Κυπριακή Δημοκρατία ν. Iωάννη Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 103

(2002) 3 ΑΑΔ 103

[*103]15 Φεβρουαρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

v.

ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2879)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συμπερίληψη πρόσθετων υποψηφίων στον τελικό κατάλογο από την Ε.Δ.Υ. ― Αιτιολογία ― Η Ε.Δ.Υ. διατηρούσε τη δυνατότητα να αιτιολογήσει την απόφασή της κατά την επανεξέταση, όπως έπραξε.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προφορικές συνεντεύξεις ― Αιτιολογία ― Νόμιμη υπό τις περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προφορικές συνεντεύξεις ― Εφόσον διεξήχθησαν νόμιμα και αιτιολογήθηκαν οι εντυπώσεις των μελών της Ε.Δ.Υ., νόμιμα λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση.

Πρωτόδικα η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. να διορίσει εκ νέου σε διαδικασία επανεξέτασης το ενδιαφερόμενο μέρος, ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η Ε.Δ.Υ. διατηρούσε τη δυνατότητα να αντλήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία, και αυτό ήταν που έπραξε, για να εξηγήσει με την αναγκαία επάρκεια την επί του θέματος απόφασή της να περιλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος στον τελικό κατάλογο. Η αιτιολογία κρίνεται εξ αντικειμένου, με αναφορά σε τι είναι που τα στοιχεία μπορεί να δικαιολογήσουν και όχι με αντιπαραβολή προς την προηγούμενη εξήγηση - ή την έλλειψή της - ώστε με την όποια μεταξύ τους διάσταση να μειώνεται η δεύτερη, σε σχέση με την οποία άλλωστε δεν διακρίνεται εδώ θεμελιακή αντινομία που να υποστήριζε την άποψη περί εφευρήματος.

[*104]          Διαφορετική, με τον πρωτόδικο δικαστή, είναι η αντίληψη του Δικαστηρίου, ως προς τη δοθείσα αιτιολογία των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις. Στην προκείμενη περίπτωση η συγκριτική θεώρηση των όσων αποδόθηκαν αντίστοιχα στον εφεσίβλητο και στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δικαιολογούσαν τη διαφορά στην καταγραφείσα γενική εντύπωση και αυτό είναι αρκετό, όπως άλλωστε πρόσφατα κρίθηκε από την Ολομέλεια στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου συζητήθηκε και εξηγήθηκε η νομοθετική απαίτηση για την αιτιολόγηση σε αυτό τον τομέα.

3. Η προφορική εξέταση διεξήχθη νόμιμα. Και τα αποτελέσματά της, όπως αναδεικνύονταν με νόμιμη πλέον αιτιολόγηση, παρέμεναν μέρος των δεδομένων της αρχικής εξέτασης τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση: βλ. την πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.

    Ο Πικής, Πρ., εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας, με αντίθετο αποτέλεσμα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,

Republic v. Maratheftis (1986) 3 C.L.R. 1402,

P.S.C. v. Potoudes (1987) 3 C.L.R. 1591,

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 632/96), ημερομηνίας 17/6/99, με την οποία ακύρωσε την απόφαση διορισμού, κατόπιν επανεξέτασης του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Mηχανολόγου Mηχανικού 2ης Tάξης, Tμήμα Aνάπτυξης Yδάτων, θέση πρώτου διορισμού.

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσείουσα.

[*105]Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Σοφοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, των Αρτέμη, Νικολάου, Καλλή και Κρονίδη, Δ.Δ., θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.. Προσωπικά καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εκτίθενται στη δική μου απόφαση.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με απόφαση ημερ. 4 Οκτωβρίου 1993 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Χρ. Χριστοδουλίδη, για διορισμό στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Μηχανολόγου Μηχανικού 2ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, θέση πρώτου διορισμού, την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατόπιν αποδοχής του, κατέλαβε στις 15 Νοεμβρίου 1993. Ο εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση με την προσφυγή αρ. 36/94 και στις 17 Ιανουαρίου 1995 το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε. Έκρινε ότι δεν είχε αιτιολογηθεί η συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο βάσει του άρθρου 33(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) όπως τροποποιήθηκε. Η Ε.Δ.Υ είχε δώσει ως λόγο, τόσο για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο όσο και για δύο άλλους συμπεριληφθέντες, ότι “δεν υστερούσαν σε αξία και προσόντα σε σύγκριση με μερικούς από τους συστηθέντες”. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι επρόκειτο “για γενική και αόριστη παραπομπή στην αξία και στα προσόντα, που θα μπορούσε να ταιριάξει ως “φραστικό κλισέ” (και) δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Νόμου.”  Επίσης έκρινε ότι δεν είχε αιτιολογηθεί, όπως απαιτεί το άρθρο 33(14), η γενική εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση την οποία διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ. Καθώς το Δικαστήριο σημείωσε, η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στα πρακτικά τη γενική εντύπωσή της χωρίς να προσθέσει ο,τιδήποτε για να την αιτιολογήσει. Το Δικαστήριο εξέτασε και δύο άλλα τεθέντα ζητήματα. Το ένα ήταν το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το απαιτούμενο πτυχίο στη Μηχανολογία όπως είχε διαπιστώσει η Ε.Δ.Υ.· και το άλλο ήταν το κατά πόσο δικαιολογείτο η διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. ότι ο εφεσίβλητος - αντίθετα με ό,τι αυτός προέβαλλε - δεν διέθετε το προβλεπόμενο πλεονέκτημα, όπως άλλωστε δεν το διέθετε κανένας από τους υποψηφίους. Έκρινε αφενός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το πτυχίο στη Μηχανολογία, και αφετέρου ότι ο εφεσίβλητος δεν διέθετε το πλεονέκτημα.

Σε συνεδρίαση ημερ. 1 Μαρτίου 1995 η Ε.Δ.Υ., συμμορφούμε[*106]νη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, αποφάσισε την επαναφορά του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση την οποία κατείχε, και την επανεξέταση του θέματος των διορισμών το συντομότερο δυνατό. Όμως η επανεξέταση έγινε, στις 2 Μαΐου 1996, με καθυστέρηση δεκατεσσάρων μηνών. Στο μεταξύ, στις 13 Ιουνίου 1995, η Ε.Δ.Υ. προέβη σε απόσπαση του ενδιαφερομένου προσώπου στην υπό πλήρωση θέση. Σε σχέση με αυτή την εξέλιξη ο εφεσίβλητος καταχώρισε την προσφυγή με αρ. 841/95 την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε στις 3 Μαρτίου 1997.

Κατά την επανεξέταση, στις 2 Μαΐου 1996, η Ε.Δ.Υ. συμπεριέλαβε στον τελικό κατάλογο, όπως και προηγουμένως, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και τους δύο άλλους υποψηφίους, με την ακόλουθη αυτή τη φορά αιτιολογία:

“(α) Θέμα Τελικού Καταλόγου

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, εξετάζοντας τις αιτήσεις των υποψηφίων, καθώς και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την αιτιολόγησή της, παρατήρησε ότι οι υποψήφιοι Καλογήρου Σωτήρης, Ρούσος Νίκος και Χριστοδουλίδης Χριστάκης, οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν από την ίδια στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, είχαν αξιολογηθεί στην προφορική εξέταση που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οριακά χαμηλότερα από τους τέσσερις υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον προκαταρκτικό κατάλογο, είχαν όμως βαθμολογηθεί στη γραπτή εξέταση με 73, 75 και 76, αντίστοιχα, ενώ οι δύο από τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον προκαταρκτικό κατάλογο, οι Δημητρίου Ανδρέας και Κυριακίδης Λούης, είχαν αξιολογηθεί με βαθμό 69 και 66, αντίστοιχα. Σ’ ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατήρησε ότι οι τρεις υπό αναφορά υποψήφιοι δεν υστερούν σε προσόντα έναντι των υποψηφίων που περιλήφθηκαν στον προκαταρκτικό κατάλογο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, με μόνη εξαίρεση το Μιχαήλ Γερόλεμο, ο οποίος διαθέτει ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. ...... Περαιτέρω η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι τρεις υποψήφιοι που περιέλαβε η ίδια στον τελικό κατάλογο δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε προηγούμενη επαγγελματική πείρα των υποψήφιων Δημητρίου,  Κυριακίδη και Μιχαήλ που είχαν περιληφθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον προκαταρκτικό κατάλογο.

Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επαναβεβαίωσε την απόφασή της να περιλάβει τους υποψήφιους Καλογήρου Σωτήρη, Ρούσο Νίκο και Χριστοδουλί[*107]δη Χριστάκη στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.”

Τα αποτελέσματα της γραπτής και της προφορικής εξέτασης που διενήργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή τα παραθέτουμε στον κατωτέρω πίνακα όπου οι πρώτοι τέσσερεις υποψήφιοι είναι οι περιληφθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον προκαταρκτικό κατάλογο ως οι καταλληλότεροι, και ακολουθούν οι τρεις περιληφθέντες από την Ε.Δ.Υ. στον τελικό κατάλογο:

Αρ.                                                     Όνομα Γραπτή Εξέταση       Προφορική Εξέταση

  1  Ιωάννης Αντωνίου (αιτητής)              78          εξαίρετος

  2  Ανδρέας Δημητρίου            69            εξαίρετος

  3  Λούης Κυριακίδης              66            εξαίρετος

  4 Γερόλεμος Μιχαήλ              78            εξαίρετος

  5  Σωτήρης Καλογήρου          73            πολύ καλός-εξαίρετος

  6 Νίκος Ρούσος                      75            πολύ καλός-εξαίρετος

  7  Xριστάκης Χριστοδουλίδης                                                                              (ενδιαφερόμενο πρόσωπο)      76                                          πολύ καλός-εξαίρετος

Εν συνεχεία η Ε.Δ.Υ. προχώρησε σε αιτιολόγηση της καταγραφείσας γενικής εντύπωσής της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Προς υποβοήθηση του έργου της, η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε: “.... τις πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις που ο καθένας από αυτούς (Πρόεδρος και Μέλη) κατείχε και οι οποίες ετηρούντο ταυτόχρονα με την τότε διεξαχθείσα προφορική εξέταση”. Για τον εφεσίβλητο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ανέφερε τα εξής:

Αντωνίου Ιωάννης: Πάρα πολύ καλός. Πολύ ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων, περιλαμβανομένων γνώσεων που σχετίζονται με διοικητικά και οργανωτικά θέματα. Εκφράζεται με σαφήνεια και είναι ώριμος, με ικανοποιητικό επίπεδο κρίσης. Ευγενικός ως προσωπικότητα.

........................................................................................................

Χριστοδουλίδης Χριστάκης: Εξαίρετος. Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων. Έχει ολοκληρωμένες γνώσεις και ορθές απόψεις πάνω σε θέματα που σχετίζονται με οργάνωση και διοίκηση.  Πολύ σαφής και αναλυτικός στις απαντήσεις του και στο χειρισμό των διαφόρων θεμάτων και υποστηρίζει πλήρως τις απόψεις που εκφράζει. Ψηλό επίπεδο κρίσης. Ευχάριστη προσωπικότητα, με ηγετικά χαρίσματα.”

Κατά την τελική στάθμιση η Ε.Δ.Υ. έκρινε πως ο πιο κατάλληλος για τη θέση ήταν ο Χρ. Χριστοδουλίδης, ενδιαφερόμενο πρό[*108]σωπο, και του πρόσφερε διορισμό. Σε ό,τι αφορά τη σύγκριση με τον εφεσίβλητο, σχετικό είναι το ακόλουθο μέρος του πρακτικού:

“Επιλέγοντας το Χριστοδουλίδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός συγκέντρωσε ψηλή βαθμολογία στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε ως “Πολύ καλός - Εξαίρετος” στην προφορική εξέταση, που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως “Εξαίρετος” από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο ψηλότερο δηλαδή επίπεδο, και επιπλέον είναι ο πρώτος σε αρχαιότητα μεταξύ των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

...................................................................................................

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε επίσης να σημειώσει τη μακρόχρονη πείρα του υποψήφιου Αντωνίου Ιωάννη, σημείωσε όμως ότι η πείρα αυτή αποκτήθηκε σε θέσεις Τεχνικού Προσωπικού και ακολούθως στη θέση Εκπαιδευτή, Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, θέση για την οποία δεν απαιτείται Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, ενώ η πείρα του Χριστοδουλίδη, αν και μικρότερης διάρκειας, αποκτήθηκε σε πιο υπεύθυνες και σχετικές θέσεις και κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτός κατείχε τη θέση Επιθεωρητή Πλοίων, Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, για την οποία απαιτείται Πανεπιστημιακό Δίπλωμα. Η Επιτροπή σημείωσε τέλος ότι ο Χριστοδουλίδης αξιολογήθηκε ψηλότερα από τον Αντωνίου κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση και προηγείται σε αρχαιότητα, και έκρινε ότι ο Χριστοδουλίδης γενικά υπερέχει και είναι ο πιο κατάλληλος για διορισμό στην υπό πλήρωση θέση.”

Με την προσφυγή αρ. 632/96, από την οποία προέρχεται η παρούσα έφεση, ο εφεσίβλητος προσέβαλε και αυτή τη δεύτερη απόφαση της Ε.Δ.Υ. Ήγειρε ξανά και συζήτησε το ζήτημα του πλεονεκτήματος, επιμένοντας ότι το διέθετε, όπως και το ζήτημα της κατοχής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του απαιτούμενου πτυχίου στη Μηχανολογία. Ο συνάδελφος που επιλήφθηκε πρωτόδικα της περίπτωσης δεν ασχολήθηκε με αυτά ενόψει, καθώς ανέφερε, του ακυρωτικού αποτελέσματος με αναφορά σε τρία άλλα τεθέντα και συζητηθέντα ζητήματα. Τα δύο ήταν, όπως και στην προηγούμενη προσφυγή, το κατά πόσο είχε αιτιολογηθεί η συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο και το κατά πόσο είχε αιτιολογηθεί η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, ενώ το τρίτο αφορούσε το κατά πόσο η κριθείσα ως πλημμελής κατάρτιση του τελικού καταλό[*109]γου καθιστούσε άκυρα όλα τα επόμενα και ως εκ τούτου θα έπρεπε να επαναλαμβάνονταν. Ο συνάδελφος έδωσε αρνητική απάντηση στα πρώτα δύο και θετική απάντηση στο τελευταίο. Αφού δε ακολούθως σημείωσε πως δεν έκρινε σκόπιμο να ασχοληθεί με τους υπόλοιπους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, πρόσθεσε σχόλιο αναφορικά και με την τελική κρίση της Ε.Δ.Υ., το οποίο όμως δεν αντιλαμβανόμαστε να αποτελεί μέρος του σκεπτικού. Προέβη λοιπόν, με αναφορά στα τρία κριθέντα ζητήματα, σε ακύρωση της απόφασης. 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται, από τη Δημοκρατία, η πρωτόδικη κρίση στα ίδια. Προβάλλεται ότι προκύπτει από το σχετικό πρακτικό πως δόθηκε επαρκής αιτιολογία τόσο για τον τελικό κατάλογο όσο και για τη γενική εντύπωση εκ της προφορικής εξέτασης και ότι δεν συνέτρεχε λόγος επανάληψης της προφορικής εξέτασης. Ως προς το πρώτο ζήτημα, ο συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε τα εξής:

“..... η Ε.Δ.Υ. παραβιάζοντας το δεδικασμένο δεν δίδει ουσιαστικά καμία διαφορετική αιτιολογία γιατί να συμπεριλάβει εκ νέου τους τρεις επιπλέον υποψηφίους, ένας των οποίων το ενδιαφ. πρόσωπο, στον τελικό κατάλογο. ΔΕΝ προσθέτει τίποτε ουσιαστικό πέραν των όσων ανέφερε τότε στο πρακτικό 3.9.93 όταν αποφάσισε τα ίδια και που το Δικαστήριο ακύρωσε. Ήσαν τότε όπως και τώρα τα ίδια τα δεδομένα. Η απλή λεκτική αναμόρφωση τους στο σχετικό νέο πρακτικό (παράρτ. 3) δεν τα διαφοροποιεί. Παραμένουν με μηδενική αξία όπως και τότε που δεν διάσωσαν την ενδιάμεση αυτή απόφαση της Ε.Δ.Υ.”

Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα, ο συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε κατ’ αρχάς ότι ήταν απαράδεκτη η χρήση των πρόχειρων προσωπικών σημειώσεων ως βοήθημα για τη δοθείσα ως αιτιολογία της γενικής εντύπωσης για την απόδοση στην προφορική εξέταση διότι (α) είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, (β) αυτές δεν αποτελούσαν μέρος των επίσημων πρακτικών και (γ) συνιστούσαν νέο, μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου στοιχείο, που δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά την επανεξέταση. Επίσης εισηγήθηκε πως ούτως ή άλλως η Ε.Δ.Υ. και πάλι απέτυχε να αιτιολογήσει τη γενική εντύπωσή της. Προέβαλε, σε σχέση με αυτό, αφενός πως η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να καλούσε εκ νέου τον Διευθυντή ο οποίος είχε παρευρεθεί στην προφορική εξέταση και είχε εκφράσει άποψη, ενώ αφετέρου πως δεν θα έπρεπε να λάμβανε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης γιατί αυτή είχε κριθεί παράνομη και θα έπρεπε επομένως  να περιοριζόταν σε [*110]μόνο τα άλλα, τα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης. 

Ως προς τη συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο, ο συνάδελφός συνέκρινε τα στοιχεία που συνέθεταν τη νέα εξήγηση με την προηγουμένως δοθείσα και προέβη σε εκτενή σχολιασμό στο πλαίσιο του οποίου αμφισβήτησε “την όλη αξιοπιστία της παρασχεθείσας αιτιολόγησης”, λέγοντας ότι έδιδε “τουλάχιστον την εντύπωση ότι επιδιώκεται εκ των υστέρων εφεύρεση αιτιολογίας σε αναφορά μάλιστα με στοιχεία που δεν εθίγησαν την προηγούμενη φορά και χωρίς ένδειξη του πώς τώρα η Ε.Δ.Υ. υπομνήσθηκε τις διαστάσεις τους”. Πρόσθεσε εξ άλλου πως η δοθείσα εξήγηση ούτε ως αιτιολογία ήταν επαρκής. Αδυνατούμε, με κάθε εκτίμηση προς τον συνάδελφό μας, να συμμεριστούμε την μια ή την άλλη πτυχή αυτής της άποψης. Η Ε.Δ.Υ. διατηρούσε τη δυνατότητα να αντλήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία, και αυτό ήταν που έπραξε, για να εξηγήσει με την αναγκαία επάρκεια την επί του θέματος απόφασή της.  Η αιτιολογία κρίνεται εξ αντικειμένου με αναφορά σε τι είναι που τα στοιχεία μπορεί να δικαιολογήσουν και όχι με αντιπαραβολή προς την προηγούμενη εξήγηση - ή την έλλειψή της - ώστε με την όποια μεταξύ τους διάσταση να μειώνεται η δεύτερη, σε σχέση με την οποία άλλωστε δεν διακρίναμε εδώ θεμελιακή αντινομία που να υποστήριζε την άποψη περί εφευρήματος.

Ως προς το ζήτημα της αιτιολόγησης της γενικής εντύπωσης για την απόδοση στην προφορική εξέταση, ο συνάδελφος αναγνώρισε πως η χρήση των σημειώσεων, στην οποία είχε προβεί η Ε.Δ.Υ., ήταν σύμφωνη με την απόφαση της Ολομέλειας στη Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, στην οποία συζητήθηκε και εξηγήθηκε η προηγούμενη νομολογία (βλ. σχετικά τη Republic v. Maratheftis (1986) 3 C.L.R. 1402 και την P.S.C. v. Potoudes (1987) 3 C.L.R. 1591).  Επέκρινε την απόφαση στη Σωτηρίου (ανωτέρω) και ανέφερε πως συμφωνούσε με τις επιφυλάξεις τις οποίες διατύπωσε εκεί ένα από τα μέλη της σύνθεσης, (Νικολάου, Δ.) και τις οποίες, καθώς πρόσθεσε, θα επεξέτεινε αν είχε τη δυνατότητα, αλλά σημείωσε ότι η απόφαση τον δέσμευε και την ακολούθησε. Έκρινε ωστόσο, ως προς την επάρκεια της δοθείσας αιτιολογίας ότι:

“Η παρεχόμενη στην προκειμένη περίπτωση αιτιολόγηση δεν εκφεύγει των ορίων συνηθισμένων φραστικών γενικοτήτων που εκφράζονται για όλους τους υποψηφίους με ανάλογο βαθμό έμφασης σε αναφορά με τέτοια εξ ίσου απροσδιόριστα πράγματα όπως γνώσεις, έκφραση, κρίση, προσωπικότητα, χωρίς αναφορά [*111]στο υπόβαθρο που θα προσέδιδε και σημασία στο δικαστικό έλεγχο. Είμαι της γνώμης ότι η αιτιολόγηση της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. δεν μπορεί να προκύπτει είτε από το ότι παρατίθεται σε μερικές γραμμές αντί μονολεκτικά είτε από την απλή επεξεργασία της με καταληκτικές απόψεις. Άλλως, ποιο νόημα θα είχε ο δικαστικός έλεγχος, αν η επάρκεια της αιτιολόγησης εκρίνετο με βάση το μήκος και την φραστική δομή της διατύπωσης της.”

Διαφορετική, με εκτίμηση προς τον συνάδελφό μας, είναι η δική μας αντίληψη ως προς τη δοθείσα αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση η συγκριτική θεώρηση των όσων αποδόθηκαν αντίστοιχα στον εφεσίβλητο και στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιολογούσαν τη διαφορά στην καταγραφείσα γενική εντύπωση και αυτό είναι αρκετό, όπως άλλωστε πρόσφατα κρίθηκε από την Ολομέλεια στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου συζητήθηκε και εξηγήθηκε η νομοθετική απαίτηση για την αιτιολόγηση σε αυτό τον τομέα.

Τέλος, ως προς τη διαδικασία που ακολούθησε η Ε.Δ.Υ., ο συνάδελφος μας θεώρησε πως:

“..... η Ε.Δ.Υ. ώφειλε να διεξάγει νέα προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων αφού το στάδιο της προηγούμενης τοιαύτης έπετο του καταρτισμού του τελικού καταλόγου και έτσι είχε ακυρωθεί και εξαφανισθεί εξ υπαρχής μαζί με την ακύρωση της περίληψης του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο.  Η διαδικασία του άρθρου 33 ώφειλε λοιπόν να επαναληφθεί από το σημείο της παροχής αιτιολογίας για την περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο αφού τα όσα είχαν τότε ακολουθήσει δεν υπήρχαν πλέον ως δεδομένα.”

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η προφορική εξέταση διεξήχθη νόμιμα. Και τα αποτελέσματά της, όπως αναδεικνύονταν με νόμιμη πλέον αιτιολόγηση, παρέμεναν μέρος των δεδομένων της αρχικής εξέτασης τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση: βλ. την πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Παραμένουν άλλα ζητήματα που τέθηκαν με την προσφυγή και επομένως θα οριστεί νέα ημερομηνία για εξέτασή τους.

[*112]ΠΙΚΗΣ, Π.: Aντικείμενο της διοικητικής διαφοράς στην οποία εμπλέκονται οι διάδικοι είναι η εγκυρότητα της απόφασης για την πλήρωση της θέσης Μηχανολόγου Μηχανικού 2ης Τάξης στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων. Η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. επί του προκειμένου, απολήγουσα στο διορισμό του κου Χρ. Χριστοδουλίδη, του ενδιαφερομένου προσώπου, ακυρώθηκε σε προσφυγή ενός των ανθυποψηφίων του, του Ιωάννη Αντωνίου, του εφεσίβλητου για κάθε ένα από τους ακολούθους δύο λόγους:

(α) Απουσία της νενομισμένης αιτιολόγησης απόφασής της για συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο υποψηφίων σύμφωνα με το  άρθρο 33(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν.1/90) - ο Νόμος. Η Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη έκθεσή της, συνέστησε τέσσερις υποψηφίους άλλους από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, μεταξύ των οποίων και τον εφεσίβλητο. Mε απόφασή της η Ε.Δ.Υ. περιέλαβε στον τελικό κατάλογο υποψηφίων το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και δύο άλλους υποψήφιους, αναβιβάζοντας τον αριθμό των υποψηφίων σε επτά. Η απόφαση κρίθηκε αναιτιολόγητη από το δικαστήριο καταλύοντας έτσι ένα από τους συνεκτικούς κρίκους της διοικητικής απόφασης.

(β) Απουσία της νενομισμένης αιτιολόγησης της απόδοσης (από την Ε.Δ.Υ.), του υποψηφίου στην προφορική εξέταση, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 33(14) του Νόμου.

Παρήλθαν δεκατέσσερις μήνες πριν η Ε.Δ.Υ. επανεξετάσει την πλήρωση της θέσης γεγονός που προσήλκυσε την επίκριση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου την οποία συμμερίζομαι. Η καθυστέρηση καθίσταται πλέον κατακριτέα ενόψει της απόσπασης στο ενδιάμεσο, του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση από την οποία είχε εκπέσει με την πρώτη ακυρωτική δικαστική απόφαση.

Κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. συμπεριέλαβε στον τελικό κατάλογο και τους τρεις υποψηφίους που είχε περιλάβει την πρώτη φορά (περιλαμβανόμενου και του ενδιαφερομένου προσώπου). Οι λόγοι για τους οποίους τους συμπεριέλαβε διαφέρουν από εκείνους οι οποίοι είχαν παρασχεθεί κατά την πρώτη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Τα μέλη της Ε.Δ.Υ., βοηθούμενα από πρόχειρες σημειώσεις, τις οποίες είχαν κάμει κατά τη συνέντευξη των υποψηφίων πριν δεκατέσσερις μήνες, που είχαν φυλαχτεί στο σχετικό φάκελο, προέβησαν σε νέα αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη απολήγουσα [*113]στην αξιολόγηση του ενδιαφερομένου προσώπου ως «Εξαίρετου» και του εφεσίβλητου ως «Πάρα πολύ καλού», για τους λόγους που παρατίθενται στο αιτιολογικό της απόφασης.

Ως προς το περιεχόμενο των σημειώσεων το πρωτόδικο δικαστήριο καταγράφει ό,τι περιλαμβάνεται στις σημειώσεις ενός των μελών της Επιτροπής, στις οποίες σημειώνεται μόνο η γενική βαθμολογία - 78 Π.Π.Κ. – εφεσίβλητος και 81Ε. - ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Σε νέα προσφυγή του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση για κάθε ένα από τους ακολούθους τρεις λόγους:

(α) Απουσία της νενομισμένης αιτιολόγησης από την Ε.Δ.Υ. της συμπερίληψης του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.

(β) Απουσία της νενομισμένης αιτιολόγησης της κρίσης της Ε.Δ.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, και

(γ) Παράλειψη υποβολής των υποψηφίων σε νέα προφορική εξέταση ως επακόλουθο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης.

Η Δημοκρατία αμφισβητεί, με την έφεση που εξετάζουμε, την ορθότητα καθενός από τους τρεις λόγους για τους οποίους ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Σε τούτο συναινεί και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η Δικηγόρος της Δημοκρατίας η κα. Αντωνίου, η οποία εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα υποστήριξε ότι και οι δύο αποφάσεις της Ε.Δ.Υ. ήταν δεόντως αιτιολογημένες, παραπέμποντας προς τούτο σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που πραγματεύονται τα στοιχεία άρτιας αιτιολόγησης. Επίσης υποστήριξε ότι η διενέργεια νέας συνέντευξης ήταν ανεπίτρεπτη υπό το φως της νομολογίας που περιορίζει την επανεξέταση στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που υφίστατο κατά την πρώτη εξέταση. Αντίθετη ήταν η θέση του εφεσίβλητου ο οποίος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σ’ όλα της τα σημεία για τους λόγους που παραθέτει το δικαστήριο.

Αιτιολόγηση απόφασης της Ε.Δ.Υ. για τη συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει τις διαφορές μεταξύ [*114]της παρασχεθείσας, έστω ατελούς, αιτιολόγησης της συμπερίληψης του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εξέτασης του θέματος. Ο παρασχεθείς λόγος για τη συμπερίληψη του ενδιαφερομένου πρόσωπου και δύο άλλων υποψηφίων στον τελικό κατάλογο κατά την πρώτη εξέταση, εστιάζετο στο ότι «δεν υστερούσαν σε αξία και προσόντα σε σύγκριση με μερικούς από τους συστηθέντες». Η αοριστία της αιτιολογίας αυτής αποτέλεσε το λόγο για την ακύρωση της πρώτης απόφασης. Εντελώς διαφορετικοί λόγοι, σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατίθενται προς στήριξη της απόφασης για συμπερίληψη των ίδιων τριών υποψηφίων στον τελικό κατάλογο κατά τη δεύτερη εξέταση. Δεν γίνεται αναφορά στην αξία αλλά στη βαθμολογία της οποίας έτυχαν οι τρεις συστηθέντες κατά την προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την υπέρτερη αξία, πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου, γεγονός που παρείχε σ’ αυτό μεγαλύτερη ευχέρεια εκπλήρωσης των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.

Έχοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ των λόγων που παρέχονται προς συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο κατά την πρώτη και τη δεύτερη εξέταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει την αιτιολόγηση της απόφασης ως επινόηση παρά συμπλήρωση του κενού στην αιτιολογία. 

Οι προβληματισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος δεν με αφήνουν αδιάφορο, πλην δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα στο οποίο άχθηκε λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της επανεξέτασης. Κατά την επανεξέταση, εκτός εάν υπάρχει ένδειξη περί του αντιθέτου, η Ε.Δ.Υ. επαναθεωρεί τα σχετικά στοιχεία αποβάλλοντας ως πρέπει, ό,τι αποκηρύχθηκε ως παράνομο κατά την πρώτη εξέταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται κατά πόσο η απόφαση είναι όντως αιτιολογημένη,  όπως και είναι στην προκείμενη περίπτωση σε σχέση με τη συμπερίληψη των τριών υποψηφίων στον τελικό κατάλογο. Σε τέτοια περίπτωση, εκτός εάν τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η αιτιολόγηση δεν ευρίσκουν έρεισμα στους διοικητικούς φακέλους, η απόφαση επιβιώνει του δικαστικού ελέγχου και κρίνεται ως έγκυρη, που είναι και το συμπέρασμα στο οποίο και άγομαι.

Καταλήγω επομένως ότι ο πρώτος λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση είναι αβάσιμος.

Αιτιολόγηση από την Ε.Δ.Υ. της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση.

[*115]

Αφετηρία για την εξέταση αυτής της πτυχής της υπόθεσης μπορεί να αποτελέσει η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, η οποία ειρήσθω εκδόθηκε μετά την πρωτόδικη απόφαση. Σ’ αυτή διασαφηνίζεται ότι η αιτιολογία η οποία απαιτείται εξομοιούται με την εξειδίκευση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή καταλήγει στην άλφα ή στη βήτα βαθμολογία αριθμητικά ή λεκτικά διατυπούμενη. Η αιτιολογία συνίσταται στον προσδιορισμό των λόγων εκείνων οι οποίοι δικαιολογούν τη γενόμενη αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτιολόγηση της βαθμολόγησης του ενδιαφερομένου προσώπου και του εφεσίβλητου - «Εξαίρετος» και «Πάρα πολύ καλός», αντίστοιχα είναι η ακόλουθη:

«Αντωνίου Ιωάννης: Πάρα πολύ καλός. Πολύ ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων, περιλαμβανομένων γνώσεων που σχετίζονται με διοικητικά και οργανωτικά θέματα. Εκφράζεται με σαφήνεια και είναι ώριμος, με ικανοποιητικό επίπεδο κρίσης. Ευγενικός ως προσωπικότητα.

Χριστοδουλίδης Χριστάκης: Εξαίρετος. Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων. Έχει ολοκληρωμένες γνώσεις και ορθές απόψεις πάνω σε θέματα που σχετίζονται με οργάνωση και διοίκηση.  Πολύ σαφής και αναλυτικός στις απαντήσεις του και στο χειρισμό των διαφόρων θεμάτων και υποστηρίζει πλήρως τις απόψεις που εκφράζει. Ψηλό επίπεδο κρίσης. Ευχάριστη προσωπικότητα, με ηγετικά χαρίσματα.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την αιτιολόγηση ανεπαρκή περιορισμένη σε φραστικές γενικότητες οι οποίες, αποκλείουν κάθε δικαστικό έλεγχο. Τείνω να συμφωνήσω. Η αξιολόγηση δεν απεικονίζει το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, ούτε φαίνεται να έχει ως άξονα την απόδοση των υποψηφίων σ’ αυτή. Μάλλον περιστρέφεται γύρω από μια γενική αποτίμηση των ιδιοτήτων των υποψηφίων. Διαπιστώνεται όμως ακόμα σοβαρότερος λόγος για την αποδοχή της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου. Αυτό τούτο το υπόβαθρο της απόφασης είναι επισφαλές. Οι σημειώσεις, ενός ή περισσοτέρων των μελών, που αποτέλεσαν τη βάση για την κρίση των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης, που διενεργήθηκε δεκατέσσερις μήνες νωρίτερα, περιορίζονται στην καταγραφή της γενικής βαθμολόγησής τους. Η αναπαράσταση των λόγων που οδήγησαν στην απόφαση δεκατέσσερις μήνες μετά τη διενέργεια της συνέντευξης, με ανα[*116]φορά σ’ αυτά τα στοιχεία, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί το στοιχείο της αμφιβολίας τόσο για την ορθότητα όσο και για την ακρίβεια τους.

Η νομολογία αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο χρήσης σημειώσεων των μελών της Ε.Δ.Υ. για την αναπαραγωγή των εντυπώσεών τους για τα αποτελέσματα συνέντευξης υποψηφίων· δεδομένου ότι ο χρόνος ο οποίος μεσολαβεί μεταξύ της λήψης των σημειώσεων και της χρήσης τους δεν είναι μεγάλος σε βαθμό που να δημιουργεί εξ αντικειμένου αμφιβολίες για την αυθεντικότητα των παραστάσεων. Στη Republic v. Maratheftis (1986) 3 C.L.R. 1407, κρίθηκε ότι παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε μηνών καθιστούσε απαράδεκτη τη χρήση των σημειώσεων λόγω των πραγματικοτήτων της ζωής. Η Maratheftis δεν αμφισβητήθηκε σε καμιά μεταγενέστερη απόφαση· αντίθετα έγινε δεκτή ως διαγράφουσα τον προκύπτοντα δικαστικό λόγο και σε μεταγενέστερες αποφάσεις της Ολομέλειας, όπως οι P.S.C. v. Potoudes & Others (1987) 3 C.L.R. 1591 και Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452. Όπως είχαμε την ευκαιρία να υποδείξουμε στην Potoudes, η Maratheftis δεν καθιέρωσε κανόνα δικαίου, αλλά διέγραψε τις φυσιολογικές συνέπειες χρήσης σημειώσεων του παρελθόντος. Οι παραστάσεις αδυνατίζουν με την πάροδο του χρόνου, όπως και η ζωηρότητα των εντυπώσεων. Κάτω από τέτοιες συνθήκες το λάθος δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Στην προκείμενη περίπτωση το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε, σε συνδυασμό με την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου αιτιολόγησης στις σημειώσεις, καθιστούσε απαράδεκτη τη χρήση των σημειώσεων ως οδηγό για την αξιολόγηση των υποψηφίων. 

Καταλήγω ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ. είναι ορθή, γεγονός που επισφραγίζει, το απορριπτικό αποτέλεσμα της έφεσης.

Η κατάληξη αυτή δεν καθιστά απαραίτητη τη θεώρηση της εγκυρότητας του τρίτου λόγου ακύρωσης της επίδικης διοικητικής απόφασης. Αυτός συνίσταται στο ότι, ως επακόλουθο της ακυρωτικής απόφασης για το αναιτιολόγητο της απόφασης για τη συμπερίληψη του ενδιαφερομένου προσώπου στον τελικό κατάλογο, και συν αυτό την ακύρωση της κρίσης των συνεντεύξεων, ήταν απαραίτητη η διενέργεια νέων συνεντεύξεων προς στοιχειοθέτηση αυτού του στοιχείου κρίσης των υποψηφίων.

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. [*117]Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, κρίθηκε ότι είναι παραδεκτή η επαναστοιχειοθέτηση του επιρρεπούς μέρους ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης προς συλλογή των στοιχείων τα οποία είναι κατά νόμο απαραίτητα για την κρίση των υποψηφίων. Η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα περί του αντιθέτου βασίζεται σε προγενέστερη νομολογία του Σώματος.

Για τους λόγους που έχω εκθέσει, σε αντίθεση με την πλειοψηφία, θα απέρριπτα την έφεση.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο