμφάνιση, για το Eνδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Προσωπικά καθώς και οι Π. Καλλής, Δ. και Μ. Κρονίδης, Δ., ταυτίζονται με την απόφαση του Π. Αρτέμη, Δ.. Ο Γ. Νικολάου, Δ. εξηγεί σε δική του απόφαση τους λόγους για τους οποίους καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν υποψήφιοι για τη θέση του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, στην οποία τελικά επιλέγηκε και διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος από την 1.2.96. Η προαγωγή αυτή ακυρώθηκε μετά από απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 178/96, ημερομηνίας 8.10.97, που καταχώρησε ο αιτητής. Η πλήρωση της θέσης επανεξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, που προήγαγαν και πάλιν αναδρομικά από 1.2.96 το ενδιαφερόμενο μέρος.  Εναντίον και αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε από τον αιτητή η Προσφυγή Αρ. 1034/97 και το Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 18.3.99 ακύρωσε και αυτή την προαγωγή. 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 6.5.99 επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ύστερα από εξέταση των ενώπιόν της στοιχείων, έκρινε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε και πάλι να του προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 1.2.96. Ο εφεσίβλητος-αιτητής καταχώρησε και πάλιν προσφυγή με αριθμό 784/99, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 5.3.01, με την οποία και πάλιν η επίδικη πράξη ακυρώθηκε. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης στην 784/99.

Ο πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου-αιτητή για σύγκρουση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή με τα στοιχεία των φακέλων και κυρίως έκρινε πως η επίδικη διοικητική απόφαση παραβίαζε το δεδικασμένο των δύο προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων. Θεώρησε ότι με τις δικαστικές αποφάσεις στις προσφυγές που προηγήθηκαν δημιουργήθηκε δεδικασμένο σχετικά με τα πιο κάτω θέματα:

[*76]"(α) Για τα έτη 1983 έως 1994 ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν ισοδύναμες εμπιστευτικές εκθέσεις, ενώ για τα προηγούμενα έτη 1980 έως 1982 ο αιτητής έχει γενική βαθμολογία "Εξαίρετος", ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος "Λίαν Καλός".

(β) Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερεί του αιτητή σε καμιά από τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.

(γ) Ο αιτητής έχει ευρύτερη πείρα από το ενδιαφερόμενο μέρος, στοιχείο που προσθέτει στην αξία του.

(δ) Ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν το κατέχει.

(ε) Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη θέση κατά 4½ μήνες και στην προηγούμενη θέση σχεδόν 5 χρόνια.

(στ) Ο αιτητής δεν υστερεί του ενδιαφερομένου μέρους σε μόρφωση και ενημερότητα επί των Κυπριακών και διεθνών πολιτικών εξελίξεων.

(ζ) Το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, αν και είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, εν τούτοις του δόθηκε αυξημένη βαρύτητα από το Διευθυντή και την καθ’ ης η αίτηση.

(η) Ο αιτητής έχει ευχάριστη και ισχυρή προσωπικότητα λόγω κατοχής θέσης όπου απαιτείτο το προσόν αυτό.

(θ) Οι φάκελοι δεν δημιουργούν καμιά διαφοροποίηση προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους."

Οι εφεσείοντες-καθ’ ων η αίτηση δεν αμφισβητούν την ορθότητα των ευρημάτων για δεδικασμένο κάτω από τα (α), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η) και (θ). Αμφισβητούν όμως την ορθότητα του ευρήματος ότι υπήρχε δεδικασμένο αναφορικά με το (β), δηλαδή ότι "το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερεί του αιτητή σε καμμιά από τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης." (Η υπογράμμιση είναι δική μας).  

Οι εφεσείοντες προβάλλουν ως λόγους έφεσης το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής πλανήθηκε συμπεραίνοντας με την επίδικη [*77]απόφαση που είχε προκύψει δεδικασμένο από τις προηγούμενες προσφυγές και περαιτέρω ότι τελούσε κάτω από το κράτος πλάνης όσον αφορά την έκταση της δεσμευτικότητας και του δεδικασμένου από τις ακυρωτικές αποφάσεις. Περαιτέρω, προβάλλουν ως λόγο έφεσης και το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της επίδικης δικαστικής απόφασης.

Προκύπτει από τις δύο προηγηθείσες αποφάσεις και τις θέσεις που τέθηκαν ενώπιόν μας ότι ο εφεσίβλητος-αιτητής υπερέχει του ενδιαφερομένου μέρους και στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής, κάτι που διαπιστώνεται και από τις δικαστικές αποφάσεις που προηγήθηκαν και που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση του περί των θεμάτων όπου υπήρχε δεδικασμένο, που όπως αναφέραμε πιο πάνω, δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες.

Ήταν η θέση των εφεσειόντων, αναφορικά με το (β)  που θεώρησε ως δεδικασμένο το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως η κατάληξη αυτή ήταν εσφαλμένη, γιατί το δεδικασμένο περιοριζόταν στις ιδιότητες και ικανότητες που περιείχε η παλαιά σύσταση και όχι σε όλες τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Η νέα σύσταση εξήρε διαφορετικές ικανότητες και ιδιότητες που αφορούσαν τη θέση και ως εκ τούτου δεν καλυπτόταν από το δεδικασμένο. Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν αυτές οι ικανότητες και ιδιότητες δικαιολογούσαν τη σύσταση. Επιπρόσθετα, στην ακυρωτική απόφαση 1034/97 κρίθηκε πως ήταν λόγος  ακύρωσης η έλλειψη "πειστικής ή ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του προσόντος πλεονέκτημα του αιτητή". Άρα, όπως υπέβαλε ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας, ήταν καθήκον του Δικαστηρίου, πράγμα που απέτυχε να πράξει, να κρίνει κατά πόσο κατά την λήψη της  επίδικης απόφασης είχαν δοθεί πειστικοί λόγοι για την παραγνώριση του προσόντος.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις θέσεις που τέθηκαν ενώπιον μας καταλήγουμε πως ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν δεδικασμένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερούσε του αιτητή σε καμία από τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η νέα σύσταση του Διευθυντή, με την οποία απέδιδε νέες ιδιότητες στο ενδιαφερόμενο μέρος (όπως δυναμισμό, εφευρετικότητα, ικανότητα ανάλυσης και διαβάθμισης προβλημάτων κ.λ.π.) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επινόημα και εύσχημος τρόπος για να παρακαμφθεί το εύρημα του Δικαστηρίου στις προηγούμενες αποφάσεις για την προηγούμενη σύσταση που είχε ήδη [*78]ακυρωθεί ως πάσχουσα. Ήταν καθαρά και μία προσπάθεια παράκαμψης του δεδικασμένου σχετικά με το εύρημα πως ο αιτητής υπερείχε και στα τρία νομολογημένα κριτήρια. Διερωτόμαστε γιατί, αν πράγματι είχε αυτές τις ιδιότητες το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν έγινε αναφορά σ’ αυτές στην πρώτη σύσταση του Διευθυντή.

Αλλά και να μην εκαλύπτετο από το δεδικασμένο το θέμα αυτό, και αν ήταν ορθή η θέση του Γενικού Εισαγγελέα πως έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο οι λόγοι που δόθηκαν ήταν πειστικοί για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα, κρίνουμε πως τέτοιοι λόγοι, εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεων μας, κάθε άλλο παρά "πειστικοί" ήταν, εκτός του ότι ήταν και αντίθετοι με το περιεχόμενο των φακέλων, όπως επισημαίνουμε πιο κάτω.

Η βαρύτητα μιάς σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου (Στυλιανού και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387) και έχει νομολογηθεί πως όπου η σύσταση είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων πρέπει να παραγνωρίζεται. Όπως έχει κριθεί στη Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, οι συστάσεις δεν μπορούν να λειτουργούν έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση σχετικά με τα αξιολογηθέντα στις ετήσιες εκθέσεις στοιχεία (βλέπε και Κουάλης και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742).

Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε πως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή που έπαιξε τον πρωταρχικό ρόλο στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους είναι αντίθετη και ανατρέπει άρδην το περιεχόμενο των φακέλων και εμπιστευτικών εκθέσεων και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να είχε παραγνωριστεί.

Τέλος, κρίνουμε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τους φακέλους και τα στοιχεία που περιέχουν, ήταν πλήρως αιτιολογημένη.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με το αποτέλεσμα συμφωνώ. Παραθέτω όμως τη δική μου εξήγηση χωρίς επανάληψη του ιστορικού, το οποίο εκτίθεται στην απόφαση που ετοίμασε ο Αρτέμης, Δ..

Η έφεση της Δημοκρατίας έχει ως κεντρικό άξονα την άποψη πως ο προϊστάμενος - εδώ ο Γενικός Διευθυντής - διατηρούσε τη [*79]δυνατότητα να προσθέσει υπέρ υποψηφίου ιδιότητες και ικανότητες πέραν των βαθμολογημένων ή να προβεί σε αναβάθμιση των βαθμολογημένων ώστε να δημιουργείται εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξία, συγκριτικά, των υποψηφίων.

Η εν λόγω άποψη δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Διακηρύχθηκε στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, ότι:

“Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊσταμένοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.”

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787, απασχόλησε και πάλι ειδικά αυτό το ζήτημα. Αφού έγινε αναφορά στις αποφάσεις που εκδόθηκαν στο μεταξύ και επισημάνθηκε ότι υπήρχαν μερικές που βρίσκονταν σε διάσταση, η Ολομέλεια ακολούθησε τη γραμμή που χάραξε η Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου (ανωτέρω), μια γραμμή όμως που η Δημοκρατία δεν αποδέχθηκε ως οριστική, προφανώς ενόψει των διαφορετικών τάσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Εφόσον λοιπόν ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε δικαίωμα να μεταβάλει την αντίστοιχη αξία των υποψηφίων, το δεδικασμένο κάλυπτε και ό,τι θα μπορούσε, με βάση το σύνολο των δικαστικών διαπιστώσεων, να προέκυπτε από τη σύσταση. Η νομιμότητα της οποίας προϋπέθετε ως βάση και τη βαθμολογημένη αξία. Επομένως, με αναφορά σ’ αυτήν, ορθά υπέδειξε ο συνάδελφος μας (στοιχείο (β)), ότι:

“Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπερτερεί του αιτητή σε καμιά από τις ικανότητες και ιδιότητες που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.”

Στην πραγματικότητα, το δεδικασμένο από τις δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις κάλυπτε την κάθε πτυχή που αφορούσε τη σύγκριση μεταξύ του εφεσίβλητου κ. Ι. Σολωμού και του ενδιαφερομένου προσώπου κ. Γ. Χατζησάββα και δεν άφηνε κανένα περιθώριο για προτίμηση του δεύτερου έναντι του πρώτου.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο