Ραφτόπουλος Μιχαλάκης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 241

(2002) 3 ΑΑΔ 241

[*241]22 Απριλίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2848)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Λόγος για απόρριψη λόγου ακυρώσεως ή προσφυγής ― Εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως ― Ο εφεσείων είχε κατ’ έφεση την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του ― Διεξήχθη «δίκαιη δίκη»

Έξοδα ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή του απορρίφθηκε ως παραβιάζουσα το δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αγόρευσε μόνο για μια πτυχή της έφεσης. Iσχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα “δίκαιης δίκης” εφαρμόζοντας την αρχή της “ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας” από τον εφεσείοντα, όπως προστατεύεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από το Νόμο 14/69. Υπέβαλε δε ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ακουστεί επί του θέματος δηλαδή της εφαρμογής ή μη της αρχής της ταυτόχρονης “επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας”.

     Το θέμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας δεν [*242]εγέρθηκε ευθέως στην πρωτόδικη διαδικασία παρά μόνο έμμεσα και ακροθιγώς. Εν πάση περιπτώσει όμως, ήταν η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι το θέμα που εγείρεται σήμερα αυτό της “δίκαιης δίκης” καθίσταται ακαδημαϊκό, αφού δόθηκε η ευκαιρία στην κατ’ έφεση διαδικασία να ακουσθούν και να επιχειρηματολογήσουν επί της θέσης τους. Και αυτό είναι ορθό. Ενώπιον του Δικαστηρίου ο εφεσείων προσωπικά και ο δικηγόρος του έχουν παραθέσει τις θέσεις τους όπως έχουν καταγραφεί πιο πάνω.

     Εδώ, ο εφεσείων ενήργησε θετικά, με διάβημα του προς την ΕΔΥ, για να γίνει και στην περίπτωση του το ίδιο, επιδοκιμάζοντας για να προσποριστεί κι αυτός το ίδιο οφέλημα και προκάλεσε μάλιστα την απόφαση που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 1127/91. Αυτό από μόνο του, ακόμα και χωρίς αναφορά προς τους άλλους χειρισμούς στους οποίους προέβη κατά την μακρά εκκρεμότητα της υπόθεσης, είναι αρκετό για θεμελίωση της επιδοκιμασίας και δεν μπορεί τώρα να του επιτραπεί να αποδοκιμάζει.

2.  Με το λόγο έφεσης αρ. 8 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντα.  Ισχυρίζεται ο εφεσείων στο περίγραμμα του ότι (α) λόγω της πολυπλοκότητας των νομικών σημείων, (β) της καταχώρησης συμπληρωματικών γραπτών αγορεύσεων από τους διαδίκους με οδηγίες του Δικαστηρίου οι οποίες κατέστησαν αχρείαστες και δεν εξετάστηκαν, ένεκα της απόρριψης της προσφυγής για άλλο λόγο, και (γ) της μη έγκαιρης προβολής από τους εφεσίβλητους του λόγου για τον οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή, το Δικαστήριο έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να μην τον καταδικάσει στα έξοδα.

     Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Οι λόγοι που προβάλλονται από τον εφεσείοντα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν απόκλιση από τον κανόνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Voyiazianos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 239,

Χριστοδουλίδης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780,

Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 310,

Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,

[*243]

Κασάπης κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,

Χ’'Γεωργίου κ.ά. v. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42,

Σιακκά v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,

Αριστείδου κ.ά. v. ΑΤΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 213,

Σωματείο “Φίλοι της Λευκωσίας” κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 28.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 839/91) ημερομηνίας 14/5/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του αναδρομικού διορισμού, από 8/11/85, έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση Nομικού Bοηθού, 1ης Tάξης.

Α. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσείοντας είναι παρών.

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 4.9.91 ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή αρ. 839/91 (εφεσιβαλλόμενη η απόφαση σ’ αυτήν) με την οποία προσέβαλλε την απόφαση των εφεσιβλήτων με την οποία διόρισαν αναδρομικά έξι ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση νομικού βοηθού 1ης Τάξης. Με δεύτερο αίτημα ζητούσε διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των εφεσιβλήτων να τον συμπεριλάβουν και τον ίδιο στους πιο πάνω αναδρομικούς διορισμούς ήταν άκυρη και παράνομη.

Η υπόθεση αυτή έχει μια μακρόχρονη ιστορία την οποία συ[*244]νοπτικά θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε.

Ο αιτητής μετά την καταχώρηση της πιο πάνω επίδικης προσφυγής καταχώρησε και νέα προσφυγή την υπ’ αριθμό 1127/91 με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία απέρριψε αίτημα του για αναδρομικό διορισμό του όπως έγινε για τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή αρ. 389/91. Με αίτημά του, στο οποίο έδωσαν την συγκατάθεση τους και οι εφεσίβλητοι, η προσφυγή αρ. 389/91 παρέμεινε εκκρεμής εν αναμονή της απόφασης στην προσφυγή αρ. 1127/91.

Η προσφυγή αρ. 1127/91 απορρίφθηκε πρωτοδίκως γιατί, όπως κρίθηκε (Λοΐζου, Π.) δεν ενομιμοποιείτο  στη διεκδίκηση διορισμού αφού το Σχέδιο Υπηρεσίας αφορούσε μόνο στους διορισθέντες δυνάμει του Νόμου αρ. 160/85. Στερείτο επομένως εννόμου συμφέροντος. Ο εφεσείων είχε διοριστεί δυνάμει του περί Εκτάκτων και Αποσπασμένων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες θέσεις) Νόμο αρ. 127/86.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση στην προσφυγή 1127/91 με την Α.Ε. 1837 επιμένοντας ότι επιβαλλόταν ο διορισμός του.  Η Ολομέλεια δεν συμφώνησε. Έκρινε ορθή την πρωτόδικη απόφαση και επεκύρωσε την απόρριψη της προσφυγής του για το λόγο που δόθηκε.

Όταν εκδόθηκε η απόφαση στην Α.Ε. 1837 ο εφεσείων ζήτησε χρόνο για να μελετήσει το ενδεχόμενο της απόσυρσης της.  Τελικά απέσυρε την προσφυγή κατά των 5 από τα 6 ενδιαφερόμενα μέρη. Επίσης απέσυρε τελικά και το δεύτερο αίτημα στην προσφυγή του. Στη γραπτή του αγόρευση στην προσφυγή ο εφεσείων διαφοροποίησε την περίπτωση των 5 ενδιαφερομένων μερών από εκείνη του υπ’ αριθμό 6 Χρίστου Α. Ιωαννίδη. Κατά τον ισχυρισμό του ο τελευταίος δεν πληρούσε τα προσόντα σύμφωνα με το τροποποιηθέν σχέδιο υπηρεσίας, ανεξάρτητα από την απόφαση στην προσφυγή αρ. 328/89 ενόψει της εισήγησης του ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου της. Παρενθέτουμε εδώ ότι η προσφυγή 328/89 ασκήθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη εναντίον απόφασης των εφεσιβλήτων που απέρριψαν αίτημα τους για διορισμό τους στη θέση Νομικού Βοηθού 1ης Τάξης αναδρομικά από τις 8.11.85. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο για το λόγο ότι η επίδικη απόφαση έπασχε από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, η αιτιολογία της ήταν αντίθετη προς το νόμο και λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Οι εφεσίβλητοι συμμορφούμενοι με την ακυρωτική απόφαση στην [*245]προσφυγή 328/89 αποφάσισαν την 23.4.91 το διορισμό των 6 ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Νομικού Βοηθού 1ης Τάξης από 8.11.85. Εναντίον αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η υπό εκδίκαση υπόθεση.

Αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα η έκταση του δεδικασμένου που παράχθηκε από την απόφαση στην προσφυγή 328/89 αναφορικά, μεταξύ άλλων, και της δέσμευσης του εφεσείοντα, που δεν ήταν μέρος της διαδικασίας, σε σχέση με τα ζητήματα που κρίθηκαν σ’ αυτήν.

Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή παραθέτοντας και σχολιάζοντας τα γεγονότα που ακολούθησαν παρατηρεί τα εξής στις σελίδες 7 και 8:-

“Προέκυψαν, λοιπόν, δύο παράλληλες διαδικασίες.  Αυτή της παρούσας προσφυγής και εκείνη της 1127/91. Συνάγεται πως ο αιτητής ενδιαφερόταν πρωτίστως να επιτύχει αναδρομικό διορισμό και για τον εαυτό του. Έτσι, όχι μόνο θα αποκαθίστατο η τάξη ως προς την αρχαιότητα αλλά θα εκαρπούτο και επιπρόσθετες απολαβές. Αυτό επιβεβαιώθηκε και με τη στάση που τήρησε στη συνέχεια.  Είδαμε πως εισηγήθηκε πως θα έπρεπε να εκδικαστεί πρώτα η προσφυγή 1127/91. Μάλιστα, όπως δήλωσε, αν επιτύγχανε εκεί θα απέσυρε την παρούσα.  Τώρα που γνωρίζουμε τα γεγονότα, μόνο με ένα τρόπο μπορούσε να ερμηνευτεί αυτή η στάση. Θεωρούσε όχι απλώς νόμιμο αλλά και επιβεβλημένο να τύχει αναδρομικού διορισμού, όπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση των άλλων 6. Ενώ δε αυτή ήταν η πρώτη θέση που προώθησε και ενώ μ’ αυτή τη θέση προκάλεσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. που πρόσβαλε με την προσφυγή 1127/91, ήθελε να διατηρήσει και την παρούσα, εν είδει εφεδρείας. Αν αποτύγχανε εκεί, θα υποστήριζε πλέον πως εκείνο που έγινε ως προς τους 6, το οποίο διεκδικούσε και ο ίδιος, ήταν παράνομο. Πρόβαλε πολλούς ισχυρισμούς ενώπιον μου ο αιτητής. Πρώτος κατά λογική σειρά είναι ο αναφερόμενος στη δυνατότητα αναδρομικού διορισμού στη βάση της τροποποίησης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Υποστήριξε πως δεν παρεχόταν εξουσία για τέτοια τροποποίηση και τέτοιο αναδρομικό διορισμό. Αν αυτό ήταν ορθό, δεν θα ήταν δυνατό να έχει ο ίδιος νόμιμη διεκδίκηση διορισμού πάνω στην ίδια βάση, όπως ζήτησε. Ανεξάρτητα από τους παράλληλους ισχυρισμούς του για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όπως τονίστηκε επανηλειμμένα, δεν μπορεί να τίθεται θέμα ισότητας στην παρανομία. (Βλ. μεταξύ άλλων, Voyiazianos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 239 και Ανδρέας Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780).

[*246]

Η προσφυγή 1127/91 απορρίφθηκε πρωτοδίκως γιατί, όπως κρίθηκε (Λοΐζου, Π.) δεν ενομιμοποιείτο τη διεκδίκηση διορισμού ο αιτητής, αφού το Σχέδιο Υπηρεσίας αφορούσε μόνο στους διορισθέντες δυνάμει του Νόμου 160/85. Εστερείτο, επομένως, εννόμου συμφέροντος.  Οι παράλληλοι ισχυρισμοί του αιτητή ως προς το κύρος της τροποποίησης κρίθηκαν ασύνδετοι προς το αίτημα του και, πάντως, απορρίφθηκαν.  Ο αιτητής άσκησε την Α.Ε. 1837 επιμένοντας πως επιβαλλόταν ο διορισμός του. Η Ολομέλεια δεν συμφώνησε. Έκρινε ορθή την πρωτόδικη απόφαση και επικύρωσε την απόρριψη της προσφυγής για το λόγο που δόθηκε.”

Εξάλλου ο αδελφός Δικαστής επεσήμανε ότι η υπό εξέταση προσφυγή είχε ως μόνο άξονα τον ισχυρισμό, όπως τον διατύπωσε ο εφεσείων στην έκθεση γεγονότων, ότι:

“Οι πιο πάνω αναδρομικοί διορισμοί επηρεάζουν αρνητικά τη σταδιοδρομία του αιτητή και αποτελούν πράξη δυσμενούς διάκρισης σε βάρος του.”

Και υπέδειξε ότι:-

“...... δεν τίθεται πουθενά και με κανένα τρόπο ζήτημα ως προς οτιδήποτε το επί μέρους που θα αφορούσε μόνο στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο που απέμεινε.  Όσα στη συνέχεια υποστήριξε ο αιτητής βρίσκονται εντελώς έξω από τα επίδικα ζητήματα όπως τα προσδιορίζει ο ίδιος στην προσφυγή του.”

Με οκτώ λόγους έφεσης προσβάλλεται από τον εφεσείοντα η πρωτόδικη απόφαση. Όλοι οι λόγοι έφεσης, πλην του υπ’ αριθμό 8 για τα έξοδα, προσβάλλουν το τελικό συμπέρασμα της επίδικης απόφασης ότι υπήρξε αντιφατικότητα στις θέσεις του εφεσείοντα που συνεπάγετο επιδοκιμασία και ταυτόχρονα αποδοκιμασία της επίδικης πράξης εκ μέρους του. Ισχυρίσθηκε ενώπιον μας ο εφεσείων ότι δεν υπήρχαν εκείνα τα αντικειμενικά δεδομένα που θα επέτρεπαν την εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αγόρευσε μόνο για μια πτυχή της έφεσης. Ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα “δίκαιης δίκης” εφαρμόζοντας την αρχή της “ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας” από τον εφεσείοντα, όπως προστατεύεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία κυρώθηκε από το Νόμο 14/69. Υπέβαλε δε ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε το δικαίωμα στον εφεσείοντα να ακουστεί επί του θέμα[*247]τος δηλαδή της εφαρμογής ή μη της αρχής της ταυτόχρονης “επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας”.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων μας παρέπεμψε στα πρακτικά στα οποία φαίνεται ότι το θέμα αυτό ηγέρθηκε πρωτόδικα και συζητήθηκε. Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά και παρατηρούμε ότι το θέμα δεν εγέρθηκε ευθέως στην πρωτόδικη διαδικασία παρά μόνο έμμεσα και ακροθιγώς. Εν πάση περιπτώσει όμως ήταν η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι το θέμα που εγείρεται σήμερα αυτό της “δίκαιης δίκης” καθίσταται ακαδημαϊκό αφού δόθηκε η ευκαιρία στην κατ’ έφεση διαδικασία να ακουσθούν και να επιχειρηματολογήσουν επί της θέσης τους. Και αυτό είναι ορθό.  Ενώπιόν μας ο εφεσείων προσωπικά και ο δικηγόρος του έχουν παραθέσει τις θέσεις τους όπως έχουν καταγραφεί πιο πάνω.

Το γενικότερο ζήτημα είχε ήδη κριθεί στην προσφυγή αρ. 1127/91 με απόφαση η οποία κατ’ έφεση επικροτήθηκε από την Ολομέλεια: βλ. Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 310. Η Ολομέλεια ανέφερε ότι ο εφεσείων “ουσιαστικά αξιώνει το διορισμό του σε ανύπαρκη γι’ αυτόν θέση” και δεν του αναγνώρισε έννομο συμφέρον. Δεν θα μπορούσε εδώ το γενικότερο ζήτημα να αντικρυζόταν διαφορετικά. Πέρα από αυτό συμμεριζόμαστε πλήρως την άποψη του συναδέλφου μας πρωτόδικα ότι δεν τέθηκε με την προσφυγή ο,τιδήποτε το επί μέρους σε σχέση αποκλειστικά με το ένα ενδιαφερόμενο μέρος που απέμεινε. Το ίδιο συμμεριζόμαστε και την άποψη του συναδέλφου μας ότι επρόκειτο περί περίπτωσης επιδοκιμασίας και ταυτόχρονα αποδοκιμασίας με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται ο εφεσείων στην άσκηση ή προώθηση της προσφυγής.

Η απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, στην οποία, σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, έγινε αναφορά στον “προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους” δεν μεταβάλλει την κατάληξη. Η παρούσα περίπτωση δεν είναι από εκείνες όπου με την προσφυγή αξιώνονται με τρόπο διαζευκτικό δύο ασυμβίβαστα μεταξύ τους αιτήματα. Εδώ, ο εφεσείων ενήργησε θετικά, με διάβημα του προς την ΕΔΥ, για να γίνει και στην περίπτωση του το ίδιο, επιδοκιμάζοντας για να προσποριστεί κι αυτός το ίδιο οφέλημα και προκάλεσε μάλιστα την απόφαση που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 1127/91. Αυτό από μόνο του, ακόμα και χωρίς αναφορά προς τους άλλους χειρισμούς στους οποίους προέβη κατά την μακρά εκκρεμότητα της υπόθεσης, είναι αρκετό για θεμελίωση της επιδοκιμασίας και δεν μπορεί τώρα να του επιτραπεί να αποδοκιμάζει.

[*248]

Με το λόγο έφεσης αρ. 8 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντα.  Ισχυρίζεται ο εφεσείων στο περίγραμμα του ότι (α) λόγω της πολυπλοκότητας των νομικών σημείων, (β) της καταχώρησης συμπληρωματικών γραπτών αγορεύσεων από τους διαδίκους με οδηγίες του Δικαστηρίου οι οποίες κατέστησαν αχρείαστες και δεν εξετάστηκαν, ένεκα της απόρριψης της προσφυγής για άλλο λόγο, και (γ) της μη έγκαιρης προβολής από τους εφεσίβλητους του λόγου για τον οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή, το Δικαστήριο έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να μην τον καταδικάσει στα έξοδα.

Οι κανόνες ως προς τα έξοδα δικαστικής διαδικασίας είναι καλώς γνωστοί και καθιερωμένοι. Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Οι λόγοι που προβάλλονται από τον εφεσείοντα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν απόκλιση από τον κανόνα. (Βλέπε: Ανδρόνικος Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Π. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102, Τ. Χ''Γεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42, Α. Σακκά ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468, Α. Αριστείδου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 213, Σωματείο “Φίλοι της Λευκωσίας” κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 28).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο