(2002) 3 ΑΑΔ 314
[*314]5 Ιουνίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣYΝΔΕΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚYΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΠΡΟΣΤΑΣIAΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟY,
Εφεσίβλητης.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2728)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ― Ζητήματα δημοσίας τάξεως ― Κατά πόσο η κακή σύνθεση συλλογικού οργάνου μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως ― Ανασκόπηση της νομολογίας ― Θετική κατάληξη του Δικαστηρίου.
Κατ’ έφεση τέθηκε ζήτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζήτημα κακής σύνθεσης του οργάνου, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταλήγοντας κατά πλειοψηφία (απόφαση Νικολάου Δ., συμφωνούντων των Αρτέμη, Καλλή και Κρονίδη, Δ.Δ.), ότι δύναται το ζήτημα να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, αποφάσισε ότι:
Σε αίτηση ακύρωσης το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση.
Στην Ελλάδα η δημόσια τάξη ορίζεται ευρύτερα.
Μπορεί συνοπτικά να λεχθεί ότι στην Ελλάδα η αυτεπάγγελτη εξέταση εκτείνεται στο καθετί που αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και αποκλείονται μόνο «τα ζητήματα που δεν προκύπτουν ευθέ[*315]ως εκ του φακέλλου και τα οποία, ως εκ τούτου, θα έχρηζαν ειδικής ερεύνης». Άμεσα σχετική ως προς αυτό είναι η απόφαση ΣτΕ Α΄ 2607/1960, την κατάληξη στην οποία επικαλέστηκε η Δημοκρατία και μαζί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ως αυθεντία για την άποψή τους ότι ζήτημα κακής σύνθεσης δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.
Πάντως, η νομολογία του ΣτΕ διευκρινίζει ότι ζήτημα σύνθεσης είναι ζήτημα αρμοδιότητας και ότι ως εκ τούτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως εφόσον πάντοτε, όπως αναφέρθηκε ενωρίτερα, τα στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ως προς τη νομολογία του ΣτΕ επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την 1269-1273/53, η οποία περιλαμβάνεται στο 2ον Συμπλήρωμα Νομολογίας 1953-1960 (Τόμος 1ος) σελ. 559:
«Η κακή σύνθεσις άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου.»
Παρίσταται δυνατότητα και δικαιολογείται η εξέταση, αυτεπαγγέλτως, του υπό αναφορά ζητήματος σύνθεσης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού. Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
Ο Πικής, Πρ., διαφώνησε με την πιο πάνω απόφαση και εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας.
Παρίσταται δυνατότητα και δικαιολογείται αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος της σύνθεσης των Εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255,
Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 167/96), ημερομηνίας 21/9/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόρριψης της καταγγελίας στην οποία προέβησαν ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάστηκαν οι διατάξεις των Άρθρων 4 και 6 του περί Προστασίας του Aνταγωνισμού Nόμου του 1989.
Αχ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.
[*316]Ε. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Μ. Σοφοκλέους, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1, 2, 3, 8 και 10-29.
Α. Λαδάς με Στ. Ασπρόφτα, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 4.
Π. Πολυβίου, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 5 και 7.
Τ. Παπαδόπουλος, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 6.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 9.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, αποτελούμενης από τους Αρτέμη, Νικολάου, Καλλή και Κρονίδη, Δ.Δ. θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.. Εγώ καταλήγω σε αντίθετο αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγώ στη ξεχωριστή μου απόφαση.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες μας κάλεσαν να εξετάσουμε αυτεπαγγέλτως ζήτημα παράνομης σύνθεσης του διοικητικού οργάνου - της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού - που εξέδωσε την προσβληθείσα, με την προσφυγή, απόφαση. Εισηγούνται ότι όπως και στην περίπτωση παράνομης συγκρότησης, πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης και ότι εν προκειμένω η εξέταση καθίσταται εφικτή χωρίς ο,τιδήποτε περαιτέρω αφού όλα τα σχετικά στοιχεία - τα πρακτικά συνεδριάσεων του οργάνου - βρίσκονται στον ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελο. Η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντέτειναν ότι ενώ «μη νόμιμα συγκροτημένο όργανο θεωρείται ως αναρμόδιο και η ύπαρξη αρμοδιότητας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο» εν τούτοις η παράνομη σύνθεση «δεν είναι θέμα δημόσιας τάξης αλλά απλός λόγος ακύρωσης ο οποίος για να εξετασθεί από το Δικαστήριο πρέπει αφ’ ενός μεν ν’ αναφέρεται στο δικόγραφο της προσφυγής και αφ’ ετέρου να έχει εγερθεί πρωτόδικα».
Σε αίτηση ακύρωσης το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο [*317]συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση: βλ. ενδεικτικά τη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255. Δεν έχει πάντως αποκλειστεί η επέκταση: βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.
Στην Ελλάδα η δημόσια τάξη ορίζεται ευρύτερα. Τι είναι που καλύπτει εκτίθεται στο κατωτέρω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ι.Δ. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας» Β΄ Έκδοση, σελ. 553:
«Το κριτήριο είναι περισσότερο ποσοτικό, αντί για ποιοτικό. Προσβάλλουν την δημοσία τάξη σφάλματα οφθαλμοφανή, ασυνήθη, θίγοντα την υπόσταση της αναιρεσιβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως. Έτσι, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως λόγοι αφορώντες την δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου (ΣτΕ 904, 4678/1984) το ανέκκλητο της αποφάσεως που εξεδόθη επί προσφυγής ουσίας (ΣτΕ 3778/1984), την μη προηγουμένη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 906/1984), την μη νόμιμο σύνθεση, σύσταση και συγκρότηση του δικάσαντος δικαστηρίου (ΣτΕ 4292/1984, 4806/1984), την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως (ΣτΕ 2027/1983) την εφαρμοστέα διάταξη (ΣτΕ 432-35/1982), ή την ισχύ αυτής (ΣτΕ 3256/1981), την τήρηση της αρχής της δημοσιότητος των συνεδριάσεων (ΣτΕ 2158/1981).»
Ας σημειωθεί επίσης ότι στην Ελλάδα, ενώ σε αίτηση αναίρεσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα δημόσιας τάξης, σε αίτηση ακύρωσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως και άλλα. Μπορεί συνοπτικά να λεχθεί ότι, όπως υποδεικνύεται στο ίδιο σύγγραμμα (στη σελ. 553), η αυτεπάγγελτη εξέταση εκτείνεται στο καθετί που αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και αποκλείονται μόνο «τα ζητήματα που δεν προκύπτουν ευθέως εκ του φακέλου και τα οποία, ως εκ τούτου, θα έχρηζαν ειδικής ερεύνης». Άμεσα σχετική ως προς αυτό είναι η απόφαση ΣτΕ Α΄ 2607/1960, την κατάληξη στην οποία επικαλέστηκε η Δημοκρατία και μαζί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ως αυθεντία για την άποψή τους ότι ζήτημα κακής σύνθεσης δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Το γενικότερο ζήτημα αρχής το ΣτΕ το έθεσε στην εν λόγω απόφαση ως εξής:
«Κατά την έννοιαν των διατάξεων τούτων οι λόγοι ακυρότητος, εφ’ όσον δεν καταλέγονται μεταξύ των εξ επαγγέλματος εξεταζομένων, οίοι τυγχάνουσιν οι αναγόμενοι εις την δημοσίαν τάξιν, οι προκύπτοντες αμέσως εκ της προσβαλλομένης αποφάσεως ή εκ των στοιχείων του φακέλου, ή οι γνωστοί τω [*318]Δικαστηρίω εκ προηγηθείσης δίκης, δέον να προτείνωνται κατά την εν αυταίς διαγραφομένην ειδικήν διαδικασίαν, θεωρούμενοι άλλως ως απαράδεκτοι, τούτο δε προς εξασφάλισιν ουσιώδους προϋποθέσεως διά την ομαλήν απονομήν της Δικαιοσύνης, ήτοι του κατά νόμον αναγκαίου χρονικού διαστήματος δια την σχετικώς άνετον μελέτην και διάγνωσιν περί της βασιμότητος αυτών, προ παντός μεν υπό του Δικαστηρίου, αλλά και των τυχόν τρίτων μετεχόντων της δίκης.»
Ως προς δε τις ανάγκες της περίπτωσης εκείνης, το ΣτΕ κατέληξε ότι:
«Κατ’ ακολουθίαν ο επ’ ακροατηρίου το πρώτον προβληθείς, δια σχετικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, πρόσθετος λόγος ακυρώσεως περί κακής συνθέσεως του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν ανακριτικού συμβουλίου συνεπεία αντικανονικής αναπληρώσεως του Προέδρου αυτού, μη ερευνόμενος κατ’ αρχήν αυτεπαγγέλτως, ως μη προκυπτούσης αμέσως είτε εκ της αποφάσεως ταύτης, είτε εκ των στοιχείων του φακέλλου πλημμελείας τινός υποκειμένης εις τοιούτον έλεγχον, αλλ’ αντιθέτως συνεπαγόμενον έρευναν του πραγματικού, τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος.»
Η εν λόγω απόφαση δεν υποστηρίζει ότι ζητήματα κακής σύνθεσης δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως ούτε ακόμα, πιο συγκεκριμμένα, ότι δεν αποτελούν ζητήματα δημόσιας τάξης. Βεβαιώνει μόνο ότι τέτοια ζητήματα δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως αν τα στοιχεία που ενδιαφέρουν δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου: δεν θα αναλάβει τότε το Δικαστήριο πρωτοβουλία για να τα συγκεντρώσει. Ως προς αυτό η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν διαφέρει.
Η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα παρέπεμψαν σε μερικά ελληνικά συγγράμματα με προοπτική αφενός μεν να υποδείξουν τη διάκριση μεταξύ συγκρότησης και σύνθεσης - μια διάκριση η οποία, όπως πρόσθεσαν, γίνεται επίσης στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/99) τον οποίο όμως δεν χρειάζεται να συζητήσουμε - αφετέρου δε να επισημάνουν πως ενώ σε δύο από τα συγγράμματα γίνεται αναφορά στην παράνομη συγκρότηση ως αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης, δεν γίνεται τέτοια αναφορά και για την περίπτωση παράνομης σύνθεσης.
Η διάκριση μεταξύ συγκρότησης και σύνθεσης είναι βέβαια δεδομένη. Την εξηγεί με σαφήνεια ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά [*319]του «γενικό διοικητικό δίκαιο» τρίτη έκδοση στις σελ. 451-2:
«Νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου είναι η θεμελίωσή του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθορισμός (διορισμός, εκλογή κλπ.) όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενων μελών, καθώς και του προεδρείου.
........................................................................................................
Η σύνθεση του συλλογικού οργάνου αναφέρεται, αντιθέτως προς την συγκρότηση, όχι στο όργανο καθ’ εαυτό και αφηρημένως, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του5. Νομίμως συγκροτημένο όργανο δεν είναι κατ’ αρχήν νόμιμα συντεθειμένο, αν στην συνεδρίασή του παρίστανται πρόσωπα που δεν είναι μέλη του, έστω και αν δεν μετέχουν στην ψηφοφορία, γιατί δεν μπορεί να είναι γνωστό το μέτρο της επιδράσεως που μπορούν να ασκήσουν.
Σημ. 5. Η διάκριση μεταξύ συγκροτήσεως και συνθέσεως, δεν τηρείται συνεπώς στην νομοθεσία, αλλά ούτε στην θεωρία ή την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.»
Στην παρατήρηση του Π.Δ. Δαγτόγλου ότι στην Ελλάδα δεν τηρείται με συνέπεια η διάκριση, προσθέτουμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στην Κύπρο και αυτό επειδή πρακτικώς η εν λόγω διάκριση δεν ενέχει επιπτώσεις.
Οι δύο περιπτώσεις αναφοράς στη συγκρότηση ως ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, χωρίς ταυτόχρονα αναφορά και στη σύνθεση είναι, η μια από το «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» του Π.Δ. Δαγτόγλου όπου, στο πλαίσιο σύντομης γενικής αναφοράς στην αρμοδιότητα, κυρίως από την άποψη ταξινόμησης, περιλαμβάνεται και η δήλωση, στη σελ. 436, ότι αναρμόδιο είναι «κάθε μη νόμιμα συγκροτημένο όργανο». και η άλλη από το «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου (Ανατύπωση) (1982) (στη σελ. 306) όπου, στο πλαίσιο γενικής αναφοράς σε λόγους ακύρωσης, ξεχωρίζονται δύο, ήτοι «της αναρμοδιότητος και της μη νομίμου συγκροτήσεως του οργάνου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αφορώσα εις την δημοσίαν τάξιν».
Μας φαίνεται από τη γενικότητα και συνοπτικότητα των εν λόγω αναφορών ότι αυτές δεν προορίζονταν ως εξαντλητική θεώρηση των όσων εμπίπτουν εντός της έννοιας της δημόσιας τάξης ή των όσων πέρα από αυτήν, εξετάζονται στην Ελλάδα αυτεπαγγέλτως. Και πάντως, η νομολογία του ΣτΕ διευκρινίζει ότι ζήτημα [*320]σύνθεσης είναι ζήτημα αρμοδιότητας και ότι ως εκ τούτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως εφόσον πάντοτε, όπως αναφέραμε ενωρίτερα, τα στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Προτού αναφερθούμε στη νομολογία του ΣτΕ θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» (3η Έκδοση), στις σελ. 213-214 και 216:
«Υποκειμενική αναρμοδιότης (ratione personae) είναι η αναρμοδιότης η επερχομένη συνεπεία αδυναμίας αυτού τούτου του ασκούντος την εξουσίαν οργάνου ν’ ασκήση ταύτην νομίμως. Διακρίνεται της αντικειμενικής η υποκειμενική αναρμοδιότης εκ του ότι επί αντικειμενικής αναρμοδιότητος την πράξιν εκδίδει πάντοτε, έστω και εις περίπτωσιν συνδρομής και των τριών περιπτώσεων της αναρμοδιότητος ταύτης, ήτοι της καθ’ ύλην, της κατά τόπον και της κατά χρόνον, όργανον περιβεβλημένον καθ’ όλα νομίμως εξουσίαν. Αντιθέτως εν περιπτώσει αναρμοδιότητος υποκειμενικής ενεργεί ο μήπω διορισθείς υπάλληλος ή διά νομικώς ανυπάρκτου πράξεως διορισθείς, ο απολυθείς ή οπωσδήποτε απωλέσας την ιδιότητά του φορεύς της ανατεθείσης αυτώ εξουσίας, ο κεκτημένος νομίμως, in abstracto, την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού, αλλ’ in concreto ουχί υπό την ιδιότητα ταύτην ενεργών ή, προκειμένου περί συλλογικής αρχής, η ουδέποτε ή μήπω συστασθείσα ή διά νομικώς ανυπάρκτου πράξεως ιδρυθείσα, η συγκεκροτημένη παρά τον νόμον, η άνευ απαρτίας ή άνευ προσκλήσεως απάντων των μελών αυτής αποφασίσασα και η αποφασίσασα συμμετοχή κωλυομένου προσώπου αρχή.
........................................................................................................
Το Συμβούλιον της Επικρατείας, προκειμένου περί κακής συνθέσεως συμβουλίου προαγωγών, θεωρεί τον προβαλλόμενον λόγον ακυρώσεως τελείως αόριστον και ως εκ τούτου απορριπτέον, καθ’ ό ανεπίδεκτον δικαστικής εκτιμήσεως, εφ’ όσον εν τω δικογράφω της αιτήσεως δεν κατονομάζονται οι παρά τον νόμον συμμετασχόντες. Τούτο είναι ορθόν, μόνον εφ’ όσον η κακή σύνθεσις δεν προκύπτει εξ αυτής ταύτης της προσβαλλομένης αποφάσεως και του φακέλου. Εάν αντιθέτως συμβαίνη τούτο, τότε η κακή σύνθεσις, θεμελιούσα υποκειμενικήν αναρμοδιότητα, τυγχάνει αυτεπαγγέλτως εξεταστέα.»
Ως προς τη νομολογία του ΣτΕ επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με την 1269-1273/53, η οποία περιλαμβάνεται στο 2ον Συμπλήρωμα Νομολογίας 1953-1960 (Τόμος 1ος) σελ. 559:
[*321]«Η κακή σύνθεσις άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου.»
Προσθέτουμε δε, ενδεικτικά, ότι στο Ευρετήριο Νομολογίας 1987-1988 (Τόμος 1ος), σελ. 109, η προσέγγιση στο ζήτημα νομιμότητος της σύνθεσης συνοψίζεται, με αναφορά στις εκεί αποφάσεις, ως εξής:
«316. - Το θέμα της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη εξετάζεται αυτεπάγγελτα από τον ακυρωτικό δικαστή, ΣτΕ 381, 1629, 2643-2645, 4340 1986 Ε. ΣτΕ 1986.120.
317. - Ερευνάται αυτεπαγγέλτως η νομιμότητα της συνθέσεως της επιτροπής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ΣτΕ 3384 1986 Ε. ΣτΕ 1986.120.
.......................................................................................................
320. - Λόγο ακυρώσεως σχετικά με την κακή σύνθεση συλλογικού οργάνου, μη προβαλλόμενο, εξετάζει το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, γιατί είναι γνωστός σ’ αυτό, αφού για τον ίδιο λόγο ακύρωσε με προηγούμενη απόφασή του τις προσβαλλόμενες με την παρούσα αίτηση πράξεις ως προς άλλους αιτούντες, των οποίων η αίτηση εκδικάστηκε κατά την ίδια δικάσιμο, ΣτΕ 2921/1986 Ε. ΣτΕ 1986.120.»
Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε. Καταλήγουμε ότι παρίσταται δυνατότητα και δικαιολογείται η εξέταση, αυτεπαγγέλτως, του υπό αναφορά ζητήματος σύνθεσης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού. Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Καταλήγουμε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από το Νικολάου Δ.. Η δική μου απόφαση διαφωνίας ακολουθεί.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Αναμφισβήτητο είναι ότι ενυπάρχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, πρωτοδίκως όπως και κατ’ έφεση, να επιληφθεί αυτεπάγγελτα θέματος εφόσο συνάπτεται προς τη δημόσια τάξη. Πρόκειται για εξαίρεση του κανόνα ο οποίος επιβάλλει ότι οι λόγοι ακύρωσης της επίδικης απόφασης πρέπει να στοιχειοθετούνται στο δικόγραφο της προσφυγής. Το ερώτημα το οποίο εγείρεται στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο η κακή σύνθεση του οργάνου σε αντιδιαστολή προς την κακή του συγκρότηση, ανάγε[*322]ται σε θέμα δημόσιας τάξης το οποίο το δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αυτεπάγγελτα.
Η δημόσια τάξη είναι εκείνη η οποία καθιερώνεται από το Σύνταγμα και το Νόμο, απόρροια της νόμω κρατούσας Πολιτείας. Η τάξη πραγμάτων που διέπει την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εκτός αν η απόφαση, πράξη ή παράλειψη είναι εκτελεστή δεν υπάρχει τίποτε προς αναθεώρηση διότι δεν πηγάζει από αυτή τι το προσδιοριστικό για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του διοικουμένου. Απόφαση ή πράξη εκτελεστή υπόκειται σε αναθεώρηση από άτομο του οποίου επηρεάζεται το κατά νόμο συμφέρον του, δηλαδή συμφέρον υλικό ή ηθικό που θίγεται από αυτή. (Άρθρο 146.2) Σε τέτοια περίπτωση δικαιούται να προσβάλει την πράξη ή απόφαση μέσα σε εβδομήντα-πέντε ημέρες από την ημερομηνία που η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του. (Άρθρο 146.3) Μπορεί ακόμα να προστεθεί ως λόγος συναρτώμενος με την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η επιδίωξη ακύρωσης της απόφασης για ένα ή περισσότερους από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 146.1. Λόγος ακύρωσης για άλλο από τους ρητά προβλεπόμενους ή εξυπακουόμενους (κανόνες χρηστής διοίκησης), δεν χωρεί. Η παράλειψη ως λόγος ακύρωσης συναρτάται με τη μή εκπλήρωση καθήκοντος οφειλόμενου από το νόμο και για το λόγο αυτό διακρίνεται από πράξη ή απόφαση, εφόσον η παράλειψη δεν ατονεί ούτε διαγράφεται για όσο χρόνο αυτή συνεχίζεται.
Η παραβίαση του δεδικασμένου αποτελεί άλλο λόγο που ανάγεται στη δημόσια τάξη εφόσον το δεσμευτικό των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146 κατοχυρώνεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5, του Άρθρου 146. (Βλ. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 48/92 κ.ά. – 7.7.1997.)
Η δημόσια τάξη ως λόγος για την αυτεπάγγελτη εξέταση θέματος από το Δικαστήριο είναι έννοια ευρύτερη της τάξης πραγμάτων που αφορά την αρμοδιότητα και τη δικαιοδοσία του αναθεωρητικού δικαστηρίου. Εκτείνεται και στην τάξη που καθιερώνεται από το Σύνταγμα και το νόμο για τη συγκρότηση αρχών και οργάνων της Πολιτείας. Η κατά νόμο συγκρότηση της αρχής ή του οργάνου αποτελεί προϋπόθεση για τη λειτουργία τους. Καθώς αναφέρεται στο σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του Π. Δαγτόγλου, Β΄ Έκδοση: (σελ. 347)
«Νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου είναι η θεμελίωσή του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθο[*323]ρισμός (διορισμός, εκλογή κλπ.) όλων των υπό του νόμου προβλεπόμενων μελών, καθώς και του προεδρείου.»
Η συγκρότηση του οργάνου, όπως εξηγεί ο συγγραφέας στην ίδια σελίδα διακρίνεται από τη σύνθεση του συλλογικού οργάνου. Στην πρώτη περίπτωση το όργανο θεωρείται «καθ΄ εαυτό και αφηρημένως» δηλαδή κατά πόσο έχει τα εχέγγυα νόμιμης λειτουργίας, ενώ στη δεύτερη κρίνεται με αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, δηλαδή στα γεγονότα που περιβάλλουν τη λειτουργία του στην πράξη.
Η διάκριση μεταξύ της κακής συγκρότησης και της κακής σύνθεσης διοικητικού οργάνου αντανακλάται και στο νόμο που απέβλεψε στην κωδικοποίηση των αρχών του διοικητικού δικαίου, δηλαδή στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν.158(Ι) του 1999, Άρθρα 20 και 21.)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής συγκρότησης διοικητικών οργάνων συνιστούν τα προβλεφθέντα από τον περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμο του 1988, (Ν.149/88), συμβούλια οργανισμών δημοσίου δικαίου η συγκρότηση των οποίων αντίκειτο προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος, όπως κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, (απόφαση Ολομέλειας πλειοψηφίας), στην οποία ο προαναφερθείς νόμος αποκηρύχθηκε ως αντισυνταγματικός· και τα συσταθέντα βάσει των προνοιών του συμβούλια, ανυπόστατα. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:
«Κατ’ επέκταση το διοικητικό συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. που έλαβε την επίδικη απόφαση δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο και οι αποφάσεις του δεν είχαν δικαιϊκό αντίκρυσμα και ήταν επομένως άκυρες.»
Προήλθαν από όργανο που δεν είχε τη σφραγίδα του Νόμου.
(Βλ. επίσης πρωτόδικες αποφάσεις Καλαφάτης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1991) 4(Β) Α.Α.Δ. 935· Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).)
H νόμιμη συγκρότηση διοικητικού οργάνου συνιστά αναπόσπαστη πτυχή της δημόσιας τάξης έξω από το πλαίσιο της οποίας δεν μπορεί να λειτουργήσει η Πολιτεία. Παραβιάζεται η δημόσια τάξη εφόσον όργανα άλλα από εκείνα που στοιχειοθετεί ο νόμος [*324]ασκούν κρατική λειτουργία. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα να επιληφθεί του θέματος της συγκρότησης του οργάνου προς περιφρούρηση της δημόσιας τάξης.
Η κακή σύνθεση διοικητικού οργάνου ανάγεται στη λειτουργία του οργάνου και όπως κάθε άλλο στοιχείο δυσλειτουργίας αποτελεί λόγο ακύρωσης απόφασης ή πράξης που εκδίδεται από αυτό. Η συγκρότηση του οργάνου έχει να κάμει με την ύπαρξή του, ενώ η σύνθεση άρτια κατά το νόμο συγκροτημένου οργάνου, ανάγεται στη λειτουργία του και οι πράξεις του μπορεί να ελεχθούν με αναφορά στις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Η κακή σύνθεση διοικητικού σώματος όπως και κάθε άλλος λόγος ακύρωσης πρέπει να στοιχειοθετούνται στην προσφυγή και να αποδεικνύονται.
Καταλήγω σε διαφωνία με την πλειοψηφία του Δικαστηρίου ότι το τεθέν κατά την έφεση ζήτημα κακής σύνθεσης του οργάνου του οποίου η απόφαση τέθηκε προς αναθεώρηση δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης εφόσον δεν τέθηκε και δεν στοιχειοθετήθηκε ως λόγος ακύρωσης. Κατά συνέπεια άποψή μου είναι ότι δεν μπορεί να επιληφθούμε αυτού του θέματος αυτεπάγγελτα.
Παρίσταται δυνατότητα και δικαιολογείται αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος της σύνθεσης των Εφεσιβλήτων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο