(2002) 3 ΑΑΔ 296
[*296]29 Μαΐου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΙΔΙΩΤΙΚH ΤΡΙΤΟΒAΘΜΙΑ ΣΧΟΛH INTERCOLLEGE,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟY ΠΑΙΔΕIAΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟY,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2988)
Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (Ν.67(Ι)/96) ― Βάσει τροποποίησης του Νόμου, που ακολούθησε χρονικά την εξέταση της αίτησης για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών, η αίτηση συνοδεύεται με τα δικαιώματα που καθορίζονται με Κανονισμούς ― Βάσει των Κανονισμών που εκδόθηκαν στη συνέχεια (οι περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμοί του 1998 (Κ.Δ.Π. 160/98) καθορίστηκαν τα δικαιώματα με αναδρομική ισχύ ― Αξίωση των δικαιωμάτων κατ’ επίκληση της Κ.Δ.Π. 160/98 κρίθηκε παράνομη, εφόσον ο Νόμος δεν παρείχε ρητή εξουσιοδότηση για έκδοση αναδρομικής κανονιστικής ή ατομικής διοικητικής πράξης ― Σύμφωνα με τη νομοθετική πρόνοια, ο καθορισμός θα έπρεπε να προϋπάρχει της υποβολής αίτησης για αξιολόγηση-πιστοποίηση ― Δεν ήταν επιτρεπτός ο αναδρομικός καθορισμός των δικαιωμάτων.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση με την οποία απαιτήθηκε η καταβολή δικαιωμάτων για αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών της Σχολής τους, που είχε προηγηθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου, ο καθορισμός που έγινε με την Κ.Δ.Π. 160/98 συζητήθηκε ως κανονιστικής φύσης. Οπότε, όπως κρίθηκε, με την αξίωση των ποσών που προέκυπταν από την εφαρ[*297]μογή της, προέκυπτε διακριτή εκτελεστή πράξη, ανακλητική της προηγούμενης, εκείνης δηλαδή που εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και που, στη συνέχεια, ακυρώθηκε στην προσφυγή 649/97. Σημειώνεται πως, όπως φαίνεται από την απόφαση στην 649/97, δεν είχε τότε ταξινομηθεί από τη Δημοκρατία με αυτό τον τρόπο η εξέλιξη. Τα επιχειρήματά της ήταν εντελώς διαφορετικά. Ειδικά, δεν ήταν η άποψή της πως η προσφυγή 649/97 έχασε το αντικείμενό της επειδή η προσβαλλόμενη πράξη είχε ανακληθεί. Δεν έχουν όμως συζητηθεί και τέτοια θέματα ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως δεν έχει συζητηθεί και το ενδεχόμενο να ήταν στην πραγματικότητα ατομική διοικητική πράξη το μέρος της Κ.Δ.Π. 160/98, με το οποίο καθοριζόταν απευθείας, για τις ήδη συντελεσθείσες αξιολογήσεις-πιστοποιήσεις που κάλυπτε η αναδρομικότητα που προσδόθηκε, το πληρωτέο δικαίωμα. Και, ούτως ή άλλως, οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα έκδοσης ατομικής διοικητικής πράξης με αναδρομική ισχύ είναι ουσιαστικά οι ίδιες με εκείνες που διέπουν τις κανονιστικές πράξεις. Ο κανόνας είναι πως και γι’ αυτές απαιτείται ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση. Βεβαίως, σε εκείνη την περίπτωση, με ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες, όμως, δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι καλύπτουν περίπτωση όπως η παρούσα. Επειδή δε περιλαμβάνονται στις εξαιρέσεις οι ανακλητικές πράξεις παρανόμως εκδοθεισών αποφάσεων, προσθέτονται και τα ακόλουθα. Στην προκείμενη περίπτωση ο καθορισμός των δικαιωμάτων με την Κ.Δ.Π. 160/98 ορίστηκε να ισχύει από τις 3.5.96, που ήταν η ημερομηνία έναρξης της ισχύος του βασικού Νόμου. Αν είναι κανονιστικής φύσης εγείρεται το ζήτημα της δυνατότητας τέτοιας αναδρομικής ρύθμισης, στη βάση της οποίας ακολούθησε η ατομική εκτελεστή πράξη της 16.9.98, έστω κατ’ ανάκληση της προηγούμενης. Αν είναι ατομική πράξη, οπότε η επιστολή ημερομηνίας 16.9.98 θα είναι μόνο πληροφοριακής φύσης ή πράξη εκτέλεσης, θα έχουμε αναδρομικότητα που δεν ανατρέχει στην ημερομηνία της αρχικής, εκείνης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21.5.97, αλλά σε προγενέστερη κατά ένα περίπου χρόνο.
Ο Νόμος, στην αρχική του μορφή, με τα Άρθρα 68 και 70, αναφερόταν ήδη σε καθορισμό της "δαπάνης" και των "δικαιωμάτων" με Κανονισμούς και δεν διακρίνεται σε εκείνα τα άρθρα εξουσιοδότηση, πολύ λιγότερο ρητή, για αναδρομικό καθορισμό. Το Άρθρο 31 επέβαλλε να συνοδεύεται η αίτηση για αξιολόγηση-πιστοποίηση από τα καθορισθέντα δικαιώματα, με την προσθήκη βεβαίως στο τέλος πως ο καθορισμός γίνεται με Κανονισμούς. Αυτό σημαίνει πως κατ’ ανάγκην θα έπρεπε να ήταν καθορισμένα τα δικαιώματα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Πολύ περισσότερο κατά το χρόνο της διενέργειας της αξιολόγησης-πιστοποίησης. Συνεπώς, δεν έχουμε απλώς περίπτωση μη ρητής εξουσιοδότησης για αναδρομικό καθορισμό. Έχουμε περίπτωση στην οποία, ουσιαστικά, κατά τη νομοθετική πρόνοια, ο καθορισμός θα πρέπει να προ[*298]ϋπάρχει της υποβολής αίτησης για αξιολόγηση-πιστοποίηση. Αυτή την πραγματικότητα την είδαν και οι καθ’ ων η αίτηση κατά τη συζήτηση της προσφυγής 649/97. Εισηγήθηκαν πως η αίτηση για αξιολόγηση-πιστοποίηση υποβλήθηκε παρανόμως αφού δεν συνοδευόταν από το σχετικό δικαίωμα, για να επισημανθεί όμως πως τελικά η αίτηση δεν απορρίφθηκε αλλά έγινε αποδεκτή. Για να ακολουθήσει αξιολόγηση-πιστοποίηση ουσιαστικά έξω από όσα, κατά το Νόμο, συνέθεταν το πλαίσιο της συνολικής διοικητικής ενέργειας. Και για να επιχειρούν τώρα οι καθ’ ων η αίτηση, με συντελεσμένη την αξιολόγηση-πιστοποίηση, να καθορίσουν εκ των υστέρων εκείνο που έπρεπε να ήταν καθορισμένο και, βεβαίως, γνωστό σε όλους εξ αρχής. Τέθηκε τότε, στην προσφυγή 649/97, ακόμα ένα συναφές θέμα. Υποστηρίχθηκε πως ακύρωση του καθορισμού των δικαιωμάτων θα συμπαρέσυρε και την ίδια την αξιολόγηση-πιστοποίηση, ως αρρήκτως συνδεδεμένη προς αυτόν. Δεν ήταν όμως υπό κρίση οποιαδήποτε διοικητική πράξη, ενδεχομένως ανακλητική της αξιολόγησης-πιστοποίησης που διενεργήθηκε και το θέμα των δικαιωμάτων που καθορίστηκαν κρίθηκε ως δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο της επί τούτου προσφυγής που ασκήθηκε.
Στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης, λαμβανομένης υπόψη ακόμη και της τροποποίησης του Νόμου που πραγματοποιήθηκε μετά την υποβολή της αίτησης και της αξιολόγησης-πιστοποίησης, δεν ήταν επιτρεπτός ο αναδρομικός καθορισμός των δικαιωμάτων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kanika Hotels κ.ά. v. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμα/ντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169,
Κυπριακή Δημοκρατία v. Cyprus General Bonded κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 57,
Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378,
Απέητος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64,
Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων & Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453,
Σφηκουρής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του [*299]Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 983/98), ημερομηνίας 20/12/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά του περιεχομένου επιστολής ημερομηνίας 16/9/98, με την οποία αξιώθηκε η καταβολή δικαιωμάτων για την εκπαιδευτική αξιολόγηση - πιστοποίηση των κλάδων σπουδών της ιδιωτικής σχολής τους για την οποία αποτάθηκαν.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ζήτησαν ακύρωση δυο πράξεων. Η πρώτη αφορούσε στα δικαιώματα που καθορίστηκαν για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών. Η δεύτερη, στα δικαιώματα που καθορίστηκαν για την επιθεώρηση κλάδων σπουδών της σχολής τους. Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως θεώρησε τις δυο πράξεις μη συναφείς και έκρινε την προσφυγή ως παραδεκτώς ασκηθείσα, μόνο σε σχέση με την πρώτη. Εξέτασε, εν τούτοις, και την ουσία της δεύτερης. Έκρινε συναφώς πως τα τέλη επιθεώρησης είχαν νομίμως επιβληθεί δυνάμει έγκυρων Κανονισμών, της Κ.Δ.Π. 120/90. Διατυπώθηκε λόγος έφεσης και ως προς αυτή την πτυχή. Γενικός και αόριστος όμως και, πάντως, χωρίς αναφορά και στην ουσία του θέματος. Το ζήτημα δεν προωθήθηκε με το περίγραμμα της αγόρευσης των εφεσειόντων, ενώπιόν μας προσδιορίστηκε το ένα θέμα στο οποίο οι εφεσείοντες δήλωσαν ότι έθεταν, αυτό αφορούσε στην πρώτη πράξη, και τα περί την συνάφεια δεν θα μας απασχολήσουν, ως εγκαταλειφθέντα.
Οι εφεσείοντες αποτάθηκαν για αξιολόγηση-πιστοποίηση δυνάμει του Περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1996 (Ν.67(Ι)/96) (ο Νόμος). Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Νόμου, τέτοια αίτηση συνοδεύεται από το "καθοριζόμενο δικαίωμα". Δεν είχε ως τότε "καθοριστεί" τέτοιο δικαίωμα και η επιβολή του ακολούθησε την πράγματι διενέργεια της αξιολόγησης-πιστοποίησης. Αυτό έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και ασκήθηκε η προσφυγή 649/97 στην οποία κατά πρώτο αμφισβητήθηκε η αρμοδιότητά του. Μεσολάβησε τροποποίηση του Νόμου (βλ. Ν.67(Ι)/97) με την προσθήκη στο άρθρο 31 πως το δικαίωμα καθορίζεται με Κανονισμούς και, εκκρεμούσας της προσφυγής 649/97, εκδόθηκαν οι περί Ιδιωτι[*300]κών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμοί του 1998 (Κ.Δ.Π. 160/98). Οι Κανονισμοί αυτοί καταλήγουν σε πίνακα καθοριστικό των πληρωτέων δικαιωμάτων, στην περίπτωση της αξιολόγησης-πιστοποίησης ύψους £400 για κάθε κλάδο σπουδών, ας σημειωθεί, όπως ήταν και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Με την περαιτέρω πρόνοια πως αυτός ο καθορισμός, όπως και ορισμένοι άλλοι, θα ίσχυε από τις 3.5.96. Καλυπτόταν έτσι και η περίπτωση των εφεσειόντων και υπεισήλθε και αυτή η εξέλιξη στη συζήτηση, περί την αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, στην προσφυγή 649/97. Κρίθηκε πως δεν είναι δυνατό να υπάρχει έγκυρος καθορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο, η απόφαση του οποίου αποτελούσε το αντικείμενο της προσφυγής, εν όψει των πιο πάνω Κανονισμών, και εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση. Με την επεξήγηση πως το κατά πόσο θα ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να καταβάλουν το ίδιο ποσό, δυνάμει των Κανονισμών πλέον, θα ήταν ζήτημα που θα προέκυπτε, εφόσον αυτό αξιωνόταν κατ’ επίκληση των Κανονισμών. Στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας, όπως διευκρινίστηκε, λειτουργούσε υπέρ των Κανονισμών το τεκμήριο της νομιμότητας.
Πράγματι, με επιστολή ημερομηνίας 16.9.98 αξιώθηκε η πληρωμή των δικαιωμάτων που καθορίζονταν στην Κ.Δ.Π. 160/98 για να ακολουθήσει η προσφυγή που κατέληξε στην τώρα εκκαλούμενη απόφαση. Όπως κρίθηκε, ήταν νόμιμη η επιβολή των δικαιωμάτων, έστω αναδρομικά. Όπως εξηγήθηκε, με αναφορά στην νομολογία και στην βιβλιογραφία, η "αναδρομικότητα αυτή μπορεί να γίνει με ρητή νομοθετική πρόνοια, όπως είναι εδώ η περίπτωση".
Πρωτοδίκως είχε συζητηθεί σειρά ζητημάτων αλλά με τους λόγους έφεσης, όπως αυτοί διευκρινίστηκαν, η αμφισβήτηση αφορά σε ένα μόνο θέμα. Τη δυνατότητα πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος στον καθορισμό που έγινε με την Κ.Δ.Π. 160/98. Είναι η άποψη των εφεσειόντων πως ήταν αργά πλέον για να καθοριστούν τέτοια δικαιώματα. Παραπέμπουν στη σταθερή νομολογία μας πως είναι επιτρεπτή η πρόσδοση αναδρομικής ισχύος σε κανονιστικές διατάξεις μόνο δυνάμει ρητής εξουσιοδότησης από το Νόμο δυνάμει του οποίου αυτές θεσπίζονται. Και θεωρούν πως ο Νόμος δεν περιλαμβάνει τέτοιας μορφής εξουσιοδότηση. Επισημαίνουν πως στην πρωτόδικη απόφαση εκλαμβάνεται πως υπήρχε η απαραίτητη νομοθετικής φύσης εξουσιοδότηση εν όψει της Κ.Δ.Π. 160/98 χωρίς να είχε εξεταστεί η θέση τους πως ήταν ultra vires ο καθορισμός που αυτή περιέχει.
Πρωτοδίκως αλλά και ενώπιόν μας ο καθορισμός που έγινε με την Κ.Δ.Π. 160/98 συζητήθηκε ως κανονιστικής φύσης. Οπότε, όπως [*301]κρίθηκε, με την αξίωση των ποσών που προέκυπταν από την εφαρμογή της, προέκυπτε διακριτή εκτελεστή πράξη, ανακλητική της προηγούμενης, εκείνης δηλαδή που εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και που, στη συνέχεια, ακυρώθηκε στην προσφυγή 649/97. Σημειώνουμε πως, όπως φαίνεται από την απόφαση στην 649/97, δεν είχε τότε ταξινομηθεί από τη Δημοκρατία με αυτό τον τρόπο η εξέλιξη. Τα επιχειρήματά της ήταν εντελώς διαφορετικά. Ειδικά δεν ήταν η άποψή της πως η προσφυγή 649/97 έχασε το αντικείμενό της επειδή η προσβαλλόμενη πράξη είχε ανακληθεί. Δεν έχουν όμως συζητηθεί και τέτοια θέματα ενώπιόν μας. Όπως δεν έχει συζητηθεί και το ενδεχόμενο να ήταν στην πραγματικότητα ατομική διοικητική πράξη το μέρος της Κ.Δ.Π. 160/98 με το οποίο καθοριζόταν απευθείας, για τις ήδη συντελεσθείσες αξιολογήσεις-πιστοποιήσεις που κάλυπτε η αναδρομικότητα που προσδόθηκε, το πληρωτέο δικαίωμα. (Βλ. συναφώς Kanika Hotels κ.ά. v. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμα/ντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, αλλά και Κυπριακή Δημοκρατία v. Cyprus General Bonded κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 57.) Και, ούτως ή άλλως, οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα έκδοσης ατομικής διοικητικής πράξης με αναδρομική ισχύ είναι ουσιαστικά οι ίδιες με εκείνες που διέπουν τις κανονιστικές πράξεις. Ο κανόνας είναι πως και γι’ αυτές απαιτείται ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση. Βεβαίως, σε εκείνη την περίπτωση, με ορισμένες εξαιρέσεις οι οποίες, όμως, δεν βλέπουμε πώς θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι καλύπτουν περίπτωση όπως η παρούσα. (Βλ. Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378, Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64, Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, Σφηκουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327, Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε. 1929-1959 σ.197, Στασινόπουλος-Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου σ. 253, Σπηλιωτόπουλος-Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 6η έκδοση σ. 547, Μιχαήλ Α. Δένδιας-Διοικητικόν Δίκαιον 5η έκδοση Τόμος Α΄ σ.133.). Επειδή δε περιλαμβάνονται στις εξαιρέσεις οι ανακλητικές πράξεις παρανόμως εκδοθεισών αποφάσεων, προσθέτουμε και τα ακόλουθα. Στην προκείμενη περίπτωση ο καθορισμός των δικαιωμάτων με την Κ.Δ.Π. 160/98 ορίστηκε να ισχύει από τις 3.5.96, που ήταν η ημερομηνία έναρξης της ισχύος του βασικού Νόμου. Αν είναι κανονιστικής φύσης εγείρεται το ζήτημα της δυνατότητας τέτοιας αναδρομικής ρύθμισης, στη βάση της οποίας ακολούθησε η ατομική εκτελεστή πράξη της 16.9.98, έστω κατ’ ανάκληση της προηγούμενης. Αν είναι ατομική πράξη, οπότε η επιστολή ημερομηνίας 16.9.98 θα είναι μόνο πληροφοριακής φύσης ή πράξη εκτέλεσης, θα έχουμε αναδρομικότητα που δεν ανατρέχει στην ημερομηνία της αρχικής, εκείνης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21.5.97, αλλά σε προγενέστερη κατά ένα περίπου χρόνο.
[*302]Ο Νόμος, στην αρχική του μορφή, με τα άρθρα 68 και 70, αναφερόταν ήδη σε καθορισμό της "δαπάνης" και των "δικαιωμάτων" με Κανονισμούς και δεν διακρίνουμε σε εκείνα τα άρθρα εξουσιοδότηση, πολύ λιγότερο ρητή, για αναδρομικό καθορισμό. Το άρθρο 31 επέβαλλε να συνοδεύεται η αίτηση για αξιολόγηση-πιστοποίηση από τα καθορισθέντα δικαιώματα, με την προσθήκη βεβαίως στο τέλος πως ο καθορισμός γίνεται με Κανονισμούς. Αυτό σημαίνει πως κατ’ ανάγκην θα έπρεπε να ήταν καθορισμένα τα δικαιώματα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Πολύ περισσότερο κατά το χρόνο της διενέργειας της αξιολόγησης-πιστοποίησης. Συνεπώς, δεν έχουμε απλώς περίπτωση μη ρητής εξουσιοδότησης για αναδρομικό καθορισμό. Έχουμε περίπτωση στην οποία, ουσιαστικά, κατά τη νομοθετική πρόνοια, ο καθορισμός θα πρέπει να προϋπάρχει της υποβολής αίτησης για αξιολόγηση-πιστοποίηση. Αυτή την πραγματικότητα την είδαν και οι καθ’ ων η αίτηση κατά τη συζήτηση της προσφυγής 649/97. Εισηγήθηκαν πως η αίτηση για αξιολόγηση-πιστοποίηση υποβλήθηκε παρανόμως αφού δεν συνοδευόταν από το σχετικό δικαίωμα, για να επισημανθεί όμως πως τελικά η αίτηση δεν απορρίφθηκε αλλά έγινε αποδεκτή. Για να ακολουθήσει αξιολόγηση-πιστοποίηση ουσιαστικά έξω από όσα, κατά το Νόμο, συνέθεταν το πλαίσιο της συνολικής διοικητικής ενέργειας. Και για να επιχειρούν τώρα οι καθ’ ων η αίτηση, με συντελεσμένη την αξιολόγηση-πιστοποίηση, να καθορίσουν εκ των υστέρων εκείνο που έπρεπε να ήταν καθορισμένο και, βεβαίως, γνωστό σε όλους εξ αρχής. Τέθηκε τότε, εννοούμε στην προσφυγή 649/97, ακόμα ένα συναφές θέμα. Υποστηρίχθηκε πως ακύρωση του καθορισμού των δικαιωμάτων θα συμπαρέσυρε και την ίδια την αξιολόγηση-πιστοποίηση, ως αρρήκτως συνδεδεμένη προς αυτόν. Δεν ήταν όμως υπό κρίση οποιαδήποτε διοικητική πράξη, ενδεχομένως ανακλητική της αξιολόγησης-πιστοποίησης που διενεργήθηκε και το θέμα των δικαιωμάτων που καθορίστηκαν κρίθηκε ως δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο της επί τούτου προσφυγής που ασκήθηκε.
Καταλήγουμε πως, στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης, λαμβανομένης υπόψη ακόμη και της τροποποίησης του Νόμου που πραγματοποιήθηκε μετά την υποβολή της αίτησης και της αξιολόγησης-πιστοποίησης, δεν ήταν επιτρεπτός ο αναδρομικός καθορισμός των δικαιωμάτων.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων τα έξοδα της πρωτόδικης και της παρούσας διαδικασίας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο