Παπαδόπουλος Μάριος και Άλλος ν. OργανισμούΧρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 ΑΑΔ 276

(2002) 3 ΑΑΔ 276

[*276]29 Mαΐου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

2. ΣΩΤΗΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ,

Εφεσείοντες-Aιτητές,

v.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΣΤΕΓΗΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2947)

 

Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Αλλαγή τακτικής ― Δεν απαιτείτο αιτιολογία στην μη σύγκλιση Συμβουλευτικής Επιτροπής από το Συμβούλιο κατ’ επανεξέταση, εφόσον ήταν προς το συμφέρον του αιτητή η αλλαγή αυτής της τακτικής.

Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Πείρα ― Εύλογη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας περί της «πείρας σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα».

Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Πλεονέκτημα ― Δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση για παραγνώρισή του, αν ο επιλεγείς επίσης το κατέχει.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Πρέπει να είναι ουσιώδης για να οδηγήσει σε ακύρωση ― Πλάνη πως το πλεονέκτημα, κατέχεται με δύο τρόπους αντί ένα, δεν ήταν ουσιώδης.

Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Δέουσα έρευνα κατά την επανεξέταση ως προς την κατοχή των προσόντων ― Ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου απορρίφθηκε ― Διεξήχθη η δέουσα έρευνα.

Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Παράνομη η πρόσδοση βαρύτητας σε ένα από τα διαζευκτικά απαραίτητα προσόντα ― Απόφαση ακυρώθηκε.

[*277]Οι εφεσείοντες προσέβαλαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση αναδρομικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή του Οργανισμού, που λήφθηκε σε διαδικασία επανεξέτασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, εφόσον το Συμβούλιο στην πρώτη διαδικασία επέλεξε την σύγκλιση της Επιτροπής, δεν μπορούσε να μεταβάλει στάση κατά την επανεξέταση, παρά μόνο εάν πρόβαλλε ειδική αιτιολογία γιατί δεν χρειαζόταν πλέον τις απόψεις της Επιτροπής.

    Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Είναι γεγονός ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας να μην παραπέμψει το θέμα εκ νέου στην Επιτροπή, μετέβαλε την τακτική που είχε υιοθετήσει στην πρώτη διαδικασία.  Δεδομένου όμως ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (Διάρθρωσης και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1981 – Κ.Δ.Π. 167/81, η εγκαθίδρυση Επιτροπής είναι δυνητική, η μεταβολή αυτή της προηγούμενης τακτικής του Συμβουλίου ήταν επιτρεπτή, για τον λόγο ότι η νέα τακτική δεν ήταν δυσμενής για τον εφεσείοντα, αλλά ευμενής, εφόσον η Επιτροπή δεν τον είχε περιλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων ενώ το Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση, τον θεώρησε ως υποψήφιο.  Εφόσον δε η μεταβολή της τακτικής ήταν ευμενής για τον εφεσείοντα, όντως δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολόγηση της μεταβολής αυτής.

2. Προβλήθηκε, επίσης, ως λόγος έφεσης, ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η κατάληξη του Συμβουλίου του Οργανισμού ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει το πρόσθετον προσόν της παραγράφου (στ) του σχεδίου υπηρεσίας δηλαδή “πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή Οργανισμούς” ήταν εύλογα επιτρεπτή» και τούτο γιατί η δωδεκάμηνη σχεδόν πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου στην τράπεζα “ABN”, ως χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, δεν του έδιδε, από απόψεως περιεχομένου και φύσεως της εργασίας, την πείρα που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας εφόσον η “πείρα” «είναι συνάρτηση πολλών στοιχείων, ένα από τα οποία είναι ο χρόνος, δηλ. η μακρόχρονη, επί σειρά ετών, άσκηση καθηκόντων στον ίδιο συνεχώς τομέα, άλλα δε στοιχεία αυτής είναι το εύρος της υπηρεσίας, η συνεχής ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, το επίπεδο ευθύνης κ.λ.π.», η δε τράπεζα “ABN” «κατά κοινή ομολογία δεν έχει στην Ελλάδα ιδιαίτερο εύρος εργασιών και είναι σχεδόν άγνωστη [*278]εις το Ελληνικό Διατραπεζικό Σύστημα και το ευρύ συναλλασσόμενο με τις Τράπεζες κοινό».

    Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ορθή απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο υιοθετείται:

«... Η σχετική παράγραφος του σχεδίου υπηρεσίας ομιλεί απλώς “για πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα”. Δεν προσδιορίζει το εύρος ή τη διάρκεια της πείρας ούτε τον τύπο του Τραπεζικού Ιδρύματος. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του Συμβουλίου του Οργανισμού ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. ... »

3. Άλλος λόγος έφεσης που προβλήθηκε είναι ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία επειδή δήθεν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτει πρόσθετο προσόν», και τούτο για το λόγο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν διέθετε το πρόσθετο προσόν, ήτοι «πείρα εις τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή οργανισμούς και/ή μεταπτυχιακές σπουδές».

    Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος δεδομένου ότι τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν, προϋπόθεση που, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν ευσταθεί.

4. Ο επόμενος λόγος έφεσης είναι ότι «ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τίτλος του Certified Accountant που κατέχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν αποτελεί πρόσθετο προσόν και ότι το γεγονός και μόνο ότι είχε αποκτηθεί χρονικά μετά τη βασική εκπαίδευση δεν ήταν αρκετό για να θεωρηθεί εντός της έννοιας του όρου “μεταπτυχιακές σπουδές”, εντούτοις εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή επειδή τάχα κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει το πρόσθετον προσόν της πείρας και επιπλέον ότι ο καθ’ ου η αίτηση αιτιολόγησε δεόντως την προτίμηση του υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου». Kαι τούτο γιατί το Συμβούλιο επέλεξε τελικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, υπό την πλάνη ότι διέθετε το πρόσθετο προσόν τόσο της πείρας σε τραπεζικό ίδρυμα, όσο και των μεταπτυχιακών σπουδών.

    Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατοχή ενός πρόσθετου προσόντος και όχι αν υπάρχει και κατοχή άλλου πρόσθετου προσόντος, κατά διαζευκτικό [*279]τρόπο, σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε και τα δύο πρόσθετα προσόντα, ενώ στην πραγματικότητα είχε μόνο το ένα, η πλάνη αυτή του Συμβουλίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης του, για το λόγο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης.

5. Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο». Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα το Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση, παραβίασε το δεδικασμένο που προέκυπτε από την απόφαση στις προσφυγές 953/95 και 1076/95, για το λόγο ότι δεν ενήργησε δέουσα έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε οποιοδήποτε πρόσθετο προσόν.

    Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο προσδιόρισε με απόλυτη σαφήνεια τα στοιχεία στα οποία, κατά την κρίση του, αναγόταν το πρόσθετο προσόν ήτοι, την πείρα σε τραπεζικό ίδρυμα, και, υπό μη ουσιώδη πλάνη, όπως ήδη αναφέρθηκε, τις μεταπτυχιακές σπουδές.

6. Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο, στην προσπάθειά του να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο, μπορούσε να προσδώσει περαιτέρω βαρύτητα σε ένα συγκεκριμένο σχετικό παράγοντα παρά σε άλλο, και ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Συμβούλιο να αποδώσει τη βαρύτητα που απέδωσε στο προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου ως Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών (Certified Accountants). Και τούτο γιατί τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

    Ο λόγος αυτός ευσταθεί.  Η κρίση του Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την κατοχή του προσόντος του Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών, ήταν πιο κατάλληλο για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωσης θέσης, ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Ήταν, με άλλα λόγια, προϊόν ουσιώδους νομικής πλάνης.

    Ενώ σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας τα βασικά προσόντα τόσο του εφεσείοντα όσο και του ενδιαφερομένου προσώπου ετίθεντο στο ίδιο επίπεδο και εθεωρούντο εξ ίσου κατάλληλα για την υπό πλήρωση θέση, χωρίς, δηλαδή, οποιαδήποτε διάκριση ή προτίμηση, το Συμβούλιο, ξε[*280]φεύγοντας από το νομικό πλαίσιο του Σχεδίου Υπηρεσίας, προσέδωσε, για τους λόγους που, εν πάση περιπτώσει, εξήγησε, μεγαλύτερη βαρύτητα στο βασικό προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου έναντι των βασικών προσόντων των άλλων υποψηφίων. Το έθεσε, δηλαδή, σε διαφορετικό επίπεδο από εκείνα και το θεώρησε πιο κατάλληλο για την υπό πλήρωση θέση. Με τον τρόπο αυτό, και χωρίς να έχει νομικά τέτοιο δικαίωμα, το Συμβούλιο τροποποίησε ουσιαστικά το Σχέδιο Υπηρεσίας, μετατρέποντας το προσόν του Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών από βασικό, σε πλεονέκτημα. Πλεονέκτημα που έθετε αυτόματα σε μειονεκτική θέση τους υποψηφίους που δεν το κατείχαν, όπως ήταν πχ. ο εφεσείων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαδόπουλος κ.ά. v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υποθ. Αρ. 953/95 και 1076/95, ημερ. 23.7.1998,

Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,

Χρίστου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604,

Πολυβίου v. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (2001) 3 Α.Α.Δ. 828.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή Mάριο Παπαδόπουλο εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγές Aρ. 913/98 & 904/98), ημερομηνίας 18/10/99, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές του εφεσείοντα και άλλου αιτητή κατά του διορισμού, κατόπιν επανεξέτασης του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή του Oργανισμού (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής).

Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.

Α. Σκορδής με την Ν. Χρυσομηλά, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου [*281]θα δώσει ο Δικαστής κ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 15.11.1994 το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (το Συμβούλιο) προκήρυξε την κενή θέση Διευθυντή του Οργανισμού (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής). Υποβλήθηκαν συνολικά 60 αιτήσεις. Μεταξύ των αιτητών περιλαμβάνονταν οι Μάριος Παπαδόπουλος, Σωτήρης Φωτίου και Ανδρέας Γεωργίου. Στις 3.1.95, το Συμβούλιο αποφάσισε όπως όλες οι αιτήσεις εξεταστούν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Προσωπικού (η Επιτροπή) για να εξακριβώσει ποιοι από τους αιτητές κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και να υποβάλει τις εισηγήσεις της προς το Συμβούλιο. Μετά από προφορική εξέταση των υποψηφίων και μελέτη των αιτήσεών τους, η Επιτροπή αποφάσισε να εισηγηθεί στο Συμβούλιο τους έξι επικρατέστερους υποψήφιους. Μεταξύ τους περιλαμβανόταν ο Ανδρέας Γεωργίου, όχι όμως ο Μάριος Παπαδόπουλος και ο Σωτήρης Φωτίου. Ακολούθως, και αφού οι έξι επικρατέστεροι κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη από το Συμβούλιο, το τελευταίο, μετά από συνεκτίμηση όλων των στοιχείων, αποφάσισε να διορίσει τον Ανδρέα Γεωργίου στη θέση Διευθυντή του Οργανισμού από τις 1.11.95.

Η απόφαση του Συμβουλίου να διορίσει τον Ανδρέα Γεωργίου προσβλήθηκε από τον Μάριο Παπαδόπουλο και τον Σωτήρη Φωτίου με τις προσφυγές 953/95 και 1076/95, αντίστοιχα. Με απόφασή του ημερομηνίας 23.7.98 το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις προσφυγές και ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου για διορισμό του Ανδρέα Γεωργίου στη θέση του Διευθυντή. Ο λόγος ακυρώσεως σχετιζόταν με την κατοχή του πρόσθετου προσόντος-πλεονέκτημα που προβλεπόταν από την παράγραφο (στ) του σχεδίου υπηρεσίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενώ η Επιτροπή και το Συμβούλιο δέχθηκαν ότι ο Ανδρέας Γεωργίου κατείχε το πλεονέκτημα που προβλεπόταν από την εν λόγω παράγραφο (στ) του σχεδίου υπηρεσίας, δεν είχαν προσδιορίσει το στοιχείο που προσέδιδε το πλεονέκτημα.  Είχαν, δηλαδή, παραλείψει να προσδιορίσουν αν το πλεονέκτημα, που έκριναν ότι κατείχε ο Ανδρέας Γεωργίου, αναγόταν στην «πείρα» ή στις «μεταπτυχιακές σπουδές» ή και στα δύο αυτά στοιχεία.  Η προσφυγή 1076/95, του Σωτήρη Φωτίου, πέτυχε και για ένα πρόσθετο λόγο, που σχετιζόταν με την εκ μέρους του κατοχή του προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας». Σε αντίθεση με την απόφαση της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ότι ο Σωτήρης Φωτίου δεν κατείχε το εν λόγω προσόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω προσόν «ήταν προσόν της θέσης που κατείχε ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι εξακολουθεί να κα[*282]τέχει το συγκεκριμένο αυτό προσόν». (Βλ. Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υποθέσεις 953/95 και 1076/95/23.7.98).

Μετά την ακυρωτική απόφαση, το Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή κατά την συνεδρία του τις 29.7.98. Αποφάσισε να επιληφθεί το ίδιο του θέματος χωρίς, δηλαδή, την παραπομπή του στην Επιτροπή. Αποφάσισε, επίσης, ότι «δεν θα ληφθούν υπόψη οι συνεντεύξεις που είχαν γίνει προηγουμένως τόσο από το Συμβούλιο όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Προσωπικού». Στη συνέχεια, και αφού εξέτασε και «συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία των αιτήσεων όλων των υποψηφίων και των φακέλων των εσωτερικών υποψηφίων, αποφάσισε να επαναδιορίσει τον Ανδρέα Γεωργίου αναδρομικά από την 1.11.95».

Η πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου προσβλήθηκε από τον Μάριο Παπαδόπουλο και τον Σωτήρη Φωτίου με τις προσφυγές 904/98 και 913/98.  Η απορριπτική απόφαση στις προσφυγές αυτές, ημερομηνίας 18.10.99, που είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης, εφεσιβλήθηκε και από τους δύο αιτητές.  Σε μεταγενέστερο, όμως, στάδιο, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 27.2.2001, ο Σωτήρης Φωτίου απέσυρε τη δική του έφεση.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι παρόλο που ο καθ’ ου η αίτηση μετέβαλε την τακτική του κατά την επανεξέταση και δεν παρέπεμψε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για νέες συστάσεις, εν τούτοις, αφού η μεταβολή αυτή της τακτικής της διοίκησης δεν έχει αποβεί δυσμενής για τον αιτητή αλλά ευμενής, η ανάγκη αιτιολόγησης κάμπτεται». Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα, εφόσον με την ακυρωτική απόφαση στις προσφυγές 953/95 και 1076/95 είχε διαπιστωθεί παρανομία που αφορούσε και στην προπαρασκευαστική απόφαση της Επιτροπής, το Συμβούλιο όφειλε να παραπέμψει το θέμα προς εξέταση «από το κριθέν ως άκυρο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή να γίνει επανεξέταση εξ αρχής στην Επιτροπή Προσωπικού». Το Συμβούλιο, καταλήγει η εισήγηση, εφόσον στην πρώτη διαδικασία επέλεξε την σύγκλιση της Επιτροπής δεν μπορούσε να μεταβάλει στάση κατά την επανεξέταση παρά μόνο εάν πρόβαλλε ειδική αιτιολογία γιατί δεν χρειαζόταν πλέον τις απόψεις της Επιτροπής.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας να μην παραπέμψει το θέμα εκ νέου στην Επιτροπή, μετέβαλε την τακτική που είχε υιοθετήσει στην πρώτη διαδικασία. Δεδομένου όμως ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (Διάρθρωσης και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1981 – Κ.Δ.Π. 167/81, η εγκαθίδρυση Επιτροπής είναι δυνητική, η μεταβολή αυτή της προηγούμενης τακτικής του Συμβουλίου ήταν επιτρεπτή για τον λόγο ότι η νέα τακτική δεν ήταν δυσμενής για τον εφεσείοντα, αλλά ευμενής, εφόσον η Επιτροπή δεν τον είχε περιλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων ενώ το Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση, τον θεώρησε ως υποψήφιο. Εφόσον δε η μεταβολή της τακτικής ήταν ευμενής για τον εφεσείοντα όντως δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολόγηση της μεταβολής αυτής. (Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων 1951, Ανατύπωση 1982)*.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η κατάληξη του Συμβουλίου του Οργανισμού ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει το πρόσθετον προσόν της παραγράφου (στ) του σχεδίου υπηρεσίας δηλαδή “πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή Οργανισμούς” ήταν εύλογα επιτρεπτή» και τούτο γιατί η δωδεκάμηνη σχεδόν πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου στην τράπεζα “ABN”, ως χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, δεν του έδιδε, από απόψεως περιεχομένου και φύσεως της εργασίας, την πείρα που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας εφόσον η “πείρα” «είναι συνάρτηση πολλών στοιχείων ένα από τα οποία είναι ο χρόνος δηλ. η μακρόχρονη, επί σειρά ετών, άσκηση καθηκόντων στον ίδιο συνεχώς τομέα, άλλα δε στοιχεία αυτής είναι το εύρος της υπηρεσίας, η συνεχής ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, το επίπεδο ευθύνης κ.λ.π.», η δε τράπεζα “ABN” «κατά κοινή ομολογία δεν έχει στην Ελλάδα ιδιαίτερο εύρος εργασιών και είναι σχεδόν άγνωστη εις το Ελληνικό Διατραπεζικό Σύστημα και το ευρύ συναλλασσόμενο με τις Τράπεζες κοινό».

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ορθή απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο υιοθετούμε:

«Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα έχει θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει το πρόσθετο προσόν της “πείρας σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή οργανισμούς” (βλ. παράγ. [*284](στ) του σχεδίου υπηρεσίας). Τόνισαν ότι υπηρεσία 12 σχεδόν μηνών σε “μια Τράπεζα όπως η Α.Β.Ν., που κατά κοινή ομολογία, δεν έχει στην Ελλάδα ιδιαίτερο εύρος εργασιών και είναι σχεδόν άγνωστη εις το Ελληνικό Διατραπεζικό Σύστημα και το ευρύ συναλλασσόμενο με Τράπεζες κοινό” δεν ικανοποιεί τη σχετική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Η σχετική παράγραφος του σχεδίου υπηρεσίας ομιλεί απλώς “για πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα”. Δεν προσδιορίζει το εύρος ή τη διάρκεια της πείρας ούτε τον τύπο του Τραπεζικού Ιδρύματος. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του Συμβουλίου του Οργανισμού ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (βλ. και Τυρίμου ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 4 Α.Α.Δ. 4148, Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 699 και Γιαννικουρίδη ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1539, στις οποίες υπηρεσία δύο μηνών θεωρήθηκε ότι ικανοποιεί την σχετική με την πείρα πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας)».

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι για την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του αιτητή δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία επειδή δήθεν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτει πρόσθετο προσόν», και τούτο για το λόγο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν διέθετε το πρόσθετο προσόν, ήτοι «πείρα εις τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή οργανισμούς και/ή μεταπτυχιακές σπουδές».

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος δεδομένου ότι τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν, προϋπόθεση που, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, δεν ευσταθεί. Εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διέθετε το πρόσθετο προσόν, όπως ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν χρειαζόταν ειδική αιτιολογία. Ειδική αιτιολογία θα χρειαζόταν μόνο εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν διέθετε το πρόσθετο προσόν.

Ο επόμενος λόγος έφεσης είναι ότι «ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τίτλος του Certified Accountant που κατέχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν αποτελεί πρόσθετο προσόν και ότι το γεγονός και μόνο ότι είχε αποκτηθεί χρονικά μετά τη βασική εκπαίδευση δεν ήταν αρκετό για να θεωρηθεί εντός της έννοιας του όρου “μεταπτυχιακές σπουδές”, εντούτοις εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή επειδή τάχα κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει το πρόσθετον προσόν της πείρας και επιπλέον ότι ο καθ’ ου η αίτηση αιτιολόγησε δεόντως την προτίμηση του υπέρ του ενδιαφερόμε[*285]νου προσώπου». Kαι τούτο γιατί το Συμβούλιο επέλεξε τελικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπό την πλάνη ότι διέθετε το πρόσθετο προσόν τόσο της πείρας σε τραπεζικό ίδρυμα, όσο και των μεταπτυχιακών σπουδών.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατοχή ενός πρόσθετου προσόντος και όχι αν υπάρχει και κατοχή άλλου πρόσθετου προσόντος, κατά διαζευκτικό τρόπο, σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε και τα δύο πρόσθετα προσόντα, ενώ στην πραγματικότητα είχε μόνο το ένα, η πλάνη αυτή του Συμβουλίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης του για το λόγο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47:

«Με την έφεση προσβάλλεται επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ουσιαστική η διαπιστωθείσα πλάνη της Επιτροπής αλλά και προηγουμένως της Συμβουλευτικής Επιτροπής (η Συμβουλευτική), να θεωρήσει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Ζαπίτης και Κ. Ματσουκάρης είχαν “μετεκπαίδευση” σύμφωνα με την υποπαράγραφο (γ) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσεως, χωρίς να είναι κάτοχοι πρώτου πτυχίου, και τούτο επειδή, σύμφωνα πάντοτε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εν λόγω υποπαράγραφος (5) προβλέπει διαζευκτικούς τρόπους κατοχής του πρόσθετου προσόντος, που συνιστά “πλεονέκτημα”, ένας από τους οποίους είναι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

Σε σχέση με το πλεονέκτημα η υποπαράγραφος (5) έχει ως εξής:-

“3. Απαιτούμενα  Προσόντα:

……………………………………………....………………...………………………………………………………...………

(5) Μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό ή/και μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στη Δημόσια Διοίκηση ή άλλο κατάλληλο θέμα θα αποτελεί πλεονέκτημα.”

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη είχαν πολύ μακρά και ευδόκιμη θητεία στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, 25 χρόνια ο ένας και 28 ο άλλος. Με βάση τη διαπίστωση αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθά κρίθηκε, αρχικά από τη Συμβουλευτική, και αργότερα, από την [*286]Επιτροπή, ότι κατείχαν το πλεονέκτημα, και, επομένως, το γεγονός ότι, εκ παραλλήλου αλλά πεπλανημένα, κρίθηκε ότι είχαν και μετεκπαίδευση, δηλαδή είχαν το πλεονέκτημα κατά δύο διαζευκτικούς τρόπους, δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας.

Υιοθετούμε πλήρως την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πλεονέκτημα της υποπαραγράφου (5), και όχι αν το κατείχαν δυνάμει της μίας ή και των δύο και των τριών διαζεύξεων της. Πράγματι η διαπιστωθείσα πλάνη δεν ήταν ουσιαστική (βλ. Δημοκρατία ν. Μαυρομμάτη & Άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 543).»

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο». Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα το Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση, παραβίασε το δεδικασμένο που προέκυπτε από την απόφαση στις προσφυγές 953/95 και 1076/95 για το λόγο ότι δεν ενήργησε δέουσα έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε οποιοδήποτε πρόσθετο προσόν.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.  Η ακυρωτική απόφαση στις προσφυγές 953/95 και 1076/95 στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι ούτε η Επιτροπή ούτε το Συμβούλιο έκαμαν συγκεκριμένη αναφορά στο κατά πόσο το πλεονέκτημα, που έκριναν ότι κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αναγόταν στην “πείρα” ή στις “μεταπτυχιακές σπουδές” ή και στα δύο αυτά στοιχεία. Κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο προσδιόρισε με απόλυτη σαφήνεια τα στοιχεία στα οποία, κατά την κρίση του, αναγόταν το πρόσθετο προσόν ήτοι, την πείρα σε τραπεζικό ίδρυμα, και, υπό μη ουσιώδη πλάνη, όπως ήδη αναφέραμε, τις μεταπτυχιακές σπουδές.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο, στην προσπάθειά του να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο, μπορούσε να προσδώσει περαιτέρω βαρύτητα σε ένα συγκεκριμένο σχετικό παράγοντα παρά σε άλλο, και ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Συμβούλιο να αποδώσει τη βαρύτητα που απέδωσε στο προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου ως Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών (Certified Accountants). Και τούτο γιατί τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, η κρίση του Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την κατο[*287]χή του προσόντος του Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών, ήταν πιο κατάλληλο για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωσης θέσης, ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Ήταν, με άλλα λόγια, προϊόν ουσιώδους νομικής πλάνης.

Ειδικώτερα:

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, τα απαιτούμενα προσόντα είναι τα εξής:

«(α)  Μέλος ενός αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου ή οποιουδήοτε άλλου Σώματος το οποίο ήθελε κριθεί από τον Οργανισμό ως ισοδύναμο

ή/και

       πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα π.χ. Οικονομικά, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, Τραπεζικά ή άλλο συναφές θέμα.

       ……………………………………………......…………………

       …………………………………………………..........………….

(στ)   Πείρα σε Τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή Οργανισμούς και/ή μεταπτυχιακές Σπουδές θα θεωρηθούν επιπρόσθετο προσόν».

Ο εφεσείων είναι κάτοχος τίτλου Β.Α. μετά διακρίσεως στη Δημόσια Διοίκηση από το Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού και κάτοχος τίτλου Master στη Δημόσια Διοίκηση με διατριβή στη Χρηματοδότηση Στέγης στην Κύπρο και για τον ίδιο Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι κάτοχος διπλώματος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πιστοποιητικού Μέλους του Chartered Association of Certified Accountants (ACCA).

Στα πρακτικά του Συμβουλίου της 29.7.98 αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με το λόγο που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προτιμήθηκε έναντι των άλλων υποψηφίων:

«Από τους εξωτερικούς υποψηφίους, ο Ανδρέας Γεωργίου έχει την περισσότερη και την πιο ευρεία πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Σε σχέση με τους εσωτερικούς υποψηφίους, ο κος. Γεωργίου προτιμήθηκε γιατί είναι Μέλος Ανεγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών ενώ κανένας από τους εσωτερι[*288]κούς υποψηφίους δεν έχει αυτό το προσόν. Με την κατοχή του προσόντος αυτού, ο κος. Γεωργίου θεωρήθηκε ότι είναι ο πιο κατάλληλος για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που ζητούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Στα καθήκοντα της θέσης στο Σχέδιο Υπηρεσίας αναφέρονται τα εξής:

“Μεριμνά για την ετοιμασία, συλλογή και τήρηση οικονομικών και στατιστικών στοιχείων ή και την οργάνωση και τήρηση κατάλληλου λογιστικού συστήματος και την ετοιμασία του προϋπολογισμού και άλλων εκθέσεων ή καταστάσεων”.

Το Συμβούλιο έκρινε ότι ένας που είναι Μέλος ενός αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου είναι σε καλύτερη θέση να οργανώνει και να τηρεί το λογιστικό σύστημα του Οργανισμού και να ετοιμάζει διάφορες λογιστικές εκθέσεις και καταστάσεις από κάποιο που δεν έχει τέτοιο προσόν. Ο Οργανισμός διαχειρίζεται γύρω στα £150,000,000 και είναι απαραίτητο όπως υπάρχει κατάλληλο λογιστικό σύστημα με τους κατάλληλους ελέγχους που να διασφαλίζει την αξιοπιστία των λογαριασμών και τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού. Για το λόγο αυτό θεωρήθηκε ότι ο κος. Γεωργίου ως προσοντούχος εγκεκριμένος Λογιστής θα είναι σε καλύτερη θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης όπως αυτά προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας».

Από το περιεχόμενο των πιο πάνω πρακτικών είναι πρόδηλο ότι, ενώ σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας τα βασικά προσόντα τόσο του εφεσείοντα όσο και του ενδιαφερομένου προσώπου ετίθεντο στο ίδιο επίπεδο και εθεωρούντο εξ ίσου κατάλληλα για την υπό πλήρωση θέση, χωρίς, δηλαδή, οποιαδήποτε διάκριση ή προτίμηση, το Συμβούλιο, ξεφεύγοντας από το νομικό πλαίσιο του Σχεδίου Υπηρεσίας, προσέδωσε, για τους λόγους που, εν πάση περιπτώσει, εξήγησε, μεγαλύτερη βαρύτητα στο βασικό προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου έναντι των βασικών προσόντων των άλλων υποψηφίων. Το έθεσε, δηλαδή, σε διαφορετικό επίπεδο από εκείνα και το θεώρησε πιο κατάλληλο για την υπό πλήρωση θέση. Με τον τρόπο αυτό, και χωρίς να έχει νομικά τέτοιο δικαίωμα, το Συμβούλιο τροποποίησε ουσιαστικά το Σχέδιο Υπηρεσίας, μετατρέποντας το προσόν του Μέλους Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών από βασικό, σε πλεονέκτημα. Πλεονέκτημα που έθετε αυτόματα σε μειονεκτική θέση τους υποψηφίους που δεν το κατείχαν, όπως ήταν πχ. ο εφεσείων.

Η απόφαση της Ολομέλειας στη Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604, την οποία επικαλεί[*289]ται ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου προσώπου, διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση. Στην περίπτωση εκείνη, το εφεσίβλητο Συμβούλιο, παρά την υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα, προτίμησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο γιατί ήταν απόφοιτος Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, προσόν που, ενώ δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εν τούτοις θα καθιστούσε ευχερέστερη την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Δεν προσέδωσε, όπως στην παρούσα περίπτωση, μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα από τα προσόντα που απαιτούνταν διαζευκτικά από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης έναντι άλλου ή άλλων.

Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε την Ολομέλεια και στην Πολυβίου ν. Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (2001) 3 Α.Α.Δ. 828. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Η όλη προσέγγιση του Δ.Σ. στο θέμα των προσόντων υπήρξε λανθασμένη, όπως επίσης και η επικρότηση της από την πρωτόδικη απόφαση. Αυτό που έγινε ήταν, ουσιαστικά, να καταστεί καθοριστικό κριτήριο ή υπερκριτήριο επιλογής το συγκεκριμένο πτυχίο, ενώ, με βάση τα διαζευκτικά προσόντα, έχουν απόλυτη ισοδυναμία. Διαφορετικά δεν θα είχε σημασία η ευρύτητα προσόντων που θεσπίζει το Σχέδιο Υπηρεσίας και η συνακόλουθη πλατειά επιλογή, που διασφαλίζει η ποικιλομορφία των απαιτούμενων πτυχίων. Η διάκριση που έγινε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.»

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Η επίδικη απόφαση του εφεσιβλήτου / καθ’ ου η αίτηση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Επιδικάζονται £600,- έξοδα υπέρ του εφεσείοντα/αιτητή Μάριου Παπαδόπουλου και εις βάρος του εφεσιβλήτου/καθ’ ου η αίτηση, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο