Kυπριακή Δημοκρατία, Δέσπω Αποστολίδου ν. (Αρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 80

(2002) 3 ΑΑΔ 80

[*80]15 Φεβρουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔEΣΠΩ ΑΠΟΣΤΟΛIΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2588)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Αίτημα για εξαίρεση Δικαστών από τη σύνθεση του Δικαστηρίου ― Αρχές και νομολογία που εφαρμόζονται ― Αίτημα υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε.

Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτημα, όπως εξαιρεθούν από τη σύνθεση του Δικαστηρίου δύο δικαστές, οι οποίοι είχαν εκδικάσει άλλη προσφυγή της, ο ένας πρωτόδικα και ο άλλος κατ’ έφεση, για ίδιο νομικό ζήτημα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση, δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου, ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος.  Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στη Makrides, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης

Προκατάληψη (bias) του Δικαστή, με την έννοια που ο όρος ενέχει στο δίκαιο, τον αποκλείει από την εκδίκαση υπόθεσης. Η ύπαρξη προκατάληψης συναρτάται με το εξ αντικειμένου διαφαινόμενο συμφέρον του Δικαστή στην έκβαση της υπόθεσης. Τέτοιο συμφέρον αναφαίνεται οποτεδήποτε η σχέση του Δικαστή με διάδικο ή προς το επίδικο θέμα εί[*81]ναι τέτοια, ώστε να στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η ύπαρξή του.

Δεν γεννάται συμφέρον, ούτε ανακύπτει κώλυμα από την απόφαση Δικαστή πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση, επί νομικού θέματος. Άλλωστε η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου επιβάλλει την υιοθέτηση του λόγου προηγούμενων αποφάσεων, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του Δικαστηρίου.

Η διαπίστωση εξ αντικειμένου κωλύματος δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο Δικαστής μπορεί να εξαιρέσει τον εαυτό του από τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Αναγνωρίζεται δικαίωμα αυτοεξαίρεσης Δικαστή, οποτεδήποτε ο ίδιος κρίνει ότι αντενδείκνυται η συμμετοχή του. 

Το ότι το ίδιο νομικό θέμα εγείρεται προς εξέταση, δεν δημιουργεί κώλυμα. Στο βαθμό δε που η απόφαση στην Α.Ε. 2749 δημιουργεί δέσμευση ως εκ του λόγου της, η ίδια δέσμευση θα βάρυνε την Ολομέλεια, ανεξάρτητα από τη σύνθεσή της. Το δεσμευτικό προηγούμενο δεν συναρτάται με τη σύνθεση αλλά με την υπόσταση και τη βαθμίδα του δικαστηρίου που εκδίδει την απόφαση στην ιεραρχία των δικαστηρίων. Ανάλογα αντικειμενικοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους χωρεί απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο.  Δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεση οποιουδήποτε Δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου.

Tο αίτημα απορρίπτεται.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Razis a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309,

Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304,

Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65,

Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169,

De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236,

Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266,

Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416,

Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL),

Economides a.ο. v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301,

[*82]President of the Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1501,

Μαυρογένης v. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 857,

Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ.2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.

Ένσταση.

Ένσταση της αιτήτριας - εφεσείουσας στη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση της Oλομέλειας Β΄η οποία θα επιληφθεί της έφεσής της με Αρ. 2588 η οποία ασκήθηκε εναντίον της απόφασης στην προσφυγή 431/96, ημερομηνίας 16/1/98, λόγω της συμμετοχής του ιδίου στη σύνθεση της Oλομέλειας A΄ στην ακρόαση της A.E. 2749, στην οποία επιλύθηκε το ίδιο ζήτημα και επιβεβαιώθηκε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή 763/96, ημερομηνίας 18/11/98.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Σε δύο προσφυγές της η εφεσείουσα έθεσε και εξετάστηκε σε κάθε μια από αυτές το ίδιο θέμα, ότι οι σχετικές διατάξεις του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69) – ο Νόμος - επιτρέπουν για σκοπούς προαγωγής  την ετοιμασία δύο και όχι ενός καταλόγου των υποψηφίων (άρθρο 35Γ(1) του Νόμου). Ήταν, και παραμένει η θέση της, ότι η κατά νόμο ευχέρεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής περιορίζεται στην ετοιμασία ενός καταλόγου στον οποίο περιλαμβάνονται οι προσοντούχοι υποψήφιοι αποκλειομένης της ετοιμασίας δεύτερου καταλόγου με αναφορά στoν τομέα διδασκαλίας των καθηγητών.

Οι δύο προσφυγές της εφεσείουσας – η 431/96 και η 763/96 – εκδικάστηκαν από τους, Αρτεμίδη Δ., και Αρτέμη Δ., αντίστοιχα. Πρώτη χρονολογικά εκδικάστηκε η 431/96, στην οποία ο Αρτεμίδης, Δ., διαπίστωσε ότι είναι παραδεκτός ο καταρτισμός και δεύ[*83]τερου καταλόγου με αναφορά στον τομέα διδασκαλίας των καθηγητών. Στην ίδια απόφαση κατέληξε και ο Αρτέμης Δ., υιοθετώντας και ως δική του έκφραση την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ..

Εφεσίβαλε και τις δύο αποφάσεις η εφεσείουσα. Οι Αναθεωρητικές Εφέσεις 2749 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.) και 2588 (απόφαση Αρτέμη Δ.), ορίστηκαν ενώπιον της Ολομέλειας Α΄, (Σύνθεση, Πικής, Π., Αρτεμίδης, Νικολαΐδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, Δ.Δ.), και της Ολομέλειας Β΄ (Σύνθεση, Νικήτας, Αρτέμης, Νικολάου, Κραμβής και ΧατζηΧαμπής, Δ.Δ.), αντίστοιχα.

Σύμφωνα με το υφιστάμενο πρόγραμμα κατανομής των αναθεωρητικών εφέσεων, αυτές καταμερίζονται αριθμητικά μεταξύ των δύο Ολομελειών, με την επιφύλαξη ότι  λαμβάνεται πρόνοια ώστε οι εφέσεις κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν πρωτοδίκως από Δικαστή που μετέχει στη σύνθεση της μιας από τις δύο Ολομέλειες να ορίζονται προς εκδίκαση ενώπιον της άλλης Ολομέλειας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η έφεση κατά της απόφασης του Αρτέμη, Δ., ορίστηκε ενώπιον της Ολομέλειας Α΄, και η έφεση κατά της απόφασης του Αρτεμίδη, Δ., ορίστηκε ενώπιον της Ολομέλειας Β΄.

Αίτημα της εφεσείουσας για την από κοινού ακρόαση των δύο εφέσεων, συνεπαγόμενη τη σύσταση ειδικής σύνθεσης της Ολομέλειας, από την οποία θα αποκλείονταν και οι δύο Δικαστές οι οποίοι εξέδωσαν τις υπό έφεση αποφάσεις, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι υποθέσεις αφέθηκαν να πάρουν την πορεία τους ως είχε οριστεί.

Πρώτη, ακούστηκε η Α.Ε.2749 από την Ολομέλεια Α΄. Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου δόθηκε στις 9.4.2001, (από τον Αρτεμίδη, Δ.). Η έφεση απορρίφθηκε. Στο σκεπτικό της απόφασης υιοθετείται η προσέγγιση του στην προσφυγή 431/96 η οποία αποτέλεσε και τη βάση της απόφασης του Αρτέμη, Δ., στην προσφυγή 763/96. Τοιουτοτρόπως και η απόφαση του Αρτέμη Δ., επενέργησε στην απόφαση της Ολομέλειας.

Η παρούσα έφεση άχθηκε προς ακρόαση ενώπιον της Ολομέλειας Β΄. Ο Νικήτας, Δ., ο προεδρεύων, διαπίστωσε προσωπικό κώλυμα και απέκλεισε τη συμμετοχή του στην εκδίκαση της έφεσης. Τούτου δοθέντος κατέστη αναγκαία η αντικατάσταση του Νικήτα, Δ., η οποία έγινε σύμφωνα με τις ισχύουσες διευθετήσεις βάσει των οποίων κωλυόμενο μέλος τμήματος της Ολομέλειας αντικαθίσταται από το αντίστοιχο μέλος του άλλου τμήματος της Ολομέλειας, εφόσον δεν είναι δυνατό λόγω κωλύματος να επιληφθεί της έφεσης [*84]το έτερο τμήμα της Ολομέλειας. Ως εκ τούτου επιβάλλεται η συμμετοχή μου στην Ολομέλεια Β΄, στην οποία ανατέθηκε, κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων, η εκδίκαση της παρούσας έφεσης.

Η εφεσείουσα εγείρει ένσταση στη συμμετοχή μου στη σύνθεση της Ολομέλειας που θα επιληφθεί της έφεσής της για το λόγο ότι μετείχα στην ακρόαση της Α.Ε.2749, στην οποία επιλύθηκε το ίδιο ζήτημα και επικροτήθηκε το σκεπτικό της υπό έφεση απόφασης.  Επίσης ζητείται η εξαίρεση του Αρτέμη, Δ., λόγω της υιοθέτησης από την Ολομέλεια της απόφασης που εξέδωσε στην προσφυγή 763/96. 

Αναντίλεκτο είναι ότι η επίλυση νομικού ζητήματος πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση δεν αποκλείει τη συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του ιδίου, όμοιου, ή παρεμφερούς νομικού ζητήματος. (Βλ. Μεταξύ άλλων Razis and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 309· Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304.) Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:

«One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him.»

«Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει.»

Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (απαρτιζόμενου από τον Αρχιδικαστή, τον Πρόεδρο του Εφετείου και τον Αντικαγκελάριο (V-C)), Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65, τονίζεται ότι αποτελεί καθήκον του δικαστή να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που του ανατίθενται, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει.  Στην ίδια υπόθεση το Αγγλικό Εφετείο πραγματεύεται τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης. Εύλογος υπόνοια ή λογικός φόβος είναι, καθώς επισημαίνεται, το κριτήριο το οποίο υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπίστωση προκατάληψης. (Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236, Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416.)

[*85]Στη Locabail Ltd (ανωτέρω), παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές ως προς τις σχέσεις που τείνουν να αποκαλύψουν προκατάληψη καθώς και εκείνες που δεν προσδίδουν, κατά κανόνα, έρεισμα στην ύπαρξη προκατάληψης. Σ’ αυτή την πτυχή της απόφασης δεν θα υπεισέλθουμε ούτε θα διατυπώσουμε οποιαδήποτε άποψη. Τέτοιο θέμα δεν τίθεται προς εξέταση.

Χρήσιμη καθοδήγηση για τη διαπίστωση προκατάληψης παρέχεται και από την απόφαση Εx p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL). Σκοπός του αποκλεισμού δικαστή από τη σύνθεση δικαστηρίου λόγω προκατάληψης είναι, ως υπογραμμίζεται, η διασφάλιση της καθαρότητας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.

Προκατάληψη (bias) του Δικαστή, με την έννοια που ο όρος ενέχει στο δίκαιο, τον αποκλείει από την εκδίκαση  υπόθεσης.  Η ύπαρξη προκατάληψης συναρτάται με το εξ αντικειμένου διαφαινόμενο συμφέρον του Δικαστή στην έκβαση της υπόθεσης.  Τέτοιο συμφέρον αναφαίνεται οποτεδήποτε η σχέση του Δικαστή με διάδικο ή προς το επίδικο θέμα είναι τέτοια ώστε να στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η ύπαρξή του.

Δεν γεννάται συμφέρον, ούτε ανακύπτει κώλυμα από την απόφαση Δικαστή πρωτοδίκως ή κατ’ έφεση, επί νομικού θέματος.  Άλλωστε η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου επιβάλλει την υιοθέτηση του λόγου προηγούμενων αποφάσεων, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Οι αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης Δικαστή η οποία δικαιολογεί τον αποκλεισμό του από τη δίκη εξηγούνται στην Economides and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301. Δεν θα τις επαναλάβουμε. Αρκούμαστε στη διαπίστωση ότι δεν υφίστανται λόγοι που να δικαιολογούν την εξαίρεσή μου ή του Αρτέμη, Δ., λόγω προκατάληψης.

Η διαπίστωση εξ αντικειμένου κωλύματος δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο Δικαστής μπορεί να εξαιρέσει τον εαυτό του από τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Αναγνωρίζεται δικαίωμα αυτοεξαίρεσης Δικαστή οποτεδήποτε ο ίδιος κρίνει ότι αντενδείκνυται η συμμετοχή του. Η ακόλουθη δήλωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκειμένου στην Pres. of Republic v. House of R/tatives (1985) 3 C.L.R. 1501, κατοπτρίζει την ισχύουσα αρχή: (σ.1504-1505)

«Σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές πρόνοιες το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτίζεται από τα Μέλη του. Δικαστές που κωλύονται να παρακαθήσουν ή για προ[*86]σωπικούς λόγους κρίνουν οι ίδιοι ότι δεν ενδείκνυται να συμμετάσχουν στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως, εξαιρούνται της συνθέσεως του Δικαστηρίου.

Θέμα συνθέσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζεται δικαστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο μόνο όταν αυτό εγερθεί από τους διαδίκους. Για τον λόγο αυτό δεν εγείρεται θέμα συνθέσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η ένσταση για τη συμμετοχή του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποσυρθεί.»

(Βλ. επίσης Μαυρογένης ν. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 857.)

Η αυτοεξαίρεση Δικαστή για προσωπικούς λόγους ανάγεται αποκλειστικά στον ίδιο. Σχετίζεται με την ελευθερία του Δικαστή όπως ο ίδιος τη βιώνει, να λειτουργήσει ως κριτής.

Το αίτημα για την εξαίρεση, σ’ αυτή την υπόθεση των δύο Δικαστών, έχει αποκλειστικό λόγο τη συμμετοχή, στην περίπτωση μου, στην εκδίκαση της Α.Ε. 2749, και στην περίπτωση του Αρτέμη, Δ., την εκδίκαση της προσφυγής 763/96, πρωτοδίκως. Το επίμαχο ζήτημα ήταν νομικό. Δεν έγιναν ευρήματα γεγονότων, ως ο όρος είναι γνωστός στο δίκαιο, τα οποία να προοιωνίζονται την έκβαση της απόφασης σ’ αυτή την έφεση. Το ότι το ίδιο νομικό θέμα εγείρεται προς εξέταση δεν δημιουργεί κώλυμα. Στο βαθμό δε που η απόφαση στην Α.Ε. 2749 δημιουργεί δέσμευση ως εκ του λόγου της, η ίδια δέσμευση θα βάρυνε την Ολομέλεια ανεξάρτητα από τη σύνθεσή της. Το δεσμευτικό προηγούμενο δεν συναρτάται με τη σύνθεση αλλά με την υπόσταση και τη βαθμίδα του δικαστηρίου που εκδίδει την απόφαση στην ιεραρχία των δικαστηρίων. Ανάλογα αντικειμενικοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους χωρεί απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. (Βλ. μεταξύ άλλων Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338· Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.)

Δεν διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την εξαίρεση οποιουδήποτε Δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Ούτε θα επιτρέψουμε προσωπικές ευαισθησίες να παρεμβάλουν κώλυμα στην άσκηση του καθήκοντος που έχουμε να επιτελέσουμε.

Θα δοθεί ημερομηνία για την ακρόαση της έφεσης.

Tο αίτημα απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο