Κωνσταντινίδου Aικατερίνη Δημητρίου και Άλλες, ΚυπριακήΔημοκρατία ν. (Αρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 220

(2002) 3 ΑΑΔ 220

[*220]17 Aπριλίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚH ΔΗΜΟΚΡΑΤIA, ΜEΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

2. ΣΤΕΛΛΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΜΙΤΣΗ,

3. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΤΣΟΥΝΤΑ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2928)

 

Στρατός της Δημοκρατίας ― Διορισμοί ― Αποκλεισμός υποψηφίων κατ’ επανεξέταση από υγειονομική επιτροπή για λόγους υγείας ― Λανθασμένα η απόφαση ακυρώθηκε επειδή δεν συστάθηκαν άλλες επιτροπές για την περαιτέρω διαδικασία ― Θα έπρεπε να εξεταστεί πρωτόδικα αν νόμιμα οι αιτήτριες αποκλείστηκαν για να έχουν έννομο συμφέρον προβολής λόγων ακύρωσης για την υπόλοιπη διαδικασία.

Πρωτόδικα πέτυχε ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε στο παράνομο της μη συγκρότησης όλων των ειδικών επιτροπών για την εξέταση της υποψηφιότητας των εφεσιβλήτων, που αποκλείστηκαν από την υγειονομική επιτροπή. Η Δημοκρατία καταχώρησε έφεση, προσβάλλοντας την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Το πρώτο στη σειρά ζήτημα για δικαστική κρίση ήταν το κατά πόσο οι εφεσίβλητες θα μπορούσαν να ήταν προσοντούχες με αναφορά σε ό,τι απασχόλησε την υγειονομική επιτροπή, την κατάληξη της οποίας υιοθέτησε το διορίζον όργανο. Γιατί, αν νόμιμα αποκλείστηκαν δεν θα διατηρούσαν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν τα περαιτέρω. Ενώ αν ο αποκλεισμός τους ήταν παράνομος, η προσβληθείσα απόφαση θα ήταν ακυρωτέα για αυτό τον λόγο, ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, με επακόλουθο την επανεξέταση από εκείνο το σημείο. Η προσφυγή θα πρέπει να εξεταστεί [*221]εκ νέου, με προτεραιότητα το εν λόγω ζήτημα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 807/96), ημερομηνίας 24/9/99, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή των αιτητριών και ακυρώθηκε ο διορισμός δέκα ενδιαφερομένων μερών στη θέση μόνιμου Aξιωματικού στο Στρατό της Δημοκρατίας στο βαθμό του Aνθυπολοχαγού, κατόπιν επανεξέτασης.

Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσίβλητες.

Καμιά εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Προκηρύχθηκαν πριν από σχεδόν μια δεκαετία εννέα θέσεις μόνιμων Αξιωματικών στο Στρατό της Δημοκρατίας, στο βαθμό Ανθυπολοχαγού. Με απόφαση του Υπουργού Άμυνας η διαδικασία προχώρησε για δέκα. Μια από τις θέσεις ήταν για το Σώμα Υλικού Πολέμου, δύο για το Δικαστικό, πέντε για το Στρατολογικό και δύο για το Οικονομικό. Η 1η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για το Δικαστικό και το Στρατολογικό ενώ οι άλλες δύο για το Οικονομικό και το Σώμα Υλικού Πολέμου. Θεωρήθηκε ότι κατείχαν τα τυπικά προσόντα και συμπεριλήφθηκαν στη διαδικασία ως υποψήφιες. Σε πρώτο στάδιο όλοι οι υποψήφιοι εξετάστηκαν από υγειονομική επιτροπή για να κριθεί αν ήταν κατάλληλοι. Προβλέπεται στον Καν. 6(2)(στ) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90 όπως τροποποιήθηκε), ότι:

«Καν. 6(1) ……………………………....…………………………

(2)   Ο υποψήφιος για απευθείας διορισμό ως αξιωματικός πρέπει απαραιτήτως:

[*222]          ……………………………………....…………………

(στ)           να κριθεί κατάλληλος για υπηρεσία στο στρατό από υγειονομική επιτροπή που συγκροτείται για τον σκοπό αυτό από τον Υπουργό σε συνεννόηση με τον Υπουργό Υγείας.»

Η υγειονομική επιτροπή έκρινε πως οι εφεσίβλητες ήταν ακατάλληλες για υπηρεσία στο Στρατό: η 1η λόγω «αναιμίας Ηβ: 11.4», η 2η επειδή είχε «Στίγμα β Μεσογειακής Αναιμίας Ηβ:11.2» και η 3η λόγω «ετερόζυγου αιμοσφαιρινοπάθειας Ηβ:10:7». Κατ’ ακολουθίαν αποκλείστηκαν από την περαιτέρω διαδικασία, η οποία απέληξε σε απόφαση διορισμού των ενδιαφερομένων προσώπων.

Οι εφεσίβλητες, με την προσφυγή αρ. 402/93, προσέβαλαν την απόφαση με αναφορά στον αποκλεισμό τους αλλά και στο ότι, καθώς προέβαλαν, «δεν εφαρμόστηκε ίσο μέτρο κρίσης μεταξύ αιτητριών και ενδιαφερομένων μερών», και επιπλέον ο Υπουργός Άμυνας δεν είχε εξουσία αύξησης των θέσεων από εννέα σε δέκα. Στην προσφυγή εξετάστηκε πρώτα το κατά πόσο οι εφεσίβλητες είχαν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν τους διορισμούς υποψηφίων σε Σώματα άλλα από εκείνα για τα οποία είχαν αποταθεί. Το Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 13 Σεπτεμβρίου 1995, έδωσε αρνητική απάντηση. Επομένως έκρινε ότι η 1η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να προσβάλει το διορισμό των Ε. Χρυσοστόμου, Δ. Θωμά και Μ. Χριστοφή (ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1, 2 και 3)· ενώ η 2η και 3η δεν μπορούσαν να προσβάλουν το διορισμό των Π. Χ''Νικόλα, Λ. Σταύρου, Φ. Κωνσταντινίδη, Τ. Ασπρόφτα, Ε. Ζησίμου, Φ. Παπαδόπουλου και Ε. Μαυρομουστάκη (ενδιαφερόμενα πρόσωπα 4-10). Έπειτα, σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα της κάθε περίπτωσης, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του αποκλεισμού των εφεσιβλήτων ως μη προσοντούχων. Έκρινε ότι δεν είχε αιτιολογηθεί επαρκώς και ακύρωσε τους διορισμούς.

Ακολούθησε επανεξέταση. Η υγειονομική επιτροπή, σε συνεδρία ημερ. 23 Οκτωβρίου 1995, θεώρησε και πάλι ότι οι εφεσίβλητες ήταν ακατάλληλες για τον ίδιο όπως και πριν λόγο, προσθέτοντας όμως αυτή τη φορά επεξηγήσεις. Ως εκ τούτου οι εφεσίβλητες αποκλείστηκαν από την περαιτέρω διαδικασία, η οποία περατώθηκε με απόφαση ημερ. 15 Μαΐου 1996 για το διορισμό των ίδιων, όπως και την προηγούμενη φορά, υποψηφίων.

Αυτή η δεύτερη απόφαση προσεβλήθη από τις εφεσίβλητες με την προσφυγή αρ. 807/96. Τέθηκαν τα ίδια πάλι ζητήματα όπως [*223]και διάφορα άλλα. Ο συνάδελφος που εξέτασε την υπόθεση πρωτόδικα ασχολήθηκε κατά πρώτο με το ήδη αποφασισθέν ζήτημα της μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος των εφεσιβλήτων σε σχέση με θέσεις σε άλλα Σώματα, και έκρινε το ίδιο, δηλαδή ότι οι εφεσίβλητες στερούντο εννόμου συμφέροντος. Έπειτα ο συνάδελφος ασχολήθηκε με ζήτημα που αφορούσε τη διαδικασία επανεξέτασης πέραν του αποκλεισμού των εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητες είχαν προβάλει ότι κατά την επανεξέταση θα έπρεπε να είχαν ανασυσταθεί και λειτουργήσει, εκτός από την υγειονομική επιτροπή, και οι άλλες επιτροπές, όπως η επιτροπή αθλητικής δοκιμασίας, ψυχοτεχνικής δοκιμασίας και γραπτής και προφορικής εξέτασης και επομένως, επειδή αυτό δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση, η προσβληθείσα τελική απόφαση καθίστατο παράνομη. Ο συνάδελφος συμφώνησε. Κατέληξε ως εξής:

«Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή της αιτήτριας 1 εναντίον των διορισμών των ενδιαφερομένων προσώπων 4 -10 καθώς και των αιτητριών 2 και 3 εναντίον των διορισμών των ενδιαφερομένων μερών 1-3 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί.»

Έπειτα από αυτό, ο συνάδελφος σημείωσε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ελαττωματική και για άλλους λόγους. Ανέφερε δε ως παράδειγμα το ότι ενώ βάσει της προκήρυξης ήταν «απαραίτητο όπως οι υποψήφιοι προσκομίσουν συγκεκριμένες εξετάσεις και αναλύσεις που έγιναν σε κυβερνητικό νοσοκομείο, για το ενδιαφερόμενο μέρος 10 έγινε δεκτή ανάλυση από ιδιωτικό χημείο που ανήκει μάλιστα σε πρόσωπο που έχει το ίδιο επώνυμο μαζί του.».

Η Δημοκρατία, με δύο λόγους έφεσης, έθεσε υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης. Προβάλλει, με τον πρώτο λόγο, ότι δεν χρειαζόταν η ανασύσταση των άλλων επιτροπών αφού εν προκειμένω τα πορίσματα τους δεν επηρεάζονταν από το πόρισμα της υγειονομικής επιτροπής που έκρινε τις εφεσίβλητες ακατάλληλες, και ότι εκείνο που θα έπρεπε να εξεταζόταν ήταν η αιτιολογία για την κατάληξη της υγειονομικής επιτροπής. Προβάλλει δε, με τον δεύτερο λόγο, ότι δεν υπήρχε χώρος για την εν συνεχεία άποψη, πρωτόδικα, ότι η προσβληθείσα τελική απόφαση ήταν ελαττωματική και για άλλους λόγους, αφού τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να απασχολήσει μόνο αν πρώτα κρινόταν ότι οι εφεσίβλητες ήταν προσοντούχες· και αυτό θα είχε εν πάση περιπτώσει σχέση μόνο με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 10. 

Έχουμε την άποψη, με εκτίμηση προς τον συνάδελφο που πρω[*224]τόδικα εξέτασε την υπόθεση, ότι το πρώτο στη σειρά ζήτημα για δικαστική κρίση ήταν το κατά πόσο οι εφεσίβλητες θα μπορούσαν να ήταν προσοντούχες με αναφορά σε ό,τι απασχόλησε την υγειονομική επιτροπή, την κατάληξη της οποίας υιοθέτησε το διορίζον όργανο. Γιατί, αν νόμιμα αποκλείστηκαν δεν θα διατηρούσαν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν τα περαιτέρω. Ενώ αν ο αποκλεισμός τους ήταν παράνομος, η προσβληθείσα απόφαση θα ήταν ακυρωτέα για αυτό τον λόγο, ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας, με επακόλουθο την επανεξέταση από εκείνο το σημείο. Καταλήγουμε ότι η προσφυγή θα πρέπει να εξεταστεί εκ νέου, με προτεραιότητα το εν λόγω ζήτημα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσφυγή θα οριστεί ξανά.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο