Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκας Παπαδάκη και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 140

(2002) 3 ΑΑΔ 140

[*140]12 Μαρτίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

AΡΧH ΛΙΜEΝΩΝ ΚYΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΡΕΒEΚΚΑΣ ΠΑΠΑΔAΚΗ ΚΑΙ AΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2841)

 

Ακυρωτική Απόφαση ― Δεδικασμένο ― Παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο (erga omnes) ως προς το αποτέλεσμά της και σχετικό δεδικασμένο (inter partes) ως προς τα κριθέντα ζητήματα.

Η Αρχή Λιμένων καταχώρησε έφεση στην πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση, προβάλλοντας πως ο λόγος ακυρώσεως δεν θα έπρεπε να είχε επιτύχει, γιατί ίσχυε δεδικασμένο.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Σύμφωνα με τη νομολογία, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις  στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε.  Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Εμμανουήλ Βασιλείου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 54,

Μιλτιάδους κ.ά. v. ΕΔΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,

[*141]Δημοκρατία v. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 251,

Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230,

Πιερής v. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1954,

Δαμιανού v. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 129,

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.

Έφεση.

Έφεση από την Aρχή Λιμένων εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 161/97, 231/97, 290/97, 309/97, 343/97 & 371/97), ημερομηνίας 29/4/99, με την οποία έγιναν αποδεκτές οι προσφυγές των αιτητών και ακυρώθηκε ο διορισμός επτά ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού 2ης τάξης στην Aρχή.

Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Ορφανίδης, για την Εφεσίβλητη - Αιτήτρια στην Yπόθεση Aρ. 167/97.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή στην Yπόθεση Aρ. 231/97.

Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές στις Yποθέσεις Aρ. 290/97 και 343/97.

Α. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή στην Yπόθεση Aρ. 309/97.

Δ. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Yπόθεση Aρ. 371/97.

Μιχ. Βασιλείου για Ε. Μαρκίδου, για το Ενδιαφερόμενο Mέρος Ε. Βασιλείου.

Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Ορθοδόξου.

Μιχ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Κ. Κυ[*142]πριανού, Λ. Πάτταλου, Ι. Ορφανίδης.

Καμιά εμφάνιση, για τα Eνδιαφερόμενα Mέρη Η. Κουζούπη, Π. Παναγιώτου και Μ. Κουρσάρου.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο διορισμός των ενδιαφερομένων προσώπων Η. Κουζούπη, Κ.Α. Κυπριανού, Ε.Λ. Ορθοδόξου, Π. Παναγιώτου, Ε. Βασιλείου, Λ. Πάτταλου και Ι. Ορφανίδη στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης ακυρώθηκε επειδή η γενική εντύπωση της Υπηρεσιακής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση που διεξάχθηκε δεν ήταν αιτιολογημένη. Επεξηγήθηκε πως, όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Εμμανουήλ Βασιλείου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 54, ήταν εφαρμόσιμο στην περίπτωση το άρθρο 33(14) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε).

Δεν αμφισβητείται από τους εφεσείοντες ή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα η ορθότητα αυτής της εκτίμησης του συναδέλφου μας.  Είναι δεκτό πως οι εντυπώσεις ήταν αναιτιολόγητες, κατά παράβαση του νόμου. Το ίδιο και ως προς τις επιπτώσεις από αυτή την παράβαση. Δεν αμφισβητείται πως το αποτέλεσμα τέτοιας πάσχουσας διαδικασίας το οποίο «μεταφέρθηκε με τη σχετική Έκθεση στο Συμβούλιο και λήφθηκε υπόψη», όπως κρίθηκε, καθιστά «μεμπτή την προσβαλλόμενη απόφαση». Οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που συντάσσονται με τις απόψεις τους, θεωρούν πως δεν ήταν επιτρεπτή η εξέταση τέτοιου θέματος. Αυτό επειδή, όπως εισηγούνται, ήταν δεδικασμένο στην προσφυγή 932/94 πως οι εντυπώσεις της Υπηρεσιακής Επιτροπής από την προφορική εξέταση ήταν αιτιολογημένες και η έκθεσή της δεν έπασχε. Αυτός ήταν ουσιαστικά και ο μόνος λόγος της έφεσης που άσκησε η Αρχή Λιμένων.

Είχαν συνεκδικαστεί πρωτοδίκως έξι προσφυγές. Αυτές ήταν οι 167/97, 231/97, 290/97, 309/97, 343/97 και 371/97. Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, ο αναφερθείς λόγος ακυρότητας αφορούσε μόνο στις προσφυγές 167/97, 309/97 και 343/97 αλλά, ενόψει της ακύρωσης των διορισμών που προσβάλλονται με αυτές, όλες οι υπόλοιπες, ως προς τους ίδιους διορισθέντες, κρίθηκε ότι κατέστησαν άνευ αντικειμένου. Αυτό [*143]ενόψει των αποφάσεων της Ολομέλειας στις Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.ά. ν. ΕΔΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 και Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 251. Εξετάστηκε κατ’ ουσίαν μόνο η προσφυγή 371/97 σε σχέση με τη διορισθείσα Μ. Κουρσάρου. Δεν προσβάλλεται ο δικός της διορισμός με τις υπόλοιπες και σ’ αυτή την προσφυγή, την 371/97, δεν εγειρόταν και δεν συζητήθηκε ζήτημα σε σχέση με την αιτιολόγηση των εντυπώσεων από την προφορική εξέταση που διεξήγαγε η Υπηρεσιακή Επιτροπή. Δεν διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας του διορισμού της και, ως προς αυτή, η προσφυγή 371/97 απορρίφθηκε.

Ασκήθηκαν «αντεφέσεις» από τους αιτητές στις Προσφυγές 290/97 και 231/97. Δεν αφορούσε σ’ αυτές ο λόγος ακυρότητας που διαπιστώθηκε και δεν το αντιμάχονται αυτό. Στόχος τους ήταν η εν τέλει εξέταση των ζητημάτων που εκείνοι συζήτησαν, όπως διευκρινίστηκε και κατά την ακρόαση, στην περίπτωση που θα πετύγχαινε η έφεση. Οπότε θα εξέλιπε η ακυρωτική απόφαση ενόψει της οποίας αυτές οι προσφυγές κρίθηκαν ως άνευ αντικειμένου. Έφεση σε σχέση με την επικύρωση του διορισμού της Μ. Κουρσάρου δεν ασκήθηκε. Επομένως, το θέμα που τώρα εγείρεται αφορά στην κρίση σε σχέση με το δεδικασμένο.

Οι αρχικοί διορισμοί (11) έγιναν στις 10.4.91.  Στις προσφυγές 558/91 και 642/91 ακυρώθηκαν οι 9 από αυτούς και η έφεση που ασκήθηκε απορρίφθηκε. [Βλ. Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Εμμανουήλ Βασιλείου (ανωτέρω)]. Μετά από επανεξέταση που μεσολάβησε, στις 5.10.94, διορίστηκαν οι ίδιοι στις 9 θέσεις που παρέμειναν κενές και ασκήθηκαν οι προσφυγές 932/94 και 1045/94. Αυτές απέληξαν σε ακύρωση των 8 από τους διορισμούς και δεν ασκήθηκε έφεση. Η νέα επανεξέταση οδήγησε στην απόφαση που τώρα προσβάλλεται. Προκύπτουν από τα προηγούμενα οι διορισθέντες, οι προσφυγές που ασκήθηκαν και το  αποτέλεσμά τους.  Μένει να αναφερθούμε στα στοιχεία που συνθέτουν το ζήτημα που συζητήθηκε. Τα βρίσκουμε στην πρωτόδικη απόφαση:

«Στις προσφυγές υπ’ αρ. 167/97, 290/97, 309/97 και 343/97 τέθηκε και συζητήθηκε ως ένας από τους λόγους ακύρωσης και το ότι η Υπηρεσιακή Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη γενική εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Προέχει, κατά τη γνώμη μου, η εξέταση αυτού του λόγου που αφορά το προπαρασκευαστικό στάδιο. Το άρθρο 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 διαλαμβάνει ότι:

“Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και [*144]της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.”

Στην προκείμενη περίπτωση η Υπηρεσιακή Επιτροπή που συστάθηκε, κατ’ αναλογία προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία ενεργεί βάσει του άρθρου 33 του Νόμου και η οποία όφειλε να είχε ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Εμμανουήλ Βασιλείου κ.ά. (ανωτέρω) - δεν αιτιολόγησε την εντύπωση της. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.

Ωστόσο η Αρχή επικαλέστηκε, αναφορικά με αυτό το ζήτημα, δεδικασμένο που δημιούργησε η δικαστική απόφαση στην προσφυγή υπ’ αρ. 932/94. Σε εκείνη την υπόθεση απασχόλησε πρώτα από όλα, το κατά πόσο το Συμβούλιο της Αρχής νομίμως είχε λάβει υπόψη την Έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής. Αρχικά οι εκεί αιτητές υπέβαλαν ότι η όλη διαδικασία θα έπρεπε να είχε επαναληφθεί εξ υπαρχής. Όμως εν τέλει ο συνήγορος τους συμφώνησε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, “ότι η Έκθεση της Επιτροπής (Παράρτημα Η) καλώς συνεκτιμήθηκε με τα άλλα στοιχεία της υπόθεσης”. Το Δικαστήριο σημείωσε δε ότι ο συνήγορος ορθά ήταν που συμφώνησε. Φαίνεται ότι, παρά την εν τέλει σύγκληση απόψεων επί του εν λόγω ζητήματος, με την εν λόγω απόφαση εκφράστηκε επί του ζητήματος δικαστική κρίση. Δημιουργήθηκε ως εκ τούτου δεδικασμένο ως προς την από κάθε άποψη χρήση της Έκθεσης της Υπηρεσιακής Επιτροπής παρόλον που, όπως διαπίστωσα από το φάκελο της υπόθεσης τον οποίο διεξήλθα, το ζήτημα που είχε τεθεί δεν άγγιζε ειδικά το πρόβλημα της αιτιολόγησης. Αφορούσε άλλη πτυχή. Εντούτοις, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στη Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, δεδικασμένο υπάρχει αφού το πρόβλημα της αιτιολόγησης θα μπορούσε να είχε τεθεί από τους τότε διαδίκους. Το δεδικασμένο περιορίζεται ωστόσο σε μόνο τους ίδιους διαδίκους, όπως άλλωστε επανέλαβε η Ολομέλεια στην υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος (ανωτέρω) όπου λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

“.... δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes.”

Από τους παρόντες αιτητές, αιτητές στην προσφυγή υπ’ αρ. 932/94 στην οποία εκδόθηκε η υπό συζήτηση δικαστική απόφαση [*145]ήταν μόνο οι Κυριάκος Μ. Κωνσταντίνου, αιτητής τώρα στην προσφυγή υπ’ αρ. 231/97 και ο Βρυώνης Κωνσταντίνου αιτητής τώρα στην προσφυγή υπ’ αρ. 290/97. Συνεπώς, το δεδικασμένο καλύπτει μόνο τις δικές τους περιπτώσεις, όχι και εκείνες των αιτητών στις άλλες τώρα συνεκδικαζόμενες προσφυγές.

Ενόψει αυτής της διάκρισης αναφορικά με το δεδικασμένο, το ζήτημα της έλλειψης αιτιολόγησης της γενικής εντύπωσης της Υπηρεσιακής Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση μπορεί να εξεταστεί σε μόνο τρεις από τις τέσσερεις προσφυγές στις οποίες ηγέρθη, ήτοι στις υπ’ αρ. 167/97, 309/97 και 343/97 όπου οι αιτητές δεν δεσμεύονται με δεδικασμένο ενώ στην προσφυγή υπ’ αρ. 290/97 ο αιτητής δεσμεύεται. 

Αυτά όσον αφορά τους αιτητές. Ως προς το Συμβούλιο της Αρχής είναι νομίζω σαφές ότι από τη στιγμή που υπήρχε το δεδικασμένο, έστω και αν αυτό προέκυψε σε σχέση με μόνο μερικούς από τους υποψηφίους, η Αρχή ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει βάσει του δεδικασμένου, με αναπόφευκτη βέβαια την ευρύτερη επενέργεια του, αφού επρόκειτο για ενιαία διαδικασία. Αυτή η δέσμευση της Αρχής δεν προεξοφλεί όμως τη νομιμότητα του αποτελέσματος. Το οποίο, όπως ανέφερα, ελέγχεται τώρα στο πλαίσιο των προσφυγών υπ’ αρ. 167/97, 309/97 και 343/97. Με δεδομένη λοιπόν την αναγκαιότητα αιτιολόγησης αφενός και την ανυπαρξία αιτιολόγησης αφετέρου, η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσιακής Επιτροπής έπασχε ως προς την υπό συζήτηση πτυχή. Της οποίας το αποτέλεσμα μεταφέρθηκε με τη σχετική Έκθεση στο Συμβούλιο και λήφθηκε υπόψη. Κατέστη ως εκ τούτου μεμπτή η προσβαλλόμενη απόφαση.»

Οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εισηγούνται πως το δεδικασμένο της προσφυγής 932/94 κάλυπτε όχι μόνο τους διαδίκους αλλά και κάθε τρίτο, όσο και αν αυτός δεν ήταν μέρος στη διαδικασία. Όπως αντιλαμβάνονται το θέμα, αφού στην προσφυγή 932/94 εκδόθηκε ακυρωτική και όχι απορριπτική απόφαση, αυτή ίσχυε erga omnes στο σύνολό της περιλαμβανομένης και της κρίσης (operative finding) που στοιχειοθέτησε το λόγο (ratio decidenti) της ακύρωσης. Τονίζουν, λοιπόν, «τον απόλυτο χαρακτήρα του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης» και επιχειρηματολογούν με αναφορά σε επιπλοκές από τη λανθασμένη, όπως την θεωρούν, λύση που δόθηκε. Αφού η διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να λειτουργήσει στη βάση των κριθέντων στην προσφυγή 932/94, σε τελική ανάλυση θα έχουμε διχοτομημένη την κρίση ως προς τη νομιμότητα, ως στοιχείου κρίσης, των εντυπώσεων της Υπηρεσιακής Επιτροπής από [*146]την προφορική εξέταση.

Μελετήσαμε τη βιβλιογραφία και τη νομολογία που επικαλέστηκαν τα μέρη. (Βλ. Μιλτιάδους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Νέδη Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230, Πιερής ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1954, σελ. 1066, Γεώργιος Δαμιανού ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 129, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, Πορίσματα Νομολογίας σελ. 217, 281, 297, Τσάτσου, Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σελ. 394-399). Επίσης την ανάλυση του θέματος σε σειρά άλλων συγγραμάτων. (Βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως, 1988, σελ. 171 – 176,  Κυριακόπουλου, Ελληνικόν διοικητικόν δίκαιον, Γ’ ειδικόν μέρος, έκδοσις Τετάρτη, 1962 σελ. 152, Στασινόπουλος, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, 1951, σελ. 390).

Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να επιβαρύνουμε την απόφαση με ιδιαίτερες παραπομπές. Είναι μονοσήμαντη σε όλα τα πιο πάνω η προσέγγιση του θέματος. Σε συμφωνία με την εισήγηση των εφεσιβλήτων καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes.

H έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων. Οι αντεφέσεις απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο