Παπακώστα Στέλιος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 265

(2002) 3 ΑΑΔ 265

[*265]26 Aπριλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΤEΛΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ,

Eφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Eφεσιβλήτων -Kαθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2949)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αίτημα για αναγνώριση υπηρεσίας για σκοπούς σύνταξης ― Δεν προβλεπόταν σύνταξη για καθηγητή που παραιτήθηκε πριν την ηλικία των 55 ετών ― Η σχετική σύμβαση Ελλάδας-Κύπρου της οποίας έγινε επίκληση, δεν είχε αναδρομική ισχύ.

Ο εφεσείων προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση απόρριψης του αιτήματός του, για παραχώρηση σε αυτόν σύνταξης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως με την υπογραφή της σύμβασης, ο τελευταίος απέκτησε, αναδρομικά, δικαίωμα πληρωμής σύνταξης, καθόσον, όπως ρητά ορίζεται στο Άρθρο 2, η σύμβαση εφαρμόζεται σε ό,τι αφορά τη χώρα μας μεταξύ άλλων νόμων, και στους περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμους του 1967-1994.

Ο δικαστής που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή δεν συμφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση. Εξέφρασε την άποψη, με την οποία το Δικαστήριο συμφωνεί, που καταγράφεται παρακάτω:

«Προδήλως η Σύμβαση εφαρμόζεται με αναφορά στις αντίστοιχες νομοθεσίες των δύο συμβαλλομένων κρατών, που ίσχυαν κατά το χρόνο που η σύμβαση αντιστοίχως τέθηκε σε ισχύ στα δύο κράτη ή που θα ισχύσει στο μέλλον. Αυτό προκύπτει από την έν[*266]νοια του όρου «Νομοθεσία», η οποία περιέχεται στο Άρθρο 1 της Σύμβασης και έχει ως εξής:

‘‘Νομοθεσία’ (σημαίνει) τους νόμους, τους κανονισμούς, τα διατάγματα, και κάθε άλλη συνταξιοδοτική διάταξη που ισχύει ή θα ισχύσει στο μέλλον στα δύο συμβαλλόμενα κράτη, που αφορούν τη συνταξιοδότηση κρατικών εν γένει υπαλλήλων και που αναφέρονται στο Άρθρο 2 της παρούσας σύμβασης.’»

     Το Δικαστήριο συμφωνεί επίσης με το κεντρικό σκεπτικό της απόφασης, που έχει ως εξής:

«Η Σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή δεν δημιουργεί νομική υποχρέωση στα συμβαλλόμενα κράτη για παροχή συνταξιοδοτικών οφελημάτων σε κρατικό υπάλληλο όταν με βάση τη νομοθεσία του οικείου κράτους, στην οποία εφαρμόζεται η Σύμβαση, ο κρατικός υπάλληλος δεν δικαιούται σε τέτοια συνταξιοδοτικά οφελήματα. Η Σύμβαση δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις με αναφορά μόνο στις νομοθεσίες των δύο κρατών επί των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση και οι οποίες καθορίζονται στη Σύμβαση.»

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 864/98), ημερομηνίας 27/10/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης του αιτήματός του για αναγνώριση των ετών υπηρεσίας του, ως καθηγητή σε σχολεία του ελληνικού δημοσίου για σκοπούς σύνταξης.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, πολίτης της Δημοκρατίας, ήταν καθηγητής στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία από το 1964 μέχρι το 1974. Από 1.9.74 μέχρι 31.8.1980 υπηρέτησε ως καθηγητής σε σχολεία του ελληνικού δημοσίου, αφού προηγουμένως εξασφάλισε από το εδώ αρμόδιο τμήμα άδεια απουσίας χωρίς απολαβές. Την 1.9.80 παραιτήθηκε οικειοθελώς από τη δημόσια [*267]εκπαιδευτική υπηρεσία μας, για να συνεχίσει να εργάζεται στην Ελλάδα μέχρι 30.8.96 οπόταν και αφυπηρέτησε, λαμβάνοντας σύνταξη από το ελληνικό δημόσιο από 1.12.96.

Στις 11.7.94 οι κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας υπέγραψαν σύμβαση που αφορά στα θέματα συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων των δύο χωρών, με βασικό σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κρατικών λειτουργών που έχουν υπηρεσία και στις δυο χώρες. Η σύμβαση τέθησε σε ισχύ από τη χώρα μας την 1.6.95 και στην Ελλάδα στις 15.2.95.

Ο εφεσείων επικαλούμενος την πιο πάνω σύμβαση υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση των ετών υπηρεσίας του, ως καθηγητής εδώ, για σκοπούς σύνταξης. Το αίτημα του απορρίφθηκε γιατί οι περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμοι του 1967 έως 1979, δεν πρόβλεπαν την πληρωμή οποιασδήποτε σύνταξης σε καθηγητή που αφυπηρέτησε ή παραιτήθηκε από τη θέση του πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των 55 ετών. Η πιο πάνω κατάσταση, που ίσχυε κατά το χρόνο της οικειοθελούς παραίτησης του αιτητή, άλλαξε με τον περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1981, Ν.40/81. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου, καθηγητές οι οποίοι αφυπηρέτησαν πρόωρα και οικειοθελώς μπορούν να τύχουν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, συνταξιοδοτικών οφελημάτων.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως με την υπογραφή της σύμβασης, ο τελευταίος απέκτησε, αναδρομικά, δικαίωμα πληρωμής σύνταξης, καθόσον, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 2, η σύμβαση εφαρμόζεται σε ό,τι αφορά τη χώρα μας μεταξύ άλλων νόμων, και στους περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμους του 1967-1994.

Ο συνάδελφος που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή δεν συμφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση. Εξέφρασε την άποψη, με την οποία συμφωνούμε, που καταγράφουμε παρακάτω:

«Προδήλως η Σύμβαση εφαρμόζεται με αναφορά στις αντίστοιχες νομοθεσίες των δύο συμβαλλομένων κρατών που ίσχυαν κατά το χρόνο που η σύμβαση αντιστοίχως τέθηκε σε ισχύ στα δύο κράτη ή που θα ισχύσει στο μέλλον. Αυτό προκύπτει από την έννοια του όρου «Νομοθεσία» η οποία περιέχεται στο άρθρο 1 της Σύμβασης και έχει ως εξής:

‘‘Νομοθεσία’ (σημαίνει) τους νόμους, τους κανονισμούς, τα διατάγματα, και κάθε άλλη συνταξιοδοτική διάταξη που [*268]ισχύει ή θα ισχύσει στο μέλλον στα δύο συμβαλλόμενα κράτη που αφορούν τη συνταξιοδότηση κρατικών εν γένει υπαλλήλων και που αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας σύμβασης.’»

Συμφωνούμε επίσης με το κεντρικό σκεπτικό της απόφασης του συναδέλφου μας, που το αντιγράφουμε ως έχει:

«Η Σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή δεν δημιουργεί νομική υποχρέωση στα συμβαλλόμενα κράτη για παροχή συνταξιοδοτικών οφελημάτων σε κρατικό υπάλληλο όταν με βάση τη νομοθεσία του οικείου κράτους, στην οποία εφαρμόζεται η Σύμβαση, ο κρατικός υπάλληλος δεν δικαιούται σε τέτοια συνταξιοδοτικά οφελήματα. Η Σύμβαση δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις με αναφορά μόνο στις νομοθεσίες των δύο κρατών επί των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση και οι οποίες καθορίζονται στη Σύμβαση.»

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο